Mε τα ποδήλατα

By: Stratis Mouflouzellis
Year of Publication: 1990

Καλοκαίρι. Ντάλα μεσημέρι βγαίναμε στο δρόμο ύστερ’ απ’ τις δυο για παιχνίδι με τα ποδήλατα. Ήταν έρημος ο δρόμος πάντα αυτή την ώρα. Τα λογαριάζαμε όλα.Τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά τότες. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες κούρσες στην πόλη, τα περισσότερα ταξί, κι αυτοί που τα ‘χαν εκείνη την ώρα ή κοιμόταν ή βρισκόταν στη θάλασσα για μπάνιο. Ο δρόμος είχε ίσως τη μεγαλύτερη κίνηση στην πόλη σε αυτοκίνητα τις άλλες ώρες. Ήταν η κεντρική αρτηρία για τα χωριά. Το πρωί κατέβαιναν, το μεσημέρι ανέβαιναν. Ο δρόμος της Λαγκάδας. Αργότερα, σαν άρχισα τις αλληλογραφίες και τα πάρε-δώσε, έμαθα πως τον λένε «Ζωοδόχου Πηγής», απ’ την εκκλησία που βρίσκεται πάνω σ’ αυτόν.

Κι εκεί μπερδεψιά, σαν Παναγία την ξέραμε την εκκλησία.

Πεζοδρόμια δεν είχε, τα σκαλοπάτια των σπιτιών έβγαιναν μέσα στο δρόμο. Δυο αυτοκίνητα μεγάλα δεν χώραγαν. Ευτυχώς που η ρότα τους ήταν κανονισμένη. Το πρωί κατέβαιναν, το μεσημέρι, απ’ τις δώδεκα άρχιζαν, ανέβαιναν.

Μπερδεψιές γινόταν σαν τύχαινε να κινείται ανάποδα προς το ρεύμα κανένα φορτηγό, συνήθως του Μπούλη που ανεβοκατέβαιναν στα νταμάρια, πότε πέτρες, πότε χαλίκι φορτωμένα.

Εκεί ψηλά, στην ανηφόρα, μετά τις φυλακές και το γεφυράκι με το κρυονέρι, πίσω απ’ τη στροφή ήταν τα νταμάρια. Απ’ τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου.

Οι πληγές της γης. Την δυναμίτιζαν, της έκοβαν τα σπλάχνα. Της έπαιρναν την ασβεστόπετρα, να χτίσουν, να ρίξουν μπετά, να καταστρέψουν ό,τι με τόση φροντίδα έσωσε η φύση. Πάει η Χρυσομαλλούσα με τους μπαχτσέδες και τους φοίνικες, πάει ο Μακρύ-γιαλός, η Καλλιθέα, η Αγία Φωτιά. Δεν είναι μόνο τα τσιμέντα που άλλαξαν την πόλη, άλλαξαν και τη ζωή μας. Ας όψονται.

Λοιπόν, τα λεωφορεία πέρναγαν με την ανάποδη σειρά απ’ ότι κατέβαιναν. Της Ερεσσός, της Αντισσας, του Μόλυβου, του Πλωμαρίου, που ερχόνταν ακολουθούσαν τα λεωφορεία για τα κοντινά χωριά Επειός, Γέρα, Αγιάσος. Τα ξέραμε ένα – ένα.

Τελευταίος ανέβαινε με τον αραμπά του ο Βάρος. Μια κάσα για καρότσα, πούλαγε πάγο. Ένα ψαρό άλογο π’ αγκομαχούσε ν’ ανέβει την ανηφόρα απ’ την Αλυσίδα έσερνε τον αραμπά. Ο πάγος. Ποιος είχε τότε ηλεκτρικό ψυγείο; Πριόνι, δυο δαγκάνες, κάτι σαν μασιές με μεγάλα μυτερά άκρα. Έκοβε ο Βάρος, ο κουλοχέρης, ο φουκαράς, με το πριόνι κατά την παραγγελία. ‘Ενα τέταρτο μισό, μια κολώνα. Για κρύο νερό την αγόραζαν. Ποιος είχε κρέατα και φαγώσιμα στο ψυγείο; Ούτε ψυγείο καλά-καλά δεν ήταν. Παγωνιέρα. Ένα ντουλάπι πες. Ο χώρος με το νερό κάτω απ’ τον πάγο, σα μικρό ντεπόζιτο και μια βρύση. Ηλεκτρικά ψυγεία είχαν μόνο τα καλά μαγαζιά και τα πλουσιόσπιτα. Εμείς τη βολεύαμε με φανάρι. Σαν ανέβαινε κι αυτός, ο δρόμος ήταν δικός μας.

