Το γκρί ταγεράκι

By: Κούλα Τεό
Year of Publication: 1991
Το διήγημα Το γκρί ταγεράκι της κ. Κούλας Τεό βραβεύτηκε στο διαγωνισμό διηγήματος που οργανώθηκε από το Γιοφύρι το 1991.

Η Ασημίνα άπλωσε το ταγεράκι της απάνω στο διπλό παρθενικό της κρεβάτι μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό. Πρόσεξε το κομψό ράψιμό του, και στον αντικρινό καθρέφτη κοίταξε την άκομψη μέση της που κάποτε δακτυλίδι την έκρυβε για να μην τραβάει τ’ ανδρίκια μάτια και προκαλεί του Γιώργη την οργή.
Με τη σκέψη μακριά σε καιρούς περασμένους, έβγαλε το μαντιλάκι από την τσέπη της για να σκουπίσει ένα της δακρυ, και η ματιά της, θολή, έπεσε στο μάρμαρο του τζακιού με τη φωτογραφία τους.
Πόσο είχε αλλάξει ο Γιώργης… αγνώριστος είχε γίνει. Δεν είχε πια στο πρόσωπο εκείνη την αγριανθρωπιά που την έκανε να τρέμει μπροστά του και να χάνει τα λόγια της.
Τώρα με κομμένο το μουστάκι, με το μπλε του κουστούμι, και την κόκκινn γραβάτα, κρεμούσε το μενταγιόν της μάνας τους στο λαιμό της Μαιρούλας την ημέρα των αρραβνων της, και το πρόσωπό του αχτινοβολούσε από χαρά. Η Μάρθα δίπλα του χαμογελούσε κι εκείνη.
Ελευθέρωσε απ’ τα παπούτσια τα πόδια της που είχανε πρηστεί απ ‘ τον ποδαρόδρομο, μέριασε το καινούργιο της ρούχο, και ξάπλωσε δίπλα ν’ αποπάρει.
Πως πέρασαν κιόλας εικοσιεφτά ολόκληρα χρόνια, αναλογίστηκε πικραμένα, καθώς εικόνες και γεγονότα ξετυλίχτηκαν μπροστά της σα να ‘ταν χτες. Δεν αισθάνομαι καλά, της είχε πει η Μάρθα, θυμάται, μα όταν γύρισε απ’ το γιατρό, δεν είχε πού να βάλει τη χαρά της. Τρία χρόνια επάσχιζε για ένα παιδί κι είχε αρχίσει ν’ απογοητεύεται. Ήταν η δεύτερη φορά που την φίλησε την Ασημίνα κι ο Γιώργης. Την πρωτοφίλησε στο λιμάνι, τότε που είχε έρθει στην Αυστραλία. Την φίλησε κι αυτή τη φορά απ’ τον ενθουσιασμό του που θα γινότανε πατέρας.
Χάρηκε κι η Ασημίνα όχι για το Γιώργη, μα για τη Μάρθα που -αν και νύφη- είχε κάτι παραπάνω μαζί της. Δυο χρόνια στο ίδιο σπίτι, την ένιωθε σαν αδερφή. Της κάκιωσε κι αυτηνής μια φορά, μα την δικαίωνε κιόλας. Ο Γιώργης δεν ήταν από τους ανθρώπους που έπαιρναν από κουβέντες και συμβουλές.
Γέννησε την Μαιρούλα. Και τώρα η Μαιρούλα παντρευότανε, και τρέχανε να ψωνίσουνε για το γάμο. Αγόρασε και η Ασημίνα το ταγεράκι το γκρι, το σοβαρό όπως ταίριαζε και στην ηλικία της…
Ανασήκωσε το κεφάλι, κοίταξε το Γιώργη στη φωτογραφία, κι έσφιζε τα χείλη της με παράπονο.

***

– Αυτός είναι ο αδερφός μου, είχε πει τότε στον Αλκη και του ‘δειξε τον Γιώργη απ ‘ το κατάστρωμα.
– Και γιατί τρέμεις; την μάλωσε εκείνος απλώνοντας το χέρι να την αγκαλιάσει.
– Μη! για όνομα του θεού! θα μας δει! έκαμε τρομαγμένη η Ασημίνα και τραβήχτηκε παράμερα.
Μα θέλω να μας δει, απάντησε ο Αλκης, που όσο κι αν είχε προσπαθήσει η Ασημίνα να του περιγράψει το Γιώργη, δεν μπορούσε να διανοηθεί έναν αδερφό να είναι της αδερφής του το φόβητρο.
– Οχι ‘Αλκη, τον παρακάλεσε η Ασημίνα. Ας κατεβούμε χωριστά. Δε θέλω ακόμα να καταλάβει ο Γιώργης. Είναι σκληρός, και μόνο κακό μπορεί να μας κάνει. Την διεύθυνσή μου την έχεις, όταν τακτοποιηθείς -θα’χω ωστόσο κι εγώ καμιά δουλίτσα – έλα να με βρεις.

Ένας, ήλιος μουντός και κατσούφης τους υποδεχότανε στη Μελβούρνη, και φορτωμένοι όνειρα, αβεβαιότητες, και μελαγχολίες, έσφιξαν τα χέρια σαν ξένοι, αμίλητοι πάτησαν χωριστά την άγνωρη γη.

