Συζήτηση του Γιώργου Μιχελακάκη με τη Μαίρη Φαλέτα στο Σίδνεϊ, Ιανουάριος 1987
Γεννήθηκα στην Αθήνα, συγκεκριμένα κάπου ανάμεσα Βύρωνα και Καισαριανή, στις 25 Σεπτεμβρίου 1950. Μεγάλωσα στην Αθήνα και δεν έχω παιδικές αναμνήσεις σχεδόν καθόλου από χωριό, αν και ο πατέρας μου είναι από την Καλαμάτα και η μητέρα μου από τη Μάνη. Στο χωριό της μητέρας μου δεν έχω πάει ποτέ και στο χωριό του μπαμπά μου έχω πάει μονάχα μια φορά, που ούτε κι εκείνη τη θυμάμαι καθόλου.
Τελείωσα το σχολείο στη Νέα Ελβετία, στο Βύρωνα κάπου, και από κεί μπήκα στο 13ο Γυμνάσιο Θηλέων, στο Βρυσάκι τα δύο πρώτα χρόνια. Από την 3η Γυμνασίου μέχρι την 6η τελείωσα το Γυμνάσιο Θηλέων Βύρωνος.
Ο πατέρας μου είχε μαγαζί πάντοτε, ένα εμποροραφείο δεν μπορώ να πω ότι είμασταν πολύ φτωχοί ή φτωχοί, αλλά ούτε και πλούσιοι. Είμασταν μια μέση οικογένεια. Μια μέση Αθηναϊκή οικογένεια. Πάντως επειδή είχε μεγάλη κλίση στα γράμματα και σαν παιδί είχε αντιμετωπίσει φτώχεια και καταδίωξη αργότερα, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, δεν μπόρεσε να μορφωθεί περισσότερο από ότι εκείνος ήθελε και το είχε πάντοτε καημό και μεράκι να σπουδάσει τα παιδιά του. Έχω μια αδελφή και έναν αδελφό, εγώ είμαι η μεγαλύτερη. Η αδελφή μου η Αλέκα είναι στο Σίδνεϊ παντρεμένη και ο αδελφός μου είναι στην Ελλάδα παντρεμένος, Αποστόλης το όνομά του. Ξέχασα να σας πω το όνομα του πατέρα μου… Είναι Βασίλης και της μητέρας μου, Κατίνα. Κουτέλας το επίθετο.
Ο πατέρας μου ήθελε πάντοτε να μας σπουδάσει. Εγώ και η αδελφή μου είχαμε κάποια πιο μεγάλη κλίση στα γράμματα από ότι ο αδελφός μου. Ή Ίσως επειδή εκείνος ήταν μικρότερος δεν είχε μεγάλη κλίση. Στο Γυμνάσιο μπήκα με πάρα πολύ καλούς βαθμούς, σχεδόν εντελώς απροετοίμαστη σαν πρώτο παιδί, όμως φτάνοντας στο Γυμνάσιο εγώ έφτασα σαν άριστη μαθήτρια από το Δημοτικό. Είχα την καλή τύχη να είμαι πάντα σε πολύ καλό δάσκαλο και πάντοτε θυμάμαι από την Δευτέρα δημοτικού να παίζω θέατρο. Στην Ελλάδα ας πούμε εκείνα τα χρόνια –τώρα ξέρω ότι οι γιορτές έχουν καταργηθεί- αλλά εκείνα τα χρόνια είχαμε 25 Μαρτίου, 28 Οκτωβρίου και εξετάσεις είχαμε θεατρικές παραστάσεις. Εγώ άρχισα το σχολείο το 1958… μάλλον το 1957 –επτά χρονών-. Από οκτώ χρονών άρχισα θυμάμαι το πρώτο μου ποίημα στην Δευτέρα τάξη ήταν “Aγαπώ τα ζώα” ή κάτι τέτοιο και από κείνο το πρώτο ποίημα, την πρώτη μου απαγγελία, θυμάμαι ένα παιδάκι από τα τρία που είμασταν αρρώστησε και έτσι και το δικό του αναγκάστηκα να το πω εγώ εντελώς απροετοίμαστη. Συνέχισα με τις καλύτερες συστάσεις από όλους τους δασκάλους που είχα, ότι… ήμουνα φαινόμενο στα χέρια τους. Από την τρίτη δημοτικού και πάνω σε πιο σοβαρά έργα. Θυμάμαι στην τετάρτη παίξαμε ένα μεγάλο έργο στο οποίο εγώ πρωταγωνιστούσα. Ο δάσκαλος ήταν τόσο εντυπωσιασμένος μαζί μου και όλα τα παιδιά της τάξης μου που ήταν η πρώτη που σύστησαν στους γονείς μου να με προωθήσουνε για το θέατρο ή τον κινηματογράφο τέλος πάντων. Φυσικά ο πατέρας μου είχε πιο προσγειωμένες ιδέες, έβλεπε πιο… ήθελε περισσότερο να ακολουθήσω άλλα επαγγέλματα πιο θετικά ξέρω εγώ ίσως από την καλλιτεχνία, πιο σίγουρα και επειδή υπήρχε η σχετική καθοδήγηση από τους γονείς το έβλεπα κι εγώ έτσι εκείνο τον καιρό. Δεν έπαυε μέσα μου να υπάρχει το μεράκι και πάντοτε όταν είχαμε μια θεατρική παράσταση στο σχολείο -από τις τάξεις του Δημοτικού τώρα μιλάω, τρίτη και τετάρτη δημοτικού δηλαδή, εννέα με δέκα χρονών παιδί- πετούσα όταν είχαμε να παίξουμε κάτι και όλα τα παιδιά –αγόρια και κορίτσια- βασίζονταν σε μένα, και οι δάσκαλοι του σχολείου. Τον υπόλοιπο καιρό το ξέχναγα, βολευόμουν δηλαδή με την κατάσταση ότι θα γίνω δασκάλα ή γιατρός ή δικηγόρος κατά πόσο με προωθούσαν και οι δικοί μου.