Παίρναμε τα ποδήλατα κι ανεβαίναμε μέχρι την εκκλησία. Πενταλίζαμε χωρίς να καθόμαστε, σκελετό το λέγαμε. Στο πρώτο ανέβασμα κάναμε και την καθιερωμένη στάση. Εκεί στο φούρνο δίπλα ήταν μπαχτσές. Είχε μια τεράστια χαβούζα για να μαζεύει νερό να ποτίσει. Μέσα στη χαβούζα είχε χρυσόψαρα. Χρυσόψαρα μεγάλα, κατακόκκινα μερικά, άλλα πορτοκαλιά, άλλα κίτρινα,
κάμποσα δίχρωμα σαν ξεβαμμένα, προς το άσπρο. Αργά, βαριεστημένα κι αυτά απ’ το λιοπύρι. Τους πετάγαμε ψωμί.

Έτρεχαν στις άκρες της γούρνας με το πλάι, ύστερα ξεθάρρευαν κι έτρεχαν να φάνε.

Με το φάγωμα του ψωμιού τέλειωνε και το χάζι μας. ‘Aρχιζε η περιπέτεια. Ποιος θα κατεβεί πρώτος. Απ’ την εκκλησία στον Πλάτανο.

Η διαδρομή ήταν εύκολη μια και δεν υπήρχαν εμπόδια. Πενταλίζαμε γερά στην αρχή και μετά με δεξιοτεχνία χωρίς πενταλιές, με τη φόρα που είχαμε πάρει αμολιόμασταν φουλαριστοιί. Μισό λεφτό τρεχάλα.

Η δυσκολία ήταν στο σταμάτημα. Μόλις περνούσαμε του Τζαγκλή το φούρνο, έρημο τώρα, αρχίζαμε το φρενάρισμα. Μέχρι τη στροφή έπρεπε να έχουμε σταματήσει. Πότε ο ένας πότε ο άλλος, λες και είμαστε συνεννοημένοι, κερδίζαμε τον αγώνα, και δωσ’ του πάλι απ’ την αρχή. Παράπονο κανένα.

Σαν κουραζόμαστε σταματάγαμε κι όλο κάτι είχαμε να φτιάξουμε στα ποδήλατά μας. Πότε καμιά ακτίνα σπασμένη, πότε τα φρένα, πότε το τιμόνι που λασκάριζε η βίδα.

Κλειδιά, κατσαβίδια, σύρματα, μπαλώματα, τρόμπες. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Τα καθαρίζαμε, τα λαδώναμε, τα στολίζαμε με μεράκι. Σημαιάκια με τα χρώματά μας, πολύχρωμες πλαστικές κορδέλες που τις τυλίγαμε στο σκελετό. Κάναμε και συναγωνισμό στο κουδούνισμα, ποιανού κουδούνι χτυπά πιο δυνατά. Καμπάνα. Κι έβγαιναν απ’ τα σπίτια και μας διαβολοέστελναν που
τους χαλάγαμε τον ύπνο, και το διαλούσαμε. Έπεφτε και παντόφλα απ’ τους δικούς μας σαν το πολυτραβούσαμε. Όμορφη ζωή, ανέμελη, αγαπημένοι στα παιχνίδια μας με μια ισορροπία μελετημένη θαρρείς, να μην έχει παράπονο κανένας. Χρόνια τα πηγαίναμε έτσι.

Κι ήρθε το καλοκαίρι του ’58, σαν δε με γελά η μνήμη μου, κι ήρθε κι ο Τάκης, Χρίστο τον λέγαν, να μας κάνει άνω-κάτω. Πάει η ισορροπία. Μας τα χάλασε. Ηρθε σαν τον κομήτη με την οικογένειά του. Ο πατέρας του μπογιατζής, ήρθε να δουλέψει στο νοσοκομείο στην ανακαίνιση. Η μάνα του Μυτιληνιά, της κυρα-Μαρίας της ασπρορουχούς, το συνδύασαν με τις διακοπές
τους. Δυο-τρεις μήνες δουλειά ήταν. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

