Περίμενε πρώτα να νυχτώσει καλά, να σκοτεινιάσει -δεν είχαμε τότε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, ότι έκανε το λυχνάρι- κι έβρεχε, χιόνιζε εκείνη θα την αναβε τη λάμπα. Ήταν ο φάρος δηλαδή της γειτονιάς μας.
Τα σπίτια μας ήταν απέναντι, ο δρόμος τα χώριζε, κι όταν την έβλεπα εγώ μ’ ένα μπετόνι στο χέρι έτρεχα μέσα να κρυφτώ, αν μ’ έβλεπε η θεια Μαρίτσα θα μου έλεγε να πάω να της αγοράσω πετρέλαιο. Μου είχε γίνει δηλαδή εφιάλτης. Κι όχι πως ήταν μακριά το μπακάλικο, λίγο πιο πέρα ήταν, σε μια μικρή αγορίτσα μ’ άλλα πεντέξι μαγαζιά, στο κέντρο δηλαδή του χωριού, και γω ντρεπόμουνα να πάω. Άσε που δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε ν’ ανάβει κάθε βράδυ τη λάμπα.
Θα ήμουν τότε εννιά ή δέκα χρονών πήγαινα ακόμη σχολείο. Ήμουν όμως περίεργο παιδί, παρατηρούσα τα πάντα κι ό,τι δεν καταλάβαινα έτρεχα στη μάνα μου να τη ρωτήσω. «Γιατί αυτό; Γιατί εκείνο;» και περίμενα να μου δώσει εξηγήσεις. Την είχα για σοφή, με λίγα λόγια, που έπρεπε να τα ξέρει όλα. Εγώ τουλάχιστον το πίστευα αυτό, ήταν σοφή και τη θαύμαζα, την αγαπούσα πολύ και τα βράδια που πήγαινα να κοιμηθώ της έλεγα να έρθει στο κρεβάτι μου να κουβεντιάσουμε. Μου άρεζε να κουβεντιάζω μαζί της, ήξερε και ωραία παραμύθια και τα έλεγε τόσο παραστατικά, τόσο όμορφα, που νόμιζα ότι τα ζούσα, ότι ήμουν δηλαδή η ηρωίδα τους.
Ένα βράδυ της είπα να μου εξηγήσει κι αυτό που δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσα να το ξηγήσω μοναχή μου.
– Μαμά, η θεία Μαρίτσα γιατί ανάβει κάθε βράδυ τη λάμπα και την κρεμάει έξω στην αυλή της; Εγώ δεν το καταλαβαίνω αυτό, μήπως είναι τρελή;
Η μάνα μου ξαφνικά μελαγχόλησε, σκούπισε κι ένα δάκρυ που είχε κυλήσει στο μάγουλό της.
– Όχι, καρδούλα μου, μου είπε, δεν είναι τρελή, πονεμένη είναι και δεν ξέρει τι κάνει η άμοιρη. Στερεί από τον εαυτό της το ψωμί για ν’ αγοράζει πετρέλαιο, ν’ ανάβει κάθε βράδυ τη λάμπα. Και να σκεφτείς ότι ζει με μια σύνταξη που παίρνει. Είναι να την κλαις.
– Μαμά, επέμενα εγώ, δε θέλω να μου πεις αυτά που ξέρω, για τη λάμπα σε ρώτησα, γιατί την ανάβει κάθε βράδυ;
– Πάντως δεν είναι τρελή, μου απάντησε, είναι μια μάνα πικραμένη. Η μοίρα της, παιδί μου, τη χτύπησε άπονα. Ένα παιδί το είχε, μοναχογιό, και της τον έκλεψε η μαύρη ξενιτιά. Κάπου στην Αυστραλία είχε πάει, στην άκρη της γης, ότι θα καλυτέρευε λιγάκι τη ζωή του, να δει μια μέρα καλή… μα όταν δε σε θέλει η μοίρα…
Εγώ είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου.
– Για τη λάμπα, μαμά, για τη λάμπα θέλω να μου πεις.
– Ε, άσε με να πάρω λιγάκι ανάσα, θα σου πω και για τη λάμπα, μη βιάζεσαι.
