Tα παιδιά είναι δικά μου

By: Gregory Chronopoulos
Κι ήρθε η ζωή, η μόνιμη δουλειά, η προκοπή, το προσφερόμενο. Και πέρασαν τα χρόνια... Και κάποια μέρα συναντήθηκαν στο σούπερμάρκετ, ο Αλέξης με τρία κουτσούβελα, δύο αγοράκια κι ένα κοριτσάκι, σε τάξη και πειθαρχία, πιασμένα από το χεράκι να ακολουθούν το μπαμπά, σιωπηλά και υπάκουα. Κοντά και η μαμά, λιγόλογη και μετρημένη. Ο χρόνος είχε ζωγραφίσει με λίγο ασήμι τους κροτάφους του  Αλέξη αλλά είχε ακόμα εκείνο το αγέρωχο ύφος...
Φωτό: pexels.com

Ήταν σε κείνο το καράβι της μετανάστευσης. Στριμωγμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, μα περισσότερο νέοι, παλικάρια και κοπέλες της παντρειάς. Ανάμεσά τους κι ο Αλέξης που ξεχώριζε με κείνον τον αέρα που δίνει η πίστη, η αυτοπεποίθηση και η άγνοια της νιότης.

Ήταν σαν το νέο πουλάρι που τρέχει ελεύθερο στον κάμπο. Το μάτι του κοιτούσε με περιέργεια το κάθε τι, με υπεροψία θα έλεγα. Το σώμα του γεροδεμένο, Δουλεμένο όχι γυμνασμένο, είχε μια λεβεντιά σε κάθε του κίνηση, στο περπάτημα, στον τρόπο που κοιτούσε, στις κουβέντες του, ήταν όλος μια λεβεντιά.

Ξεχώριζε ανάμεσα σε κείνα τα παιδιά που πήραν το δρόμο να βρουν τη μοίρα τους κι έρχονταν, το έβλεπες, από μια στερημένη ζωή. Που είχαν στα μάτια τους την περίσκεψη, την απορία και το φόβο για το άγνωστο που πήγαιναν να συναντήσουν.

Εκείνος είχε μια αυτοπεποίθηση, μια πίστη, μια βεβαιότητα.

Ερχόταν σαν κατακτητής κι όχι σαν υποκείμενος, έβλεπε τον εαυτό του να διοικεί, να δίνει διαταγές, να οδηγεί ένα κοπάδι μεγάλο.

Ο Στέλιος τον καμάρωνε και δούλεψαν μαζί τον πρώτο καιρό. Μα ο Αλέξης δεν έμεινε πολύ στο εργοστάσιο, δεν δεχόταν εύκολα οδηγίες και διαταγές. Κι έφυγε και χάθηκαν τα ίχνη τους.

Ήταν κι Δαμιανός, που έκαναν παρέα στο πλοίο και κράτησαν την επαφή αυτοί οι δύο κι έμειναν φίλοι και βλεπόντουσαν συχνά, έγιναν και κουμπάροι αργότερα.

Κι ήρθε η ζωή, η μόνιμη δουλειά, η προκοπή, το προσφερόμενο. Και πέρασαν τα χρόνια.

Και κάποια μέρα συναντήθηκαν στο σούπερμάρκετ, ο Αλέξης με τρία κουτσούβελα, δύο αγοράκια κι ένα κοριτσάκι, σε τάξη και πειθαρχία, πιασμένα από το χεράκι να ακολουθούν το μπαμπά, σιωπηλά και υπάκουα. Κοντά και η μαμά, λιγόλογη και μετρημένη.

Ο χρόνος είχε ζωγραφίσει με λίγο ασήμι τους κροτάφους του  Αλέξη αλλά είχε ακόμα εκείνο το αγέρωχο ύφος.

Χαρές και πανηγύρια που ξανασυναντήθηκαν, είπαν τα της ζωής τους εν ολίγοις, είπαν να ιδωθούνε πάλι καμιά φορά.

– Να η οικογένειά μου, να τα πλούτη μου, είπε στο Στέλιο και στο Δαμιανό. Θα τα σπουδάσω, θα τα κάνω σπουδαίους ανθρώπους. Μια μέρα θα μιλούν όλοι γι΄αυτά τα παιδιά.

