Tο σπίρτο

By: Stratis Mouflouzellis
Year of Publication: 1990
Το διήγημα του Στρατή Μουφλουζέλλη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό νεοελληνικών σπουδών ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ , τεύχος 14 [1994-1996] .... Σα γύρισα στο χωριό, η μάνα πεθαμένη, τα μάζεψα και έφυγα στην Αθήνα. Το μισό χωριό αδειο. Υστερα τα κατάφερα και ήρθα εδώ. Καλή χώρα. Εγώ χαΐρι δεν είχα. Όλο το μυαλό μου και τα μάτια μου, ένα σπίρτο αναμένο είναι. Που να παντρευτείς, πως να φαμελιώσεις; Φοβάμαι. Τώρα τελευταία άρχισα και κάνω και παλαβάτα.... Φώτο: pixabay.com

Τον γνώρισα το ’82. Παρασκευή βράδυ στο «Σπίτι των Μυτιληνιών». Οργανώναμε τότε βραδιές ταβέρνας, Ρακί μυτιληνιό, σαρδέλες παστές, φασούλες άσπρες, ρεπανάκια, κουκιά ξερά. Αμά ερχόταν και κανένας μερακλής, είχαμε στο τραπέζι μας και κάρδαμο, ακόμα και καυκαλίθρες. Είχαμε και ευγενή ποτά, μπύρες και ουίσκυ. Καλοί οι μεζέδες, καλό το ρακί, μα δεν πίνεται. Φταίει το κλίμα; Δεν ξέρω. Δεν κατεβαίνει, σέρτικο θαρρείς, δεν πάει κάτω. Πειραζόμαστε κιόλας, πού να γλιτώσεις απ’ της Αγιασσιώτες.

– Για δε κατ’ Μυτιληνιοί, πού ‘ν’ του ρακί σας, ρε;
Μας πείραζαν, σαν βλέπαν στα τραπέζια μας μπύρα κι ουίσκυ. Κακά τα ψέματα, δεν είναι το ούζο για τους Μυτιληνιούς, το ούζο είναι για τη Μυτιλήνη. Δεν πίνεται ούζο έξω απ’ αυτήν, πες το τραβάει ο τόπος. Πήγα λίγο πιο αργά από τους άλλους, περασμένες οχτώ, τους βρήκα στρωμένους.

Πέντε έξι τραπέζια, καμιά εικοσαριά νομάτοι. Πέρασα απ’ όλους. Οι μισοί και βάλε, Αγιασιώτες. ‘Ηταν βλέπεις κι ο Στρατής που έκανε το μπουφετζή χωριανός τους. Πέρασα απ’ όλους, μια κουβέντα, ένα αστείο.

– Χαλασμένου σι βλέπου, ρε Μπουτέλλι, άρρωστους μπας κι είσι: Του χρώμα σ’ κιτρίνσι, μαθε.

– Πρασίν’σι, ρε, γι άνθρωπους, ε, ντουν βλέπ’ς.

– Ε πρασ’νίζ” τούτους ρε, εντου ξερς. Κότσ’νους είναι.
Πολιτικά τα πειράγματα. Βαμμένοι όλοι, κατά το χρώμα και οι ιδέες.

Βυζάντιο, βένετοι και πράσινοι. Πώς μας καταντήσαν! Μας χρωματίζουν, για να μας χωρίζουν και να μας εκμεταλλεύονται και το χειρότερο να στρέφουν τον ένα εναντίον του άλλου.

– Αντι ρε δάσκαλι, ασ’ τσ’ Eλληνούρις.
Προσπαθούσε ο δάσκαλος να βάλει τα πράγματα στον τόπο τους, μα ποιος να δώσει σημασία σε βυζάντια κι ελληνικούρες. Το ‘χε και παράπονο. «Δεν ανήκω εις παρατάξεις», έλεγε. «Το έθνος. Το έθνος, προέχει πάντων.»

Για τούτο το έθνος την είχε πατήσει ο φουκαράς. Μόλις είχε τελειώσει την Ακαδημία κι ήρθαν οι Γερμανοί. Μπήκε στο ΕΑΜ. Τα ίδια έλεγε ύστερα και στην Ασφάλεια. Το έθνος, το έθνος. Πού να βρει άκρια. Δεν διορίστηκε ποτέ. Ίσα-ίσα που πήρε διαβατήριο για την Αυστραλία, το ’53-54 θαρρώ.