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα κι άνοιξα το παράθυρο. Το σπιτάκι της θεια Μαρίτσας απέναντι, σχεδόν ετοιμόρροπο, έμοιαζε σαν περιστερώνας. Μόνο που μες’ τις τρύπες του δεν κατοικούσαν περιστέρια, τις είχαν κάνει φωλιά οι νυχτερίδες.
– Τι κάνεις εκεί, είπε η μάνα μου, κλείσε το παράθυρο κι έλα να πέσεις.
Δεν της απάντησα, σκεφτόμουνα κοκαλωμένη και κοίταζα τη λάμπα.
– Έλα να δεις, μαμά, κι απόψε αναμμένη την έχει. Την ένιωσα δίπλα μου να μου χαϊδεύει τον ώμο.
– Τη βλέπω, μου απάντησε, κι απόψε και πάντα. Προετοιμάζεται η μαύρη για να δεχτεί το γιο της. Πιστεύει ότι θα τη δει το αεροπλάνο, που θα της τον φέρει, για να μπορέσει να προσγειωθεί. Γι’ αυτό και την κρεμάει στην αυλή, πάνω στο δέντρο, για να φαίνεται.
Εγώ είχα γουρλώσει τα μάτια, ένιωθα να γελάσω.
– Μαμά είναι τρελή η γυναίκα, μπορεί αεροπλάνο να προσγειωθεί σε αυλή.
Η μάνα μου με κοίταξε λιγάκι αυστηρά.
– Όχι βέβαια, αλλά εκείνη το πιστεύει.
– Που πάει να πει ότι δεν είναι στα καλά της, συμπλήρωσα εγώ και εισέπραξα κι άλλη μια αυστηρή ματιά από τη μάνα μου.
– Πολλά λες, ώρα για ύπνο τώρα. Αύριο έχεις να πας στο σχολείο.
Έκλεισε το παράθυρο, μου έδωσε και μια στον πισινό, κι άντε τώρα, τα παιδιά τέτοια ώρα κοιμούνται.
-Σιγά να μην έπεφτα να κοιμηθώ. Το αίμα μου έβραζε εκείνη την ώρα. Eίχαν γεννηθεί στο μυαλό μου ένα σωρό ερωτήματα.
– Δε νυστάζω, μαμά, θα κοιμηθώ αργότερα, κάθισε λίγο να μιλήσουμε, πες μου για το γιο της θεια Μαρίτσας, αφού η μάνα του τον περιμένει γιατί δεν έρχεται;
Η μάνα μου έπιασε το κεφάλι της. Εσύ θα με τρελάνεις απόψε, ξέρεις τι ώρα είναι, πέσε να κοιμηθείς κι άσεμε ήσυχη.
Είχε νυστάξει η καημένη, αλλά πού να υποχωρήσω εγώ!
– Έλα μαμά μου, πες μου, της έσκασα κι ένα φιλί που πρέπει να βουίζανε τ’ αυτιά της.
– Από σένα δεν πρόκειται να γλυτώσω, μου είπε, τι θέλεις τώρα να σου πω;
– Για το γιο της θεια Μαρίτσας, επέμενα εγώ, γιατί δεν έρχεται αφού η μάνα του τον περιμένεις.
Με τράβηξε κοντά της, μ’ αγκάλιασε και την άκουσα ν’ αναστενάζει.
– Αχ καρδούλα μου, είσαι μικρή ακόμα για να καταλάβεις πόσο άδικη είναι η ζωή. Δε ζει ο γιος της θεια Μαρίτσας, τον δάγκωσε ένα φίδι, εκεί κάτω που είχε πάει, κι άφησε την ψυχούλα του στην ξενιτιά. Θυμάσαι που σου έλεγα ότι είχε πάει κάπου στην Αυστραλία; Σε κάποιο μέρος καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο, μεγάλες εκτάσεις, και πήγε να δουλέψει κι αυτός. Εκεί μέσα όμως είναι γεμάτο φίδια που έτσι και δαγκώσουνε άνθρωπο, ούτε αχ δεν προλαβαίνει να πει. Τον πιάνουν σπασμοί, πρήζετε μέχρι που το δηλητήριο θα φτάσει στην καρδιά και θα πεθάνει.
