Oι συνεδριάσεις της μπομπιροπαρέας στην άσπρη πέτρα έδιναν και έπαιρναν. Τα θέματα των ημερησίων διατάξεων άκρως σοβαρά, όσο και επίκαιρα και μάλιστα για άντρες (αφού έτσι μας έλεγε ο φίλος παππούλης) ηλικίας επτά και οκτώ χρονών με ένα μπόι μέχρι εκεί κάτω. Βέβαια, το προηγούμενο βράδυ στην άκρη του χωριού έκαψαν δύο σπίτια άγνωστοι κακοί άνθρωποι αλλά επειδή το γεγονός είχε καταντήσει ρουτίνα πρώτον και τα σπίτια δεν ήσαν συμμαθητών μας για να κλαίνε στο σχολείο το πρωί, αφήσαμε το γεγονός να το διελευκάνουν οι μεγάλοι. Ούτε καν για… ρεπορτάζ πήγαμε. Είπαμε, είχαμε τα δικά μας προβλήματα ουσίας και δεν έμενε καιρός για τις παραξενιές των μεγάλων. Δεν μας άφηναν σε χλωρό κλαρί τα υποτιμητικά πειράγματα των συμμαθητών μας που ήσαν από τα απέναντι και κάτω χωριά με πληθυσμό εκατό μέχρι το πολύ διακοσίων ανθρώπων μικρών και μεγάλων.
Στον πετροπόλεμο δεν μπορούσαν να πάρουν κεφάλι. Εύκολα τους κάναμε ζαπ. Προς τούτο υπήρχε λόγος σοβαρός. Το δικό μας το χωριό ήταν σε πλεονεκτική θέση αφού ήταν κτισμένο στην κορυφή του λόφου. Άντε τώρα να έχεις θέση καραούλι και να σου κουνιόνται οι καμπίσιοι. Αν είναι δυνατόν. Μας είχαν όμως κατ’ επανάληψη καλέσει σε ντέρμπυ στο ποδόσφαιρο και πάντα κάτι συνέβαινε σαν την περίπτωση, ας πούμε, του ματωμένου κυρίου στα βάτα πίσω από την Αγία Τριάδα που έγινε η αιτία να αναβληθεί άλλο ένα προγραμματισμένο ντέρμπυ. Η αλήθεια είναι ότι πηγαίναμε γυρεύοντας. Ψάχναμε για δικαιολογίες τις περισσότερες φορές και αν δεν ερχόντουσαν μόνες τους τις δημιουργούσαμε εμείς. Το πηγαίναμε στο τζάξεμε Γιάννη τζάξεμε. Αφού όμως και οι συμμαθήτριες μας είχαν πάρει στο μεζέ και οι κατηγορίες ήσαν σοβαρότατες που θιγότανε ο ανδρισμός μας – άκου φοίτσιάρηδες, με πλήρη απαρτία και ομοφωνία πάρθηκε η απόφαση. Αποφασισμένοι οι απέναντι. Κάθε απόγευμα έκαναν εντατική προπόνηση, υπό την επίβλεψη του Αμερικάνου. Έτσι έλεγαν τον προπονητή τους, ο οποίος τους είχε αγοράσει δύο μπάλες, φανέλες με ρίγες χρώματος ουρανί, παπούτσια με κορδόνια με τάπες από κάτω, τσιουράπια (κάλτσες) με λάστιχο, κοντά σωβρακάκια, όλα στο ίδιο χρώμα.
Αυτές οι επιδεικτικές προπονήσεις ήσαν σκέτη πρόκλιση για μας. Δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια. Δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να πιούμε το πικρόν ποτήριο τούτο, με το κλείσιμο ημερομηνίας και με ακριβή ώρα έναρξης. Ο αγώνας, λέει, θα είναι κανονικός. Αυτό σήμαινε ότι έντεκα με έντεκα παιχταράδες θα γινόταν. Αναπληρωματικοί δεν χρειαζόντουσαν, διότι απλούστατα απογορεύονταν οι τραυματισμοί. Να στραπατσαριστεί καμία πέτρα ήταν πιθανόν, να φύγει κανένα απρόσεχτο νύχι, πάλι ναι, αλλά εγκατάλειψη του αγώνα με ένα τέτοιο… βαθμολογικό ενδιαφέρον ποτέ των ποτών. Και άντε, ας πούμε ότι ένας ξερίζωσε κοτρόνι με τα δάκτυλα των ποδιών του, και τι έγινε. Ας ήταν καλά ο τερματοφύλακας. Θα έπαιζε μπακότερμα. Σιγά μη κολλάγαμε σε μικρολεπτομέρειες.