Τελείωσα το Δημοτικό, μπήκα στο Γυμνάσιο με τις καλύτερες συστάσεις. Στο Γυμνάσιο συνεχίστηκε αυτή η καριέρα γιατί κι εκεί είχαμε κάθε χρόνο παραστάσεις θεατρικές όχι τόσο θεατρικές με έργα θεατρικά όσο με -ας πούμε- αυτές τις εθνικές γιορτές, τα σκετς τα λεγόμενα, στα οποία πάντοτε- πάντοτε συμμετείχα, παρελάσεις και τέτοια. Σε όλες τις δραστηριότητες του σχολείου έπαιρνα κι εγώ μέρος. Δεν ήμουν ποτέ απέξω. Από παρελάσεις και χορούς, μέχρι θέατρο και σκέτς και όλα αυτά.
Στο τέλος της 6ης Γυμνασίου μου δόθηκε μια πολύ πιο μεγάλη ευκαιρία. Η τάξη μας, η 6η Γυμνασίου, (είχαμε τότε και έναν πολύ καλό Λυκειάρχη γιατί τότε είχε χωριστεί το Γυμνάσιο και Λύκειο, κι εμείς είμασταν Λύκειο) ο Λυκειάρχης μας, ο κ. Χρηστάνης τότε, υπεραγαπούσε την τρίτη λυκείου και μας είχε δώσει ορισμένα δικαιώματα, να βγάλουμε κάποιο περιοδικό, να γίνει ένας διαγωνισμός κάποιου έργου, συγγραφής ενός διηγήματος ή θεατρικού έργου ή κάτι. Γράψαμε τότε πολλές μαθήτριες, ήταν θηλέων το Γυμνάσιο, γράφτηκαν περίπου 3-4 θεατρικά έργα και είπαμε να τα προωθήσουμε και τα τέσσερα να παιχθούν. Φυσικά το βραβείο, το κέρδισε το δικό μου έργο, ήταν … Τα Χριστούγεννα του Ορφανού, των Ορφανών… κάτι τέτοιο. Επειδή πλησίαζαν Χριστούγεννα εκείνο τον καιρό. Και η υπόθεση, χωρίς ούτε καν να έχω υπόψιν μου να μεταναστεύσω ή να υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αφορούσε παιδιά που οι γονείς τους είχαν μεταναστεύσει και που για ένα ορισμένο διάστημα δεν επικοινωνούσαν, μέναν μεταξύ τους τα δύο αδελφάκια και η γιαγιά στην Ελλάδα, -κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες- και τελικά πήρανε κάποιο γράμμα την τελευταία στιγμή ότι έρχονται οι γονείς με χρήματα, με δώρα και αλλάζει η ζωή της.
Γ.Μ. Ποιά εποχή ήταν αυτό;
Μ.Φ. Ήταν στην 6η Γυμνασίου, γύρω στο 1968 νομίζω.. ’68-’69, τότε νομίζω τελείωνα.
Γ.Μ. Υπήρχαν τότε τέτοια προβλήματα;
Μ.Φ. Υπήρχαν… Για μένα ίσως ήταν διαίσθηση γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή – αν και πολλοί συγγενείς από τη μεριά του πατέρα μου είχαν μεταναστεύσει στη Μελβούρνη. Και επειδή είχαμε εμποροραφείο και οι γονείς μου ασχολούνταν με το ράψιμο – ο πατέρας μου ήταν κόφτης και η μητέρα μου έραβε – ήταν πολύ καλή μοδίστρα κι εκείνος πολύ καλός κόφτης, πάντοτε έλεγαν ότι αν μεταναστεύσουμε κάπου έξω, θα κάνουμε πολύ καλύτερα χρήματα από ότι κάνουμε στην Ελλάδα. Αλλά, δεν ξέρω γιατί και πως, πάντοτε το πράγμα κόλλαγε… ενώ το συζητούσαν, το συζητούσαν, το συζητούσαν, έμενε στην συζήτηση και πρωτοβουλία δεν αναπτύσσονταν για να φύγουν. Ενώ πολλοί συγγενείς έρχονταν από την Καλαμάτα, μένανε για δύο-τρεις εβδομάδες σε μας και από κει στο πλοίο -γιατί τότε με το πλοίο ήτανε- τους αποχαιρετούσαμε… και Μελβούρνη. Και έχουμε πολλούς συγγενείς στη Μελβούρνη αλλά όχι στο Σίδνεϊ. Λοιπόν δεν ξέρω αν ήταν η συζήτηση που άκουγα παιδί ή και σκηνές που είχα δει από συγγενείς να φεύγουν που με εντυπωσίασε πάντως μέχρι εκείνη την εποχή εγώ δεν είχα διάθεση, δεν υπήρχε πρόβλημα για να μεταναστεύσω ακόμη, ώστε να επηρεαστώ από αυτό και να γράψω.