Εγώ είχα ανατριχιάσει ολόκληρη.
– Και πέθανε, μαμά, από φίδι;
– Κι ήταν τις πρώτες μέρες, μου απάντησε, που είχε φύγει από εδώ. Ίσα που πρόλαβε δηλαδή να στείλει ένα γράμμα στη μάνα του. Έφυγε Μάρτη από δω, θυμάμαι, ήταν την άλλη μέρα του Ευαγγελισμού, είχε ο συχωρεμένος τη γιορτή του, Βαγγέλη τον έλεγαν, και στα μισά του Απρίλη της ήρθε το μαύρο μαντάτο.
– Κι η θεια Μαρίτσα τι έκανε μαμά;
– Τι ήθελες να κάνει, μου απάντησε, στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, νόμιζε ότι είχαν κάνει λάθος. Αυτό άλλωστε ελπίζαμε κι εμείς. Βεβαιωθήκαμε, όμως, μέσα σε λίγες ώρες κι εκεί να έβλεπες τη θεια Μαρίτσα, είχε ανατριχιάσει το χωριό από τις φωνές της. Ήταν απαρηγόρητη η μαύρη, χτύπαγε το κεφάλι της στον τοίχο και ούρλιαζε. Μέχρι που έτρεξε να πέσει στο πηγάδι να πνιγεί. Την είχε πιάσει ένα είδος υστερίας, έβγαζε από το στόμα της αφρούς, μούγκριζε και ξαφνικά έπεσε κάτω αναίσθητη. Εμείς κατατρομάξαμε όλοι. Φέραμε οινόπνευμα την τρίβαμε, της φωνάζαμε, τίποτα, αυτή έμενε ακίνητη σαν πεθαμένη. «Γιατρό», είπε κάποιος, «πρέπει να φωνάξουμε γιατρό, δεν είναι καλά η γυναίκα».
Φέραμε και το γιατρό, την εξέτασε, είχε πέσει σε κώμα. Μπορούσε δηλαδή και να μη συνέλθει ποτέ.
Συνήλθε, όμως, μετά από δυο εβδομάδες ή τρεις, δε θυμάμαι. Αυτό δεν έχει άλλωστε σημασία. Το περίεργο είναι αλλού, και όλοι είπαμε ότι έχει γίνει θαύμα: Όταν συνήλθε η θεια Μαρίτσα και άνοιξε τα μάτια, δε θυμότανε τίποτα, τα είχε ξεχάσει όλα. Είχε πάθει δηλαδή αμνησία, έτσι το λεν αυτό. Ίσως επειδή χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο, ποιος ξέρει.
Εγώ την άκουγα άφωνη, με γουρλωμένα μάτια, έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
– Την καημένη τη θεια Μαρίτσα, κι αφού δε θυμάται τίποτα, μαμά, πώς περιμένει το γιο της να γυρίσει;
– Μα δεν έχει ξεχάσει το παιδί της, μου απάντησε, ότι έχει πεθάνει δε θυμάται. Γι’ αυτό ανάβει και τη λάμπα κάθε βράδυ, τον περιμένει ακόμα να γυρίσει…
Εγώ είχα χωθεί στην αγκαλιά της και έκλαιγα. Αισθανόμουν και τύψεις που κρυβόμουν για να μην πάω και της αγοράσω πετρέλαιο.
