photo: pexels.com
Η Δάφνη έκλεισε το διαδίκτυο και κοίταξε κουρασμένα την οθόνη, που είχε πάρει ένα γαλαζοπράσινο χρώμα και μετά έσβησε. Τα μάτια της έτσουζαν κι είχε ένα ελαφρό κεφαλόπονο. Αποφάσισε να κάνει ένα αρωματικό λουτρό με λεβάντα, πρίν πέσει να κοιμηθεί. Το χλιαρό νερό της χαλάρωσε τα τεντωμένα νεύρα της και ο κεφαλόπονος άρχισε να υποχωρεί. Βγήκε από το μπάνιο και μπήκε στο υπνοδωμάτιο, πήγε κοντά στο παράθυρο, για να κλείσει τις κουρίνες, όταν είδε τη γυναίκα που γλιστρούσε σιγά-σιγά στον τοίχο, κρατώντας τον δεξί της βραχίωνα με το αριστερό της χέρι. Το αίμα έτρεχε και σχημάτιζε μαυριδερές κηλίδες πάνω στο πλακόστρωτο της μεγάλης αυλής που βρισκότανε εμπρός στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου έμενε η Δάφνη.
Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, σαν νάθελε να φωνάξει, αλλά κανένας ήχος δεν ακούσθηκε. Ακουγότανε μόνο ο θόρυβος των αυτοκινήτων που περνούσαν από την κεντρική λεωφόρο. Η Δάφνη στεκότανε στη σκοτεινιά του υπνοδωμάτιου, σαν να είχε παγώσει και της ήταν αδύνατο, να κινηθεί. Η γυναίκα παραπάτησε και ήρθε λίγο πιο κοντά. Η Δάφνη τότε είδε ότι ήταν νέα, ψηλή και λεπτή με μακριά ξανθά μαλλιά που έφθαναν μεχρι τη μέση της. Ηταν αδύνατο να πεί κανείς άν ήταν όμορφη η άσχημη, ο τρόμος είχε παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά της και το στόμα της ήταν ανοιχτό σε μιά άφωνη κραυγή. Φορούσε άσπρο φόρεμα και άσπρα πέδιλα με ψηλά τακούνια, άλλα είχε χάσει το ένα και κούτσαινε. Ο άντρας φάνηκε στη γωνιά του κτιρίου και μπήκε τρέχοντας μέσα στην αυλή. Το μαχαίρι που κρατούσε ήταν πελώριο ή τουλάχιστον έτσι το είδε η Δάφνη μέσα στον παγωμένο τρόμο της. Η γυναίκα τον είδε και προσπάθησε να τρέξει, άλλα αυτός μ’ένα μεγάλο πήδημα τήν έφτασε και τήν άρπαξε απ’τα μαλλιά. Ακριβώς τότε η γυναίκα άρχισε να φωνάζει. Ο ήχος σκαρφάλωσε από την αυλή πρός τα πάνω πατώματα και μη βρίσκοντας δρόμο να φύγει έμεινε σκαλωμένος εμπρός στο παράθυρο της Δάφνης.
Η γυναίκα προσπάθησε να τον χτυπήσει με τους αγκώνες της αλλά εκείνος τη στριφογύριζε, κρατώντας την πάντα από τα μαλλιά. Κατάφερε να του ξεφύγει και η Δάφνη είδε ότι κρατούσε στη χούφτα του μια ποσότητα απ’τα μαλλιά της που είχαν βγεί απ’τις ρίζες. Η γυναίκα προσπάθησε να τρέξει κατά την άλλη κατεύθυνση αυτή τη φόρα, αλλά αυτός την πρόφθασε και τη χτύπησε με το μαχαίρι μερικές φορές κάτω απ’το στήθος. Το αίμα ανάβλυσε ορμητικό κι΄έβαψε το άσπρο φόρεμα. Η γυναίκα προσπάθησε να τρέξει αλλά δεν τα κατάφερε, έπεσε ανάμεσα στα παρτέρια με τα λουλούδια. Η Δάφνη είδε το μαχαίρι ν’ αστράφτει μέσα στη νύχτα, όπως ανεβοκατέβαινε πάνω στην πεσμένη γυναίκα. Οι κραυγές της αντηχούσαν παράφωνα μέσα στη νύχτα.