Το έργο αυτό κέρδισε τον διαγωνισμό –θυμάμαι τότε είχα πάρει 500 δραχμές- κάτι ήταν το έπαθλο, και νομίζω ότι το έπαθλο ήταν από την τσέπη του κυρίου Χρηστάνη, του Λυκειάρχη μας, και ανέβηκε το έργο στον κινηματογράφο Άντζελος, εκεί της περιοχής μας. Εγώ σκηνοθετούσα. Ήμουν συγγραφέας και σκηνοθέτης. Χρειαζόταν και ο ρόλος ενός αγοριού, επειδή δεν είχαμε αγόρια στο σχολείο μας -όπως σας είπα ήταν θηλέων- αποφασίσαμε να πάρουμε ένα μικρό της 1ης Γυμνασίου να το ντύσουμε αγόρι, κάπως με κοντά μαλλιά, είχαμε βρει το κατάλληλο πρόσωπο και το έργο προχωρούσε με αυτό τον τρόπο.
Την τελευταία στιγμή, ίσως γιατί έπρεπε να παίξει το αγόρι, δεν ξέρω γιατί… ίσως επηρεασμένο το κορίτσι από την υπόλοιπη τάξη αντέδρασε, τις τελευταίες μέρες. Το έργο θα ναυαγούσε, θα πήγαιναν όλα χαμένα γιατί δεν αναλάμβανε κανείς να παίξει το ρόλο αυτό, του αγοριού. Εγώ εκείνο το διάστημα, ήμουν μια κοπέλα της τρίτης λυκείου, ανεπτυγμένη κάπως, και με μαλλί μέχρι τη μέση. Φαινόταν αδύνατον να παίξω αυτό το ρόλο. Κι όμως με το κατάλληλο ντύσιμο -ας πούμε- τα κατάφερα την τελευταία στιγμή και έπαιξα εγώ το ρόλο. Οι συμμαθήτριές μου το ήξεραν ότι θα παίξω, αλλά δεν με είχανε δει μεταμφιεσμένη πριν από την παράσταση. Οι δε καθηγητές, δεν το ήξεραν…
Όταν με είδαν πάνω στη σκηνή και ήταν και το πρώτο έργο που είδε ο πατέρας μου -αυτό ήταν πάντοτε καημός μου- ξαφνιάστηκαν τόσο πολύ… πώς έπαιξα το αγόρι, πώς άλλαξα τη φωνή, το πώς μεταμφιέστηκα μέσα σε μια τραγιάσκα όλο εκείνο το μαλλί και δεν φαινόταν τίποτα και φαινόμουνα σαν αγοράκι… που στο τέλος μου δώσανε συγχαρητήρια όχι πια μόνο για την συγγραφή του έργου και τη σκηνοθεσία αλλά και για το παίξιμο που είχα.
Εκεί πάλι θυμάμαι, οι ίδιοι καθηγητές πλησίασαν τον πατέρα μου και του είπανε, συγχαρητήρια κύριε Κουτέλα, και καλό θα είναι να προωθήσετε το παιδί στον τομέα του Θεάτρου. Για άλλη μια φορά αυτά πέσαν στο κενό και εγώ αποφάσισα να δώσω στην Ακαδημία. Ξεκίνησα να δώσω στην Παιδαγωγική Ακαδημία, επειδή όμως εκείνον τον καιρό αρραβωνιάστηκα κιόλας και τό΄βλεπα ότι –ήταν τότε νομίζω τρία χρόνια η Παιδαγωγική Ακαδημία – οικονομικά είτε σαν δασκάλα είτε σαν νηπιαγωγός δεν θα είχα μεγάλη διαφορά, ενώ στο θέμα θητείας μέσα στην Ακαδημία, η Νηπιαγωγική ήταν τότε ένα χρόνο, αποφάσισα στο μέσο της χρονιάς να δώσω στη Νηπιαγωγική αντί στη Παιδαγωγική. Έδωσα λοιπόν στη Νηπιαγωγική Ακαδημία και πέρασα στη Θεσσαλονίκη, παράλληλα όμως έδωσα εξετάσεις και για Δημόσιος Υπάλληλος στο ΙΚΑ και πέρασα και σε αυτές τις εξετάσεις. Εργάστηκα για λίγους μήνες, στο Βύρωνα. Εκείνο όμως τον καιρό μετανάστευσε ο αρραβωνιαστικός μου κι ήρθε στην Αυστραλία και άρχισε η πίεση ότι εδώ είναι καλύτερα και να έρθω κι εγώ. Έτσι άφησα τη δουλειά μου – τόβλεπα μάταιο γιατί θα πρέπει να μου κάνει πρόσκληση και να πληρώνω τόσα δολλάρια για εισιτήριο, ενώ μπορούσα να έρθω μέσω ΔΕΜΕ κι εγώ και να μην πληρώσω τίποτα. Άφησα λοιπόν την εργασία μου και γράφτηκα στη σχολή ΔΕΜΕ, να έρθω κι εγώ με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει ο αρραβωνιαστικός μου εδώ.
Στη ΔΕΜΕ, στο τέλος της δικής μας θητείας -η οποία ήταν τρίμηνη- χρειάστηκε να ανεβάσουμε κι εμείς ένα έργο. Νομίζω ότι με το επόμενο γκρουπ, μετά από εμάς, σταμάτησε και η ΔΕΜΕ σαν ΔΕΜΕ τη λειτουργία της.
