Λίτσα Διακοβασίλη: Ο κόσμος εδώ ήθελε να τακτοποιηθεί… …εμένα η σκέψη μου ήταν σε πράγματα που τα θεωρούσαν μηδαμινά. Κι όμως δε γύρισα.

Yiannis Dramitinos

Τον θυμάμαι (δεν έχω δικαίωμα να εκφέρω αυτό το ιερό ρήμα μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο είχε δικαίωμα, κι αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει) να κρατά στο χέρι ένα σκουρόχρωμο λουλούδι ρολογιάς, βλέποντάς το όπως δεν το ‘χει δει κανείς, κι ας το κοίταζε μια ολόκληρη ζωή, από το λυκαυγές ώς το λυκόφως.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ΦΟΥΝΕΣ, Ο ΜΝΗΜΩΝ | Μυθοπλασίες, Τεχνάσματα, 1944, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης

Δεν είναι η πρώτη φορά που «ο Κόσμος» καταγράφει την κοινωνική ιστορία της ομογένειας στην Νέα Νότια Ουαλία, μέσα από την αφήγηση μιας προσωπικής ιστορίας.

Στην σημερινή έκδοση, η Λίτσα Διακοβασίλη διηγείται τη ζωή της. Κάθε τέτοιο εγχείρημα είναι μια προσπάθεια να μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία και την ιστορία των οργανώσεων ή των θεσμών μέσα από τους οποίους οι ελληνικής καταγωγής μετανάστες συμμετείχαν στη ζωή της κοινότητας τους.

Η Λίτσα Διακοβασίλη συνδέεται με την οργανωμένη παροικία για περισσότερα από τριάντα χρόνια μέσω της δραστηριότητας της στην ΑΧΕΠΑ και το ομογενειακό ραδιόφωνο. Είναι, επίσης, μέλος της ΕΕΛΚΑ.

Την φωτογράφισα πέρυσι στο σπίτι της. Τρία πορτραίτα από αυτό το πρότζεκτ θα παρουσιαστούν στην φωτογραφική έκθεση «Η Μεγάλη Ιδέα», που ήταν προγραμματισμένο να φιλοξενηθεί φέτος στην Πινακοθήκη του Πανεπιστημίου Macquarie, αλλά λόγω κόβιντ θα πραγματοποιηθεί μέσα στο 2021.

Ένα πορτραίτο από το ίδιο πρότζεκτ χρησιμοποιήθηκε από την Κάλλη Καραδάκη (1969) στο διαδραστικό έργο της «ως να μην υπήρξα-as if I never existed», που παρουσιάστηκε στην έκθεση «Τα Ίχνη μιας Ζωής ΙΙΙ», μια παραγωγή του Φεστιβάλ Τέχνης «Νίκος Σκεπετζής» και του «Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Χανίων», στο πλαίσιο του προγράμματος «ΧΑΝΙaRT 2020-Εικαστικές Διαδρομές».

Η ηχογράφηση του ποιήματος της Κάλλης Καραδάκη, που χρησιμοποιήθηκε για το διαδραστικό έργο, έγινε από την Λίτσα Διακοβασίλη στα γραφεία του Κόσμου. Ακολούθησε η συνέντευξη, που έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 2019 και ένα μικρό μέρος της δημοσιεύεται σήμερα στον «Κόσμο».

Η προφορική μαρτυρία της Λίτσας Διακοβασίλη περιέχει τον κόσμο που έζησε μέχρι σήμερα μαζί με τις σκιές του. Ανάμεσα στις λέξεις, που αποκαλύπτουν ή αποκρύβουν την αλήθεια, η συμπεφωνημένη εκδοχή του παρελθόντος κλονίζεται. Ανάμεσα στις λέξεις, κυκλοφορούν φαντάσματα, που έχοντας εγκαταλείψει τα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή της μεταπολεμικής Ελλάδας, γυρεύουν μια νέα κατοικία: Στα κειμήλια από την Μικρά Ασία, στους δρόμους και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης, στις παλιές φωτογραφίες, στα «ελληνικά» προάστεια της Αυστραλίας, στα γεγονότα που δεν εορτάζονται.