– Αυτό το έκανε πάντα, μαμά; άναβε τη λάμπα και όταν ζούσε ο γιος της;
– Όχι, μου απάντησε, μα απ’ τον καιρό που έπεσε σε κώμα και συνήλθε ποιος ξέρει τι θα έγινε μες το μυαλό της. Δεν ήτανε και τόσο καλά, τα είχε λίγο χαμένα, ξέχναγε. Ερχότανε εδώ να μου ζητήσει κάτι και δε θυμόταν γιατί είχε έρθει. Παρ’ όλα αυτά, όμως, και για μεγάλη μας έκπληξη, μας μίλαγε συνέχεια για το γιο της. «Τι να κάνει άραγε εκείνο το παιδί μου, έχει να μου γράψει κι εγώ δεν ξέρω από πότε! Ο Θεός να τον έχει καλά, μα κάπου ξέχασε ότι έχει και μια μάνα. Αλλά θα γνώρισε καμιά εκεί κάτω, εμένα θα θυμάται; Εσύ που ξέρεις να γράφεις, μου έλεγε, θα με βοηθήσεις να του στείλω ένα γράμμα, να μάθω τουλάχιστον τι κάνει. Να του τα ψάλω και λίγο του μασκαρά, που έφυγε και ξέχασε τη μάνα του, βαριέται να μου στείλει ένα γράμμα;»
– Κι εσύ του έγραψες, μαμά; εγώ ήμουν όλο περιέργεια να μάθω.
– Του έγραψα και συνεχίζω να του γράφω, μου απάντησε, μπορώ να κάνω κι αλλιώς;
– Και η θεια Μαρίτσα που περιμένει απάντηση;
– Παίρνει και απάντηση, μου είπε, και μάλιστα συχνά. Δίνω το γράμμα και στον ταχυδρόμο και το πηγαίνει στο σπίτι της. Την ξεγελάμε λιγάκι, παρηγοριέται.
– Και γράφεις συνέχεια, μαμά, δε βαριέσαι; εμένα μου φαινότανε βουνό.
– Δεν γράφω συνέχεια, μου είπε, το γράμμα είναι πάντα το ίδιο, μόνο το φάκελο αλλάζω. Μα μήπως ξέρει να διαβάζει η θεια Μαρίτσα; αυτή πιστεύει πως είναι από το γιο της και της περνάει ο καημός.
– Και τι της γράφει, μαμά, θέλω να πω, τι της γράφεις εσύ για λογαριασμό του;
– Ε, τι της γράφω ότι τη σκέπτεται, ότι σκοπεύει μια μέρα να γυρίσει, αυτά που θα της έγραφε κι ο ίδιος φαντάζομαι αν ήταν ζωντανός.
– Εγώ δεν συμφωνώ καθόλου, της είπα. Δεν πρέπει να της γράφεις τέτοια ψέματα. Αφού έχει πεθάνει ο γιος της, είναι δυνατόν να γυρίσει;
– Το ψέμα, μου απάντησε, δεν είναι αρετή, στην περίπτωση όμως της θεια Μαρίτσας έπρεπε να το κάνω, έχει κι αυτή κάτι να περιμένει. Είναι μεγάλο πράγμα να ελπίζει κανείς.
Είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι λιγάκι, να βλέπω τα πράγματα λίγο πιο καθαρά.
– Κατάλαβα, μαμά, πιστεύει ότι ο γιος της είναι ζωντανός και θα γυρίσει. Που πάει να πει ότι τον περιμένει. Αυτό το καταλαβαίνω. Εξήγησε μου, όμως, γιατί άρχισε ν’ ανάβει κάθε βράδυ τη λάμπα και την κρεμάει έξω στην αυλή. Θυμάμαι που μου είπες πως πρώτα δεν το έκανε αυτό, τώρα γιατί το κάνει;
– Είναι ένα κατάλοιπο κι αυτό απ’ την αρρώστια που πέρασε, μου είπε, κι η θεια Μαρίτσα είναι μια γυναίκα αγράμματη, απ’ το χωριό δεν έχει φύγει ποτέ, πού να το μάθει ότι υπάρχουν αεροδρόμια. Αυτή πιστεύει πως όποιος έρχεται μ’ αεροπλάνο τον πάει κατευθείαν στο σπίτι του.
Καταλαβαίνεις τώρα γιατί κρεμάει τη λάμπα στην αυλή; Για να τη δει το αεροπλάνο που θα της φέρει το γιο της, συμπλήρωσε και μου δειξε το κρεβάτι, ώρα για ύπνο τώρα, θα σηκωθούμε πρωί και κοντεύει να ξημερώσει. Και άκου, αυτά που είπαμε για τη θεια Μαρίτσα, ότι έχει πεθάνει ο γιος της, τα παιδιά εδώ στη γειτονιά δεν το ξέρουν, είσαι η μόνη που το έμαθες και θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το πεις σε κανέναν. Ελπίζω να καταλαβαίνεις το γιατί.