“Ηρθε λοιπόν ο φίλος ο Χριστάκης να μας τα κάνει όλα άνω-κάτω. Το ποδήλατο που έφερε δεν ήταν σαν τα δικά μας. Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο. Το τιμόνι σαν πεταλούδα και δεν είχε τα φρένα στο τιμόνι όπως τα ‘χαν τα δικά μας. Είχε κόντρα. Όταν το πεντάλιζες έφευγε μπροστά, άμα έκανες κράτει τα πεντάλια και τα πάταγες σταμάταγε. Ήξερε και την τέχνη, μάστορας, ενώ κατεβαίναμε μαζί μέχρι το φούρνο, εμείς αρχίζαμε να φρενάρουμε και μέναμε πίσω, αυτό πήγαινε μέχρι του Αγιασιώτη το μπακάλικο για να φρενάρει. Έκανε  ένα χαρακτηριστικό θόρυβο η φρενιά του και με μαστοριά γύριζε το κορμί του στο πλάι, έβαζε το ένα του πόδι στην άσφαλτο και βρισκόταν ανάποδα από τη φόρα που είχε, σταματημένος να μας περιμένει μ’ ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο.

Πεταγόταν με τη φασαρία από του Κέκκου οι μεσημεριανοί που τράβαγαν τα ρακιά τους.

– Ου να χαθείτε μπάσταρδοι. Ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε ν’ ακούσουμε γιατί είχε και χοντρές βρισιές.

Ήταν του Κέκκου τότε το στέκι της φτωχολογιάς. Στάση απαραίτητη γι’ αυτούς που ανέβαιναν. Έξι δρχ. το πενηνταράκι το ούζο με τρία πιάτα μεζέ. Φασουλάδα, κουκιά ξερά βραστά, παπαλίνα τηγανητή, σαρδέλα του κόρφου παστή. Την πάστωνε ο ίδιος το πρωί μέσα στο τέστο με αλάτι ψιλό, έβαζε κληματόφυλλα στον πάτο, είχε και μια λίτρα και την έβαζε πάνω στις σαρδέλες. Υπολογισμένο το βάρος της. Το μεσημέρι ήταν έτοιμες. Λουκούμια. Τις δοκίμασα αργότερα.

Ο μόνος απ’ τη γειτονιά που δεν ανησυχούσαμε ήταν το Αντωνέλλι, ο ανάπηρος που είχε το περίπτερο κάτω ακριβώς από τον πλάτανο. Εκείνη την ώρα τα είχε κιόλας ξεφουμάρει. Αρχιζε απ’ το ξημέρωμα με κονιάκια, διάλειμμα με ρετσίνα κι απ’ τις έντεκα τραβούσε τα ρακιά του. Σαν έπιανε το γράδο του την άραζε στον ύπνο. Έτσι καθιστός μέσα στο περίπτερο.

Τραγική φυσιογνωμία, όπως έμαθα αργότερα. Ανάπηρος πολέμου ο ίδιος, του ’22, είχε χάσει δυο ή τρία αγόρια το σαράντα. Του ‘μεινε μια κόρη. Νηστικό τον έβρισκες μόνο στις παρελάσεις. Φορτωμένος παράσημα, πάντα πρώτος στη γραμμή σήκωνε το λάβαρο των αναπήρων και θυμάτων πολέμου. Μια σταλιά άνθρωπος όλος καημό και τραγικό μεγαλείο.

‘Ηταν ο δεύτερος απ’ το τρίο των Αντώνηδων. Τρία τ’ Αντωνέλλια.

Είχαμε τ’ Αντωνέλλι του πειτνό, τον σαλεπτσή. Με την άσπρη την ποδιά και το σκούφο, τις φουφούδες και τα μπακιρένια μπρίκια του πουλούσε σαλέπι και σουμάδα. Έλαμπε πεντακάθαρος κι όλος κέφι πρωί-πρωί διαλαλούσε τα πιοτά του. Έκανε κικιρίκου σαν τον πετεινό και φώναζε. «Ξμέρουσει ρε μουρά.» Στάση τελευταία είχε τον πλάτανο ν’ αρπάξει κι αυτός κάνα ρακί.

Κάπου μέσ’ στα σοκάκια έμεινε στο Νιο Χωριό.

Το τρίτο τ’ Αντωνέλλ’ ήταν χαμάλης. Στην πόστα στο λιμάνι σαν είχε ξεφόρτωμα, στο Μπας-φανάρ σαν είχε κεσάτια. Γερό ποτήρι. ‘Aρχιζε απ’ του Πιτσιλαδή, περασάδα π’ του Ματθαίου στην Κουμιδιά, μεσημέριασμα στου Ρόβου το ρακαριό – μόνο ούζο πουλούσε – πέρασμα απ’ την αγορά στου Κουρτέλη και τελευταία στάση του Κέκκου.

