H παλιά ζακέτα

By: Gregory Chronopoulos
Θυμάται, ήταν μια όμορφη εικόνα, σχετική και παρόμοια μ΄αυτή που ζούσε τώρα. Ο ποιητής έκανε μια ωραία περιγραφή της βροχής, που την έβλεπε να κατεβαίνει σκαλί σκαλί στα φύλλα του δέντρου σαν κυρά και να σιγοτραγουδάει. Και τελείωνε με μια πιο όμορφη εικόνα, τη μητέρα στο παράθυρο να αφήνει εργόχειρο και να σταθεί για λίγο, ν΄ακούσει το τραγούδι της βροχής. Είδε τη μητέρα της σ΄αυτή την εικόνα, την ένιωσε κοντά της κι η ψυχή πλημμύρισε αγαλλίαση. Και ταξίδεψε στο χτες.
Photo: pexels.com

Έβρεχε από το πρωί. Μια μέρα από εκείνες τις μελαγχολικές μέρες που σού δίνουν την αίσθηση της γαλήνης, της απομόνωσης, της αυτοσυγκέντρωσης. Η κυρία Ευτέρπη καθόταν δίπλα στο παράθυρο κι έβλεπε τη βροχή σαν ευλογία. Έπλεκε κάτι μωρουδίστικα  καλτσάκια για το τελευταίο εγγονάκι της. Τα ήθελε από τα χέρια της, τα ένιωθε σαν να χάιδευε εκείνα τα τριανταφυλλένια ποδαράκια. Είχε μείνει μόνη από τότε που έφυγε και ο σύντροφός της για το μεγάλο ταξίδι το αγύριστο. Είχε παντρέψει και τα δύο της παιδιά και …..παντρέψει;, είχαν παντρευτεί. Ούτε τη ρώτησαν, ούτε της έπεφτε λόγος. Αλλοι καιροί, άλλος κόσμος. Εκείνη την πάντρεψαν. Θυμάται τη μητέρα της που της είπε. « Η επιλογή του πατέρα σου είναι καλή. Ο πατέρας σου βλέπει το αύριο, είναι καλό παιδί ο Χρήστος και το μέλλον φαίνεται θετικό ». Δεν έχει παράπονο από τη ζωή της, έφαγε γλυκό ψωμί, που λένε και δεν δυσανασχετεί για το σήμερα. Το βλέπει σαν ένα ακόμα κεφάλαιο στο βιβλίο της ζωής. Κι η βροχή να συνεχίζει να τραγουδάει στο τζάμι, η Ευτέρπη να βλέπει σαν χάδι το μαλλί για κείνα τα ποδαράκια κι η μάνα, η θύμηση της μάνας, να της κρατάει συντροφιά. Θυμήθηκε ένα ποίημα που είχε διαβάσει κάποτε, κάπου, ούτε θυμάται λεπτομέρειες και ποιητή. Θυμάται, ήταν μια όμορφη εικόνα, σχετική και παρόμοια μ΄αυτή που ζούσε τώρα. Ο ποιητής έκανε μια ωραία περιγραφή της βροχής, που την έβλεπε να κατεβαίνει σκαλί σκαλί στα φύλλα του δέντρου σαν κυρά και να σιγοτραγουδάει. Και τελείωνε με μια πιο όμορφη εικόνα, τη μητέρα στο παράθυρο να αφήνει εργόχειρο και να σταθεί για λίγο, ν΄ακούσει το τραγούδι της βροχής. Είδε τη μητέρα της σ΄αυτή την εικόνα, την ένιωσε κοντά της κι η ψυχή πλημμύρισε αγαλλίαση. Και ταξίδεψε στο χτες. Την είδε να την χτενίζει και να της δένει κορδέλες στα μαλλιά, την είδε με το γέλιο της, την είδε με την ποδιά της κουζίνας, με την έγνοια της και τη φροντίδα της. Την είδε με το καλό της φόρεμα να πηγαίνει στην εκκλησία, την είδε στον κήπο, την είδε να καθαρίζει φασολάκια, την είδε με τα μάτια φωτεινά στο καλωσόρισμα, με την σκέψη να της αυλακώνει το μέτωπο, την είδε να πλέκει δίπλα στο παράθυρο, μια εικόνα παράλληλη μ΄αυτήν  που ζούσε τώρα. Την ένιωσε τόσο κοντά της. Θυμήθηκε τις συμβουλές της, τη στοργή της, την υψωμένη της φωνή για τις παρεκτροπές της και τη συγχώρεση της τη ολόκαρδη, τη συμπαράστασή της σε κάθε δυσκολία της. Θυμήθηκε  περισσότερο και πάνω απ΄όλα τη ζακέτα που της είχε πλέξει, τότε σαν ήτανε να φύγει για την ξενητειά. «Είναι η αγάπη μου να σε ζεσταίνει» της είχε πει. Την είχε ακόμα εκείνη τη ζακέτα, ήταν η αγαπημένη της. Είχε ρούχα πολλά, χάρηκε και ρούχα και σπίτι κι όλα τα καλά, μα αυτή η ζακέτα ήταν κάτι σεβαστό κι αγαπημένο. Πάλιωσε με τα χρόνια αλλά την είχε σκέπη και παρηγοριά. Την έριχνε πανω της σαν ήταν πικραμένη, την ένιωθε σαν αγκαλιά της μάνας της. Ένιωσε τα ματια της υγρά. Σηκώθηκε και άναψε το καντήλι για τη μητέρα, έτσι σαν χάδι, σαν χαιρετισμό. Ύστερα πήγε στη ντουλάπα και πήρε την παλιά αγαπημένη ζακέτα και τη φόρεσε. Ένιωσε μια χαρούμενη διάθεση, τόσο εσωτερική, τοσο στοργική, σαν παρουσία. Σταύρωσε τα χέρια της κι αγκάλιασε τα μανίκια, τα χάιψε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Αχ, βρε μητέρα, πόσα σου χρωστάω…. Και δεν είναι οι πόνοι της γέννας μόνο, ούτε το γάλα που με έθρεψες. Είναι και τα πρώτα βήματα που μου έμαθες και πώς να περπατάω και να στέκω στη ζωή, πώς να κρατάω το κεφάλι μου ψηλά, πώς να βλέπω τον κόσμο με καλή διάθεση και με καθαρή συνείδηση. Πόσα σου χρωστάω, μάνα αγαπημένη. Μάνα, Αγάπη ατέρμονη και ακατάλυτη!

 

 

 

Share this

error: Content is protected!