Εγώ είχα φουσκώσει από υπερηφάνεια.
– Κατάλαβα, μαμά, δεν είμαι καμιά χαζή να μην καταλάβω.
– Και τώρα πέσε να κοιμηθείς, μου είπε, αύριο έχεις να πας στο σχολείο.
Εγώ κατέβασα τα μούτρα. Όλο να κοιμηθώ μου έλεγε. Ήταν όμως αργά, περασμένα μεσάνυχτα και η μάνα μου ήταν κουρασμένη. Εμένα γαρίδα το μάτι μου, δε νύσταζα καθόλου ήμουν κι επηρεασμένη απ’ αυτά που είχα ακούσει και μόνο να κοιμηθώ δεν μπορούσα. Με είχε πιάσει και μια ταραχή, τρέμαν τα σαγόνια μου από το κρύο. Ένιωθα και πολύ θυμωμένη, θυμωμένη με το Θεό που είχε πάρει το γιο της θεια Μαρίτσας. Για μένα δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, ήταν άδικο.
Και γω είχα μάθει πως ο Θεός τους αγαπάει τους ανθρώπους, δεν θέλει να τους βλέπει πικραμένους. Γιατί όμως είχε πάρει το γιο της θεια Μαρίτσας, που ήταν χήρα η καημένη και δεν είχε άλλο παιδί;
Παραμιλούσα μοναχή μου προσπαθώντας να βρω μια απάντηση.
Έξω είχε αρχίσει να φυσάει και ψιλόβρεχε. Τυλίχτηκα με μια κουβέρτα και πήγα κι άνοιξα το παράθυρο. Ηρωική απόφαση, συνήθως το φοβάμαι το σκοτάδι και όταν βρέχει κι όλας… Έκανα πίσω ένα βήμα, γονάτισα, ίσα για να μπορώ να βλέπω και κοίταζα προς την αυλή της θεια Μαρίτσας. Ξαφνικά βούρκωσαν το μάτια μου. Η γειτονιά μου ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι και το μόνο φωτάκι που έβλεπα ήταν η λάμπα που κρεμότανε στην κυδωνιά της. Καημένη θεια Μαρίτσα, ψιθύρισα. Έκλεισα και το παράθυρο μ’ ορμή και πήγα να ξυπνήσω τη μάνα μου. Ήθελα να της μιλήσω οπωσδήποτε.
– Μαμά ξύπνα, δεν μπορώ να κοιμηθώ, φοβάμαι, έλα στο κρεβάτι μου να κουβεντιάσουμε για λίγο. Την είχα πιάσει απ’ το χέρι και την τράβαγα. Εκείνη έκαμε το σταυρό της.
– Νάτα πάλι, και τη θέλεις να πούμε;
– Για το θεό, της απάντησα. Ξέρεις μαμά από την ώρα που μου είπες ότι ο γιος της θεια Μαρίτσας έχει πεθάνει, εγώ είμαι πολύ θυμωμένη μαζί του.
Θυμωμένη με το Θεό! Κόντεψε να λιποθυμήσει η μάνα μου, και γιατί
είσαι θυμωμένη με το Θεό;
– Γιατί πήρε το γιο της Θεια Μαρίτσας. Δεν έπρεπε να τον πάρει, η κα-
ημένη δεν έχει άλλο παιδί!
Η μάνα μου με τράβηξε κοντά της και με αγκάλιασε.
– Να μη θυμώνεις με το Θεό, μου απάντησε, ο Θεός τους αγαπάει τους ανθρώπους. Καμιά φορά όμως, διαλέγει τους καλούς και τους παίρνει κοντά του για να τους βάλει στον παράδεισο. Κι ο γιος της θεια Μαρίτσας θα ήταν φαίνεται καλός και ο Θεός τον κάλεσε κοντά του για να μη βασανίζεται εκεί στα ξένα που είχε πάει.