‘Όσα δεν πρόλαβαν να πούνε με τα χείλη, τα ‘λεγαν με τα μάτια στη μεγάλη αποβάθρα του  λιμανιού, που φευγαλέα έδιναν χίλιες υποσχέσεις , καθώς τραβούσε ο καθένας το δρόμο του.
Ο Γιώργης, όπως πάντα σκληροπρόσωπος κι αγέλαστος, ίσα που την καλωσόρισε μ ‘ ένα ψυχρό φιλί στο μάγουλό της. Η Μάρθα απεναντίας την έσφιγγε στην αγκαλιά της σα να τη γνριζε χρόνια, κι ας την έβλεπε για πρώτη φορά.
Το πυκνοκατοικημένο σπίτι που έμεναν την εντυπωσίασε, και βολεύτηκε χωρίς δυσκολίες. Μόνο που θα ευχόταν να μην έμενε δίπλα στο Γιώργη. Το δωμάτιο
της πλάι με το δικό του, ένιωθε τη σκιά του σαν πηχτή ομίχλη να της πλακώνει την ψυχή.

Κι είχε τόσο χαρεί τότε όταν άκουσε να λέει πως θα φύγει. Έβλεπε τη μάνα της να κλαίει, κι ούτε που μπορούσε να τη συμμεριστεί. Η ίδια ούτε στο δωμάτιο του δεν ήθελε να μπαίνει. Το ξεπάστρεψε μόνο όταν άδειασε, και σφάλισε την πόρτα για να κλείσει μέσα την αόρατη παρουσία του και τη μυρωδιά του κορμιού που νόμιζε πως απ’ άκρη σ’ άκρη μύριζε Γιώργη, κακία και παραξενιά.
Πέταξε και την τσιμπίδα που ειχε φτιάσει ο ίδιος για να σκαλίζουνε τη φωτιά και την είχε ασημώσει στο κεφάλι της επειδή παραπάτησε και του είχε πάει χυμένο τον καφέ. Το σημάδι το είχε ακόμα επάνω από το φρύδι της , άσβηστη σφραγίδα της αδελφοσύνης του.
Κι όταν έφυγε ο Γιώργης, άνοιξε τα παράθυρα , ασβέστωσε κι ένας καινούργιος ήλιος πρόβαλε παντού και χρυσόλουζε τους τοίχους τούς ασβεστωμένους που τόσα χρόνια σα να φοβότανε κι εκείνος το Γιώργη, τους άφηνε ανήλιαγους να ζούνε κάτω απ’ την τραχιά του σκιά.
Την “καλημέρα” του δεν την είχε ποτέ. Με τ ‘ όνομά της δεν την είχε φωνάξει. Ανώνυμα πρόσταζε μοναχά, και μάνα με κόρη τρέχανε αλαφιασμένες να τον υπηρετούν.
Ο Γιώργης, κουμανταδόρος στη σύνταξη απ ‘ τον πατέρα τους , που μια ανατίναξη στο λατομείο που δούλευε τον είχε κομματιάσει με άλλους έξι, και μ΄ένα μιστό που ο ίδιος έπαιρνε απ’ το δασαρχείο που δούλευε , ούτε να δουλέψει την άφηνε, μη τυχόν και μιλήσει με άνδρα, ούτε και απαιτήσεις της επέτρεπε να
έχει. Λεφτά για κερί του ζήταγε τις Κυριακές κι έτριζε τα δόντια του σα μανιασμένο λιοντάρι.
Έτσι η Ασημίνα μεγάλωσε με την εντύπωση ότι οι άνδρες δεν έχουν τα δόντια μοναχά για να τρώνε μα και για να τα τρίζουν, να φοβερίζουν τους αδύνατους.
Από το σπίτι δεν της επέτρεπε να κάνει βήμα. Στη βρύση πήγαινε για νερό κι έτρεμε μέχρι να γυρίσει μήπως και της μιλούσε κανένας στο δρόμο και το μάθαινε ο Γιώργης.
Έπλενε και σιδέρωνε τα ακριβά του που πουκάμισα κι εκείνη, μεγαλωμένη, κοπέλα της παντρειάς, φόραγε υφαντά φουστανάκια που τα ύφαινε και τα έραβε μοναχή της. Μαζωμένη πίσω απ’ το κουρτινάκι του παραθύρου της τις Κυριακές, αγνάντευε τα κορίτσια, καλοντυμένα και χαρούμενα, να κάνουν βόλτες και να κουβεντιάζουν, κι ένιωθε σα φυλακισμένο πουλί.

– Θα σε σφάζω σαν αρνί, της έλεγε, αν σε πάρει το μάτι μου να σουλατσάρεις σαν αυτές τις σουσουράδες που βλέπω στο νυφοπάζαρο.
Κι ενώ εκείνος στολιζότανε κι έβγαινε, ακριβώς για το νυφοπάζαρο, η Ασημίνα μέσα απ’ την αμπαρωτή φυλακή της κοιτούσε τον κόσμο και τη ζωή κεντώντας και ράβοντας τα έρημα προικιά της. Μόνο που γαμπρό δεν μπορούσε να σταυρώσει. Ότοιος κι αν τη γύρευε, ο Γιώργης έβρισκε τρόπο να τον ξαποστέλνει.