Γ.Μ. Ποιά χρονιά ήταν αυτό;
Μ.Φ. Εγώ ήρθα εδώ το Σεπτέμβρη του ΄71. Νομίζω ότι στο τέλος του ΄71 σταμάτησε και η ΔΕΜΕ. Εάν δεν σταμάτησε τότε, ‘71-‘72 πρέπει να σταμάτησε. Πάντως με το δικό μας γκρουπ, οι ιθύνοντες εκεί είπαν να παιχτεί και κάποιο έργο. Και κάλεσαν τον Πρέσβη της Αυστραλίας, τον μίστερ Αλεξάντερ που ήταν τότε ο διευθυντής των σχολών ΔΕΜΕ όλης της Ευρώπης, και είχαν έρθει εκεί πρόσωπα από την ελληνική και την αυστραλιανή κοινωνία να μας δούνε. Είχαμε παίξει μια κωμωδία στην Αγγλική. Εγώ Αγγλικά δεν ήξερα. Στο Γυμνάσιό μας κάναμε Γαλλικά. Ήξερα Γαλλικά, Λατινικά λίγα, και τα Ελληνικά μου βέβαια. Λοιπόν, όταν μπήκα στη ΔΕΜΕ άρπαξα την Αγγλική πάρα πολύ γρήγορα, ίσως επειδή είχα ήδη δύο γλώσσες, σε βαθμό που οι συμμαθήτριές μου έλεγαν ότι ΄είπα ότι δεν ξέρω αγγλικά για να κοκορεύομαι μετά ότι άρπαξα τη γλώσσα πάρα πολύ γρήγορα΄. Τις τελευταίες δύο μέρες, πριν την παράσταση, αρρώστησε η μία από τις κοπέλες. Ήταν πολλά πρόσωπα μέσα στο έργο, αλλά τρεις βασικά οι κοπέλες που θα παίζανε τις μετανάστριες στην Αυστραλία που έρχονται και βρίσκουν διάφορα προβλήματα και ειδικά γλωσσικά προβλήματα και δεν μπορούν να συνεννοηθούνε.
Γ.Μ. Το θέμα του έργου ήταν μεταναστευτικό;
Μ.Φ. Ναι.
Γ.Μ. Ποιός το είχε γράψει;
Μ.Φ. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, διότι όταν δόθηκε το έργο εγώ ήμουν άρρωστη και όταν πήγα με περίμενε ο ρόλος μου… και δεν θυμάμαι. Πρέπει να ήταν ένα σκετς, όπως τα δικά μας σκετς για το ΄40. Ήταν μικρής διάρκειας, τρία τέταρτα με μία ώρα. Πάντως, η υπόθεση ήταν ότι τρεις κοπέλες μεταναστεύουν στην Αυστραλία και με τα Αγγλικά που έχουν μάθει από τη χώρα τους, προσπαθούν να συνενοηθούν. Αλλά πέφτουν σε δυσκολίες… πχ μια αστεία σκηνή ήταν ότι διαβάζουν το σνακ μπαρ ως… σνέικ μπαρ και τους φαίνεται παράξενο πως θα πάνε να φάνε …φίδια; Ή κάπου θυμάμαι παραγγέλνουν φαγητό, δεν ξέρουν ακριβώς, δείχνουν κάποιο φαγητό… τυχαίνει να είναι φασόλια… και μετά ακούνε τους διπλανούς να παραγγέλνουν να επαναληφθεί απλώς ότι είχανε, και τους φέρνουνε πίσω μπιφτέκι. Και ζητούν και αυτές να επαναληφθεί και τους φέρνουνε πάλι φασόλια. Ήταν αστείο αλλά η δομή του ήταν πάνω στο μεταναστευτικό θέμα.
Γ.Μ. Ποιός το σκηνοθέτησε;
Μ.Φ. Οι δασκάλες της Σχολής. Ήταν τότε η κυρία Ρενιέρη. Ελληνίδες ήτανε. Η διευθύντρια ήταν η κυρία Ρενιέρη. Τις υπόλοιπες δεν θυμάμαι τώρα τα ονόματά τους γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια.
Γ.Μ. Τα κορίτσια γιατί έπρεπε να περάσουν από Σχολή. Οι άντρες δεν περνάγανε…
Μ.Φ. Περνούσανε και τα αγόρια αλλά νομίζω ότι οι άντρες δεν μένανε… δεν ήταν εσωτερικοί μέσα στη Σχολή. Δεν ήταν τόσο απαραίτητο. Πάντως θυμάμαι –εγώ προσωπικά από τον αρραβωνιαστικό μου- ότι κάθε απόγευμα, πήγαινε στην πλατεία Κλαυθμώνος, έπαιρνε κάποιο λεωφορείο ειδικό, που τους πήγαινε προς το Καλαμάκι νομίζω κάπου κι εκεί τους κάνανε ειδικά μαθήματα αγγλικής για να είναι προετοιμασμένοι κι αυτοί όταν θα έρθουν.
Σε μας ήταν διαφορετικά. Επειδή ήταν πολλά κορίτσια που ήταν από την επαρχία, η σχολή ΔΕΜΕ ήταν στην Κηφισιά… κάπου Κηφισιά και Δροσιά ανάμεσα, και ήταν εσωτερική. Εγώ δεν ήμουν εσωτερική γιατί ήμουνα κάτοικος Αθηνών. Πήγαινα το πρωϊ και έφευγα το απόγευμα. Αλλά για τρεις μήνες, οκτώμιση η ώρα με εννέα παρά τέταρτο, έπρεπε να είμαι εκεί, μέχρι τις πέντε παρά τέταρτο το απόγευμα.