Και χώρισαν πάλι και πέρασαν κι άλλα χρόνια χωρίς επαφή.

Ο Δαμιανός, λιγόλογος αλλά στοχαστικός είπε κάτι προφητικό όταν χώρισαν.

– Δεν βλέπω καλή εξέλιξη στην οικογένεια του Αλέξη.

– Γιατί; είπε ό Στέλιος τι το παράξενο;

– Πολλή πειθαρχία, μωρέ παιδάκι μου, δεν βλέπω τα παιδιά να μείνουν για πολύ κάτω από τη μπότα του Αλέξη.

– Μπότα; Είσαι υπερβολικός. Εγώ βλέπω στοργή και πειθαρχία, κάτι που χρειάζεται στη σημερινή νεολαία.

– Μακάρι να έχεις δίκιο, αλλά ο Αλέξης…δεν αντέχεται για πολύ. Τον θυμάσαι στο πλοίο; Πάντα είχε το λόγο, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Χαριτωμένος, ευχάριστος αλλά… δεν θα ήθελα να είμαι στη δούλεψή του.

Και θυμήθηκαν κάποιες περιπτώσεις, κάποιες εικόνες από το ταξίδι. Που ο Αλέξης ήθελε πάντα να μάθει για το κάθε τι, μια περιέργεια που συχνά γινόταν ενοχλητική. Και πάντα έδινε συμβουλές, κατευθύνσεις και οδηγίες.

Και πέρασαν κι άλλα χρόνια και μεγάλωσαν τα παιδιά του Στέλιου και του Δαμιανού και είχαν κρατήσει εκείνη τη φιλική σχέση που έγινε οικογενειακή.

Και κάποια μέρα, πάλι μαζί συνάντησαν τον Αλέξη. Έναν Αλέξη αλλιώτικο.

Δεν ήταν ατσαλάκωτος όπως πάντα και το μάτι του, εκείνο το περήφανο, το αγέρωχο μάτι του είχε μια αγριάδα.

– Εσείς θα με σώστε, σας θέλω μάρτυρες, εσείς που με ξέρετε, ποσό καλός, πόσο άξιος και στοργικός πατέρας είμαι.

Τον κοίταζαν σαν χαμένοι.

-Κάντα λιανά, δεν καταλαβαίνω τίποτα, του είπε ο Στέλιος. Να σε σώσουμε από τι, μάρτυρες σε τι, σε ξέρουμε.. πόσο;

– Μου τα πήρε κι έφυγε. Μου τα πήρε, τα παιδιά μου, τα δικά μου παιδιά, μου τα πήρε.

– Ποιος στα πήρε τα παιδιά, μωρέ, έπιπλα είναι που στα πήρε;

– Αυτή η κακούργα, αυτή η άτιμη. Αυτή διέλυσε το σπίτι μου, έχει κάνει μάγια και δεν με θέλουνε, τα παιδιά μου, τα δικά μου παιδιά, δεν με θέλουνε…. Κι έτρεμε καθώς μιλούσε με τόσο πάθος, τόσο εκνευρισμό.

– Η μητέρα τους τα πήρε; Πες μας με τη σειρά τι σου συμβαίνει;

– Αυτή, αυτή η άτιμη, τα παιδιά μου, τα δικά μου παιδιά.

Ο Αλέξης, ο τόσο σίγουρος για τον εαυτό του είχε γίνει μπαρούτι και καιγότανε.

– Κάνε υπομονή, ρε Αλέξη, μητέρα τους είναι θα τα φροντίζει τα παιδιά. Μόνο πες μας γιατί έφυγε. Τη χτύπησες, χτύπησες τα παιδιά;

– Ποιο χτύπησα, μωρέ κι εσείς. Αν τις έριξα και δυο-τρεις φάπες τις άξιζε. Ρε, ξέρεις τι είναι η γυναίκα; Σε φέρνει στο αμήν με τη γκρίνια της και με την ξεροκεφαλιά της. Σε φέρνει στο σημείο να την πατήσεις κάτω. Άτιμη ράτσα, πονηρή και διαολεμένη.

– Ναι, αλλά δεν παύει να είναι η μητέρα των παιδιών σου.