– Και τι θεια Μαρίτσα, επέμενα εγώ, που δεν έχει άλλο παιδί γιατί δεν τη σκέφθηκε;
– Έχει φροντίσει και γι’ αυτήν, μου απάντησε. Θυμάσαι τι σου έλεγα πριν λίγο; Δε θυμάται ότι έχει πεθάνει ο γιος της. Για κείνη είναι ζωντανός, τον περιμένει να γυρίσει. Κι αυτό είναι το θαύμα του Θεού, να ‘χει πεθάνει ο γιος της κι αυτή να πάθει αμνησία, να μη θυμάται τίποτα. Θα μπορούσε βέβαια να γίνει κι αλλιώς: Αυτός να ζει και κείνη να μη χάσει τη μνήμη της. Για να τα κάνει όμως έτσι ο Θεός, θα πει πως έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί αυτός αποφασίζει για τη μοίρα μας.
Εγώ την κοίταζα στα μάτια, προσπαθούσα να καταλάβω, να βγάλω κάποιο συμπέρασμα λογικό, πολύ μπερδεμένα μου τα έλεγε.
– Κατάλαβες, τώρα, καρδούλα μου;
Την τύφλα μου είχα καταλάβει.
– Κατάλαβα, μαμά, όμως εγώ νιώθω μέσα μου κάτι για τη θεια Μαρίτσα, τη λυπάμαι, ψιθύρισα ξανά και ξέσπασα σε κλάμα. Έπεσα στην αγκαλιά της και έκλαιγα με λυγμούς. Την ένιωσα να μου χαϊδεύει το κεφάλι.
– Όλοι τη λυπόμαστε, μου είπε, μα εσύ αντί να τη λυπάσαι να κάνεις κάτι άλλο γι’ αυτήν που θα της είναι και λίγο πιο χρήσιμο. Να πηγαίνεις στο σπίτι της, που δεν έχεις πάει ποτέ, να κάθεσαι μαζί της να κουβεντιάζετε. Κι όταν σου λέει να της κάνεις κανα θέλημα αντί να τρέχεις να κρυφτείς, γιατί βαριέσαι ή δε θες ν’ αφήσεις το παιχνίδι, να πηγαίνεις αμέσως και μ’ ευχαρίστηση. Και τότε να δεις τι όμορφα που θα νιώθεις. Γιατί η θεια Μαρίτσα είναι μια γυναίκα πονεμένη, άρρωστη, έχει ανάγκη απ’ τη βοήθεια ολονών. Πριν από λίγο μου έλεγες πως τη λυπάσαι. Πότε πήγες όμως στο σπίτι της να τη ρωτήσεις αν χρειάζεται κάτι, να της κάνεις ένα θέλημα, να της ποτίσεις έστω τα λουλούδια, που έχει το πηγάδι στην πόρτα της κι έχουν κρανιάξει για λίγο νερό. Εκείνη δεν μπορεί, τρέμουν τα χέρια της. Τις προάλλες πήγε να βγάλει νερό να τα ποτίσει και παραλίγο να πέσει μέσα να πνιγεί.
Εγώ την άκουγα με το κεφάλι κατεβασμένο, ούτε να την κοιτάξω δεν μπορούσα, ντρεπόμουν. Φαίνεται ότι με είχε δει που κρυβόμουν, για να μην πάω να της αγοράσω πετρέλαιο κι άρπαξε την ευκαιρία για να μου τα ψάλει, να με κάνει δηλαδή να σκεφτώ, να καταλάβω πόσο λίγο την υπολόγιζα. Είχα βρεθεί σε δύσκολη θέση και για να ξεγλιστρήσω χώθηκα στο κρεβάτι.
– Κρυώνω, μαμά, και νυστάζω, θέλω να κοιμηθώ. Την είδα να χαμογελάει πονηρά, μα άλλο που δεν ήθελε κι εκείνη.
– Επιτέλους να κοιμηθώ και γω, το πρωί δε θα μπορώ να ξυπνήσω.
