Καλέ Γιώργη, ποιος απόθανε;

By: Τυρίκος Εργάς
Year of Publication: 2008
Κάποτε στην αυλή μας ήρθε και διακόνεψε ένας αγιονορείτης μοναχός. Όταν έφαγε το φαΐ που τον φιλέψαμε και ξεκουράστηκε λίγο, μας ρώτησε τι δώρα θέλουμε να μας δώσει. Η γιαγιά μου, είπε πως δεν ξέρει τι θέλει και τότε ο μοναχός της ευχήθηκε κάθε γενιά του σπιτιού μας να δίνει ένα αρσενικό παιδί στο Θεό, να γίνεται μοναχός ή παπάς ή ψάλτης.,, To κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Κόσμος, στις 4 Ιανουαρίου 2008, στη στήλη Γράμματα Αναγνωστών.

Η θεία μου, μια γεροντοκόρη αντρογυναίκα, ήξερε τι ήθελε και ευθύς ζήτησε από το μοναχό να της δώσει το δώρο, που επιτρέπει στους ανθρώπους να μπορούν να προβλέψουν τη μέρα που θα πεθάνουν. Ο μοναχός της είπε πως το δώρο αυτό που ζήτησε, θα το έχει.

Αυτή η θεία μου με μεγάλωσε. Έμενα στο σπίτι της καθώς η φαμελιά μου ήταν μεγάλη και δεν είχε χώρο να κοιμάμαι στο δικό μας. Εκείνη με πρόσεχε και άκληρη όπως ήταν, με κακομάθαινε και καμπόσο. Μια φορά μόνο με έχει δείρει. Και να γιατί. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και η θεία μου είχε ετοιμάσει το Τραπέζι των Πεθαμένων. Στην καλή τραπεζαρία είχε στρώσει λευκό τραπεζομάντιλο και πάνω του είχε βρασμένο στάρι και καράφα φρέσκο νερό από το πηγάδι. Καρέκλες, πιάτα και ποτήρια όσα ήταν οι πεθαμένοι του σπιτιού, γιαγιάδες και παππούδες, μάνες και αδελφές, όλος ο κόσμος που είχε φύγει για πάντα. Το βράδυ θα έμπαιναν ένας-ένας από την πόρτα που άφηνε μισάνοιχτη και θα έτρωγαν. Όταν τελείωναν το φαγητό τους, οι πεθαμένοι θα νίβονταν μέσα σε μια χάλκινη λεκάνη που τους είχε ετοιμάσει πάνω στο κομοδίνο, νερό με ροδόσταμο, σαπούνι και καθαρές πετσέτες. Πριν σβήσει τα φώτα, η θεία μου θυμιάζοντας κατά την Ανατολή, έλεγε πολλά ονόματά και τους καλούσε. Το ξύλο το έφαγα όταν με είδε να κλέβω το στάρι που ήταν για τους πεθαμένους. Τάχα σηκώθηκα για την ανάγκη μου, μα εγώ ήθελα να δοκιμάσω. «Χριστούγεννα και έχεις φάει πόσους κουραμπιέδες, μου είπε στο σκοτάδι κρατώντας με δύναμη τα χέρια μου, τώρα κλέβεις και το μόνο φαΐ που μπορούνε να φάνε οι παππούδες σου, δεν ντρέπεσαι; Τι ζήλεψες από το βραστό στάρι; Μόνο για τους πεθαμένους έχει νοστιμάδα. Μην ξαναπλώσεις τα κουλά σου.» Έτσι όπως ψιθύριζε, ήταν σαν να με κυνηγούσαν ήδη αυτοί που τους έφαγα το φαΐ. Αμέσως μετά έφαγα την σφαλιάρα και από τη ζαλάδα με πήρε ο ύπνος.