Την ερχόμενη Κυριακή λοιπόν θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Θα γίνει τσι αλεπούς ο θάνατος. Εν τω μεταξύ είχαν διαρρεύσει πληροφορίες ότι ο προπονητής τους ο Αμερικάνος είχε φτιάξει ομάδα αχτύπητη. Έπαιζαν, λέει, το σύστημα 4-2-4. Τώρα, τι σόι πράμα ήταν αυτό ούτε που χαμπαριάζαμε εμείς. Άλλες φορές πάλι έλεγαν ότι όταν η ομάδα τους έβρισκε αντίσταση, άλλαζαν το σκοπό και το ‘ριχναν στο 5-2-3. Μας είχαν πρήξει με ό,τι υπονοεί το τελευταίο νούμερο και ησυχία δεν βρίσκαμε κυρίως από τις τσιούπρες συμμαθήτριες. Η αλήθεια ήταν ότι μας είχε πιάσει φόβος και τρομάρα. Όχι τόσο από την ομάδα τους, την δυναμικότητα της οποίας άλλωστε γνωρίζαμε, από άλλες νικηφόρες για μας συναντήσεις, αλλά για κείνο το διαβολεμένο το τόπι τους με το δεμένο βυζί και τα ραμμένα με κορδόνι χείλη, φουσκωμένο με αέρα έτοιμο να σκάσει. Εφιάλτης μας είχε γίνει αυτό το παράξενο τόπι. Ύπνος δεν μας έπιανε με την ιδέας της πρώτης επαφής. Πάντως εμείς με το δικό μας τόπι είχαμε μόνιμο σύστημα στην ανάπτυξη του παιχνιδιού ευρωπαϊκών προδιαγραφών ονομαζόμενο τσούρμο και το σύστημα γιoύργια στα παλιούργια όταν η ομάδα έβρισκε ζόρι. Μέχρι και για την προσωπική ζωή του προπονητή τους μάθαμε. Ένα απόγευμα, κάναμε επίσκεψη στους γονείς του Λιάμη και του Θοδωρή. Θέλαμε να μάθουμε τι γίνεται με τους φίλους μας που απουσίαζαν από το σχολείο, να βάλουμε καινούριο ρουλεμάν στο πατίνι, αλλά και να δούμε πως είναι οι γονείς τους ύστερα από το καλούπωμα που τους είχε γίνει προκειμένου να γίνουν καλοί Έλληνες (έτσι μας έλεγαν).
– Θείο, τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο Αμερικάνος, ο προπονητής της Παναγιάς; Ο κυρ Ξενοφώντας με γάζα στο κεφάλι και το χέρι (είχε ζόρι φαίνεται το καλούπωμα) μας κοίταξε καλοκάγαθα, χαμογέλασε και μας άκουγε με προσοχή.
– Ξέρεις μωρέ θείο μας φοβερίζουν ότι θα φάμε δέκα γκολ. Άλλοι λένε ότι στα έντεκα θα μας πάρουν τα σώβρακα. Εμείς όμως δεν έχουμε σώβρακα. Αν μας πάρουν τα παντελόνια πως θα έλθουμε μετά στο χωριό. Όταν περάσουμε μέσα από την αγορά ετσι, τι δηλαδή θα παριστάνουμε την κληματαριά με τα τσαμπιά. Είναι αλήθεια ότι στα έντεκα γκολ χάνεις το παντελόνι;
Ήταν φανερό ότι ο θείος πονούσε, γιατί στο άκουσμα της ερώτησής μας πρώτα άφησε το επιφώνημα ωχ και μετά κρατώντας το χτυπημένο κεφάλι του άρχισε να ξεκαρδίζεται στα γέλια, ενώ ο μορφασμός του πόνου στο πρόσωπό του ήταν κάτι παραπάνω από φανερός.
