O Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος ήταν ο πρώτος Πρόξενος καριέρας στο Σύδνεϋ. Αφίχθη στην Αυστραλία το Μάϊο του 1926 με τη σύζυγό του και τα τρία του παιδιά: Μαρίκα, Νικόλαο και Θεμιστοκλή. Ο Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος ήταν διπλωμάτης καριέρας, εξαιρετικά έμπειρος και ικανός. Νωρίτερα υπηρέτησε σε ελληνικά Προξενεία στην Αγγλία, Αμερική, Τουρκία, Αίγυπτο και Βόρεια Αφρική. Στο Σίδνεϊ τον υποδέχτηκαν ο κ. Κουβαράς, πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας, ο αντιπρόεδρος κ. Ανδρόνικος και μεγάλος αριθμός ομογενών. Κύριο μέλημα του Λεωνίδα Χρυσανθόπουλου ήταν να αυξήσει το εμπόριο ανάμεσα στις δύο χώρες: Ελλάδα-Αυστραλία.
Στο Σίδνεϊ παρέμεινε μέχρι το Μάϊο του 1935.
Bιογραφία
Εγεννήθη εν Αιγίω της Πελοποννήσου εν έτει 1881, όπου και διήνυσε τας Γυμανασιακάς σπουδάς του, τας οποίας συνεχίσας εν Αθήναις ανηγορεύθη Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου εν έτει 1901.
Περατώσας τας Ακαδημαϊκάς αυτού σπουδάς απήλθεν εις την Εσπερίαν όπου παρηκολούθησεν ανώτερα μαθήματα Πολιτικών Επιστημών εν Γαλλία και Γερμανία. Εν έτει 1906, εισήλθε κατόπιν διαγωνισμού εις την υπηρεσίαν του Υπουργείου των Εξωτερικών, αποσπασθείς το πρώτον παρά τω Γενικώ Προξενείω Αλεξανδρείας μέχρι του έτους 1908 οπότε μετατέθη παρά τη εν Κωνσταντινουπόλει Πρεσβεία.
Ολίγους μήνας βραδύτερον μετετέθη ως Υποπρόξενος εν Ελλησπόντω, βραδύτερον δε εν Ραιδεστώ και Προύση. Εν έτος προ της εκρήξεως του Βαλκανικού Πολέμου (1911) μετετέθη εις Πρόξενον Ελασσώνος (ευρισκομένης ως γνωστόν εις τα τότε Ελληνοτουρκικά σύνορα) όπου τω ανετέθη, συν τοις άλλοις, η μελέτη των κινήσεων του παρά την μεθόριον Τουρκικού στρατού. Παραμείνας εις την θέσιν εκείνην μέχρι της διακοπής των Διπλωματικών σχέσεων και της ενάρξεως του αγώνος, ηυτύχησε να υποδεχθή πρώτος τον εισελθόντα επί του Τουρκικού εδάφους νικηφόρον Ελληνικόν Στρατόν και ν’ ανυψώση την νικηφόρον κυανόλευκον σημαίαν μας επί του Τουρκικού Διοικητηρίου Ελασσώνος, ής και διωρίσθη Διοικητικός Επίτροπος. Ακολουθήσας το Επιτελείον του Ελληνικού Στρατού κατά την μάχην του Σαρανταπόρου μέχρι Κοζάνης, επέστρεψε εις Ελασσώνα, όπου παρέμεινε μέχρι τέλους Μαΐου 1913, οπότε απεσπάσθη εις το Υπουργείο των Εξωτερικών ως Γραμματεύς του Γραφείου Τύπου κατά τας παραομονάς και την διεξαγωγήν του δευτέρου Βαλκανικού πολέμου εναντίον των Βουλγάρων.
Τον Οκτώβριον του ιδίου έτους 1913, διορισθέντος του κ. Λ. Κανακάρη Ρούφου Γενικού Διοικητού Κρήτης, των δε Μεγάλων Δυνάμεων αρνουμένων, την σύναψιν Διπλωματικών σχέσεων μετ’ αυτού ως μη αναγνωριζομένης εισέτι της επισήμου ενώσεως της Κρήτης μετά της Ελλάδος, απεσπάσθη, τη αιτήσει του Κ. Ρούφου εις Κρήτην ως ιδιαίτερος Γραμματεύς αυτού, διεξαγαγών μετά των Προξένων των Ξένων Δυνάμεων τας σχετικάς διαπραγματεύσεις μέχρι του Δεκεμβρίου 1913, οπότε κατελθών εις Χανία ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος μετά του Πρωθυπουργού του κ. Ελ. Βενιζέλου επί του θωρηκτού “Αβέρωφ” ανυψώθη δια χειρός του ιδίου Βασιλέως επί παρουσία των οπλαρχηγών Κρήτης και των Προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων η Ελληνική σημαία επί του ιστορικού φρουρίου του Φιρκά.