Συνήθως μερακλωμένος ένα τραγούδι τραγούδαγε, «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Πρόσφυγας, πονεμένος άνθρωπος. Ακούμπαγε στα ντουβάρια, μπορεί να έκανε και δυο ώρες ν’ ανεβεί και δώσ’ του τον ίδιο σκοπό. Άνοιξα μια και μπήκα.» Σαν δεν τα κατάφερνε κι αργούσε, όλο και κάποιος δικός του κατέβαινε να τον πάρει.
Περνούσαν οι μέρες, η ζωή κυλούσε στη συνηθισμένη της βαριεστημάδα.

Αύγουστος θα  ήταν και μας ήρθε το νέο. Σεισμός. Σεισμός έγινε στην πόλη για το σεισμό. Ιταλός μας τα έφερε τα μαντάτα, Γεωλόγος, λέει, σεισμολόγος κάτι τέτοιο. Στις τάδε του μηνός είπε, πάει η Μυτιλήνη κι όλο το νησί μας.

Θα γίνει σεισμός και θα βουλιάξει. Αναγάλλιασαν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ήρθαν τα συντέλια του κόσμου. Αμαρτωλοί θα πληρώσετε Αλληλούϊα. Όλος ο κόσμος το συζητούσε.
Το διασκέδαζε. Σε τρία παλούκια, λέγει, στηρίζεται το νησί μας, θα γίνει ο σεισμός, θα κουνηθεί και θα βουλιάξει. Μερικοί πήραν τα βουνά.
Ήρθε η μέρα η τελευταία κι όλοι περίμεναν την ώρα, πολλοί με τα ρολόγια στα χέρια. Ναι τέτοια. Είχε ορίσει και την ώρα ο προφέσορας. Η ώρα τρεις το μεσημέρι. Κοίταζαν τα ρολόγια τους και καλαμπούριζαν.

– Άιντε, η ώρα η καλή.

Εμείς δεν χαμπαρίζαμε. Το παιχνίδι, παιχνίδι. Ούτε τ’ Αντωνέλλ’ ο περιπτεράς νοιαζόταν, ούτε οι πελάτες του Κέκκου. Είχαμε τα δικά μας εμείς.

Ανεβήκαμε στην εκκλησία και δώσ’ του στον κατήφορο. Μισό λεφτό δρόμος. ‘Ολοι μαζί στου Τζαγκλή το φούρνο φρένο εμείς, τρεχάλα ο Χριστάκης. Πάλι μας πέρασε. Κάνει το κόλπο. Αμ δε. Έσπασε η κόντρα-φρένο, γυρίζει το κορμί κι όπως χάνει τον έλεγχο δε μπορεί να στρίψει.

Με το πλευρό κι όλη τη φόρα πέφτει πάνω στο περίπτερο που ήταν φάτσα.

Γκούπ! μια κι άρχισαν να πέφτουν, κουτιά τσιγάρα, σοκολάτες, καραμέλες, καπάντζες πάνω στον Αντώνη που κοιμόταν ξένοιαστος. Πετάχτηκαν κι αυτοί από του Κέκκου.

– Το παιδί.

Εφτάψυχος ο Χριστάκης. Ούτε γρατζουνιά. Τραγική και κωμική ήταν η κατάσταση του φουκαρά του Αντώνη. Πετάχτηκε απ’ το περίπτερό του αλαφιασμένος.

Σεισμός, σεισμός, φώναζε, Σεισμός, χριστιανοί, κι έτρεχε χωρίς να ξέρει πού πάει.

Θα ήταν τρεις η ώρα απάνω-κάτω.

Ούτε σεισμός ούτε τίποτα. Μόνο η ισορροπία ήρθε πάλι στο παιχνίδι μας. Αχρηστο το ποδήλατο του Χριστάκη και μεγάλο το κάζο. Φοβήθηκε κιόλας. Έγινε ένα μαζί μας, μέχρι που ήρθε ο Σεπτέμβρης και τον χάσαμε.

Αύγουστος του ’90, Sydney
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αιολικά Φύλλα, τεύχος 23, Οκτώβριος 1991 / αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Γιοφύρι, Τεύχος 13, Έτος 1993)

 

 

 

 

Share this

error: Content is protected!