– Μεγάλωσε παιδάκι μου, τόλμησε να του πει η μάνα ένα βράδυ που τρώγανε, και φαινότανε με τις καλές του, κι ένας ξενοχωρίτης την είχε ζητήσει έτσι άπροικη όπως ήταν. Καιρός της είναι. Ας νοικοκυρευτεί και τούτη. Πόσο άλλο θα μείνει; Τα χρόνια περνάνε και τα νιάτα μαραίνονται.
Πήδησαν τα μαχαιροπήρουνα απάνω στο τραπέζι απ’ τη γροθιά του, και τα μάτια του κάνανε δέκα φονικά.
– Φαγώθηκες να την παντρέψεις. Ακόμα δε φουσκοβύζιασε! ούρλιασε ο Γιώργης, και πετάχτηκε όρθιος με σφιγμένες γροθιές.
– Μα είναι πια γυναίκα, ξανατόλμησε η μάνα να πει.
– Και με τι θα την παντρέψεις μωρή; Με το ψωρομιστό του άντρα σου; Ή νομίζεις ότι θα μπάσω στο σπίτι μου τον ξεβράκωτο τον ξενομερίτη σώγαμπρο, για να βγάζουνε τα μάτια τους μπροστά μου, και να με κοροϊδεύει ο κόσμος; Πάρ’ το χαμπάρι , όσο υπάρχω εγώ εδώ μέσα γαμπρός δεν μπαίνει. Ασυλο κουρελήδων το σπίτι μου δε θα το κάνω. Αμα τη θέλει, ας την πάρει να φύγουν από δω, να πάνε στο διάολο.
– Μα δεν πρόκειται να μείνουνε για πάντα εδώ. Ο  άνθρωπος δουλεύει, αργότερα θα πάρει σπίτι δικό του, έκανε η μάνα ελπίζοντας, αλλά ο Γιώργης είχε πάρει φωτιά.
– Εδώ μέσα εγώ κάνω κουμάντο κι εσύ σκασμός! έγρουξε, για να μη σας κάνω να βλέπετε το παράθυρο και νομίζετε πως είναι η πόρτα.
H Ασημίνα με το φαί χυμένο στην ποδιά της κοίταξε το Γιώργη κι έτρεμε.
Ο Γιώργης άφησε τη μάνα και πήγε να ξεθυμάνει απάνω της . Τύλιξε στο χέρι  τη χοντρή της πλεξούδα και τη σήκωσε όρθια.
Εσύ μωρή σιγανοπαπαδιά , δε μιλάς; Δε μου λες τίτοτα; Δε θα μου πεις πού τον γνώρισες το λεγάμενο; Μούγκρισε και τα δόντια του έτριζαν σαν αλάδωτη κλάπα παραθυρόφυλλου.
Η Ασημίνα ούτε το χέρι που την πονούσε δεν τόλμησε να πιάσει. Τον κοίταξε μόνο, καταπίνοντας τα δάκρυά της.
– Μη το κορίτσι! Μη, για όνομα του Θεού! είναι αθώο, ούτε που τον ξέρει τον άνθρωπο! Προξενιό μας έστειλε ο χριστιανός. Μη μου βαράς το παιδί!
Τον ικέτευε η μάνα, προσπαθώντας να του ξεσφίξει τα δάκτυλα. Ο Γιώργης με το ελεύθερο χέρι του την ξαπόστειλε με μια σπρωξιά.
– Εσυ να το βουλώνεις! και ξανακοίταξε την Ασημίνα. Μου θέλεις παντρειά ε; Μου θέλεις παντρειά; μούγκριζε ο Γιώργης και στο ρυθμό της φωνής του της τράβαγε τα μαλλιά και της χαστούκιζε τα μάγουλα.
Χίλια κομματια έγινε η φωτογραφία του πατέρα τους που κρεμότανε στον τοίχο, καθώς την έσπρωξε μετά το τελευταίο του χαστούκι.
– Μάνα, γιατί τον βγάλατε Γιώργη; ρώτησε μια μέρα η Ασημίνα τη μάνα της, σκυμμένη καθς ήταν στο κέντημά της.
Η μάνα, την κοίταξε σαστισμένη.
Τι θα πει γιατί; Είναι το όνομα του συχωρεμένου του παππού σας.
– Μάλιστα … ψιθύρισε η Ασημίνα.
– Μα γιατί ρωτάς; απόρησε η μάνα.
Δεν έπρεπε να τόνε βγάλετε Γιώργη, δεν του ταιριάζει αυτό τ’ όνομα. Πικραγγουριά έπρεπε να τον πήτε, πικραγγουριά . Μόνο έτσι θα ήταν όνομα και πράμα.
Η μάνα κούνησε το κεφάλι.
