Τον συνάντησα στις επάλξεις ξεχασμένoν να κοιτάζει στής θάλασσας το μάκραιμα. Τον έπιασα απ΄ τον ώμο κι όταν γύρισε είδα στις άκρες των ματιών να κρατάει κάποιο δάκρυ. Τον ρώτησα σιωπηλά και μούδωσε για απάντηση το γράμμα που κρατούσε. Το γράμμα του πατέρα! Πλημμυρισμένο στοργή κι αγάπη, ζωγράφιζε εικόνες από μία απλή κι ευτυχισμένη ζωή πέρα εκεί σε μια ακρούλα της Πελοποννήσου. Εικόνες ζωντανές καθάριας ελληνική ζωής.
“Παιδί μου,…” τούγραφε “είναι κυριακάτικο πρωινό. Σου γράφω κάτω από την λεύκα μας στην όμορφη εξοχή μας. Οι καμπάνες χτυπάνε γιορτερά και σκορπίζουν την θεϊκιά φωνή τους μέσα στις καρδιές, κάνοντας τες να γονατίζουν ευλαβικά και ν΄ ατενίζουν με πίστη στην μεγάλη Ανάσταση. Η γιαγιά σου κι η μεγάλη σου αδερφή είναι στην εκκλησία. Η μαμά σου έχει καταπιαστεί με την μαγειρική αφού μάζεψε μήλα και ντομάτες και η μικρή σου αδερφή σκουπίζει μέσα-έξω.
Κάθομαι και σου γράφω με τον πόθο να σε φέρω κοντά μας στην όμορφη τούτη ώρα. Μ΄αυτό μην πεις πως καταριέμαι την ώρα που σε πήρε μακριά μας. Ξέρεις πολύ καλά πως η χαρά όλων μας είναι κρυφή και ανάκρυφη για την τιμημένη ξενητιά σου. Η γιαγιά σου όταν τής διάβασα το τελευταίο σου γράμμα κι είδε μέσα απ΄τα γυαλιά της την φωτογραφία σου άφησε βουβά λίγα διαμάντια να κυλήσουν στα ρυτιδωμένα μάγουλά της, δάκρυα χαράς και συγκινήσεως.
Ρωτάς τι κάνουμε και ανησυχείς για τις λεπτομέρειες της ζωής μας. Θυμάσαι όταν μικρός κάτω από αυτή τη λεύκα έδενες την κούνια με την αδερφή σου και παίζατε, θυμάσαι το τραγουδάκι που λέγατε;
“Δώσε μου μία να πάω ψηλά – γερά βαστάω τα σκοινιά”. E, λοιπόν, παιδί μου στο επαναλαμβάνω στην ώρα αυτή που βλέπω να ζωντανεύουν οι παλιοί εκείνοι καιροί. Μην ανησυχείς. Ακόμα βαστάω γερά τα σκοινιά. Εσύ κοίταζε το καθήκον σου”.
Έγραφε πολλά στον ίδιο τόνο. Και τελείωνε τον όμορφο πίνακα της νοσταλγικής ζωής με τις πληροφορίες και για την σκυλίτσα που αναζητά τον αφέντη της και με το μπουκέτο που η μικρούλα έβαλε την ώρα εκείνη φρέσκο απ΄τα λουλούδια της στο τραπέζι, αναλυμένο σε ευχές στοργικές και φιλιά απ’όλους.
Θέλησα να τον μαλώσω συμβουλευτικά για την συγκίνησή του, μα πριν ξεμπερδέψω τα λόγια μου και τα βάλω σε τάξη με σταμάτησε.
Δεν είναι νοσηρότης φίλε μου, δεν είναι αδυναμία. Είναι η αγάπη που δένει με το σπίτι τον ξενιτεμένο, είναι η χαρά μου για την “τιμημένη ξενιτιά μου”, όπως λέει και ο πατέρας μου. Είναι η ηδονή του πόνου, η ευγενικότερη ηδονή που την γεύομαι σ΄όλο της το μεγαλείο στην όμορφη ώρα του δειλινού. Η πίστη μου στην Νίκη φωτίζει το δρόμο μου όπως κι ο πόθος για τον τέλειο λυτρωμό της γαλανής Πατρίδας απ΄ τον Σλαυοδράκο, μού τραγουδάει θούρια πολεμικά που γιαγαντώνουν τον άνθρωπο μου. Μες στο στρατό δε βλέπω μόνο την αυστηρότητα και την παραπανίσια ξεκούραση που πιθανόν να έχασα. Ξέρω να ξεχωρίζω την αδελφοσύνη, να εκτιμώ ανθρώπους, να πλησιάζω διαλεχτές ψυχές. Ξέρω να συνυποφέρω ανεβαίνοντας στο αλτρουϊσμού την μεγαλοσύνη. Ξέρω να μοιράζομαι την χαρά του διπλανού μου, να ξεχωρίζω την ομορφιά και μέσα στην ασχήμια. Νιώθω απόλυτα το βάθος και την έννοια της αποστολής μου και δεν επηρεάζομαι από τον κίνδυνο του θανάτου.
Δεν έχει, βρε αδερφέ, και τόσο μεγάλη αξία τούτη η ζωή ώστε να την βάλουμε πάνω κι απ΄τις ανώτερες έννοιες που την κάνουν ιδανικό. Εγώ τουλάχιστον το’χω χαρά να διαθέσω την δική μου για της Νίκης, της Ελευθερίας το βωμό. Μα δεν μπορώ να μη γυρίζω πίσω στο σπίτι σε τέτοιες ώρες. Δεν είναι ο χαρακτηρισμός πούκανε κάποιος κάποτε, μα έξαρση ψυχική το πέταγμα στη γωνίτσα εκείνης της γης που βρίσκεται το πατρικό το σπίτι. Το παρακάθισμα στο τραπέζι με την οικογένεια που όλο θα μιλά για το ξενιτεμένο της παιδί, την προσευχή της μάνας μπρος στα εικονίσματα, την μάταια προσμονή τής γιαγιάς, της θειάς να ακούσουν τα νέα. Είναι κάτι πραγματάκια, κάτι διαμαντικά, τόσο πολύτιμα όσο και ευκολόθραυστα που αξίζει να προσέχουμε μια που λεγόμαστε άνθρωποι.
Τι λες; Μήπως έχεις αντίρρηση;
Τι να πω; Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω απόλυτα.