Γ.:Μ. Εκτός από γλώσσα τι άλλα μαθήματα κάνατε;
Μ.Φ. Εκτός από γλώσσα, κάναμε μαθήματα μαγειρικής και διαιτολογίας, σχετικά με το σύστημα το πως σερβίρουν, το τί μαγειρεύουν, το πόσο μαγειρεύουν στην Αυστραλία, οικοκυρικής θα λέγαμε το οποίο περιείχε από δουλειές πλυντηρίου –πλύσιμο, στέγνωμα, σιδέρωμα τα πάντα- μέχρι και μέσα στην Σχολή, τον καθαρισμό της σχολής τον έκαναν τα κορίτσια… το παρκέ, το στρώσιμο των κρεβατιών, το έκαναν οι ίδιες οι κοπέλες. Ίσως επειδή ακόμη πολλές κοπέλες αργότερα έμπαιναν ως υπάλληλοι σε ξενοδοχεία, σε ρέστωραν… ίσως γι΄αυτό έπρεπε να ξέρουν ορισμένες από αυτές τις δουλειές. Η φοίτηση ήταν τρίμηνη. Τρεις μήνες το κάθε γκρουπ. Στους τρείς μήνες έφευγαν και έμπαινε άλλο γκρουπ. Φυσικά οι ασχολίες όμως πήγαιναν ώς εξής… Ένα μήνα περίπου πριν τελειώσουμε εμείς ερχότανε το επόμενο γκρουπ και εμείς βρίσκαμε ακόμα… δηλαδή ήταν τρία γκρουπ. Το ένα έφευγε, το άλλο είχε ένα μήνα και το άλλο έμπαινε. Κάπως έτσι ήταν τα τρία γκρουπ και το ένα κρατούσε την κουζίνα, το άλλο το laundry και το άλλο το κτίριο, τον καθαρισμό.
Δύο μέρες πριν την παράσταση λοιπόν που λέγαμε, αρρώστησε μια κοπέλα από οξεία σκωληκοειδίτιδα. Χρειάστηκε να μεταφερθεί στις πρώτες βοήθειες και από εκεί την μετέφεραν στο νοσοκομείο για εγχείρηση. Δεν παραβρέθηκε καθόλου στην παράστασή μας γιατί ήταν στο νοσοκομείο και το έργο έπρεπε να μοιραστεί. Όπως και μοιράστηκε… Βάλαμε βέβαια ένα τρίτο πρόσωπο εκεί αλλά σε δύο μέρες ήταν αδύνατο να μάθει το ρόλο, ο οποίος ήταν στην αγγλική και όχι στην ελληνική. Κι έτσι ο ρόλος μοιράστηκε πιο πολύ σε μένα και στην άλλη κοπέλα.
Όταν έπρεπε να μιλήσει… τις περισσότερες φορές που ήταν ο ρόλος της τρίτης κοπέλας να μιλήσει, έθετα εγώ την ερώτηση και την απάντηση. Τώρα θα μου πεις αυτό… και έδινα και την απάντηση για να κυλήσει το έργο.
Και έτσι βολεύτηκε η κατάσταση και κανείς δεν το κατάλαβε από κάτω.
Σε αυτό το έργο πάλι ο πατέρας μου έλειπε και θυμάμαι ότι επειδή από τις πρώτες τάξεις δημοτικού –όπως σας είπα είχαμε εμποροραφείο και ο πατέρας μου ήταν δύσκολο να λείψει- δεν είχε παραβρεθεί σχεδόν ποτέ στα έργα που ανέβαζα εγώ. Πάντοτε ήτανε η μητέρα μου η οποία και του έλεγε… χάνεις που δεν έχεις δει την μεγάλη σου την κόρη στο θέατρο.
Οταν αργότερα η αδελφή μου, δυόμιση χρόνια μικρότερη –έπαιξε μερικά από τα έργα που έπαιξα εγώ, όχι στους ρόλους τους βασικούς που έπαιζα εγώ, ο πατέρας μου παραβρέθηκε. Κι εγώ αισθανόμουνα κάποια ζήλια, ή πίκρα… πώς να το τοποθετήσω…
Εκείνη τη χρονιά, τον είχα παρακαλέσει επειδή ήταν και η τελευταία και θα έφευγα. Του είχα πει ότι… θέλω να είσαι. Και μου είχε υποσχεθεί ότι θα ήτανε…
Δεν ήτανε…
Και μετά το τέλος της παράστασης -είχαμε να τραγουδήσουμε κιόλας- θυμάμαι ήταν τότε ένα τραγούδι της Νάνας Μούσχουρη Ένα μύθο θα σας πω, κι ήτανε πολύ γνωστό και στους ξένους και είχαμε πει να τραγουδήσουμε αυτό το τραγούδι…
Μάλιστα εκείνη την βραδιά καλωσορίσαμε τον κόσμο- στην ελληνική και στην αγγλική. Η κοπέλα που μιλούσε κάπως αγγλικά πριν μπει στη ΔΕΜΕ καλωσόρισε τους επισκέπτες στην ελληνική και τους καλωσόρισα εγώ στην αγγλική. Ακολούθησε το έργο και μετά το τραγούδι.
Μετά το τέλος και αυτού του τραγουδιού εγώ εξαφανίστηκα. Πήγα κρύφτηκα κάπου και έκλαιγα γιατί ήξερα ότι ήταν η τελευταία μου εκδήλωση στην Ελλάδα και δεν είχα τους δικούς μου εκεί.