– Καλά μου παιδιά καθίστε να σας μολογήσω. Αυτός παιδιά μου ο άνθρωπος είχε πάει στην Αμερική για μία καλύτερη ζωή. Εκεί ήταν ο θείος του και αυτός εδώ πολύ φτωχός. Όταν έγινε ο πόλεμος το 1922 στην Ελλάδα δεν ήλθε να πολεμήσει και να βοηθήσει την Ελλάδα. Είχε ξεχαστεί στα σκέλια μιας Αμερικάνας. Μετά από λίγα χρόνια την φύτεψε και πήρε τα μάτια του και γύρισε στο χωριό. Οι συγχωριανοί του όμως δεν του το συγχώρησαν αυτό ποτέ. Έτσι, στο καφενείο αφού δεν του μιλάνε και δεν τον κάνουν παρέα κανένας το ‘ριξε στην μπάλα με τα παιδιά. Οι μεγάλοι τον αφήνουν και παίζει με τα παιδιά αλλά αλισβερίσι μαζί του δεν θέλουν. Έφερε πολλά λεφτά, ας είναι καλά η Αμερικάνα εκεί που είναι. Έφτιαξε το σχολείο, ίσιωσε ένα χωράφι και το έκανε γήπεδο με δοκάρια και δίχτυα. Κάθε τόσο με ένα κουβά στο χέρι ρίχνει ασβέστη κάνοντας γραμμές στο γήπεδο. Ρε τι την εκκλησία ασπρισε μέχρι τον προφήτη Λια περιποιήθηκε. Ε! Άσπρη μέρα από τους συγχωριανούς του δεν είδε. Προδότη τον ανεβάζουν, λιποτάχτη τον κατεβάζουν. Ύστερα από τόσες προσφορές προς το χωριό, το μόνο που κατάφερε είναι να του λέει μια “ώρα καλή” ο παπάς, στο δρόμο όμως. Κανείς δεν κάθεται μαζί του στο ίδιο τραπέζι να πιεί ένα καφέ ή μια γκαζόζα. Ζήτησε μια χήρα να την παντρευτεί και αυτή αν και είχε τρία παιδιά και θα μπορούσε να εξασφαλιστεί, μέχρι και αυτή του είπε όχι. Το μόνο που τον σώζει μέσα σε αυτή την αποξένωση που ζει είναι να πάει απ’ εκεί που ήρθε. Τώρα καταλάβατε παιδιά τι μέρος του λόγου είναι ο προπονητής της Παναγιάς;
Μέσες άκρες κάτι καταλάβαμε, αλλά γενικά και αόριστα. Πάντως, αυτά που μας είπε ο μπαμπάς του Λιάμη δεν ήταν καλά λόγια για τον Αμερικάνο με τα παρδαλά πουκάμισα και τα μισά πντελόνια. Το μπέρδεμα το μεγάλο που βραχυκύκλωσε το μυαλουδάκι μας ήταν το σημείο που αφορούσε τα σκέλια της Αμερικάνας και αυτό που είπε ότι την φύτεψε. Στην ηλικία αυτή που με την δύναμη του ονείρου και της φαντασίας μέχρι και διαστημικά ταξίδια πραγματοποιούσαμε, δεν μπορούσαμε ωστόσο να φανταστούμε έναν μεγάλο άνθρωπο να μένει τόσα χρόνια στα σκέλια μιας Αμερικάνας ασχέτως διαστάσεων. Καθιστός ήταν, ξαπλωμένος ήτανε, όρθιος ήτανε. Αμ το άλλο πάλι. Άκουσον, άκουσον την φύτεψε λέει. Ο Χριστός και Απόστολος και με πολλά κύριε ελέησον. Τι στ’ αναθεμα ήταν η γυναίκα αυτή ελιά ή κοκάρι για να τη φυτέψει. Φυτεύονται μωρέ οι άνθρωποι;
– Όχι θείο δεν καταλάβαμε τίποτα είπε ο Λούκας.
Ακούτε παιδιά, όταν μεγαλώσετε και μάθετε τι έχετε από τη μέση και κάτω, τότε θα καταλάβετε τι είπα για τα σκέλια της Αμερικάνας, είπε ο θείος ο Ξενοφώντας ενώ χαμογελούσε πονηρά.
Απελπισμένοι με αυτή τη μαγκούφα την ηλικία μας που στεκόταν εμπόδιο να καταλάβουμε τι λένε και τις περισσότερες τι το διαφορετικό εννοούσαν απ’ αυτά που λέγανε οι μεγάλοι, φύγαμε προσποιούμενοι ότι πάμε για προπόνηση.
Πριν απομακρυνθούμε μας φώναξε.
– Κάτι μου είπατε για το καινούριο τόπι παιδιά. Αυτοί που μπορούν να σας βοηθήσουν είναι ο κυρ Λάμπρος και ο παππούλης σας. Να πατε να τους ρωτήσετε Αυτοί ξέρουν αυτά τα πράματα. Αλίμονο και χάσετε το χωριό δεν θα σας χωράει. Εντάξει παιδιά;
– Παιδιά, εγώ λέω να πούμε ότι είμαστε άρρωστοι, να μη πάμε, είπε τρομοκρατημένος ο Λιάμης, βλέποντας τον πατέρα του να γελάει με τα χάλια και την αγωνία μας.