Εκεί σε μια γωνιά κάθονταν δυο παλιοί μου γνώριμοι. Η Γιανν’ς του Καπρί και ο Στρατής η Χότζας. Όλα τα κουβαλήσαμε μαζί μας, αν δεν τους πεις με τα παρατσούκλια τους, δεν τους βρίσκεις. Τον τρίτο της παρέας δεν τον ήξερα. Με φώναξαν σαν να βιαζόνταν, να μου τον γνωρίσουν.

– Ο Χρίστος από δω είναι Μανταμαδιώτης.
Ξέρανε πως η μητέρα μου ήταν απ’ αυτό το χωριό και θέλαν να μου τον γνωρίσουν. Όμως καταλάβαινα πως δεν ήταν μόνο αυτό. Κάτι ξεχωριστό υπήρχε σήμερα. Δεν ανακατεύονταν στα πειράγματα, έμεναν στην άκρη. Ακόμη φαίνονταν σαν να ήθελαν να προστατέψουν, να προφυλάξουν από αναπάντεχες επισκέψεις το Χρίστο, γιατί σαν τέλειωναν οι βραδιές αυτές, στο τέλος είμαστε όλοι μια παρέα.

Είπε το επίθετό του. Ήταν ίδιο με της μάνας μου. «Έχει γούστο», σκέφτηκα, «να βγούμε και συγγενείς!»

“Ε” ο Χρίστος, είπε ο Στρατής, είναι πολύ πονεμένος άνθρωπος, μην τα ρωτάς, και σηκώθηκε να φέρει ποτήρι καθαρό.

Ίσα-ίσα που μου έδωσε το χέρι του. Κοίταξε μπροστά, αποφεύγοντας να σε κοιτάξει στα μάτια. ‘Ηταν ένα ανθρωπάκι μια σταλιά. Στην κουβέντα δεν ανακατεύτηκε. Θα είχε περάσει και μισή ώρα, είπαμε τα δικά μας, αυτός κουβέντα κι όχι μόνο αυτό, καταλάβαινες πως ούτε τη δική μας την κουβέντα δεν παρακολουθούσε. Έκανα νόημα στο Γιάννη με τρόπο, τι γίνεται; «Ασ’ το», μου είπε, «δεν είναι ώρα.» Με τρόπο να μη μας πάρει χαμπάρι ο Χρίστος. Έκανα να γεμίσω τα ποτήρια.

– Μη του βάλεις του Χρίστου, μου είπε ο Στρατής.
Κοίταξα παραξενεμένος. «Ας είναι», είπα μέσα μου. Προχωρούσε η κουβέντα, σκάλωνε και ξέμπλεκε και πέρναγε η ώρα.

Με την άκρη του ματιού μου, εγώ εκεί στο Χρίστο.

Οι άλλοι δυο δεν καπνίζουν, εγώ, μανιώδης καπνιστής, κάνω να ανάψω τσιγάρο.

– Σήμερα δεν καπνίζεις, μου λέει ο Γιάννης, και μου δείχνει το Χρίστο με μια κίνηση του κεφαλιού του.

Σούφρωσα τα χείλια, κοίταξα το Χρίστο, αυτός σημασία. «Ας είναι», είπα πάλι μέσα μου, «να δούμε πού θα πάει τούτο το βιολί.»

Θα πέρασε κανένα τέταρτο, κόντεψα να σκάσω. Για δες μια πλάκα που πάθαμε! Σηκώνομαι απάνω, κάνω μια βόλτα στις άλλες παρέες, ανάβω τσιγάρο. Μισοκαπνισμένο το είχα, γυρίζω πίσω, το αποθέτω στο σταχτοδοχείο. Σημασία ο Χρίστος, κι ας πήγαινε ο καπνός προς το μέρος του. Με τρόπο φυσώ τον καπνό προς τη μεριά του, τίποτε ο Χρίστος. «Πάντως ο καπνός δεν τον πειράζει», είπα μέσα μου.

Κατεβαίνουν τα ποτήρια, κυλούσε η συζήτηση, ξεθάρρεψα κι εγώ. Τσακ το σπίρτο.

Πετάχτηκε στο πλάι ο Χρίστος και με μια κίνηση προστατευτική σκέπασε τα μάτια του. Αναψα το τσιγάρο, έσβησα το σπίρτο κι έκανα πως δεν κατάλαβα τίποτα.