– Έτσι έπρεπε να λέγανε και το συχωρεμένο, γιατί σ’ αυτόν έχει μοιάσει. Έτσι ήταν κι εκείνος , στυφός κι αγέλαστος. Αλλά βλέπεις, οι άνθρωποι όταν γεννιούνται έχουνε όψη αγγέλου, και μας ξεγελάνε. Μα μην του κακιώνεις, κορίτσι μου, δεν είναι τόσο κακός όσο δείχνει, εγωιστής είναι. Έτσι είναι οι άντρες, παριστάνουνε τους σκληρούς για να μην πέφτει ο αντρισμός τους.
– Ασε με μάνα! έκανε αγανακτισμένα η Ασημίνα. Βαρέθηκα το Γιώργη και τη ζωή μου. Καλύτερα να μην είχα ποτέ μου γεννηθεί.
Ο Γιώργης αρπάχτηκε με τον επιστάτη, του δασαρχείου και τον σκολάσανε. Δουλειά δεν ήταν εύκολο να βρει, και η ζωή μέσα στο σπίτι κατάντησε κόλαση.
Πήγαινε κι ερχότανε βλαστημώντας και με σφιγμένες γροθιές . Οσο κι αν πρόσεχε η Ασημίνα να μην του δίνει αφορμές, δεν πέρασε μέρα χωρίς να την ξυλοφορτώσει. Τότε ήταν που της είχε φέρει και την τσιμπίδα στο κεφάλι. Σκότωσε την ώρα επιδιορθώνοντας ένα παλιό μοτοσακό που είχε, και του έφταιγαν όλοι. Ακουγε τη φωνή του η Ασημίνα και το αίμα της γινότανε νερό.
Τελικά στη θέση του Γιώργη πήρανε άλλον, κι εκείνος πάνω στο θυμό του πήρε την απόφαση να φύγει.
– θα φύγω, είπε στη μάνα του. Θα πάω στην Αυστραλία.
– Δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει, μα όταν έφτασε η ώρα για να φύγει της μαύρισε ο τόπος.
“Αγαπητή μου μάνα κι αδερφήν”, έγραψε κάποτε ο Γιώργης, κι όλες του οι παραξενιές ξεχαστήκανε. Έγιναν για τη μάνα τρυφερές αναμνήσεις. “Γιώργη μου!” , έλεγε και σπάραζε η καρδιά της. Στον κόρφο της φύλαγε τα γράμματά του, και το καντηλάκι δεν έσβηνε ποτέ, για να καλοπιάνει τη μάνα Παναγιά να της έχει καλά το Γιώργη της. Λιβάνιζε κι η Ασημίνα, για να ξορκίζει του Γιώργη τ’ απομεινάρια… Από τα λεφτά που κατά διαστήματα τους έστελνε, ούτε καραμέλα δεν ήθελε ν’ αγοράσει.  Ήθελε να κερδίζει το ψωμί μοναχή της. Της έφτανε που έπεφτε να κοιμηθεί χωρίς τον εφιάλτη της παρουσίας του. Έμαθε σιγά-σιγά να γελάει, να αγαπάει τη ζωή, κι αν δεν ήταν η μάνα που θρηνούσε για το μισεμό του, θα μπορούσε να πει πως ήτανε ευτυχισμένη.
Μα θες από τη στεναχώρια, θες έτσι ήτανε το ριζικό της, η μάνα αρρώστησε και η Ασημίνα γονάτισε. Στην αρχή της έκοψαν τον ένα μαστό, μα δε σταμάτησε εκεί. Χρόνος δεν πέρασε, κι όλο το κορμί καρκινώθηκε. Ούτε που την άνοιξαν την κάσα για να την δουν οι χωριανοί. Από την πόλη κατευθείαν στο νεκροταφείο την πήγανε. Το σπίτι πουλημένο για τους γιατρούς και τα νοσοκομεία, η Ασημίνα βρήκε αποκούμπι στη θεια της τη Βασιλική, αδερφή της μάνα της-στο διπλανό χωριό. Έλιωνε στο σύρε- έλα ν’ ανάβει της μάνας της το καντήλι , και να σιγοκουβεντιάζει με το χώμα το νιοσκαμμένο. Έγραψε κι ο Γιώργης γράμμα τρυφερό. “Έλα κοντά μου”, της έγραφε. “Τώρα που πέθανε και η μάνα, έλα να μην είσαι κι εσύ μοναχή σου”. Ήτανε νιόπαντρος τότε. “Έλα, της έγραφε και η Μάρθα, η γυναίκα του. Δεν έχω κι εγώ κανέναν εδώ κάτω. Μόνοι μας είμαστε¨. Ποιος ξέρει – σκέφτηκε η Ασημίνα-  τώρα που παντρεύτηκε μπορεί να ‘χει αλλάξει.
– Πήγαινε παιδάκι μου, της έλεγε η θεια της. Πήγαινε μήπως γλιτώσεις κι εσύ απ’ τη φτώχεια.
– Θα πάω, είπε η Ασημίνα, μα όχι με δικά του λεφτά. Δε θέλω να του είμαι υποχρεωμένη. θα πάω με τη ΔΕΜΕ.