Με βρήκαν… γιατί με ζήταγε πολύ ο μίστερ Αλεξάντερ και όταν με βρήκε προσπάθησε να με ψυχαγωγήσει λίγο και μου είπε: Σου εύχομαι όταν θα πας στην Αυστραλία -δεν υπάρχει θέατρο- (έτσι μου είχε πει ή έτσι είχα καταλάβει εγώ τότε με τα αγγλικά που καταλάβαινα), δεν υπάρχει θέατρο, υπάρχει τηλεόραση και καλά θα κάνεις να προσπαθήσεις να μπεις κάπου.
Αυτός μου είχε εξηγήσει ότι στο Σίδνεϊ αν θα πας –γιατί είχα δηλώσει ότι θα ερχόμουν στο Σίδνεϊ- υπάρχει το τσάνελ 7, τσάνελ 9, το τσάνελ 10, σε αυτές περίπου τις διευθύνσεις να αποταθείς σε αυτά τα μέρη ή μπορείς μέσω του Ελληνικού Προξενείου εάν τα αγγλικά σου δεν είναι καλά να ζητήσεις πληροφορίες ή σε οποιαδήποτε ελληνική τράπεζα πας θα βρεις κάποιον να μιλάει ελληνικά και να προσπαθήσεις…
Εγώ βέβαια, ερχόμουν βασικά να συνεχίσω εδώ την Ακαδημία ή το Πανεπιστήμιο που δεν συνέχισα εκεί. Να βελτιώσω τα αγγλικά μου και να συνεχίσω. Με αυτούς τους όρους ξεκινούσα. Τώρα εάν παράλληλα μπορούσε να γίνει και κάτι άλλο σχετικά με την τηλεόραση, θα ήταν ευχάριστο. Όταν όμως ήρθα εδώ, οι όροι άλλαξαν… διότι ο αρραβωνιαστικός μου δεν είχε καμμία καλλιτεχνική τάση. Προσπάθησε να με πείσει -και με έπεισε- ότι βασικά έπρεπε να βρούμε πρώτα μια εργασία και οι δύο. Εκείνος ήδη είχε… Μια οποιαδήποτε εργασία ώστε να προχωρήσουμε στο γάμο και μετά σκεφτόμαστε οτιδήποτε άλλο. Και στον κύκλο που έπεσα, ήταν ο κύκλος των μεροκαματιάρηδων ανθρώπων -όπως είμασταν και είμαστε οι περισσότεροι στην Αυστραλία- οι οποίοι με προώθησαν θυμάμαι τότε στην πρώτη μου δουλειά ήταν το Glomesh, το εργοστάσιο που έφτιαχνε τις τσάντες. Δούλεψα εκεί οκτώ μήνες. Στους οκτώ μήνες -επειδή το εργοστάσιο δεν πήγαινε καλά- απελύθηκε πάρα πολύ προσωπικό, μεταξύ των οποίων και εγώ. Προσπάθησα να συζητήσω με τον άντρα μου ώστε να αρχίσω να εργάζομαι δασκάλα στα απογευματινά σχολεία, αλλά το μεροκάματο –ο μισθός της δασκάλας- ήτανε πολύ …ευτελής να πω εκείνο το διάστημα, και δεν συμφωνούσε. Και επειδή κι εγώ, ούτε συγγενείς είχα, ούτε φίλους είχα ακόμη, κανέναν άλλον εκτός από τον άντρα μου, προσγειωνόμουν με αυτά τα δεδομένα και συνέχιζα αυτή την εργασία.
Όταν έφυγα από το Glomesh, -εκείνον τον καιρό μάλιστα ήρθε και η πρώτη κρίση ανεργίας νομίζω, ήταν το 1972 με 1973, το ΄72 πρέπει να ήτανε επί Γουίτλαμ, λοιπόν… και υπήρχε μεγάλη κρίση- πέρασα απέναντι και ήταν το Snow White Laundries. Δούλεψα ένα μήνα, απλή εργάτρια μέσα στο λόντρυ, στο μήνα επάνω βρήκα το θάρρος να χτυπήσω το παράθυρο του αφεντικού και να του προτείνω να με πάρει σε μια καθαρότερη εργασία, πιο άνετη και με καλύτερες προοπτικές. Θαύμασε περισσότερο το θάρρος μου γιατί τα αγγλικά μου ακόμη ήταν αρκετά λίγα, και με πήρε. Στο μήνα επάνω στην καινούρια μου θέση –έφευγαν και οι δύο άλλες κοπέλες ήταν μια εργασία για τρεις – έφυγε και η μία η κοπέλα και η άλλη που έκανε την supervisor, οπότε εγώ πάλι πλησίασα το ίδιο αφεντικό και του ζήτησα -δοκιμαστικά για μία εβδομάδα να με αφήσει να εργαστώ εγώ σαν supervisor- και αν δεν τα καταφέρω να επανέλθω στη θέση μου. Με εμπιστεύτηκε και με άφησε…
Καμμία φορά το λέω και γελάνε οι άλλοι…