Το ίδιο γινόταν κάθε φορά που άναβα τσιγάρο. Τόσο που αντιλήφτηκα πια πως δεν ήταν το τσιγάρο που τον πείραζε, μα το σπίρτο που άναβα. Έτσι κάθε φορά που ήταν να ανάψω γύριζα απ’ την άλλη μεριά, να μη με βλέπει, κι έσβηνα το σπίρτο γρήγορα.

Το ποτήρι του Χρίστου γεμάτο. Τα δικά μας τρύπια. Συνήθεια μας παλιά. Το πιοτό δεν θέλει ζόρι. Σε ποτήρι γεμάτο δεν βάζεις σταγόνα. Όσο θέλει πίνει ο καθένας. Αρχίσαν τα μάτια να γυαλίζουν, τα λαρύγγια να ανοίγουν. Να και τραγούδια. Τραγούδια μυτιληνιά, αγιασσώτικα, πλωμαρίτικοι αμανέδες.

Οι περισσότεροι, δεκαπέντε είκοσι χρόνια μεγαλύτεροι από μένα στην ηλικία από την γέννησή μας, γιατί στην Αυστραλία έχουμε δυο ηλικίες. Από τότε που γεννηθήκαμε κι από τότε που ήρθαμε στην ξενιτιά.
– Πόσο χρονών είσαι, ρε Κουστέλλ’;

Τριανταδυό, κι εικουσ’ πέντε στ’ Μυτιλήνη.
Καταλάβαινες 57.

Βλέπω για μια στιγμή το Χρίστο, δίπλα μου, αρπά το ποτήρι, μια και πάτο. Ξαναγεμίζει, το κοπανά κι αρχίζει.

«Η βασ’λές του κλουτσιάρκου του μ’λαρ’ | δε του πήρε ακόμα χαμπάρ’
πους ξεπάσαν τα μ’λάρια | κι φύγαν απ’ της κατίνις τα σαμάρια.»
Το τραγουδήσαμε όλοι μαζί. Αναράγωσε ο Χρίστος. Σήκωσε ψηλά το κορμί. Σηκώθηκε και ο δάσκαλος, σαν τελειώσαμε το τραγούδι.

– Και με την έγκρισιν του νόμου αυτήν την φορά. Ουχί παρανόμως.

– Στην υγειά όλων των ξενητεμένων, ευχήθηκε κάποιος. Σηκώσαμε τα ποτήρια.

– Που ζουν εις ταπεινάς οικίας και ουχί εις Ανάκτορα, συμπλήρωσε άλλος, μιμούμενος το δάσκαλο.

Καταλαγιάσαμε. ‘Αρχισαν τα σούρτα-φέρτα από τραπέζι σε τραπέζι. Μείναμε οι δυο μας με το Χρίστο. Έκανα να του γεμίσω το άδειο ποτήρι. Έβαλε το χέρι και με την παλάμη το σκέπασε.
– Δεν πίνω, μου είπε.

– Δυο τα κοπάνησες μονορούφι, του είπα.

Το ‘φερε η στιγμή. Έκανε μια κίνηση στη μέσα τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε μια σακούλα.

– Πίνω χάπια, μου είπε.

Δεν επέμεινα. Πέρασε λίγο. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να με κοιτάζει προσεκτικά. Γύρισα προς τη μεριά του. Με έβλεπε τώρα κατάματα.

– Σ’ ευχαριστώ, μου είπε.
– Για ποιο πράγμα;

– Για το σπίρτο.
– Τι;

Κατέβασε πάλι το κεφάλι. Σαν πέρασε λίγο, πήρε το μπουκάλι, γέμισε τα δυο ποτήρια.
– Μανταμαδιώτης, ε;

– Η μάνα μου,
– Το ίδιο είναι.

– Που να σε άκουγε ο πατέρας μου!
Είπα το όνομά του, δεν του έλεγε τίποτα. Είπα και το παρανόμι του. ‘Ανοιξαν τα μάτια του.

– Ο Γιώργος είναι πατέρας σου; με ρώτησε. Τι κάνει, πού βρίσκεται;
– Πέθανε το ’67, του είπα.
– Εξορία;
– Όχι, αρρώστεια

– Βρε, το Γιώργο! Πάει κι αυτός!
Τον ρώτησα, που τον ήξερε.