– Νάνι διέε να μουπ (τώρα χέστα και αστα) είπε ο καζαμίας. Αλλά δεν γίνεται να σπάσουμε την μπέσα. Είπαμε να γίνει το παιχνίδι εναντίον της Παναγιάς και θα γίνει. Μη γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών. Πάμε λοιπόν να γράψουμε τις κόλες. Στο κάτω-κάτω της γραφής εμείς δεν νικήσαμε τον Άγιο Δημήτριο και την Αγία Τριάδα; Γιατί τώρα να κιοτέψουμε;
– Ρε ποιός τους φοβάται αυτούς: Με κείνο το ρημάδι το παράξενο τόπι τους τι γίνεται; Εμείς αυτό το τόπι δεν το ξέρουμε επεσήμανε ο Γκάιντας.
Λιάμης, Γκάιντας, Μήτσος και ο Γιανίν της ομάδας, ο Γιάννος μάτσης ο αίλουρος είχαν αναλάβει να φτιάξουν το προζύμι, το UHO της ηλικίας μας. Ήθελε βέβαια, και αυτό την τέχνη του, δεν ήταν παίξε-γέλασε. Έπρεπε, το ιδανικό, να μην είναι σκληρό, αλλά όχι βέβαια και νερουλό. Κάτι μεταξύ των δύο, ας πούμε αν θέλαμε να μην ξεκολλάνε οι κόλες από τα τζάμια των καφενείων.
Καζαμίας, Τάσος και Λούκας, υπό την επίβλεψη του μπαμπά του Καζαμία έπρεπε να γράψουν την κόλα από το τετράδιο και αυτή κομμένη με προσοχή, να μην χαλάσει το τετράδιο. Ο μαρκαδόρος της εποχής μας, ήταν φυσικός και δεν είχε καμία σχέση με τις χημικότητες των σημερινών μελανιών. Ένα κάρβουνο από τα αποκαίδια των ξύλων του φούρνου, με προτεραιότητα φυσικά στα μυτερά. Και η ιεροτελεστία άρχιζε με το αντικείμενο της διαφήμισης. Στην πρώτη γραμμή η λέξη ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ. Από κάτω οι αντίπαλες ομάδες. Το χωριό μας εναντίον της Παναγιάς. Ακολουθούσε ο χρονικός προσδιορισμός: Την Κυριακή. Συνεχίζαμε με την ακριβή ώρα: 3 μι- μι, και τελειώναμε με τον τοπικό προσδιορισμό στο γήπεδο του χωριού, δηλαδή τα αλώνια. Στην τελευταία γραμμή, όλη η ουσία του διαφημιστικού μας υλικού. ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ. Αυτή η ιεροτελεστία κρατούσε δύο και τρεις ώρες μέσα σε ατμόσφαιρα κατάνυξης, προσοχής, άγχους για το αποτέλεσμα της στρογγυλεψης των γραμμάτων. Έπρεπε να περάσουμε αυτά τα στάδια αν θέλαμε την ικανοποίηση και την δικαίωση των προσπαθειών μας. Δεν ήσαν όλα τα γράμματα εύκολα. Πως να γράψεις εκείνα τα ρημάδια: το ό, το φ, το γ με κάρβουνο και το δυσκολότερο απ’ όλα τα γράμματα επρεπε να είναι τα ίδια, αν όχι ακριβώς όσο πιο κοντά και στα τέσσερα χαρτιά. Ένα θα κολλάγαμε στο περίπτερο του Βασίλη. Το μοναδικό περίπτερο του χωριού η διαφήμιση έπιανε τόπο. Μόνο στο περίπτερο πήγαιναν όλοι, οι νοικοκυραίοι, οι φτωχοί, αυτοί οι αξύριστοι, η Άσπα, αλλά και ο τσοπάνης του χωριού. Το περίπτερο σαν μοναδικό ήταν όλη η κοινωνία του χωριού, χωρίς διακρίσεις. το άλλο χαρτί θα το κολλούσαμε στο καφενείο του Μήτσαινα, το οποίο ήταν σημείο αναφοράς για τους νοικοκυραίους και την άρχουσα τάξη, συμπεριλαμβανομένου και του παπά. Το τρίτο χαρτί θα το κολλούσαμε στο καφενείο του Ντουμάνη, σημείο αναφοράς για τους βρώμικους και αξύριστους, και γενικά για τους φτωχούς και το τέταρτο στο καφενείο του Χατζή, με τη μεγαλύτερη κίνηση, σημείο αναφοράς για τη μεσαία τάξη. Αυτό το καφενείο ανήκε σε όλους σε σχέση με τα άλλα δύο που είχαν σημαδεμένη πελατεία. Σ’ αυτό το καφενείο ανακατευόντουσαν οι μεγάλοι. Όσες φορές οι μαμάδες, μας έλεγαν να φωνάξουμε τους μπαμπάδες μας από το καφενείο, ξέραμε όχι μόνο το καφενείο αλλά και την καρέκλα που “έπιανε”. Σε σπάνιες περιπτώσεις αν απουσίαζε, τότε θα ήταν ανακατεμένος, για λίγο όμως, σ’ αυτό το καφενείο.