Έπρεπε να στέλνω τη δουλειά έξω, στους οδηγούς, παραλάμβαναν και πήγαιναν –το Snow White Laundries είχε πελάτες μέχρι το Μιλπέρα και το Λίθγκοου και άλλες απομακρυσμένες περιοχές – και έπρεπε τώρα σε κάθε κομμάτι που έφευγε, να υπάρχει στην άκρη ένα χαρτάκι που να λέει πού πάει, τί είναι κλπ. Αυτό το περνούσε στα βιβλία μια γραμματέας που είχαμε εκεί, Σκωτσέζα, και εγώ ήταν τόσο λίγα ακόμη τα αγγλικά μου, που θυμάμαι σχεδίαζα τη λέξη πάνω στο χαρτί. Δεν μπορούσα να τη διαβάσω. Τη σχεδίαζα και με αυτό τον τρόπο κράτησα τη θέση της supervisor μέχρι που εξοικειώθηκα με την κοπέλα και την παρακάλεσα να μην το γράφει πια σε running writing για να μπορώ να το διαβάσω και έτσι πήγε… Αλλά θυμάμαι την πρώτη εβδομάδα ήταν σχέδιο… γραφικό σχέδιο, απομίμηση από το βιβλίο στο χαρτί για να κρατήσω τη θέση…
Είχα δηλαδή διάθεση να προχωρήσω. Δεν μου άρεσε να μένω στάσιμη σε μια δουλειά… εδώ είναι, πήραμε ένα μεροκάματο και τελείωσε…
Εκεί έμεινα άλλους οκτώ περίπου μήνες μέχρι που έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί. Επτά μηνών περίπου έγκυος σταμάτησα να εργάζομαι. Γέννησα το πρώτο μου παιδί –το Νίκο που είναι τώρα δώδεκα χρονών – και στους έξι μήνες στο σπίτι με το πρώτο παιδί, έμεινα έγκυος στο δεύτερο παιδί. Mέναμε τότε στο Μάρικβιλ. Ήρθε και ο δεύτερός μου γιος –οπότε δεν μπορούσα να εργαστώ, γιατί είχα δύο παιδιά σε πολύ μικρό διάστημα. Ούτε συνέφερε να δώσω τα παιδιά αλλά ούτε ήμουν και της ιδέας ποτέ να τα δώσω γιατί -όπως εξήγησα και στην αρχή- δεν είμαι από καμμιά πλούσια οικογένεια αλλά δεν με άφησαν εμένα οι γονείς μου σε κανέναν άλλον για να εργαστούν… Μεγάλωσα και είχα και δασκάλα γαλλικών στο σπίτι, και φροντιστήρια… αυτά δεν ήθελα να λείψουν. Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος κοιτάζει να πάει μπροστά το παιδί του και όχι πίσω.
Έμεινα μέχρι το 1979. Γεννήθηκε ο γιος μου το 1974, τον Απρίλιο και έμεινα στο σπίτι μέχρι το 1979 που άρχισα να εργάζομαι σαν δασκάλα στο Μπλάκταουν.
Είχαμε μετακομίσει πια… είχαμε αλλάξει ορισμένες διευθύνσεις κάτω στην πόλη. Από το Μάρικβιλ και γύρω στο Μάρικβιλ αρκετές φορές, πήγαμε στο Gladesville και από το Gladesville εδώ. Σε αυτό τον ενδιάμεσο χρόνο, ήρθε και η αδελφή μου. Όταν γέννησα το πρώτο παιδί ήρθε και η αδελφή μου, η οποία δούλευε στην Αθήνα λογίστρια. Ήρθε να γνωρίσει το πρώτο της ανήψι, άρχισε να εργάζεται στις εφημερίδες, στον Πανελλήνιο Κήρυκα και στη Νέα Πατρίδα, είχε μεγαλύτερες αποδοχές και αποφάσισε να μείνει κι εκείνη.
Το 1976 πήγαμε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, εγώ, τα παιδιά και η αδελφή μου και μετά από τρεισήμιση περίπου μήνες επιστρέψαμε.
Σε αυτό το διάστημα είχα δει μερικά θεατρικά έργα στο Σίδνεϊ. Τη Δράκαινα και ορισμένα άλλα θυμάμαι τότε… Βασικά με τον Πέτρο Πρίντεζη. Δεν θυμάμαι να είχα δει άλλον θίασο, εκτός από τον Πέτρο Πρίντεζη.
Όταν βέβαια επιστρέψαμε στην Ελλάδα η πρώτη μας δουλειά ήτανε η νυκτερινή ζωή. Είχα τη μαμά, κράταγε τα παιδιά και δεν αφήσαμε θέατρο για θέατρο.
Γυρίσαμε πίσω… Από το Gladesville που μέναμε, μετακομίσαμε, πήραμε το δικό μας σπίτι εδώ…
Όταν άρχισα να εργάζομαι σαν δασκάλα, από την πρώτη-πρώτη χρονιά, το Μάρτη του 1979 που είναι η 25η Μαρτίου, ανέβασα το πρώτο σχολικό σκέτς στο σχολείο του Μπλάκτάουν που είναι δυο σταθμούς κάτω από το σπίτι μας. Πρόεδρος ήτανε ο Διονύσιος Ρόζος. Θυμάμαι τότε -συνάδελφος ήταν ο Γρηγόρης Μοναστηριώτης που ακόμη συνεργαζόμαστε- επειδή ήταν η πρώτη μου εργασία σαν δασκάλα και η πρώτη πανηγυρική ομιλία που είχα να εκφωνήσω. Θυμάμαι ότι ο πρόεδρος, με πλησίασε και μου είπε οποιαδήποτε άλλη εισήγηση σου κάνω είτε εγώ σαν πρόεδρος, είτε ο πρόεδρος της σχολικής επιτροπής, είτε ο γραμματέας, είτε ο συνάδελφος, δεν θα έχει τόσο καλή επιτυχία όσο εσύ να παρουσιάσεις τον εαυτό σου στους γονείς, που είσαι καινούρια δασκάλα και νομίζω θα το πετύχεις καλύτερα από ότι οποιοσδήποτε από εμάς.