– Τούτη την ιστορία, που θα σου πω, μου είπε, μόνο ο Στρατής κι ο Γιάννης την ξέρουν. Δεν θέλω να την πεις σε κανέναν. Απ’ το μυαλό μου δεν βγαίνουν. Μ’ αυτά ζω, εκεί έμεινα εγώ. Τώρα τα ‘χω χαμένα, ξεχνιέμαι καμιά φορά, κάνω και ξήλωμένα. Δεν έχω κανέναν. Δεν έχω γράψει ούτε ένα γράμμα κάτω. Εδώ θα ψοφήσω.

Εμένα μ’ ένοιαζε για τον πατέρα μου. Τον ξαναρώτησα.
– Στο χωριό ήμουν τσοπάνης, από μωρό αλάργα απ’ το χωριό, δυο-τρεις ώρες δρόμο στη Σαρακίνα, στον Παλιό, στα Μυριάντρια. Μια μέρα στην Κατοχή, μου τον έφεραν να τον κρύψω. Τον κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Δυο μήνες τον είχα. Και τι δεν κουβεντιάσαμε. Λευτερωθήκαμε. Αμ δε! Καινούργια αφεντικά. Αρχίσαν πάλι τα κυνηγητά. Να φυλακές, να εξορίες! Έρχονταν τα βράδια τα παιδιά. Ό,τι είχα, τους έδινα. Γάλα, τυρί, τραχανά, κανένα αρνί.

Μια φορά μου γυρέψανε φάρμακα. Κατέβηκα στο χωριό κι έκανα τον άρρωστο. Πήρα συνταγή πενικελίνες, ασπιρίνες, ό,τι γυρέψαν τα παιδιά.

Το πήραν χαμπάρι, φαίνεται, με παρακολούθησαν. Έφταιγα κι εγώ, δεν τους κατάλαβα. Αν δεν γαυγίζαν τα σκυλιά, θα τους πιάναν κι αυτούς. Τα κατάφεραν και ξέφυγαν. Εγώ έκατσα. Πού να πάω; Είχα τα ζα κι απάντεχα και γέννες, πέντε-έξι προβατίνες ήταν στις μέρες τους, δύο πρωτογέννες, ποιος θα βοηθούσε τα ζωντανά μαθές. Έκατσα. Με ρημάξαν στο ξύλο. Πού θα πάει, έλεγα, θα κουραστούν και θα φύγουν.

«Δε ξέρω, ρε μουρά, εγώ τσομπάνος είμαι, άνθρωπος δε πατά εδώ.»
Νόμισα πως τα κατάφερα. Σταματήσαν το ραβδί, μου δώσαν και τσιγάρο.

«Δε ξέρω σας λέω, μπουρεί να ήρθαν να κλέψουν. Να μετρήσου το πρωί τ’ αρνιά, αν λείπει κανένα.»

Σε κανά δυο ώρες γύρισε το απόσπασμα, που τους κυνήγησε. Ευτυχώς δεν είχαν πιάσει κανένα, τρεις ήταν, ούτε είχε πέσει τουφεκιά.

Ήρθε ο μεγάλος μέσα. Ξενικός.

Μόλις τον είδαν οι άλλοι, πεταχτήκαν απάνω κι αρχίσαν πάλι να με χτυπούν. Να δείξουν πως είναι καλά παιδιά. Εγώ τα ίδια. Δεν ξέρω και δεν ξέρω. Να κλέψουν, θα ήρθαν.

‘Ακουσε τώρα, να σου σηκωθεί η τρίχα. Εδώ που τα λέμε, φταίω και εγώ. Τι του θες βρε άνθρωπε το πετρέλαιο! Χρόνια με το λυχνάρι περνούσα, με το λαδέλι. Τι μ’ έπιασε και πήρα πετρέλαιο;

Είχε χαράξει στο μεταξύ.
«Αφήστε τον», είπε ο μεγάλος.

Πήγε στη λάμπα, που άναβε ακόμα, την έσβησε, ήρθε κοντά, έτσι που ήμουν πεταμένος κατάχαμα, τη ξεβιδώνει, βγάζει το φυτίλι και με περιλούζει πετρέλαιο.

«Λέγε ρε»

Τι να πω εγώ; Τον έβλεπα στα μάτια. «Δεν μπορεί», έλεγα με το μυαλό, «άνθρωπος είναι, θα με κάψει μαθές;» Αυτός, γιέ μου, δεν ήταν άνθρωπος. Τέρας ήταν. Βγάζει τα σπίρτα του.

«Τσακ», μια το σπίρτο.