Η θεία μου γέρασε και εγώ μεγάλωσα και δεν κοιμόμουν πια μαζί της. Από την οικογένεια της γιαγιάς μου, ο αδερφός της έγινε καντηλανάφτης και όλοι έλεγαν πως είναι εξαιτίας της ευχής του αγιονορείτη. Όταν χτυπούσε κάποια καμπάνα του νησιού νεκρά, η γριά θεία μου πάντα έπαιρνε τηλέφωνο για να ρωτήσει τον καντηλανάφτη μας, ποιος ήταν που πέθανε και γιατί. Όταν εκείνος δεν ήταν σπίτι, έπρεπε υποχρεωτικά εγώ να ξέρω. «Καλέ Γιώργη, ποιος απόθανε;» «Καλέ θεία που θέλεις να ξέρω εγώ;».  «Ντροπή να μη ξέρεις, ολόκληρο καντηλανάφτη έχετε στο σπίτι. Αλλά έτσι είναι οι καιροί μας», και συνέχιζε: «Όταν εγώ ήμουν νέα, είχαμε πολλά διαφορετικά χτυπήματα στην καμπάνα. Άλλο χτύπημα για το γέρο που πέθανε, άλλο για το νέο, άλλο για τα παιδιά. Και στους γάμους το ίδιο. Αλλιώς χτυπούσανε την καμπάνα όταν ήταν να παντρευτεί νέα κοπέλα και αλλιώς όταν ήταν να παντρευτεί μεγάλη, αλλιώς άσχημη και αλλιώς ωραία. Στην ενορία του Αγίου Στεφάνου, είχαν βρει χτύπο καμπάνας, που έλεγε πως παντρεύεται κάποια που είναι έγκυος, ου ρεζιλίκια. Έτσι ο κόσμος ήξερε τι γινόταν, δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε.»  «Ό,τι πεις θεία, πάντως σήμερα δεν ξέρω ποιος πέθανε εντάξει;». «Καλά, πες του θείου άμα μάθει να με πάρει να μου πει.»

Μια παραμονή Χριστουγέννων πάλι, με πήρε τηλέφωνο. «Καλέ Γιώργη, ποιος απόθανε;». «Που θέλεις να ξέρω ρε θεία;». «Ακούω να χτυπάνε νεκρά και ρωτώ σε», είπε πιο σιγά καταλαβαίνοντας πως θα την κατσάδιαζα. «Ποια ενορία χτυπάει την καμπάνα της;», ρώτησα εγώ κάπως μαλακωμένος». « Δεν ξέρω, μου απάντησε».  «Μισό λεπτό να δω, θεία». Βγήκα στην αυλή και έστησα αυτί για να δω από ποια ενορία ακούγονται νεκρά. Καμιά καμπάνα δεν χτυπούσε. Περίμενα πολύ ώρα, μα ησυχία. Η θεία πρέπει να παράκουσε. Την πήρα πίσω τηλέφωνο. «Θεία, που τα άκουσες τα νεκρά; Δεν χτυπάει καμιά καμπάνα». «Πως δεν χτυπάει καμπάνα, δεν γελιέμαι, να, τώρα την ακούω ξεκάθαρα». Ξεκόλλησα το αυτί μου από το ακουστικό, μα δεν άκουγα τίποτα. «Θεία λάθος κάνεις». «Δεν κάνω λάθος», είπε ψιθυριστά σαν εκείνη την νύχτα που είχα κλέψει το στάρι. «Δεν κάνω λάθος, μόνο τώρα κατάλαβα τι είναι αυτή η καμπάνα. Άντε γιε μου, γεια σου».

Το άλλο πρωί, Χριστούγεννα, βρήκαν τη θεία μου πεθαμένη. Σε όποιον έχω πει την ιστορία, έχει καταλάβει πως το δώρο του αγιονορείτη είχε έρθει με αυτήν τη μορφή, της καμπάνας που έλεγε στη θεία μου και μόνο σε αυτήν, για σένα χτυπώ τα νεκρά, αύριο πεθαίνεις. Είναι το πιο παράξενο πράγμα που μου έχει συμβεί και το θυμάμαι κάθε τέτοιες μέρες.

 

  • Published: O Kosmos Newspaper 04/01/2008 | Φωτογραφία από Greg Montani από το Pixabay
  • Ο Γιώργος Τυρίκος – Εργάς γεννήθηκε το 1982. Είναι απόφοιτος του τμήματος Κλασσικών Σπουδών και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Κατά τη διάρκεια του πρώτου του πτυχίου ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου σπούδασε αιγυπτιακά ιερογλυφικά του Μέσου Βασιλείου στο Πανεπιστήμιο Notre Dame. Συνέχισε τις σπουδές του στη Σορβόννη όπου και αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας του Paris I με ειδίκευση στην Ασσυριολογία. Ένα χρόνο αργότερα έγινε κάτοχος DEA του τμήματος συγκριτικής λογοτεχνίας του Paris III. Είναι επίσης υποψήφιος διδάκτορας λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συνεργάτης της εφημερίδας “Εμπρός”, από την στήλη “Λαξευτής”, δημοσιεύει δοκίμιο και διήγημα. Το βιβλίο του “Αυλητής και Παππουλάνθρωπος”, (με τον Κ. Ζαφειρίου, εκδ. Αιολίδα) συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο White Ravens της Διεθνούς Νεανικής Βιβλιοθήκης του Μονάχου, ανάμεσα στα 250 σπουδαιότερα έργα παιδικής λογοτεχνίας παγκοσμίως για το 2011.

Share this

error: Content is protected!