Μέσα από το καλειδοσκόπιο της μνήμης φανερώνεται «το κοινωνικό περιβάλλον και οι κοινωνικές πιέσεις στις οποίες υπόκεινται οι άνθρωποι».* Αλλά είναι άραγε δυνατό, η προφορική μαρτυρία της να μας επιτρέψει να δούμε τη ζωή της (και τη ζωή μας) «όπως δεν την έχει δει κανείς»;

«Κάτω από την ιστορία, η μνήμη και η λήθη. Κάτω από τη μνήμη και τη λήθη, η ζωή. Αλλά να γράφεις τη ζωή είναι μια άλλη ιστορία.», έγραφε ο Paul Ricoeur.

Ακατάπαυστη είναι η ζωή. Παραμένει πάντα ανολοκλήρωτη.

*Paul Thompson, The Voice of the Past, 1978 | **Paul Ricoeur, Memory, History, Forgetting, 2004

ΠΡΟΓΟΝΟΙ

Μικρασιατικής καταγωγής οι γονείς και από την πλευρά της μητέρας και από την πλευρά του πατέρα. Σεβάστεια ο πατέρας και όλο το σόι του και Ικόνιο η μητέρα μου. Μιλούσαν τα τούρκικα. Περισσότερο οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Ο προπάππους ήταν ιερέας στην Σεβάστεια με πολύ μεγάλη ιστορία και ιδιαίτερα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τότε που φεύγανε διωγμένοι στα βάθη της Ασίας…

Στην αυλή της εκκλησίας, όπως είχα μάθει από τις θείες μου, o παππάς της εκκλησίας ετοίμαζαν φαγητά στα καζάνια για αυτούς που κυνηγούσανε. Είχαν πει στον παππού ότι η θεία κοινωνία ήταν δηλητηριασμένη, πως οι εχθροί είχαν βάλει δηλητήριο, την ήπιε δεν έπαθε τίποτα. Μετά από αυτό οι Τούρκοι πιστέψανε… Λέγανε ότι όταν πέθανε, στον τάφο του βγαίνανε φωτιές. Φώναζαν οι Τούρκοι, «ο παπάς άγιασε…»

Είχα ακούσει από τη θεία μου ότι εκείνα τα χρόνια, όταν ξεκινούσε η αναμπουμπούλα, ψιθυριζόταν πως θα εισβάλει ο ελληνικός στρατός. Όλα αυτά δεν έγιναν απότομα. Οι Έλληνες μοίραζαν φυλλάδια ανάμεσα τους κρυφά για να μην τα βρουν οι Τούρκοι. Δηλαδή γινόταν ένας ξεσηκωμός. Αυτό το άκουσα από τη θεία μου και βέβαια ήταν πάρα πολύ άσχημο να βρεθούν αυτά τα φυλλάδια στο σπίτι του παπά και στο σπίτι του υποδιοικητή της αστυνομίας που ήταν αδερφός της γιαγιάς μου. Ήρθαν να κάνουν έρευνα και τα είχανε κρυμμένα και όλοι φοβόντουσαν ότι θα τα βρούνε και θα τους σκοτώσουν αλλά είδαν την φωτογραφία του υποδιοικητή της αστυνομίας, χαιρέτησαν και φύγανε.

 Φεύγοντας πήρανε μαζί τους εικόνες από την εκκλησία και μια κασετίνα. Θυμάμαι ήτανε σκούρο μπλε χρώμα, σαν βελούδινη. Την είχαμε στο σπίτι για πολλά χρόνια και μέσα είχε θήκες με οστά Αγίων της Μικράς Ασίας. Μετά, κάποια στιγμή, αρρώστησε ο πατέρας μου και είπανε ότι πρέπει να τα δώσουμε στην εκκλησία και τα δώσαμε στον προφήτη Ηλία στην Θεσσαλονίκη, στην οδό Προφήτου Ηλία, στην Άνω Πόλη. Κέντησε και κάτι η μητέρα μου για την Αγία Τράπεζα.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Ο πατέρας μου, ο Ιωάννης Μπαϊράμογλου, ήταν χρυσοχόος. Την τέχνη την έμαθε από Αρμένη στην Μικρασία όταν ήταν μικρό παιδί. Ήταν από τους καλύτερους χρυσοχόους της Θεσσαλονίκης. Το επίθετο μας, όπως ήταν από τη Μικρασία, ήταν Μπαϊράμογλου, από το Μπαϊράμ που σημαίνει Πάσχα. Εμείς το κάναμε Πασχαλίδου …

Εκείνα τα χρόνια όλα γινόταν στο χέρι, δεν υπήρχαν μηχανές. Ερχόταν πάρα πολλές παραγγελίες. Το μαγαζί ήταν Εγνατίας 11, κάτω από το ξενοδοχείο Σερρών, κοντά στην Κολόμβου.