Ίσα-ίσα που είδα τη λάμψη και πρόλαβα να φέρω το χέρι μου στα μάτια μου. Λιγοθύμησα. Σα με συνεφέρανε, ολόκληρος βρωμολογούσα πετρέλαιο, δεν θα είχαν περάσει ούτε δέκα λεφτά.

«Λοιπόν», μου λέει, και ξαναβγάζει άλλο σπίρτο.

Δεν βάσταξα

Με πήραν στο χωριό. Έτσι περιχυμένος πετρέλαιο έδωσα κατάθεση. Μέσα στο μυαλό μου και στα μάτια μου μια λάμψη ήταν. Το σπίρτο. Έκανα δήλωση μετά βδελυμίας κτλ.

Οκτώ χρόνια φυλακή στο δικαστήριο για ληστοτρόφος! Βγήκα με τα ειρηνευτικά μέτρα του Πλαστήρα.

Σα γύρισα στο χωριό, η μάνα πεθαμένη, τα μάζεψα και έφυγα στην Αθήνα. Το μισό χωριό αδειο. Υστερα τα κατάφερα και ήρθα εδώ. Καλή χώρα. Εγώ χαίρι δεν είχα. Όλο το μυαλό μου και τα μάτια μου, ένα σπίρτο αναμένο είναι. Που να παντρευτείς, πως να φαμελιώσεις; Φοβάμαι. Τώρα τελευταία άρχισα και κάνω και παλαβάτα.

Στο καφενείο το Αγιασσιώτικο, κόψαν μια νύχτα το ρεύμα. Ποιός διάβολος έφερε μια λάμπα πετρελαίου.
«Μάνα!» έβαλα μια φωνή. Δεν έβρισκα μέρος να κρυφτώ. Χάλασα τον κόσμο. Ασε που κόντεψα να τους κάψω κιόλας, γιατί με την ανακατωσούρα έσπασε η λάμπα κι άρπαξε φωτιά. Τα σκέφτομαι τώρα και γελώ.

“Αϊντε όμως, να δεις, το σπίρτο να ανάβει! Δε το αντέχω. Εκεί με βγάλαν και παλαβό! Τι να πεις! Τι ξέρουν οι άνθρωποι! Μόνο ο Στρατής και ο Γιάννης ξέρουν. Αυτοί μου βγάλαν ένα επίδομα, μου βρήκαν και μια κάμαρα και ζω κι εγώ.

Του κρατούσα και τα δυο τα χέρια. Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα, πού να αντέξουν τα μάτια. Κλαίγαμε και οι δυό.

– Ρε ερωτευμένοι είσαστε και έχουμε χεράκια;
‘Ηταν ο Γιάννης, που ήρθε κοντά μας.

– Είπα την ιστορία, έκανε ο Χρίστος σα να ντρεπόταν.
– Καλά έκανες, του είπε ο Γιάννης, μπάρεμ ξεθύμανες.

– ‘Αιντε πάμε τώρα, του είπε.
Καληνυχτηθήκαμε, τον πήραν κι έφυγαν.

Τον Χρίστο δεν τον ξαναείδα. Πού και πού μάθαινα γι’ αυτόν απ’ τους φίλους μου. Είχε χειροτερέψει. Τα χάπια τον είχαν αποτελειώσει.

Πριν από δεκαπέντε μέρες με πήραν στο τηλέφωνο. Πάει ο Χρίστος, πέθανε, τον έχουν στο κρεματόριο, συγγενείς κανένας, ποιος να νοιαστεί;

– Ξέρεις, μου λέει ο Γιάννης, άμα δεν τον παραλάβουμε εμείς, να τον θάψουμε, θα τον κάψουν.

– Τι λες ρε Γιάννη, πού πάμε, δεν θα το γλυτώσει δηλαδή το κάψιμο ο φουκαράς;

Ανέλαβε η Μυτιληναϊκή Αδελφότητα και τον θάψαμε. Στο «Σπίτι των Μυτιληνιών» προσφέραμε καφέ και κονιάκ. Έβγαλε και λόγο ο δάσκαλος.

– Το ατυχές τούτο τέκνον της γενέτειράς μας κλπ

Έδωσε και συγχαρητήρια στην Αδελφότητά μας που δεν αφήσαμε να καεί ο Χρίστος.

– Ετάφη με όλας τας Χριστιανικές παραδόσεις της Ορθοδοξίας, είπε.

Σεπτέμβρης του ’90

 

 

Share this

error: Content is protected!