Φώτα άναψαν σε μερικά σκοτεινά παράθυρα και μερικοί άνθρωποι παρουσιάσθηκαν σαν σκιές. Μετά, τα φώτα έσβησαν αμέσως, αλλά οι άνθρωποι έμειναν εκεί, στα σκοτεινά, παρακολουθώντας το φοβερό θέαμα. Κι’ άλλα φώτα άναψαν σ’ άλλα κτίρια από απέναντι, αλλά κι’αυτά έσβησαν αμέσως. Η Δάφνη προσπάθησε να φωνάξει, αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από το παγωμένο λαρύγκι της. Ο άντρας ούρλιαζε τώρα σαν ένα απόκοσμο ον και το μαχαίρι εξακολούθουσε ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά.
Η Δάφνη στεκότανε στη σκοτεινιά, έτρεμε ολόκληρη και τα δάκρια έτρεχαν ποτάμια από τα μάτια της. Κοίταξε γύρω και είδε ότι κι οι άλλοι στέκονταν ακόμη, πίσω από τα σκοτεινά τους παράθυρα, κοιττάζοντας κάτω, σαν να παρακολουθούσαν κάποια παράσταση. Τότε η Δάφνη διαπίστωσε ξαφνικά, ότι ήταν μιά από τους αμέτρητους μάρτυρες που είχαν παρακολουθήσει τη φοβερή σκηνή και όπως όλοι οι άλλοι δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα για να σταματήσει τη σφαγή.
Η αυλή εμπρός στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν φωτισμένη από πολλές στρογγυλές λάμπες που έδιναν ένα κιτρινωπό φώς, το οποίο γινότανε εντονότερο κάτω απ’ το φώς του φεγτγαριού. Στο γύρω, υπήρχαν πολλά ψηλά δέντρα. Η σκιά τους κράτουσε όλη τη γύρω περιοχή σκοτεινή και μόνο τα κίτρινα φώτα γύρω στην είσοδο, φώτιζαν το φοβερό θέαμα, κάνοντας το να μοιάζει σαν μια απόκοσμη κι εφιάλτικη σκηνή όπου παιζότανε μια φοβερή τραγωδία. Με θεατές, όλους αυτούς που την παρακολουθού σαν πίσω από τα κλειστά τους παράθυρα, μέσα στην όμορφη καλοκαιρινή νύχτα.
Τότε η Δάφνη, σκέφθηκε με τρόμο ότι κι η ίδια, μαζί με όλους τους άλλους ενοίκους της περιοχής, παρακολουθούσε μια ανθρωποθυσία σε κάποιο άγνωστο θεό. Το θεό της ασφαλτού ίσως. Ή το θεό της Νέας Τάξης, ή το θεό της Μετατροπής. Ένα βάρβαρο και τρομακτικό θεό, που για να υπάρξει χρειαζότανε αίμα. Πολύ αίμα.
Από την κεντρική λεωφόρο άρχισαν ν’ακούγονται οι σειρήνες των αυτοκινήτων της αστυνομίας. Κάποιος πρέπει να είχε τηλεφωνήσει επιτέλους, αν και τώρα ήταν πολύ αργά πια, οι κραυγές της γυναίκας είχαν σβήσει σιγά σιγά. Η Δάφνη έκανε μια κίνηση για να βγεί απ’το δωμάτιο της, να κατέβει τις σκάλες και να βγεί στην είσοδο. Ισως μπορούσε να κάνει κάτι, ίσως δεν ήταν πολύ αργά. Μετά όμως σκέφθηκε ότι δεν είχε την πολυτέλεια να χάνει χρόνο. Ηταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Επρεπε να ξυπνήσει πρωΐ-πρωΐ για να πάει στη δουλειά της, όπου την περίμενε μια φοβερά δύσκολη μέρα. Εκλεισε τις κουρτίνες τού παράθυρου της και πήγε να κοιμηθεί.
Εξω, η νύχτα ήταν κατακάθαρη και ζεστή. Δεν έκανε πολύ ζέστη, ήταν μια τέλεια θερμοκρασία και είχε πανσέληνο.