Η αίσθηση της πάλης των αντίθετων αισθημάτων σ’ οποιονδήποτε άνθρωπο, έχουν σαν αποτέλεσμα την αναγωγή του ΕΓΩ Του ο ένα ασταθές , μέσα στο οποίο είναι αδύνατον να προσδιορίσεις το κυρίαρχο, προκειμένου να απολαμβάνεις την χαρά εκ του καλού ή την δυσφορία ενσυνείδητα από το δυσάρεστο. Το ολλοπρόσαλο αυτό των αισθημάτων στη καθομιλουμένη το ονομάζουμε ” παράξενα συναισθήματα” ή παρόξενη συναισθηματική φόρτιση”. Οι ενέργειες του ατόμου αυτού που διακατέχεται από αυτή την ψυχολογική φόρτιση, ποικίλουν με αποτέλεσμα άλλοτε να χαίρεται και όλοτε να λυπάται, ανάλογα με ποιο συναίσθημα στιγμιαία επικρατεί στο “είναι” του. Η ψυχολογική αυτή κατάσταση δεν είναι προνόμιο μιας συγκεκριμένης ηλικίας. Ακολουθεί δια βίου τον άνθρωπο μέχρι το στάδιο της ανακύκλωσής του. Η διαφορετικότητα είναι ηλικιακή και οφελεται στην ικανότητα έκφρασης. Το παιδί δεν μπορεί να εκφράσει ον ψυχισμό του κατά την ουσία.
Ήταν αδύνατο να πιέσουμε το ΕΓΩ μας, προκειμένου να μην εκδηλώσει την υπερηφάνεια και το καμάρι που νοιώθαμε για το επιτελεσθέν έργο μας, της στρογγύλεψης των γραμμάτων των στο “διαφημιστικό μας υλικό”. Αδύνατον ήταν όμως παράλληλα να υπερακοντίσουμε το ΕΓΩ μας και να το αναγάγουμε σε ενθουσιαστικά πεδία, αφού εκ των προτέρων γνωρίζαμε ότι μέσω αυτής της κοπιώδους προσπάθειας καλούσαμε τους μεγάλους να γίνουν μάρτυρες της πανωλεθρίας μας και μάλιστα με διαφορά τερμάτων, ικανής να χάσουμε τα μονάκριβα μπαντελόνια ελείψει σοβράκων.
Αυτός είναι ο ψυχολογικός ανεμοστρόβιλος που ζώντας τον αναγκάζεις έναν τρίτο σε ρόλο παρατηρητή να λέει: “αυτός παιδάκι μου, είναι για γέλια και για κλάματα” ή “χρωστάει της Μιχαλούς”. Αρκετά όμως για εισαγωγή. Πάμε στα πεπραγμένα και το Υπέρτατο Ον, ο καλός Θεούλης ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το , ας βάλει το χεράκι του.
Ο Θόδωρας, κρατούσε το κυπελλάκι με το UHU μας (προζύμι) με έκσταση και περισσή φροντίδα, δίνοντας την εντύπωση ότι κρατάει ανεκτίμητο θησαυρό και ο Καζαμίας κρατώντας τις “αφίσες σε στυλ μη μου άπτου, καμαρωτά και υπεύθυνα ντουγκρού για την αγορά του χωριού, συνοδεία της λοιπής μπομπιροπαρέας κοινώς λεμπετσουρίας. Κάθε απογευματόβραδο, δηαδή όταν ο ήλιος ήθελε μια οργιά πριν και μια μετά, γα τη δύση του η αγορά παρουσίαζε την μεγαλύτερη κίηση. Eκεί κανόνιζαν ποιοι θα πάνε στη δούλεψη ποιου και πόσοι θα πάνε για προσωπική εργασία, προκειμένου να διαπλατύνουν ένα δρομάκι ή να στεργιώσουν κανένα ετοιμόρροπο γιοφύρι. Όλοι οι άντρες εν τω μεταξύ προσπαθούσαν να μάθουν όσο περισσότερο νέα μπορούσαν, προκειμένου να τα μεταφέρουν σε κυράδες τους, το βράδυ και να γίνει η ταξινόμηση και η αξιολόγησή τους, έως ότου πάνε γα ύπνο γύρω στις 6-7 η ώρα τον χειμώνα και 9-10 το καλοκαίρι. Και κείνα τα ρημάδια τα ραδιόφωνα περισσότερο καθαρά και δυνατά λέγανε τα τούρκικα, τα αράπικα και την