– Ποια μητέρα, τα παιδιά είναι δικά μου. Ο άνδρας γεννά η γυναίκα τίκτει. Το χωράφι είναι η γυναίκα, ο άντρας είναι ο σπόρος, ο γεννήτορας.

Και μου τα πήρε η άτιμη. Και τους έκανε και πλύση εγκεφάλου και τα μάγεψε.

Δεν με θέλουνε, καταλαβαίνεις, τα παιδιά μου και δεν με θέλουνε. Εκεί να καταλάβεις τι διάολος είναι η γυναίκα, τι μπορεί να καταφέρει. Να χωρίσει τα παιδιά από τη ρίζα τους.

Σας θέλω μάρτυρες, θα ξαναγίνει δικαστήριο, θα την πάω στο μεγαλύτερο δικαστήριο.

Να πάρω τα παιδιά μου πίσω.

– Και τι να μαρτυρήσουμε, Αλέξη; Ξέρουμε εμείς πως ζεις στο σπίτι σου εσύ; Δεν ξέρουμε ούτε που μένεις. Και τα παιδιά σου τα είδαμε μία φορά μικρά πριν από χρόνια. Τι μπορούμε να πούμε και να μαρτυρήσουμε;

Ο Αλέξης φύσαγε και ξεφύσαγε.

– Οι γυναίκες, αυτές τα κάνουν όλα. Γίνανε και δικηγορίνες, κι έχουν καταφέρει, έχουν έτσι φτιάσει τους νόμους να προστατεύουν πάντα τη γυναίκα. Και παρουσιάζουν πάντα τον άντρα θηρίο και πάντα φταίει ο άντρας και ποτέ δεν αναφέρουν το ότι η γυναίκα του ψήνει το ψάρι στα χείλια με το γρου-γρού και τις σπατάλες της και τις παραξενιές της. Κι αν υψώσει τη φωνή ο άντρας…κοίτα τον πως κάνει.

Έλεγε κι έλεγε κατά των γυναικών και πότε αγρίευαν τα μάτια του πότε γέμιζαν δάκρυα.

Ο Στέλιος κι ο Δαμιανός δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και πώς να ξεμπλέξουν  από τον έξαλλο Αλέξη.

Στο τέλος του λέει ο Στέλιος.

-Αλέξη, όλες οι οικογένειες αντιμετωπίζουν προβλήματα και ανάλογες καταστάσεις. Κοίτα να ηρεμήσεις και τα παιδιά σου θα έρθουν πάλι μόνα τους να σε βρουν. Άσε να περάσει η μπόρα, η δύσκολη περίοδος. Τα παιδιά θα γυρίσουν, έτσι είναι τα παιδιά, κρίνουν και κατακρίνουν τους γονείς μέχρι να ωριμάσουν και να δουν την προσφορά των γονέων. Κοίτα να είσαι καλός μαζί τους, παράβλεψε και λίγο, θα γυρίσουν.

Και τον άφησαν με την παρηγοριά και την ελπίδα. Φεύγοντας λέει ο Στέλιος.

– Κακόγλωσσος ήσουνα ή προφήτης;

– Στέλιο μου, άνθρωποι σαν τον Αλέξη δεν συνταιριάζονται εύκολα με τους άλλους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτοι από τον εαυτό τους, γιατί δεν βλέπουν τους άλλους σαν ίσους, σαν συνανθρώπους. Τους βλέπουν όλους κατώτερους.

Δεν ανοίγουν την πόρτα τους, την καρδιά τους σε καλωσόρισμα, την ανοίγουν για να δώσουν εντολές και κατευθύνσεις.

Κατάλαβες την όλη ιστορία του Αλέξη. Η καημένη η γυναίκα του δεν άντεξε άλλο και πήρε τα παιδάκια της να τα σώσει κι εκείνα από… ποιος ξέρει πόση αυστηρότητα και πόσο ξύλο.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν κατάλαβαν ποτέ ότι αν δεν σεβαστείς δεν θα σε σεβαστούνε.

Κι είναι μόνο να τους λυπάσαι γιατί καταντούν να μένουν στο τέλος μόνοι.

 

 

Share this

error: Content is protected!