Προχώρησε και μπήκε μέσα στο καφενείο, κάθισε σ’ ένα τραπέζι. Μέσα τίποτε δεν είχε αλλάξει. Αναλογίστηκε τη μακρινή εκείνη εποχή. Πήγαινε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Εκείνη ήταν δασκάλα στο Δημoτικό και δούλευε και στη βιβλιοθήκη το απόγευμα. Δεν ήταν του τόπου, είχε έρθει από αλλού. Θυμάται ακόμη την οβάλ όψη του προσώπου της και τη μορφή της, τη γεμάτη γοητεία. Τα μάτια της έμοιαζαν με απέραντες θάλασσες και τα μαλλιά της με πυρωμένο ηλιοβασίλεμα. Πήγαιναν όλοι στη βιβλιοθήκη για να την δουν. Έμοιαζε σαν ένα σπάνιο λουλούδι που άνθισε μέσα στα χόρτα.
Πήγαινε κάθε απόγευμα και δανειζόταν βιβλία. Πολλές φορές, περίμενε μέχρι που έκλεινε η βιβλιοθήκη και περπατούσε δίπλα της, ως το σπίτι της. Ήταν 4 χρόνια νεότερός της και αυτό τον έκανε να αισθάνεται σαν ανήμπορο παιδί. Εκείνη τον βοηθούσε με τα μαθήματά του και τούδινε συμβουλές.
Του φερότανε σαν μεγάλη αδελφή. Άρχισε να τη συνοδεύει ως το σπίτι της κάθε μέρα. Μια μέρα δεν άντεξε και την ώρα που την αποχαιρέτησε τη φίλησε ανάλαφρα στο μάγουλο. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνο μπήκε μέσα κι’ έκλεισε την πόρτα. Την άλλη μέρα, όταν τον είδε του είπε:
– Πάμε μια βόλτα στη θάλασσα.
Προχώρησαν αμίλητοι αρκετή ώρα ώσπου έφθασαν στην ακρογιαλιά. Εκείνη κάθισε σ’ ένα βράχο. Ο απογευματινός αέρας έπαιζε με τα μαλλιά της που έμοιαζαν με φλόγες.
– Κάθισε, του είπε, δείχνοντας του το βράχο που καθότανε. Εκείνος κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε.
– Πρέπει να παύσεις να έρχεσαι κάθε μέρα, του είπε, και να περπατάς μαζί μου.
– Μα σ’ αγαπάω, είπε εκείνος και ξαφνικά αισθάνθηκε το πρόσωπό του να καίει.
-Δεν κάνει να μ’ αγαπάς, του είπε εκείνη, χαμογελώντας ελαφρά. Είμαι πολύ μεγάλη για σένα. Είσαι σχεδόν παιδί ακόμη. Πρέπει να συγκεντρωθείς στα μαθήματα σου. Θάμαστε πάντα φίλοι, μα δεν κάνει να μ’ αγαπάς κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τώρα πρέπει να πηγαίνω, του είπε, και του έδωσε το χέρι της.
Έμεινε εκεί, ακίνητος, κοιτάζοντας τη σιλουέτα της που μίκραινε στο βάθος. Κάθισε μέχρι που σκοτεινιάσει κι η θάλασσα άρχισε να μαυρίζει. Μετά σηκώθηκε κι έσυρε τα κουρασμένα του βήματα ως το σπίτι. Η μητέρα του τον μάλωσε που άργησε και τούδωσε να φάγει.
Οι επόμενοι μήνες πέρασαν μέσα σε μία παραζάλη. Ο πατέρας του αποφάσισε να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία. Δεν ήθελε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά. Εκείνη είχε δίκιο. Ήταν πολύ μικρός ακόμη.
Την παραμονή που θα έφευγαν, πήγε και την αποχαιρέτησε. Εκείνη τούδωσε πάλι ένα σωρό συμβουλές και τον φίλησε πριν φύγει.
Μετά τα χρόνια πέρασαν βιαστικά. Είχε 25 χρόνια ναρθεί σε τούτο τον τόπο. Ο καφετζής τούφερε τον καφέ και τον ρώτησε από ερχόταν και ποιος ήταν.
– Α, είσαι ο γιος του Δημήτρη, του είπε, τον γνώριζα καλά τον πατέρα σου.
Άρχισαν να μιλάνε για τα παλιά, για τους γνωστούς και φίλους που είχαν χαθεί στο βάθος του χρόνου. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και ρώτησε:
– Ήταν εδώ μια δασκάλα που δούλευε και στη βιβλιοθήκη. Τι απόγινε άραγε;
– Α, η όμορφη η δασκάλα, πούμοιαζε με ζωγραφιά, είπε ο καφετζής. Πέθανε λίγο διάστημα μετά που φύγατε. Έγινε ανάστατο το χωριό. Όλοι την αγαπούσαν, ήταν τόσο όμορφη και καλή. Είναι θαμμένη εδώ, στο νεκροταφείο.
Αισθάνθηκε να κρυώνει απότομα, ζαλίστηκε κι έκλεισε τα μάτια του.
– Είσαι καλά; ρώτησε ο καφετζής, τι έπαθες;
– Τίποτα, το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό, είπε.
Τ’ άλλο πρωί ξεκίνησε πολύ νωρίς για το νεκροταφείο. Ο καιρός ήταν καλύτερος σήμερα. Είχε ήλιο. Προχώρησε ανάμεσα στα χορταριασμένα μονοπάτια κάμποση ώρα. Ξαφνικά την είδε. Τον κοίταζε με τα χαρούμενα μάτια της απ’ τη ξεθωριασμένη φωτογραφία του σταυρού.
ΕΛΠΙΔΑ ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΟΥ
ΕΤΩΝ 22
έλεγε η γραφή πάνω στο σταυρό.
Κάθισε απέναντι στον τάφο κι’ έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα. Ήταν τόσο ήρεμα που ήθελε να μείνει για πάντα εκεί. Εκείνη τον κοίταζε χαμογελαστή κάτω απ’ το χείμαρρο των κόκκινων μαλλιών της. Κλεισμένη για πάντα στη αιώνια νεότητα της.
– Τώρα είμαι εγώ, πολύ μεγάλος για σένα, είπε ξαφνικά. 25 ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερος..
Η φωνή του αντήχησε παράφωνα μέσα στην ηρεμία του πρωινού.
Ο αέρας του αναστάτωνε τα γκρίζα μαλλιά και τα δάκρυα του θόλωναν τα μάτια. Έμεινε κάμποση ώρα έτσι, εκεί. Ύστερα σηκώθηκε και προχώρησε στην έξοδο του νεκροταφείου.
Η Πόπη Αναστασιάδη Μαλλιάνου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού αποφοίτησε από την φημισμένη σχολή «Ζάππειο», σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Άρχισε να γράφει ποιήματα και πεζά από τα 12 της χρόνια. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή το 2003, «Τα θρύψαλα του Στοχασμού» η οποία πήρε έπαινο από το Αγγελίδειο Ίδρυμα της Μελβούρνης. Το 2008 εκδόθηκε η ιστορική νουβέλα «Σκόρπια φύλλα στον άνεμο», και το 2009 η ιστορική νουβέλα «Η σκιά ενός ονείρου» η οποία κέρδισε το βραβείο «Αλέξανδρος Αγγελίδης» Από το Αγγελίδειο Ίδρυμα της Μελβούρνης το 2010. Είναι Γενική Γραμματέας των Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών Αυστραλίας στο Σίδνεϊ και ανήκει και σε άλλους λογοτεχνικούς οργανισμούς.
Photo: pixabay.com