Εις τόσον αίσιον πέρας ελθούσης και της εν Κρήτη αποστολής του, μετετέθη εις Τρίπολιν της Λιβύης όπου έφθασε ολίγους μήνας προ της εκρήξεως του Ευρωπαϊκού πολέμου, συνεπεία του οποίου ηναγκάσθη να παραμείνη εκεί επί ολόκληρον τετραετίαν μέχρι του 1918, ότε μετετέθη εις Νέαν Ορλεάνην των Ηνωμ. Πολιτειών προς διοργάνωσιν του συσταθέντος εκεί εμμίσθου Προξενείου.
Παρέμεινε εις Νέαν Ορλεάνην και ακολούθως εις Ατλάνταν της Γεωργίας επί μίαν επταετίαν μέχρι του Οκτωβρίου του 1924, οπότε αι επί Κυβερνήσεως του κ. Παγκάλου γενόμεναι εις ευρυτάτην κλίμακα οικονομίαι υπεβίβασαν το εκεί Προξενείον εις Υποπροξενείον, συνεπεία δε τούτου μετετέθη εις Κάρδιφ της Αγγλίας όπου υπηρέτησε μόλις ολίγους μήνας προαχθείς εις Γενικόν Προξενείον Σύδνεϋ. Δια τας προς το Έθνος υπηρεσίας του, έχη τιμηθή δια του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος Γεωργίου του Α’.
Ως γνωστόν Ελληνική επίσημος αντιπροσωπεία εν Αυστραλία ουδέποτε υπήρξε, η ιστορία δε ταύτης δύναται να χρονολογηθεή από της κατά τον παρελθόντα Μάιο ενταύθα αφίξεως του Εξοχωτάτου Λ. Χρυσανθόπουλου. Μέχρι τούδε η διεύθυνσις απάντων των εν Αυστραλία Ελληνικών Προξενείων, συμπεριλαμβανομένου και του Σύδνεϋ, είχεν ανατεθεί εις διακεκριμένους ομογενείς ή ξένους, ώς τοιούτους υπηρετήσαντας εις το Προξενείον Σύδνεϋ δύναταί τις να αναφέρη τους κ.κ. Λω, Κόεν, Μανιάκην (αποβιώσαντα εν Ελλάδι) και τέλος τον κ. Α. Λεκατσάν τον οποίον και διεδέχθη.
Όσον δ΄αφορά τον διορισμό εμμίσθου Γενικού Προξένου εν Αυστραλία, ο ίδιος δηλοί τα εξής:
Ως προς τον σκοπόν και προορισμόν του εν Αυστραλία διορισμού εμμίσθου Προξενείου δύναμαι ανεπιφυλάκτως να δηλώσω ότι ούτως κατέστη απαραίτητος κατόπιν της μεταναστεύσως εν Αυστραλία υπερδεκακισχιλίων Ελλήνων, οίτινες βεβαίως δεν θα ήτο έργον φρονήσεως αν αφίεντο εις την τύχην των άνευ εκκλησιαστικού και πολιτικού κέντρου, προωρισμένων να συγκρατήσωσι το Εθνικόν φρόνημα δια της προαγωγής των Ελληνικών γραμμάτων και της ενισχύσεως της Ορθοδόξου θρησκείας. Άπασαι άλλως τε αι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις τινές των οποίων έχουσι παροικίας αριθμητικώς κατά πολύ μικροτέρας, αντιπροσωπεύονται εν Αυστραλία δι’ εμμίσθως Γεν. Προξενείων, ως παράδειγμα δύναμαι να αναφέρω το Βέγλιον, το οποίον προ ετών διατηρεί έμμισθον Γεν. Προξενείον εν Αυστραλία όπου οι Βέλγοι δεν υπερβαίνουσιν εν συνόλω τους εξακοσίους.
Πλην ου άνωθι σκοπού όμως, η Ελληνική Κυβέρνησις αποβλέπει και εις την βελτίωσιν των μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας εμπορικών σχέσεων αίτινες, δύναται τις ειπείν, μέχρι σήμερον διατελούσι εν νηπιώδει καταστάσει. Φρονώ ότι δια καταλλήλου ενεργείας θα κατορθούτο η εξ Ελλάδος εισαγωγή εν Αυστραλία πλείστων ελληνικών προϊόντων (ελαίου, καπνών, μετάξης, ταπήτων κλπ) προς τούτο όμως θα ήτο αναγκαιοτάτη η σύστασις Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου ίσως δε και η ίδρυσις Υποκαταστήματος Ελληνικής Τραπέζης προωρισμένης να διευκολύνη κατά πολύ τας συναλλαγάς. [πηγή: International Directory / 1927]