 

OΔΟΣ ΑΘΗΝΑΣ 17

Το σπίτι μας το πατρικό, το αγοράσαμε σε πλειστηριασμό. Τα σπίτια αυτά ήταν τούρκικα. Ήταν από τα μεγαλύτερα σπίτια της Θεσσαλονίκης, στην οδό Αθηνάς 17. Είχε μεγάλη πόρτα, γιατί από εκεί έμπαιναν στην εποχή της τουρκοκρατίας τα κάρα. Έμπαινες, πώς να σου το περιγράψω, και ήταν μια μεγάλη αυλή και μετά ήταν ένα άλλο τριώροφο μεγάλο σπίτι. Είχαμε 16 οικογένειες ενοικιαστές. Η θεία μου, οι αδερφές του πατέρα μου, ξαδέρφια, ανίψια, μεγαλώσαμε όλοι σε αυτή την αυλή.

Πάρα πολλές οικογένειες πέρασαν από αυτό το σπίτι. Ήταν τυχερό. Όλοι έφευγαν και πήγαιναν σε δικά τους σπίτια. Και μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο πάρα πολλές οικογένειες από τα χωριά πέρασαν κι αυτές από το σπίτι. Πολλές ιστορίες. Ήμουνα μικρό παιδί…

 

Η ΜΗΤΕΡΑ

Η οικογένεια της μητέρας μου… ήρθαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, διασκορπίστηκαν, άλλοι πήγαν Θεσσαλονίκη, άλλοι πήγαν Πελοπόννησο. Οι παππούδες μου ήταν έμποροι υφασμάτων. Τους πήγανε στη Μεγαλόπολη. Εκεί ο παππούς μου είχε εμπορικό κατάστημα.

Αυτή η πλευρά της οικογένειας ήταν μορφωμένη. Διευθυντής τραπέζης ο ένας θείος μου, ο νονός μου ήταν διευθυντής στο Άγιο Όρος. Ίσως από κει ξεκίνησε η αγάπη μου για τις βιβλιοθήκες. Στις επισκέψεις που πηγαίναμε έβλεπα ολόκληρους τοίχους καλυμμένος με βιβλιοθήκες και πάντα είχα μια λαχτάρα για τα βιβλία.

Είχε η μαμά μου μια προπολεμική φωτογραφική μηχανή. Αυτές οι μηχανές ήταν σαν μεγάλα κουτιά. Εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολλοί λίγοι αυτοί που είχαν φωτογραφική μηχανή. Είχε βγάλει πάρα πολλές φωτογραφίες από τα μοναστήρια που επισκεπτόταν.

Πήγαινε, λοιπόν, στους θείους της από τη μεριά της μαμάς της (Παυλίνα Χαμοπούλου) που ζούσαν στη Σαλονίκη και εκεί της έκανα το προξενιό. Της είπαν πως είναι χρυσοχόος, ευκατάστατος.

Έχω δύο αδέρφια. Είμαστε δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Ο αδελφός μου είναι ο πιο μικρός, εγώ η πιο μεγάλη. Μεγαλώσαμε καλά. Μας θεωρούσαν, ένα πράγμα περίεργο, για πλούσιους. Εκείνη την εποχή που έβγαινε ένας κόσμος από τον πόλεμο, που ερχόταν από τα χωριά μετά τον εμφύλιο, το να έχεις τραπεζαρίες με βελούδινα σαλόνια, να έχεις σπίτι με ενοικιαστές…  θεωρούσαν ότι ήταν κάτι. Στο σχολείο όταν χρειαζόταν χρήματα για να πληρωθεί κάτι λέγαν θα τα δώσει η Χαρίκλεια. Ξεχωρίζαμε. Ξεχώριζαν οι πλούσιοι και φτωχοί. Υπήρχαν τότε πάρα πολύ άποροι.

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η Θεσσαλονίκη ήταν τότε, πως να το πω, δεν ξέρω αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη, πολύ ταξική, ξεχώριζαν οι πλούσιοι από τους φτωχούς, τους εργάτες, τις γυναίκες που δουλεύανε στα καπνά. Από την στιγμή που πήγαμε στο σχολείο, το πρώτο που σε ρωτούσαν τα παιδιά ήταν τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου.

