Στήσαμε μια φάτνη ψεύτικη,
εκεί κάτω στο Botany Bay.
Διαλέξαμε το πιο μεγάλο καουτσουκόδεντρο
να βολευτούμε στη σκιά.
Σαράντα βαθμοί
και μας έλειπε το χιόνι
πήραμε παγάκια απ’ το esky.
Κάποιος διαμαρτυρήθηκε
πως θα μας ζεσταθούν οι μπύρες.
Δίπλα τα παιδιά έπαιζαν
τρυπώντας με τα κορμιά τους τα κύματα.
Μια παρέα Αρμένηδες έπαιζαν τάβλι.
Το ραδιόφωνο θρησκευτικά τραγούδια.
Το, βυζανιάρικο της Κατίνας στρίγγλιζε
η θερμοκρασία ανέβαινε,
και μας έλειπε τόσο το χιόνι.
Τα παγάκια έλιωσαν τόσο γρήγορα.
Οι μύγες μάς τριγύριζαν
μας κυνηγούσαν επίμονα,
η κνίσσα απ’ τα ψητά
προσφορά στους αιθέρες.
Γυμνά κορμιά γυάλιζαν
απ’ τα λάδια και τ ‘ αντηλιακά.
Κοπέλες προσποιητά αδιάφορες
μας άφηναν ν ‘ απολάψουμε τη γύμνια τους.
Μια ευδιάκριτη διαφορά στο χρώμα
σου ‘δειχνε πως πριν την ξεπεράσουν
την ντροπή φορούσαν μπικίνι.
Όπως η Βασίλω πριν φορέσει ολόσωμο.
Βάλαμε το μωρό της Κατίνας
μέσα στη φάτνη κι ησύχασε.
Πασπάλισαν τα παιδιά τα φύλλα
με την άχνη απ ‘ τους κουραμπιέδες.
Μας έλειπε βλέπεις τόσο το χιόνι.
Τσουγκρίσαμε τα πλαστικά ποτήρια
κι ευχηθήκαμε “Χρόνια πολλά”.
Πώς να στο πει κανείς,
ήταν κάτι σαν “Χριστούγεννα”
Η κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
25. 12. 89
( Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αιολικά Φύλλα, τεύχος 22 , Ιούλιος 1991)