*-*-*-*-*-
Γιώργο, έχω αναμνήσεις από τον τοπικό δικό μου Σύλλογο που ήταν από τους πρώτους πριν ακόμα έρθεις στο Σύδνευ εσύ. Όταν ήρθαμε εμείς δεν υπήρχε η ποικιλία που δημιουργήθηκε αργότερα. Υπήρχαν περισσότερο σαν πατριές οι Κυθήριοι, οι Καστελορίζιοι και οι Ακρατινοί. Οι Καστελορίζιοι είχα μια λέσχη στο Οξφορντ Στρήτ, μάλλον σε στυλ Καφενείο, Οι Ακρατινοί δεν νομίζω πως είχαν τότε δική τους λέσχη, είχαν όμως τον Σύλλογο Χελμός που είχε δράση και έκανε διάφορες εκδηλώσεις. Με αυτούς έκανα την πρώτη μου επαφή κι εγώ με την κοινωνική ζωή, σ΄ ένα χορό στο Πάλλας Ηοτέλ, το σημαντικότερο τότε, κάπου εκεί που είναι τώρα το Χίλτον στο Πιτ στρήτ. Οι Κυθήριοι που εδώ έμαθα πως λέγονται και Τσιριγώτες, δεν ξέρω αν είχαν από τότε το κτίριο κοντά στο κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Υπήρχε βέβαια και η Κοινότητα και η ΑΧΕΠΑ, που δεν είχαν τοπικιστικό χαρακτήρα κι είπα θα γραφτώ σ΄ αυτά. Υπήρχε και ένας καλλιτεχνικός Σύλλογος το Ολύμπικ με νέα αυστραλογεννημένα παιδιά. Απο τους νεοφερμένους είχαν προηγηθεί οι Αιγυπτιώτες που οι περισσότεροι είχαν έρθει από το 50-52. Και κάποιοι άλλοι στα σπάργανα οι περισσότεροι. Εμείς νεοφερμένοι κι απροσάρμοστοι – αρχές δεκαετίας 60 – σμίγαμε να μοιράσουμε τη νοσταλγία και πληροφορίες. Δεν γνώριζα πολλούς από τους συντοπίτες μου. Μου λέει μια φόρα ο Αντρέας Αλεξόπουλος, συμμαθητής στο Γυμνάσιο, οργανώνουμε συνάντηση να φιάσουμε Σύλλογο και πρέπει να έρθεις.
Έγινε η συνάντηση ακολουθήσαν κι άλλες και τον στήσαμε το Σύνδεσμο. Ο Αντρέας εχει φύγει από κοντά μας όπως κι άλλοι, όπως ο Κώστας Σαφαρής από τους πρωτοπόρους που έφυγε τώρα τελευταία. Εφυγαν και ο Αντρέας Τεφάνης κι ο Γιώργος ο Οικονομόπουλος, κι ο Γιώργος ο Βρυνιώτης, κι ο Κώστας ο Κότσιφας. Λίγοι έχουμε μείνει από τους πρωτοπόρους Κώστας Σαχλάς, Αναγνωστόπουλοι, Νικολόπουλοι, Παναγιώτης Χρονόπουλος, Διονυσόπουλος, Χρήστος Τόγιας, Σπύρος Καρατάσος καί άλλοι που έχουμε πλέον χαθεί. Ελπίζω να μην ξέχασα κανένα από τους πρωτοπόρους γιατί πέρασαν πολλοί και έβαλε καθένας το πετραδάκι του, τη δική του προσφορά.