του παραπετάσματος “αλήθεια” (δοξασμένες εποχές για τους κάθε λογής Γεωργαλάδες) παρά τα ελληνικά. Ήταν τα χρόνια που αν και τα νεκροταφεία παρουσίαζαν μεγάλη κίνηση, σε σημείο συνωστισμού, θέμα υπογεννητικότητας δεν υπήρχε. Μετά τη μπομπότα (α, ρε να είχα ένα κομματάκι) ήλθαν : τοσταρένιο ψωμί, ελιές, στουμπομένο κρεμμύδι, ντόπια φέττα, τέσσερα πέντε ποτηράκια κρασιού βαρελίσιου φτιαγμένου με μεράκι εικοσιτεσσάρων καρατίων, ξάπλωμα απ’ τις έξι, όχι πέντε αλλά εφτά και οκτώ παιδιά έφερνε ο πελαργός. Σήμερα , και ύστερα από πενήντα χρόνια τεχνολογικής “ανάπτυξης” τον περιμένουμε από το ίντερνετ, τρομάρα μας και γέμισε ο κόσμος ντόλιδες. Πάει πέρασε ανεπιστρεπτί το τρίξιμο του ξεχαρβαλωμένου σουμιέ του μπαμπά και της μαμάς που λίγο αργότερα έγινε ο εφιάλτης. Εποχές που σιγά-σιγά αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι θησαυρός ανεκτίμητος κρυβόταν από μέση μας και κάτω, κατά πως έλεγε χαμογελώντας πονηρά ο θείος Ξενοφώντας. Σιγά μην είχαμε παιδικά δωμάτια μετά γραφείου και βιβλιοθήκες πλήρως εξοπλισμένα με ανέπαφες εγκυκλοπαίδειες και σκονισμένη υδρόγειο σφαίρα. Με την αναχώρηση μας για το αφισσοκόλλημα και ακριβώς στο τέλος της αυλής του σπιτιού του Καζαμία δεχθήκαμε την ερώτηση της γιαγιάς…
– Τi γράφουν καλά μου παιδιά τα χαρτιά; Αφήοντας για μια στιγμή τη ρόκα προσπαθούσε με τα δυο της χέρια να πιάσει τις κόλες μας. Για να δώ, κάνατε στρογγυλά και καθαρά γράμματα;
Με μεγάλη δόση χαράς, ικανοποίησης και σιγουριάς δώσαμε εξετάσεις στη γιαγιά δείχνοντας τις “αφίσες” μας. Τις πήρε η γιαγούλα και με έναν απέραντο σεβασμό είδε το έργο μας καταθέτοντας ταυτόχρονα την απειρία της ακόμη κα στο πιάσιμο των χαρτιών.
– Ετσι μπράβο, παιδάκια μου. Μωρέ εσείς να μάθετε γρόμματα να ξεστραβωθείτε. Να μη γίνετε μωρέ σαν εμάς κούτσουρα απελέκητα να σας κοροϊδεύουν οι γραμματιζούμενοι της χώρας.
– Όση ώρα κρατούσε τις κόλλες στα αδύνατα κα γεμάτα ρυτίδες χεράκια της έδινε την εντύπωση ότι κρατούσε την εκόνα κάποιου Αγίου. Με αμέτρητη ευλάβεια και προοσχή μας έδωσε τις κόλλες και την ευχή της Ουράτν Ντιάλ (την ευχή μου παιδιά μου) να πάτε στο καλό ο Θεός μαζί σας, ενώ με μαεστρία άρπαξε την ρόκα αφήνοντας μας να συνεχίσουμε τον δρόμο προς την αγορά.
Αμ δε, σε λίγη απόσταση και έξω από την καγκελόπορτα του σπιτιού του Παταϊωάννου, μας την είχε στήσει η μαμά του Καζαμία, κυρά Σοφία και η φίλη ης μαμάς του Γιώργου, η Παναγιώταινα “κατά κόσμο”, κυρά Τασιά.
– Καλώς τους λεβέντες. Που πάτε εσείς καλά παιδιά; Τι γράφουν αυτά τα χαρτιά; Για να τα δω. Εχετε κάνει σωστά γράμματα;
– Θείτσα, την Κυριακή θα παίξουμε μπάλα με την ομάδα του χωριού Παναγιά, στ’ αλώνια. Αν έχετε όμως δουλειά δεν είναι ανάγκη να έλθετε είπε ο Μήτσος θέλοντας να προστατέψει το γόητρο των “επτά υπέροχων”, αφού έτσι και αλλοιώς θα χάναμε με μεγάλη διαφορά τερμάτων.