Στην Αθήνα είχε ένα θείο, και τον παρακάλεσε να την φιλοξενήσει μέχρι να φύγει.
Στη ΔΕΜΕ γνώρισε και τον Αλκη… Από την πρώτη μέρα ένιωσε τα μάτια του να την κοιτάζουν επίμονα, και τα μάγουλα της αγνής χωριατοπούλας έγιναν παπαρούνες. Βδομάδες του πήρε να την μερώσει, και να δεχτεί να περπατήσουν μαζί μέχρι την αφετηρία του λεωφορείου. Η αγνότητά της και τα θλιμμένα της μάτια τον έκαναν να την αγαπήσει, και να την βλέπει σαν ένα τρυφερό σύντροφο για την καινούρια ζωή του.

Τον αγάπησε και η Ασημίνα. Δεν ηταν ομορφος, μα μέσα στα καθάρια του μάτια έβλεπε ό,τι δεν είχε δει ποτέ μέσα στα μάτια του Γιώργη, την καλοσύνη και την ανθρωπιά. Τώρα το ταξίδι -που τόσο φοβότανε – αποχτούσε κάποιο νόημα κάποιο σκοπό. Κάθε μέρα που περνούσε, ταξιδεύοντας, έκανε την αγάπη τους να πήζει, και τις καρδιές τους να χτυπάνε στον ίδιο ρυθμό. Μα δεν ήθελε να κατεβούνε μαζί.
Φοβότανε ακόμα το Γιώργη…
Από τη δεύτερη μέρα του ερχομού της , η Ασημίνα έπιασε δουλειά σ’ ένα μοδιστράδικο. Όλοι οι ήχοι των μηχανών του Αλκη το όνομα τραγουδούσαν και το βράδυ έτρεχε με λαχτάρα στο σπίτι μη τυχόν κι εχε πάει να την αναζητήσει. Δεν ήθελε να βρεθεί μόνος του με τον Γιώργη… Είχαν περάσει δυο βδομάδες μα δεν ανησυχούσε. Ήτανε σίγουρη ότι ο Άλκης θα πήγαινε. Εκείνη την ημέρα όμως δεν μπορούσε να την γελάει η προαίσθησή της . Εβλετε τον Αλκη να την περιμένει. Έφτασε στο σπίτι λαχανιασμένη μα είχε γελαστεί. Τίποτα δεν έδειχνε πως είχανε μουσαφίρη, κι απογοητεύτηκε. Άνοιξε την πόρτα γα να μπει στην κάμαρά της. Δεν είχε προλάβει να μπει μέσα καλά- καλά, κι άκουσε επιτακτική τη φωνή του Γιώργη απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα της κάμαράς του.
Για έλα εδώ εσύ, για έλα ‘δω.  Η Ασημίνα κοκάλωσε. Τρόμαξε σαν είδε το αγριεμένο του πρόσωπο. Η Μάρθα κλαμένη, καθότανε στην άκρη του κρεβατιού, κοίταζε την Ασημίνα και δάγκωνε τα χείλη. Η Ασημίνα έκαμε να πει καλησπέρα, μα δεν πρόλαβε. Τη φωνή της την σκέπασε η φωνή του Γιώργη που έπεσε βροντερή σαν αστροπελέκι.
– Έχεις αγαπητικό ε; έκαμε σα λυσσασμένο αγρίμι, και την χτύτησε στο πρόσωπο μ ‘ ένα κακοανοιγμένο φάκελο. Σκρόφα, με το πρώτο αμόλημα δεν έχασες καιρό, μου κουβαλήθηκες εδώ με τον γκόμενο. Θα σε ξεκάνω!
Και μέχρι να συνέρθει από το ξάφνιασμα η Ασημίνα, βρέθηκε να της τραβάει με το ένα χέρι τα μαλλιά και με τ’ άλλο να την χτυπάει χαστούκια στα μάγουλα.
– Σταμάτα! Στο κάτω-κάτω κοπέλα είναι, τόλμησε να επέμβει η Μάρθα, για να βρεθεί ανασκελωμένη απ’ την κλωτσιά του στο πάτωμα.
Αφού κουράστηκε να δέρνει, ο Γιώργης έσκισε και το γράμμα και της το πέταξε κατάμουτρα. Την άλλη μέρα η Ασημίνα παρακάλεσε τη Μάρθα να της έδινε τα κομμάτια, να διάβαζε έστω και μια λέξη από του Αλκη το γράμμα.
Αλλά ο Γιώργης είχε φροντίσει να τα εξαφανίσει.
Πέρασαν δυο μήνες, και κάθε τόσο η Ασημίνα είχε κι από ένα καινούριο επεισόδιο. Ήξερε όμως πως ο Αλκης -όπου κι αν βρισκότανε- μια μέρα θα ‘ρχόταν να την βρει και ο πόνος της από του Γιώργη τα χαστούκια γινότανε γλυκός. Πού άραγε να βρίσκεται, από πού να της έστελνε τα γράμματα αναρωτιόταν τα άγρυπνα βράδια της. Ας ήξερε, και ρωτώντας θα πήγαινε εκείνη να τον βρει.

