Σφετερισμός
Με τα μάτια θολά απ’ το δάκρυ/γεροντάκι με γένεια λευκά
έχει βάλει το χέρι αντήλιο/κι αγναντεύει τα σκάφη κλεφτά.
Και τ’ αγόρι που πλάι του στέκει/τον παππού του κοιτά κι απορεί
και στο μαύρο του γόνα ακουμπάει/για να βρει μιας στιγμής θαλπωρή.
“Τι συμβαίνει, παππού, και γιορτάζουν;”/το αγόρι ρωτάει δειλά
κι ο παππούς δακρυσμένος του λέει:/”Κάτσε κάτω θ΄ακούσεις πολλά”.
Δύο αιώνες, παιδί μου, γιορτάζουν,/δύο αιώνες για μας τρομερούς,
που η φυλή μας αμέριμνα ζούσε/τους ωραίους εκείνους καιρούς.
Μα ήρθε ξάφνου μια μαύρη ημέρα/π’ όλα αλλάξανε όψη ευθύς,
που σκοτώναν δεκάδες χιλιάδες/και δεν ήξερες πού να κρυφθείς.
Σε μια ήπειρο τόσο μεγάλη/είχαν γη ν’ απλωθούνε κι αυτοί
μα την θέλανε όλη δική τους/και την πήραν με βία και σπαθί.
Και έτσι τώρα αφέντες γιορτάζουν/δίχως τύψεις, χωρίς συστολή,
κείν’ τα χρόνια που ρήμαζαν σπίτια/κι αφάνισαν τούτη τη φυλή”.
Και τα μάτια του γέροντα τρέχουν/μαυροφόρα να βρέξουν ψυχή,
μια ψυχή που πενθεί πονεμένα/την απάνθρωπη κείνη εποχή.
Συντριμμένος κοιτά τα ουράνια/και ρωτά Τον Πατέρα θεό
σε τι έφταιξαν θέλει να μάθει/για το τόσο πικρό ριζικό.
“Αν με βλέπεις, Θεέ μου, κατέβα/πες αλήθεια κι ας είναι πικρή
σ΄ένα μαύρο που θέλει να μάθει/αν κι αυτός είν΄δικό Σου παιδί.
Ρίξε, Θεέ μου, το βλέμμα Σου κάτω/να χαρείς των Βαρβάρων γιορτή,
μια γιορτή βουτηγμένη στο αίμα/και να πεις και σε με, το “γιατί”.
Να χαρείς του ολέθρου τις μέρες/που ‘ρθε ο Χάρος λιοντάρι λευκό
του θανάτου σφραγίδα να βάλει/βουτηγμένο σε αίμα καυτό.
Συ που ήρθες για λίγο, Χριστέ μου,/και μαρτύρησες τόσο στη γη
διηγήσου στο θείο Πατέρα/πώς πονά του αθώου η πληγή.
Και Συ που ‘σαι κοντά ρώτησέ Τον/γιατί χρώματα έχει λογιά
κει που έπλαθε όλον τον κόσμο/Του τελείωσ΄ η άσπρη μπογιά;
Ζαλισμένος κοιτάει στο πλάι/το αγόρι π’ ακούει χλωμό,
τρυφερά και ροζιάρικα χέρια/αγκαλιάζονται μ΄ένα λυγμό.
Τα κατάρτια τρυπούν την καρδιά τους,/δεν αντέχουν σ΄ αυτήν τη θωριά,
βράχο βράχο κινάνε να φύγουν/μακριά από τ΄άσπρα θεριά.
**************
Usurpation…
With eyes dimmed by tears, barely seeing,
an old man with a beard white as snow
shields his eyes with his hands, peers in secret
at the ships he spies down there below.
And the little boy standing beside him
asks his grandfather with wonderment
as he leans on his black knee in search of
one instant of warmth and content.
Why, grandfather are they celebrating
asks the little boy shyly, in fear
and his grandfather tearfully answers
sit down here child, there’s much for you to hear.
Child, they celebrate the bicentenary
for us, two hundred terrible years
since our race lived in the happiness, carefree
in those wonderful faraway years.
suddenly came a day dark and dreary
all at once all was changed, modified
when our people were killed in their thousands
and you know longer knew where to hide.
On this continent so vast, so boundless
land in plenty there was for a horde
but they wanted it all for themselves, boy
and they took it by force, with a sword.
And so now, lords and masters, they revel
with no pangs or remorse, nor shame-faced
for those years that played havoc with families
and the gradual destruction of this race.
And the tears of the old man fall fast now
and they’re soaking a soul in black
a soul which is grieving and suffering
for those years of humanity’s lack.
and this shattered man looks at the heavens
and he asks of the father on high
what the sin was that brought down upon them
such a bitter and terrible blight.
If you see me, my God, then come down now
tell the truth although bitter it may be
to a black man who wishes to ask you
if he too is a child of your seed.
Cast your eye, my dear God, here below you
and rejoice in the barbarians’ spree.
Look and see this blood-soaked celebration
and then tell me just why it should be.
A rejoicing for days of calamity
when Death like a white lion came
to imprint the grim seal of the Reaper
a seal dipped in hot blood and in shame.
You who came down to us for a while, Christ
and who suffered so much on this earth,
please describe to the Father in Heaven
how the wounds of the innocent hurt.
And You, who are near Him, please ask Him
He can use colour without restraint
When he was creating this whole worlds
did He somehow run out of white paint?
Bewildered, he glanced beside him
at the boy near him standing so wan
and the soft and the gnarled hands together
entwine as they bitterly sob.
The masts of the tall ships pierce both hearts
no more can they suffer this sight
slowly, painfully they move off now
to escape from the beasts wild and white.
photo: pixabay.com