Γ.Μ. Συγνώμη, ελληνικό σχολείο είπες;
Μ.Φ. Ναι, ελληνικό απογευματινό σχολείο του Μπλάκταουν. Είχα κάνει μια κατάσταση των ονομάτων των παιδιών μου, με τί ποίημα και τι σκετς είχανε, πέντε λόγια που ήθελα να παρουσιάσω τον εαυτό μου σα δασκάλα του σχολείου, τον πανηγυρικό της ημέρας. Δυστυχώς όμως πλησίασα με όλα αυτά τα χαρτιά στο παράθυρο το οποίο ήταν ανοιχτό και τα ακούμπησα εκεί χωρίς να καταλάβω ότι τα τζάμια ήταν σηκωμένα. Τα πήρε ο αέρας, ο πρόεδρος τα είδε, τον έπιασε πανικός… τώρα πώς θα γίνει; Ήξερε ότι ήταν η πρώτη μου εργασία… Πώς θα γινόταν -χωρίς ένα χαρτί- να βγω και να παρουσιάσω όλη τη γιορτή! Δεν έχασα το ηθικό μου. Βγήκα και με λίγο χιούμορ μπαλώθηκαν όλα. Θυμόμουν –έχω πολύ καλό μνημονικό- όλα τα παιδιά και τα ποίηματά τους, σχεδόν όλα τα ποιήματα τα είχα μάθει απέξω και από μνήμης τούς έκανα υποβολείο. Τα τραγούδια και τα σκετς άρεσαν τόσο πολύ, η απόδοση των παιδιών ήταν τόσο πιο πολύ ανεβασμένη από προγενέστερες γιορτές που είχαν δει εκείνοι σαν κοινότητα που θυμάμαι ότι ο πρόεδρος στο τέλος ευχαρίστησε τους δασκάλους και είπε ότι τέτοια γιορτή έχω να δω από μαθητής στην Ελλάδα.
Ακολούθησε η 28 Οκτωβρίου με το σκετς Οι Ελληνίδες του ΄40 που κι αυτό είχε πολύ πιο μεγάλη επιτυχία γιατί είχαμε και πολύ χρόνο να προετοιμαστούμε και στο τέλος -θυμάμαι- ανεβάσαμε μια κωμωδία Ο Μήτρος Δικάζεται. Στο μεταξύ ακούστηκαν τόσο καλά σχόλια για το σχολείο του Μπλάκταουν, που είχαν αρχίσει τότε τα Σεμινάρια…
Γ.Μ. Του Χρηστίδη;
Μ.Φ. Ναι, των δασκάλων που έκανε ο Χρηστίδης και με πλησίασε ο κ. Τσαμούλος που ήταν βοηθός του κυρίου Χρηστίδη και μου είπε: Σε παρακαλούμε εισηγήσου στο Συμβούλιο του Μπλακτάουν να μας στείλουνε μια πρόσκληση γιατί έχουμε ακούσει πάρα πολύ καλά λόγια και θέλουμε να ανεβούμε να δούμε τη δουλειά του Μπλακταουν. Και είχε έρθει τότε… Η παράσταση έγινε σε μια παλιά εκκλησία του Μπλάκταουν… Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ γιατί δεν πήραμε το χωλ. Αλλά επειδή η Κοινότητα ήθελε να έχει και μπάρμπεκιου μετά και ορισμένα άλλα δεν μπορούσε να γίνει στο χωλ του αγγλικού σχολείου… Πάντως τα παιδιά έπαιξαν κι εκεί θαυμάσια. Εγώ στεναχωριόμουν γιατί δεν ήταν… θέατρο, η σκηνή μας δεν άξιζε τόσο… Τα παιδιά απέδωσαν, έπαιξαν θαυμάσια. Ο κόσμος ίδρωνε, μας λείπανε ανεμιστήρες.
Μετά την παράσταση εγώ δεν βγήκα έξω να δεχθώ συγχαρητήρια από τον κόσμο, αλλά έπιασα μια γωνιά, πίσω από την εκκλησία και έκλαιγα για το ότι η Κοινότητα δεν είχε εκτιμήσει την εργασία που είχαν και οι δάσκαλοι κάνει και τα παιδιά, ώστε να μας παρέχει τα κατάλληλα μέσα. Να έχουμε μικρόφωνα, να έχουμε ένα χωλ… παρά είχαμε στριμωχθεί σε μια παλιά εκκλησία. Θυμάμαι που ο κ. Τσαμούλος φώναζε και έλεγε που είναι η κυρία Φαλέτα, θέλω να δω την κυρία Φαλέτα… Και ο κ. Ρόζος ο οποίος είχε πια παραιτηθεί από πρόεδρος αλλά παρευρίσκετο στην παράσταση αυτή… του εξήγησε, του λέει: πολύ φοβάμαι ότι έχει εξαφανιστεί γιατί ντρέπεται για το πρόβλημα του χώρου…
Ο κ. Τσαμούλος με βρήκε και μου λέει –μπροστά μου δηλαδή και στο συμβούλιο- θα έπρεπε να το είχατε πάει στο καλύτερο θέατρο και να κόβεται εισιτήρια. Ούτε οι φοιτητές του Πανεπιστημίου δεν έχουν παίξει τόσο θαυμάσια όσο ετούτα τα παιδιά.
Συνεχίζεται