***

Ο Άλκης στη Μπονεγγίλα μαράζωνε. Δέκα γράμματα είχε στείλει στην Ασημίνα και μια απάντηση δεν είχε πάρει. Την Ασημίνα την ήξερε καλά. Δεν ήταν από τις γυναίκες που που ξεχνάνε από τη μια μέρα στην άλλη. “Κάτι συμβαίνει μ ‘ αυτό τον αγριάνθρωπο τον αδερφό της” σκεφτότανε  και μετάνιωνε που δεν είχε επιμείνει να κατεβούνε μαζί απ’ το καράβι.
Μα είχε την ανεργία που του έδενε τα χέρια και δεν μπορούσε να κινηθεί. Τελευταία, είχε αναγκαστεί να κόψει ακόμα και το τσιγάρο. Κάποτε, άκουσε επιτέλους να φωνάζουνε τ’ όνομά του για το σταφυλομάζωμα στη Μιλτζούρα. “Θα χάνω λίγα μεροκάματα,, σκέφτηκε, και θα πάω να την βρω”.
– Την άλλη βδομάδα μετακομίζουμε, είπε ένα βράδυ ο Γιώργης, την ώρα που έτρωγαν.
Η Ασημίνα ξαφνιάστηκε μα δε μίλησε. Κοίταξε φευγαλέα τη Μάρθα, και χαμήλωσε το κεφάλι.
– Γιατί; έκαμε η Μάρθα δήθεν αδιάφορα.
– Γατί έτσι μου γουστάρει, απάντησε ο Γιώργης κοφτά. Την βαρέθηκα τούτη παλιοσυνοικία του Φώκνα. Θα πάμε στην άλλη άκρη που είναι και κοντά στη θάλασσα. Βρήκα δυο δωμάτια κάτω εκεί στο Περάν, και μαζεύτε τα. Την άλλη βδομάδα μετακομίζουμε.
Οσο κι αν προσπάθησε η Μάρθα να τον πείσει για να την πάει να δει πού θα έμεναν για να άφηνε σε κάποιον τη διεύθυνση- μήπως και πήγαινε ο Άλκης – εστάθηκε αδύνατο. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της της έβαζε τις φωνές. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, είπε στην Ασημίνα, προσπάθησα, μα γίνεται θηρίο.
Η Ασημίνα το δέχτηκε κι αυτό, σαν ένα απ’ τα πολλά του χαστούκια. Αλλάζοντας συνοικία άλλαξε και δουλειά, και τ’ άφησε όλα στη μοίρα.

0 Άλκης – αποφασισμένος να έπαιζε ακόμα και ξύλο με το Γιώργη, αν χρειαζόταν– κατέβηκε στη Μελβούρνη και πήγε να την βρει. Δε δυσκολεύτηκε να βρει το σπίτι , αλλά οι κάμαρες ήσαν νοικιασμένες σε άλλους που δεν μορούσανε να τον βοηθήσουν. Ήξεραν μόνο ότι έμεναν κάποτε εκεί… πού πήγαν όμως δεν ήξεραν να του πουν.
– Μόνο στο Ταχυδρομείο μπορείς να μάθεις , του είπε ο σπιτονοικοκύρης, απ’ ότι ξέρω, μόνο εκεί έχουν δώσει την καινούργια τους διεύθυνση.
Αλλά και στο Ταχυδρομείο είχε δοθεί εντολή από το Γιώργη να μην τη δώσουν σε κανένα. Όλος απογοήτεψη κι ερωτηματικά , ο Άλκης νοίκιασε ένα δωμάτιο εκεί τριγύρω με την ελπίδα πως κάπου θα τύχαινε να την δει. θόλωναν τα μάτια του μέσα στο πλήθος να την ψάχνει, σ’ όλες τις αγορές, σ’ όλους τους δρόμους. Μα ο καιρός περνούσε κι οι ελπίδες του έσβηναν. Με κάποιον θα την πάντρεψε ο αδερφός της, σκεφτότανε και μιας και του προξενεύανε μια νεοφερμένη συγκάτοικο, αποφάσισε κι εκείνος να παντρευτεί, να δώσει κι ένα τέλος στη μοναξιά του.  Όταν κατάφερε η Μάρθα να πάει στο παλιό τους σπίτι, για να αφήσει την καινούρια της διεύθυνση, της είπαν ότι κάποιος τους είχε ζητήσει, μα από τότε δεν τον είχαν ξαναδεί . Έπαψε πλέον και η Ασημίνα να περιμένει και να ελπίζει. Ολη της η ευχαρίστηση πια ήταν η δουλειά και το κομπόδεμα.

– Πως τον μπορείς αυτόν τον αγροίκο τον αδερφό μου; ρώτησε μια μέρα η Μάρθα.
Η Μάρθα την κοίταξε και χαμογέλασε πονηρά.