– Ανάθεμα μωρέ, αυτό το τρισκατάρατο τόπι τους και σούλεγα εγώ, μονολογούσε ο Τάσος, κοιτώντας στο άπειρο μπας και εντοπίσει την κακούργα την τύχη μας . Με την πρώτη φευγαλέα ματιά πούριξε η κυρά Σοφιά άρχισαν και τα “Κυρία Ελέησον” και το “Χριστέ και Απόστολε”, σαν συνοδευτικό ρεφρέν. Η επίκληση των Αγίων έδινε και έπαιρνε. Δεν μπορεί κάποια φάβα θα έχουμε κάνει και δεν το προσέξαμε. Απ’ την άλλη μεριά πάλι τι στ’ ανάθεμα και ο μπαμπάς του Καζαμία του σχολαρχείου ήτανε, πως δεν είδε το λάθος μας;
-Θείτσα, έχουμε κάνει λάθος και ποιο ειν’ αυτό, ρώτησε ο Λούκας .
-Οχι παιδιά μου. Σωστά είναι τα γράμματα και στρογγυλά, αλλά ξέρετε τι λένε; Λένε ότι πάτε να νικήσετε την Παναγιά και όπως ξέρετε δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να νικήσει την Παναγιά.
Αρχίσαμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο , αμήχανα, μέχρι που πήρε τον λόγο ο πρεσβύτερος Καζαμίας.
– Γατί το λές αυτό μαμά. Ξέχασες ότι εμείς νικήσαμε την Αγία Τριάδα, τον Άγιο Γιώργιο και τον Άγιο Δημήτριο; Γιατί να μην νικήσουμε και την Παναγιά; Ξέρεις ότι ο παππούλης μας , μας λέει άντρες και η κυρά Ασπα με τον κυρ Λάμπρο, λεβέντες μας ανεβάζουν, λεβέντες μας κατεβάζουν. Ξέρεις ότι το χαρτί το διάβασε και η γιαγιά μου; Ξέρεις ότι το διάβασε και ο θείος Ξενοφώντας και ο μπαμπάς; επέμενε ο Καζαμίας , υπενθυμίζοντας σαν ενισχυτικό της σιγουριάς του, οτι είναι πέρα για πέρα σωστά γραμμένο, αφού και αυτός δεν ήταν πρώτη μικρή, ούτε πρώτη μεγάλη , αλλά γκοτζάμ απόφοιτος της δευτέρας που όπως και να το κάνουμε ξέρει, έστω και μετ’ εμποδίων γραφή και ανάγνωση, περισσότερη από τους άλλους της μπομπιροπαρέας που λίγοι ήσαν στην πρώτη μικρή και οι περισσότεροι στην πρώτη μεγάλη.
-Καλά μου παιδιά , αφού η γιαγιά δεν ξέρει ελληνικά, πως μπορεί να διαβάζει; Απλά είδε τα γράμματα αν είναι καθαρά και στρόγγυλα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω, πως δεν τα διόρθωσε ο κύρης μου και ο Ξενοφώντας, ολοκλήρωσε η μαμά του Καζαμία , ενώ κοιτούσε την φιλενάδα της κυρά Τασία με πολλά ερωτηματικά στην έκφρασή της.
– Νάνι το μπένετ (τώρα τι γίνεται) ακούστηκε ο Λουκάς. Θα τα κολλήσουμε τα χαρτιά ή θα τα παρατήσουμε;
– Πηγαίνετε παιδιά μου, να τα κολλήσετε, αλλά προσοχή μη σας δει ο παπάς, είπε η κυρά Σοφιά. Ίσως θυμώσει λίγο. Εντάξει; Σας το λέω να το ξέρετε.
-Αλλο τούτο πάλι. Τι του κάναμε ρε σεις του παπά; Στο κατηχητικό πάμε, στην εκκλησία μας πάμε. Μέχρι και νερό με τις βαρέλες του πάμε τον χειμώνα όταν παγώνουν τα νερά. Τι του κάναμε και δεν πρέπει να μας δει, είπε ο Τάσος, βρίσκοντας σύμφωνη την μπομπιρoπαρέα.
– Βέμι ε δε ο σιομ (πάμε και βλέπουμε) ακούστηκε ο Καζαμίας.
