Το πορτραίτο μιας γυναίκας

By: Γιώτα Κριλή – Κέβανς
Year of Publication: 1992
...Δεν τολμούσε να υποστηρίξει τις κόρες της/κι εκείνες προδομένες συνέχισαν τον αγώνα της ζωής/ με φυλακτό την αψηφισιά. Ξαναγύρισε κι Εκείνος από τη φυλακή/Οι τανάλιες της τυραννίας/ του είχαν σημαδέψει σώμα και ψυχή/Απεγνωσμένος καταριόταν τον κόσμο/και τη γυναίκα που του έκανε κορίτσια... Ποίημα της Γιώτας Κριλή που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Το Γιοφύρι, τεύχος 13, Έτος 1993. Φώτο: pixabay.com

Γεννήθηκε πριν την αυγή

μιας αιμόχαρης εποχής

σ’ ένα χωριό κουρνιασμένο

στα σκέλη ενός βουνού της Αρκαδίας,

φρουροί του, τα εξωκκλήσια

τεσσάρων αυστηρών αγίων.

Τα κορίτσια ήταν “άγραφα χαρτιά”

αλλά η χρονιά εκείνη

έμεινε σημαδεμένη

από τον πόλεμο του 1897.

Μια άξια κόρη,

εύπλαστη και προκομμένη,

ο σκληρός μόχθος, φωτοστέφανό της

από τριών χρονών,

μάνα των παιδιών της μάνας της.

Ήρθαν μνηστήρες από μακριά

αλλά την πάντρεψαν με το γείτονα

να μην τους λείψει η ζεστασιά της.

Ήταν φτωχός αλλά λεβέντης,

είχε πάει στο σχολείο,

είχε υπηρετήσει στο μεγάλο πόλεμο

και διάβαζε τις εφημερίδες στο καφενείο.

Το ύψος του την έσκιαζε,

το πάθος του την σκλάβωσε,

υπέκυψε στα καπρίτσια του

κι έγινε ο ίσκιος του.

Δούλευαν τη γη μαζί,

μα συχνά τον προσπερνούσαν οι καιροί

κι έτσι εκείνη μοχθούσε πιο πολύ

ώστε να μην καταστραφούν οι σοδειές.

Αόρατη τις νύχτες συνέχιζε τις δουλειές,

μαγειρεύοντας, μπαλώνοντας,

γνέθοντας, υφαίνοντας,

εκπληρώνοντας τις επιθυμίες του.

Εφτά φορές έμεινε έγκυος.

Η κλωτσιά του αλόγου

στη φουσκωμένη της κοιλιά.

Το πρόωρο μωρό ήταν η Γιαννούλα,

κι ως κορίτσι στ μάνα της έφερε

μεγαλύτερη ωδίνη από τη γέννα.

Πάνω στο χρόνο γέννησε τον πρίγκηπα

έφερε παρηγοριά κι έγιναν γιορτές.

Οι πόνοι της γέννας παρατείνονταν

κάθε φορά που το νεογέννητο ήταν κορίτσι.

Το έκτο παιδί ήταν ένα θεόμορφο αγόρι,

αλίμονο! της το πήρε ο Θεός,

κι απελπισμένη βάλθηκε να το ξαναφέρει,

αλλά έκανε ακόμα κι άλλο έναν παρία,

κι αν δεν τους κατείχε το δέος της κόλασης

θα το άφηναν να πεθάνει.

Συνήθιζε να λέει:

“Ο θεός μου’δωσε μόνο δύο παιδιά.”

Τα κορίτσια δεν λογαριάζονταν,

η μοίρα την ξεγέλασε.

Ορμήνεψε τις κόρες της

να είναι δουλοπρεπείς

και να σέβονται τους άντρες

που δυνάστευαν το σπιτικό.

Οι γέννες κι ο μόχθος

της ξέσκιζαν τα σωθικά.

Φάσκιωσε την κοιλιά της,

αναστήλωσε το σώμα της και συνέχισε.

Ήρθε ο πόλεμος και για χρόνια

αυτή κι οι κόρες της

όργωναν τα χωράφια, μάζευαν τους καρπούς

και θαύμαζαν την προκοπή τους.

Εκείνος ήταν σε ισόβια δεσμά,

αμοιβή της πολιτικής του.

Γύρισε ο μεγάλος γιος,

κάθησε στο καφενείο

και θεώρησε περιφρονητικά το νοικοκυριό τους.

Η ευθύνη μεταμορφώθηκε σε μίσος.

Πάντρεψε αναγκαστικά την πιο ψωμωμένη

κι η μέρα του γάμου ήταν σαν ξόδι.

Δεν τολμούσε να υποστηρίξει τις κόρες της,

κι εκείνες προδομένες

συνέχισαν τον αγώνα της ζωής

με φυλακτό την αψηφισιά.

Ξαναγύρισε κι Εκείνος από τη φυλακή.

Οι τανάλιες της τυραννίας

του είχαν σημαδέψει σώμα και ψυχή.

Απεγνωσμένος καταριόταν τον κόσμο

και τη γυναίκα που του έκανε κορίτσια.

Πρόοδος σε μακρινές χώρες έγνεφε στους νέους –

μόνο η Γιαννούλα απόμεινε.

Κι Εκείνος συνέχισε να σούρνεται στα χωράφια,

κι αυτή όπως πάντα ξοπίσω του

σκοντάφτοντας,

προσμένοντας το γιο να ξαναγυρίσει.

Ανεπαίσθητα τ’ αμπέλια ξεράθηκαν,

τα χωράφια έμειναν χέρσα.

Επίμονα κράτησε τον κήπο και λίγα ζώα,

επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της ως το τέλος.

Ήταν 83 χρονών όταν την επισκέφτηκα.

Τα μάτια της θολά, αλλά ήταν

ακόμα εύστροφη και σφριγηλή.

Ήταν η μάνα μου αλλά πριν δεν την ήξερα,

δεν είχε καιρό να δείξει στοργή στις κόρες της.

Φόρτωσε το τραπέζι με τα φρούτα του κήπου της,

έστρωσε τα κρεβάτια με τα υφαντά της,

άνοιξε το μπαούλο

και μου πρόσφερε τα κειμήλια της –

μερικά προορίζονταν για προίκα μου.

Μάγεψε την κόρη μου

με τα τραγούδια και τα παραμύθια της,

και την έκαιγε η υπόθεση του γάμου μου.

Δεν τολμούσα να την απογοητέψω.

Τελικά της είπα:

“Μάνα δε χρειάζομαι άντρα,

είμαι άξια να μεγαλώσω το παιδί μου

και να ζήσω ανεξάρτητη”.

Τα θαμπά της μάτια έλαμψαν.

“Μπράβο σου, κόρη μου!

Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο,

έζησα σε χρόνια δίσεκτα”, είπε

παραπονεμένα…

Απρίλιος 1992

Share this

error: Content is protected!