Το Delicatessen

By: Babis Rakis
Μόνος στο σπίτι. Μόνος στο μαγαζί ο Βασίλης ο βαρκάρης νοσταλγούσε τις ξένοιαστες μέρες στην Κω, και εκείνη την όμορφη γαληνεμένη, τα καλοκαίρια, θάλασσα που ξανοίγονταν με τον πατέρα με την βάρκα για ψάρεμα. Όμως όλα αυτά φύγανε. Τώρα δεν είχε τίποτε άλλο να αγαπήσει εκτός από ένα...
Φώτο: pixabay.com

Το αγαπούσε πολύ αυτό το μαγαζί, το Delicatessen στο Marrickville ο Βασίλης Βαρκάρης. Αυτό ήταν το επίθετο του. Βαρκάρης ήταν στο νησί την Κω και ο πατέρας του ο Μήτσος. Όλοι έτσι τον φώναζαν και του έμεινε. Ο Μήτσος ο Βαρκάρης. Το επίθετο το κληρονόμησε και ο γιός του ο Βασίλης μαζί με την βάρκα σαν πέθανε ο γέρος, μεσοπέλαγα, έτσι ξαφνικά κάποιο πρωινό στο ψάρεμα. Δίπλα του, ήταν και ο γιός του ο Βασίλης παλληκάρι τότε μόλις τέλειωσε τον στρατό. Γύρισε πίσω χωρίς ψαριά, κουβαλώντας στην γέρικη βάρκα, μόνο το άψυχο κορμί του πατέρα του.

Δοκίμασε να τα βγάλει πέρα με την βάρκα του πατέρα του. Μα δεν έβγαινε το μεροκάματο. Οι καιροί άλλαξαν. Είχαν βγει από χρόνια τώρα τα μεγάλα ψαροκάικα. Εξάλλου και η βάρκα είχε παλιώσει, έμπαζε και νερά.

Ήταν η εποχή που όλοι οι νέοι στον καφενέ μιλούσαν για Αυστραλία. Όχι μόνο μιλούσαν αλλά και φεύγανε. Έτσι έφυγε και εκείνος για τον Πειραιά να πάρει το μεγάλο πλοίο για το Σύδνεϋ.

Δούλεψε πολλές δουλειές μέχρι που του προξενέψαν την Ανθή, μεγαλοκοπέλα, που ο πατέρας της είχε μπακάλικο στο Marrickville. Αμέσως μετά τον γάμο o Βασίλης έπιασε δουλειά εκεί.

Γωνιακό το μαγαζί. Είχε δυο εισόδους από δύο δρόμους. Πάνω ήταν το σπίτι με τα δυο υπνοδωμάτια. Στο ένα έμενε αυτός και η Ανθή. Στο άλλο τα πεθερικά του.

Πολλή δουλειά στο μαγαζί. Από το πρωί ήταν στο πόδι όλοι τους. Ο ίδιος η γυναίκα του η Ανθή και τα πεθερικά του.

Τα βράδια παρά την μεγάλη κούραση, όταν έκλειναν από μέσα τις δυο μεγάλες πόρτες και ανέβαιναν πάνω στην κάμαρη, και πέφταν στο κρεββάτι, η Ανθή ακουμπούσε όλο της το κορμί πάνω του και του έλεγε:

-Να δοκιμάσουμε ξανά και απόψε Βασίλη για να πιάσουμε παιδί. Το θέλουν πολύ η μάνα και ο πατέρας μου. Έλα Βασίλη σε παρακαλώ.

Παλληκάρι ο Βασίλης παρά την μεγάλη κούραση δοκίμαζε ξανά και ξανά. Μα οι μήνες περνούσαν και η Ανθή δεν έπιανε παιδί.

Κάποτε σαν πέρασαν δυο χρόνια αποφάσισαν να πάνε σε γιατρό. Τότε μάθανε τα κακά μαντάτα.

Η γυναίκα του δεν μπορούσε να πιάσει παιδί. Η μήτρα της μικρή. Στείρα.

Η Ανθή έπεσε σε μαρασμό. Τα πεθερικά έχασαν το κέφι τους για ζωή. Δεν κατέβαιναν πολύ πρωί στο μαγαζί σχεδόν μετά το μεσημέρι και μόνο για μερικές ώρες. Το ίδιο και η Ανθή. Έμενε στην κάμαρή της και έκλαιγε.

-Γιατί να με αδικήσει η μοίρα γιατί, μονολογούσε μέσα στα αναφιλητά της.

Όλη η δουλειά έπεσε στον Βασίλη. Παλληκάρι ήταν και άντεχε. Εφτά μέρες την εβδομάδα από τις 6 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ.

Δυο εισόδους είχε το μαγαζί.

Τα βράδια ανέβαινε τις ξύλινες σκάλες σέρνοντας τα βήματά του από την κούραση, πάνω στην κάμαρη να κοιμηθεί, αφού προηγούμενα έκλεινε από μέσα τις δυο μεγάλες πόρτες.

Η Ανθή ξάγρυπνη  συνέχιζε να μένει καθιστή στο κρεββάτι και να κλαίει.

Από εκείνη την μέρα που της είπε ο γιατρός τα κακά μαντάτα η Ανθή δεν ακούμπησε το κορμί της πάνω στον άνδρα της, μα ούτε καν άπλωνε το χέρι της, όπως πριν, να του χαϊδέψει τα σγουρά μαύρα μαλλιά του.

Σπάνια του μιλούσε. Το ίδιο και αυτός. Εξάλλου τι να πούνε;

Μόνος στο σπίτι. Μόνος στο μαγαζί ο Βασίλης ο βαρκάρης νοσταλγούσε τις ξένοιαστες μέρες στην Κω, και εκείνη την όμορφη γαληνεμένη, τα καλοκαίρια, θάλασσα που ξανοίγονταν με τον πατέρα με την βάρκα για ψάρεμα.

Όμως όλα αυτά φύγανε. Τώρα δεν είχε τίποτε άλλο να αγαπήσει εκτός από ένα.

Ναι το μαγαζί, το μπακάλικο το Delicatessen. Αυτό του έδινε χαρά, σκοπό στην ζωή.

Χαμογέλασε πριν τον πάρει ο ύπνος. Επιτέλους είχε κάτι να αγαπήσει. Δεν ήταν πιά μόνος. Είχε το μαγαζί.

 

Share this

error: Content is protected!