Μας παίρνει το ρεύμα της ζωής, παιδιά, εγγόνια νέες συγγένειες και πάμε… Όμως θυμάμαι τις χαρές και τον ενθουσιασμό! Και δεν είχαμε παρά το μεροκάματο. Και κάναμε τα Συμβούλια στα σπίτια μας, και στολίζαμε την αίθουσα μόνοι μας, τραπέζια, μικρόφωνα. Τα θυμάσαι τα χάρτινα τραπεζομάντηλα με το μέανδρο;
Και καθορίζαμε καθήκοντα, ποιος θα πάει στη μαρκέτα, κιβώτια τα μαρούλια, ντομάτες, αγγουρια, ποιος στο χασάπη, ποιος τις μπύρες, τα αναψυκτικά, ποιος στην πόρτα, ποιος το ταμείο, όλα μόνοι μας. Κι ούτε αυτοκίνητο είχαμε, ούτε ευχέρια χρήματος. “για την Ελλάδα, ρε γαμώτο” που είπε η Πατσαλίδου για το χρυσό μετάλλιο. Γνώρισα τους πιο πολλούς από το Νομό μας και χάρηκα τη συντροφιά και τη συνεργασία.
Ε, καλά, είχαμε και τις αναποδιές, κάποιους τζαναμπέτες, τους έχεις υπόψη σου; Αυτούς που λένε “τους τα είπα” και δεν ξέρουνε ούτε τι είπαν. Και τους άλλους, “όταν ήμουνα εγώ…” Είχαμε και έναν που ούτε ήξερε τι γίνεται, ούτε στα συμβούλια ερχόταν ποτέ, αλλά όταν είχαμε χορό ήταν πάντα στην πόρτα και…. υποδεχόταν. Όμως πόση ψυχαγωγία, πόση επαφή μεταξύ συμπατριωτών έχουν προσφέρει στην παροικία οι Σύλλογοι. Και πόση ικανοποίηση νιώθουν όσοι έχουν συμπράξει και προσφέρει στ ους Συλλόγους.
Και πόσοι όμορφοι δεσμοί έχουν δημιουργηθεί, είτε σαν φιλίες, είτε από συγγένειες που δημιουργήθηκαν στην ατμόσφαιρα του Συλλόγου, της Αδελφότητας, του Συνδέσμου, όπως κι αν λέγεται. Είναι μια κοινωνία και όταν πας με καλή διάθεση, σίγουρα θα χαρείς την επαφή με το συνάνθρωπο και φτάνεις κάποια μέρα να νιώθεις γνωστός, φίλος, συντοπίτης.
Τώρα στο περιθώριο έχεις τις αναμνήσεις εκείνου του καιρού και αισθάνεσαι ότι κάπου ανήκεις κι ας μήν πηγαίνεις στους χορούς. Και κατευοδώνεις αυτούς που φεύγουν κι αισθάνεσαι πως χάνεις δικό σου άνθρωπο. Έφυγε ο Κώστας ο Σαφαρής και θυμάσαι πως δούλεψες μαζί του. Ακόμα κι ο Βαγγέλης ο Πανταζόπουλος που έφυγε, κι ας μήν συνεργάστηκα μαζί του ήτανε γραμματέας για χρόνια, ήτανε απο τους δικούς μας. Κι εκείνο που μας δίνουν οι τοπικές οργανώσεις μας δένουν κάπως με στις ρίζες μας, μας φέρνουν στον τόπο που γεννηθήκαμε.
*-*-*-*-*-
ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ
Έφυγαν αργοναύτες κάποια μέρα,
ταξιδευτές στο χρόνο και στο χώρο,
σ΄ωκεανούς, στην ιστορία, στην ελπίδα.
Έφυγαν, μ΄ένα δισάκι όνειρα,
μ΄ένα δισάκι θάρρος.
Κι εκεί, μακριά απ΄την Ιθάκη “εις την ξένην”
με την καρδιά ζεστή, με την ελπίδα,
με χέρια ροζιασμένα, κουρασμένα
εχτίσανε κι εστήσαν τραγουδώντας
μνημεία και ξωκλήσια στην Ιδέα.
Τον πόνο τους τον έπλεξαν δαντέλες
τη νοσταλγία τους την έδεσαν κορδέλες.