Δεν ξέρω αν έκανε κρύο εκείνο το βράδυ μα εμένα έτρεμε η καρδιά μου, είχα παγώσει ολόκληρη, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έκλεινα τα μάτια κι όλο ένα φίδι έβλεπα μπροστά μου να δαγκώνει το γιο της θεια Μαρίτσας. Ή που δεν τολμούσα να τεντωθώ, νόμιζα ότι θα ήτανε κουλουριασμένο στο κρεβάτι μου. Ήμουν και παιδάκι, φοβόμουν. Να φώναζα τη μάνα μου ξανά, ήταν κουρασμένη, θα κοιμόταν. Και να φυσάει έξω ένας βοριάς… Κόντευε να σταματήσει η καρδιά μου από το φόβο. Ζυγιζόμουνα δηλαδή, ανάμεσα ύπνου και πανικού είχα αρχίσει να νυστάζω.
Κουκουλώθηκα με τις κουβέρτες, έκλεισα και τα μάτια μου σφιχτά, μέτρησα και μερικά πρόβατα και δίχως να το καταλάβω με είχε πάρει ο ύπνος. Ένας ύπνος τόσο γλυκός σα να με πήρε ένα χέρι ανάλαφρα και μ’ οδηγούσε σ’ ένα κόσμο αλλιώτικο, παραμυθένιο. Είχα βρεθεί μέσα σ’ έναν όμορφο κήπο κι ο κήπος αυτός ήταν, λέει, της θεια Μαρίτσας. Είχα θαμπωθεί. Τα λουλούδια ήταν όλα ανθισμένα, πανέμορφα. Μόνο που διψούσαν για νερό και είχαν γείρει τα κεφάλια τους στο χώμα. Θα πρέπει να διψούσα κι εγώ, έψαξα για τον κουβά για να τον ρίξω στο πηγάδι.
Ξαφνικά είδα τα λουλούδια να σηκώνουν τα κεφάλια τους ψηλά και να με κοιτάζουν. Είχαν και φωνή και μου μίλησαν: «Ηρθες να μας ποτίσεις;» Καημενούλια μου, σκέφθηκα, διψάτε. Μετά έριξα τον κουβά στο πηγάδι, έβγαλα νερό και τα πότισα όλα…
– Ακόμα κοιμάσαι, υπναρού: Ξύπνα, έχεις να πας στο σχολείο, με ταρακουνούσε η μάνα μου να με ξυπνήσει και γω ήμουν ακόμα στο πηγάδι, έβγαζα νερό και πότιζα τα λουλούδια.
Τι ήθελε να με ξυπνήσει, να μου χαλάσει τ’ όνειρο; Είχα θυμώσει, ένιωθα να βάλω τα κλάματα.
– Δεν μπορώ, μαμά, να σηκωθώ, νυστάζω, άφησέ με να κοιμηθώ.
– Εμ, πώς να μη νυστάζεις, μου απάντησε, που έπεσες να κοιμηθείς τα ξημερώματα. Μα είναι η τελευταία φορά να το ξέρεις.
Εγώ δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτ’ άλλο, γύρισα από την άλλη μεριά και κουκουλώθηκα να κοιμηθώ. Βιαζόμουν να με πάρει ο ύπνος, να ξαναδώ το ίδιο όνειρο. Εκείνο το όμορφο όνειρο που θα το έκανα πραγματικότητα και όταν θα ξυπνούσα.
- Το διήγημα της Κούλας Τέο γράφτηκε -όπως μας λέει η ίδια- στα πεταχτά και κατά παραγγελία, πριν 16 περίπου χρόνια. “Με πήρε τηλέφωνο μια φίλη, και μου ζήτησε να γράψω κάτι για να λάβω μέρος σε έναν διαγωνισμό. Έγραψα λοιπόν το διήγημα Η Λάμπα, με αφορμή μια λάμπα που είχα αγοράσει για ένα θεατρικό έργο το οποίο δεν πρόλαβα να ανεβάσω… Η λάμπα αυτή έχει πάτο από αλουμίνιο και το γυαλί της και προστατεύεται από σύρμα (storm lamp). Η λάμπα θα ήταν μέρος των σκηνικών… Ο πατέρας, χαράματα, θα έβγαινε με το τσιγάρο στο στόμα, κρατώντας τη λάμπα, και θα ακούγονταν και κάποια κοκόρια…”.