Οι αφίσες κολλήθηκαν με μεράκι στο περίπτερο και στα τρία καφενεία. Οι μεγάλοι, ο ένας μετά τον άλλο, τις διάβαζαν με προσοχή (όσοι ήξεραν ανάγνωση) αφήνοντας ένα πονηρό χαμόγελο μετά την ενημέρωσή τους. Στο ύψωμα και δίπλα από το μονοπάτι που οδηγούσε στον πάνω μαχαλά, κάτω από την ακακία, περιμέναμε να έλθει η σειρά της ανάγνωσης από τον παπά, προκεμένου να δούμε τις αντιδράσεις του, κατά πως μας είχε πει η μαμά του Καζαμία. Κοντεύαμε να φυτρώσουμε κάτω από την ακακία περιμένοντας πότε θα τελειώσει την ξερή του με τον γραφιά του χωριού.
Επιτέλους, εδέησε να τελειώσει την κολτσίνα του και βλέποντας τους μεγάλους να διαβάζουν τις αφίσες μας, πήγε και αυτός κατά τζαμαρία μεριά, να ενημερωθεί. Μόλις τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το χέρι του και αφού το ελευθέρωσε, με την βοήθεια του δικού του Θεού από την μανίκα του ράσου, ξεκόλλησε την αφίσα σκίζοντάς την χριστιανικά, μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των μεγάλων, οι οποίοι σιγά σιγά άρχισαν να τον περιστοιχίζουν. Από τις κινήσεις οι μεγάλοι έδειχναν να μη συμφωνούσαν με την ενέργειά του, (μάλλον θα είχε χάσει στα χαρτιά).
Αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις, κατευθύνθηκε ντουγκρού στα άλλα δυο καφενεία, συναντώντας την αντίδραση του καφενείου που σύχναζαν οι φτωχοί και αξύριστοι. Αργότερα μάθαμε ότι τους λέγανε Κομμουνιστές. Παρ’ όλη την διαμαρτυρία του καφετζή, ξέσκισε και
αυτή την αφίσα. Ό,τι κατάφερε στα καφενεία δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει στο περίπτερο του υπερήφανου Βασίλη. Υστερα από έναν έντονο διαξιφισμό, ανάγκασε τον Βασίλη να βγει από την μικρή πορτούλα του περιπτέρου και βλέποντάς τον να σηκώνει απειλητικά την πατερίτσα, εγκατέλειψε το θεάρεστο έργο του.
– Μη τα βάζεις με τον περιπτερά, παπά, γιατί θα μείνεις χωρίς τσιγάρα, του είπε ο τσιοπάνης του χωριού. Ανάγκες και θεοί πείθονται.
Τρεις αφίσες έσκισε, τρεις καρδιακές αρτηρίες ξερίζωσε από εμάς. Βλέποντάς τον, δίναμε την εντύπωση της σπουργιτίνας την στιγμή που της παίρνεις από τη φωλιά τα σπουργιτάκια ή της κλώσας που της παίρνεις τα κλωσόπουλα.
Εν τω μεταξύ, οι μεγάλοι , με πρώτους τους γονείς μας, άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα και απειλήθηκε χειροδικία. Μαζεύτηκαν πάνω από τριάντα μεγάλοι, γύρω από τον παπά, ανάμεσά τους ο δάσκαλος, ο κυρ Λάμπρος και η αρχόντισσα της αγοράς, λυγερή κυρά Άσπα.
Όση ώρα ο παπάς αντιδικούσε με τους μεγάλους, ο περιπεράς έγραφε με ταχύτητα πολυγράφου, σε χαρτάκια ό,τι και μεις στις αφίσες. Άνοιγε το παραθυράκι του περιπτέρου και άφηνε τα χαρτιά στην πλήρη δικαιοδοσία του ανέμου. Ταυτόχρονα, τον μιμήθηκε και ο μπακάλης, που άρχισε να γράφει στα χαρτιά που σημείωνε τα βερεσέδια.
Ήλθε και σε λίγη ώρα γέμισε η πλατεία με τον παπά να έχει σηκώσει τα ράσα του και να προσπαθεί εναγώνια να μαζεύει το ένα μετά το άλλο χαρτί.
Βλέποντας ότι ένα μαζεύει και δέκα παρουσιάζονται, εγκατέλειψε την άχαρη προσπάθειά του. Στάθηκε ολόρθος στη μέση της πλατείας και με όσο πιο δυνατή φωνή διέθετε, άρχισε:
– Νούκου μπισόνι περιντί (δεν φοβάστε την Παναγία); Αφήνετε τα παιδιά να γράφουν εναντίον της Παναγίας; Θα ρίξει φωτιά ο Θεός να σας κάψει. Τι δρόμο θα πάρουν αυτά τα παιδιά στη ζωή τους; Τα σπρώχνετε στον σατανά. Στο πυρ το εξώτερο…