Μην τον βλέπεις έτσι, της απάντησε, στο κρεβάτι οι άνδρες γίνονται αρνάκια του γάλακτος. Προσπαθούσε να φανταστεί το Γιώργη μερωμένο η Ασημίνα , αλλά δεν τα κατάφερνε. Τον είδε για πρώτη φορά όταν κράτησε στην αγκαλιά νεογέννητη Μαιρούλα, κι έτριβε τα μάτια της.
– Αντε τώρα να βρούμε και κανά γαμπρό για σένα, της είπε αναπάντεχα μια μέρα ο Γιώργης, κι η Ασημινα -στα τριάντα της πια – τόλμησε να τον αγριοκοιτάξει.
Τα προξενιά δεν έλειπαν, όλο και κάποιος την ζητούσε, μα η Ασημίνα ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε για γάμο . Η καρδιά της είχε μαραθεί, είχε σφαλίσει όλες της τις χαραμάδες.
– Ελα κορίτσι μου, της έλεγε η, Μάρθα, πόσο πια θα το πηγαίνεις πεισματικά, δεν το βλέπεις ότι καταστρέφεις τη ζωή σου, ότι κάνεις κακό στον εαυτό σου;
– Ότι ήτανε να πάθω το έπαθα , απαντούσε η Ασημίνα, εγώ τη μοίρα μου την είδα απ’ τον καιρό που γεννήθηκα.
“Πού άραγε να βρίσκεται ο Αλκης; αναρωτιότανε τα βράδια της , και δεν ήξερε αν μισούσε το Γιώργη, το θεό, ή την άχαρη μοίρα της που μόνο θυμωμένο χαμόγελο είχε δει στο σκληρό πρόσωπό της. Εξοικειωμένη με τη ζωή και το πεπρωμένο της , η Ασημίνα κι αφού είχε συγκεντρώσει ένα αξιόλογο ποσό-σκέφτηκε ν’ αγοράσει τούτο το σπιτάκι, να’ χει κάτι δικό της να νοιάζεται, ν’ άλλαζε λίγο και τη μονότονη ζωή της.
– Εγώ στη θέση σου θα το σκεφτόμουνα καλύτερα, της είπε ο Γιώργης μ’ ένα ενδιαφέρον που της έφερε αναγούλα, πως θα τα βγάλεις πέρα με τόσο χρέος
μοναχή σου;
– Θα τα καταφέρω! του απάντησε η Ασημίνα ψυχρά, την υγειά μου να έχω και θα τα καταφέρω.
Για πρώτη φορά στη ζωή της, την ημέρα που υπόγραψε τα συμβόλαια, πετούσε από χαρά, κι όλο μεράκι, ρίχτηκε στη δουλειά να το καθαρίζει και να τ’ ομορφαίνει. Μέσα σε λίγες μέρες το τρικάμαρο σπιτάκι της είχε αλλάξει όψη. Εβαλε μέσα και νοικαραίους, τσοντάριζε κι εκείνη απ’ το μιστό της και ξεχρεωνότανε άνετα. Η Μάρθα με τη Μαιρούλα την επισκέπτονταν συχνά, όσο μεγάλωνε η Μαιρούλα, πήγαινε και μοναχή της στη γλυκομίλητη θεία Ασημίνα για να της κρατάει συντροφιά. Ούτε που έμοιαζε του Γιώργη παιδί. Είχε μόνο το στόμα του, μα κι εκείνο έχανε την ομοιότητά του με το χαμογελο που πάντα το στόλιζε. Της Μαιρούλας το ξεπετάρισμα της μέτραγε τα χρόνια. Όσο άκουγε τη διπλανή γειτόνισσα, την κυρα-Στάσα, να παραπονιέται για τ’ αρθριτικά και τους ρευματισμούς της ενώ εκείνη ακόμα δούλευε κι ήτανε γερή, ένιωθε νέα και δυνατή. Μα σαν έβλεπε τη Μαιρούλα, τραγανή σαν το κόκκινο μήλο, ένιωθε τα χρόνια να της βαραίνουν τους ώμους.

Τελείωσε το δημοτικό η Μαιρούλα, το γυμνάσιο και μπήκε στο πανεπιστήμιο και αποφοίτησε δασκάλα, κι ο Γιώργης για να το γιορτάσει, έψησε αρνί στην αυλή. Εκεί γνωρίσανε όλοι και τον Τάκη. Αγαπιόμαστε και θα παντρευτούμε, τους είπε, καθώς τους τον σύστενε η Μαιρούλα, μα περιμέναμε να πάρω πρώτα το δίπλωμα μου. Η Ασημίνα επάγωσε. Περίμενε να δει το Γιώργη να εκσφενδονίζει το αρνί και να τους κυνηγάει με τη σούβλα. Έντρομη, αναζήτησε τα μάτια της Μάρθας που εκείνη είχε γίνει κατάχλωμη. Ο Γιώργης, σαστισμένος κι εκείνος έσμιξε τα φρύδια, και για λίγες στιγμές έμεινε ασάλευτος. Κοίταξε γύρω τους καλεσμένους με αμηχανία και προχώρησε προς το ερωτευμένο ζευγάρι που είχε πιαστεί χέρι -χέρι. Στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταξε, σοβαρός και ανέκφραστος. Παραδίπλα η Ασημίνα δαγκωνόταν.
– Να τα μας! είπε κάποτε ο Γιώργης στρεφόμενος προς τη Μάρθα, την άκουσες την κόρη σου; Ακόμα δεν βγήκε απ ‘ το αυγό, κι άνοιξε κιόλας τα φτερά για να μας φύγει…
– Εσύ, την αγαπάς εσύ; ρώτησε μετά και τον Τάκη.
– Πολύ! απάντησε ο νέος, κι έκλεισε τη Μαιρούλα στην αγκαλιά του προστατευτικά.
Ο Γιώργης ξερόβηξε…  Κι αντίς -όπως φοβότανε η Ασημίνα –να σφίξει τη γροθιά και να τρίξει τα δόντια, τον είδε να σκάει ένα πλατύ, ασυνήθιστο χαμόγελ.
– Ε, τότε τι καθόμαστε; είπε ενθουσιασμένος στη Μάρθα, φέρε να πιούμε να γιορτάσουμε… και το χέρι του Τάκη σφιγγότανε μέσα στη χούφτα του Γιώργη στη χούφτα του Γιώργη που τράβαγε μαλλιά, που γρόθιαζε τραπέζια και μπάτσιζε μάγουλα.
Δε θυμότανε πως βρέθηκε στο σπίτι η Ασημίνα. Δε θυμόταν πως βρέθηκε κοικουλωμένη στο κρεβάτι της. Θυμότανε μόνο ότι ποτέ δεν είχε πονέσει τόσο, όσο εκείνο το μεσημέρι στου Γιώργη την αυλή.  Η χαρά τής Μαιρούλας ήταν και δική της χαρά, αφού την αγαπούσε σα δικό της παιδί, αλλά ο Γιώργης την είχε
πονέσει πιότερο από τότε που την τραβομάλλιαζε και της πέταγε στα μούτρα τα κομματιασμένα γράμματα του Άλκη.
Τον συναντήσανε κάποτε τυχαία στην εκκλησία. Βάφτιζε το τρίτο του παιδί… Εχανε καλεστεί σ’ ένα γάμο και φεύγοντας, ήρθανε πρόσωπο με πρόσωπο. Τον
αναγνώρισε ο Γιώργης από φωτογραφία που είχε στείλει τότε σ’ ένα του γράμμα. Δε θα τον πρόσεχε, αλλά ο ‘Αλκης δεν κρατήθηκε. Έτρεξε στην Ασημίνα να την ρωτήσει το “γιατί”… Ο Γιώργης ήτανε δίπλα και άκουγε.
Ήταν φανερό πως αυτή η συνάντηση τους είχε συγκλονήσει και τους δυο. Η Ασημίνα είχε χάσει τα λόγια της κι ο Άλκης, χλωμός από φυσικού του, διπλοχλώμιασε και του Γιώργη δεν του γέμισε το μάτι.
– Μωρέ, χαρά στα μούτρα που αγάπησες! της έλεγε γυρίζοντας στο σπίτι. Σου φέραμε άντρες λεβέντες, αλλά εσένανε τα μυαλά σου είχανε κολλήσει σ’ αυτόν το χτικιάρη και τσίναγες σαν παλιάλογο. Ορίστε τι σου ‘κανε η ξεροκεφαλιά σου, σ’ άφησε στο ράφι σαν παλιοσέντονο. Να…! πάρ ‘τα!
Η Ασημίνα του άρπαξε το χέρι και τον κοίταξε με ένα ύφος που τον ξάφνιασε.
Κατέβασε το χέρι σου, Γιώργη, του είπε, γιατί τόσο πολύ μ’ έχεις φαρμακώσει που αν θα σου το δαγκώσω -το λιγότερο που θα πάθεις θα είναι γάγγραινα.
Από τότε δεν ξανάγινε λόγος . Έκανε μόνο να επαναστατήσει την ημέρα των αρραβώνων που σώνει και καλά να κρεμάσει εκείνος το μενταγιόν στο λαιμό της Μαιρούλας- το μοναδικό κειμήλιο από τη μάνα τους που ήθελε τόσο πολύ να της το χάριζε η ίδια. Μα σαν το είδε στα χέρια της, ο Γιώργης το αρπαξε και πριν συνέρθει η Ασημίνα, το είχε κιόλας περάσει στο λαιμό της. Mια πίκρα ακόμη απ’ το Γιώργη, σκέφτηκε, άσ’ την καταπιώ, να μη χαλάσω και του παιδιού την ημέρα.
‘Ακουσε απ’ έξω το καναρίνι που κελαηδούσε μέσ’ απ ‘ το κλουβί, κι ανασηκώθηκε. Καημενούλη μου κι εσύ, σε ξέχασα, θα πεινάς, μονολόγησε. Σηκώθηκε, ξανακοίταξε απέναντι στη φωτογραφία το Γιώργη τον γελαστό, μια νέα της ρυτίδα μέσ’ στον καθρέφτη, και κουνώντας το κεφάλι της στοχαστικά, πήγε να ταίσει της μοναξιάς της το σύντροφο. Του ριξε καναβούρι και νερό, του γλυκομίλησε, χόρτασε ευγνωμοσύνη η ψυχή της απ’ το χαρούμενο πετάρισμά του, και ξαναγύρισε στην κωφάλαλη κάμαρά της.
Την ημέρα του γάμου, μέσα στο γκρι ταγεράκι της, και την άσπρη μεταξωτή, κεντημένη της μπλούζα, το ασήμι των μαλλιών της, της πρόσθετε ένα φόντο αρχοντικό, κάποιας περασμένης εποχής . Με το παράπονο σφιγμένο στα χείλη, έβλεπε να σέρνουν το χορό του Hσαϊα, και τα μάτια της που τα νόμιζε στενά από της νύχτας το στράγγισμα την πρόδωσαν, κι έσταζαν δάκρυ πικρό. Έκλαιγε και η Μάρθα δίπλα της από χαρά, και μιας που οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να μπορούν να σκέφτονται χωριστά, την άφησε να πιστεύει πώς έκλαιγε η Ασημίνα από συγκίνηση. Έτσι με το παραπέτο της θείας της συγκινημένης, έκλαψε τα χρόνια που πέρασαν κάτω απ ‘ τη σφιγμένη γροθιά του Γιώργη, την απειλητική, και τα χρόνια που θα ‘ρθουν , τα μοναχικά, τα κρύα και τ άφωνα.

Το διήγημα Το γκρι ταγεράκι της κ. Κούλας Τεό βραβεύτηκε στο διαγωνισμό διηγήματος που οργανώθηκε από το Γιοφύρι το 1991.

38

Share this

error: Content is protected!