Η αδερφή του πατέρα μου είχε εστιατόριο πρώτης κατηγορίας δίπλα στο ξενοδοχείο Μεντιτερρανέ, το «Αθηναϊκό» κι έμεναν ακριβώς μπροστά στην παραλία, απέναντι από το ξενοδοχείο. Αυτοί ήταν πραγματικά πλούσιοι.

Οι πλούσιες οικογένειες μένανε κάτω από τον άγιο Δημήτριο, στην Κάτω Πόλη, στα μέγαρα… Στην Άνω Πόλη, τα περισσότερα σπίτια ήταν τούρκικα. Όσο πηγαίνουμε προς τα πάνω, προς τα κάστρα, προς το Τσαούς Μαναστίρ, εκεί μένανε περισσότεροι πρόσφυγες. Εκείνα τα σπίτια τα θεωρούσαμε λίγο-πολύ φτωχόσπιτα. Τώρα είναι η πιο ακριβή περιοχή της Θεσσαλονίκης. Πώς αλλάζουν τα πράγματα…

Του παππού μου η αδερφή είχε πέντε κόρες και πολλές μένανε προς την Άνω Πόλη, στα κάστρα και εγώ το θεωρούσα λίγο υποτιμητικό και συγγενείς που μένανε, ξαδέλφες της μητέρας μου, προς τα κάτω, προς τα μέγαρα, από το Διοικητήριο και κάτω τις θεωρούσα πως ήταν πολύ σπουδαίες, πιο αριστοκράτισσες, πιο ανώτερη τάξη.

Το είχαμε αυτό. Μια περίεργη νοοτροπία. Από που προέκυψε, ακόμα δεν μπορώ να το εξηγήσω.

Ήμασταν μία οικογένεια που δεν ανακατευόμαστε ποτέ στα πολιτικά. Μια φορά ρώτησα τον πατέρα μου, μπαμπά εσείς τι θα ψηφίσετε και θυμάμαι ήταν τότε οι Κεντρώοι, οι Βενιζελικοί, τότε οι Μικρασιάτες, οι περισσότεροι, κλείνανε προς το κέντρο. Αλλά ο πατέρας μου δεν ανακατεύτηκε ποτέ ούτε από την μια πλευρά ούτε από την άλλη. Όταν ήταν οι Γερμανοί είχε ακόμα το χρυσοχοείο και μετά από τον εμφύλιο που κυνηγούσανε πάρα πολύ τους αριστερούς.

Μέσα στους ενοικιαστές κάποιοι μπορεί να ήταν δεξιοί, κάποιοι μπορεί να ήταν αριστεροί και ερχόταν πολλές φορές η αστυνομία και ζητούσε πληροφορίες, αλλά ποτέ δε δώσαμε καμία πληροφορία, γι’ αυτό και ποτέ δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.

 

Η ΘΗΡΕΣΙΑ

Η μητέρα μου είχε μια πολύ καλή φίλη, τη Θηρεσία, η οποία είχε τελειώσει τότε το γυμνάσιο και για εκείνη την εποχή θεωρούνταν μορφωμένη και δούλευε στο Υπουργείο Υγείας. Πήγαινε στις φυλακές για να δει τους αριστερούς που στέλνανε τότε εξορία και ερωτεύτηκε κάποιον απ’ αυτούς που τον είχαν και καταδίκασε σε θάνατο. Μορφωμένος κι αυτός, του γυμνασίου. Αλλά τον στείλανε εξορία στη Μακρόνησο. Λοιπόν, η Θηρεσία τον περίμενε 20 χρόνια και τα γράμματα ερχόταν σε μας. Για να μην τα έχει στο σπίτι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, μικρό παιδάκι, τι να μου κόψει, δε μου έκοβε. Ήταν σε μια ντουλάπα επάνω τα γράμματα της Θηρεσίας. Τι να έγραφαν… Τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο, τρέχανε από δω, τρέχανε από εκεί, με κάποια μέσα του το κάνανε ισόβια μετά από τα ισόβια έγινε 20 χρόνια. Τον περίμενε, τον περίμενε η Θηρεσία, πέρασαν τα χρόνια, γύρισε παντρεύτηκαν…

Δεν ήμασταν αριστεροί, δεν ήμασταν ούτε φανατικοί της άλλης πλευράς. Το καλύτερο είναι να είναι κανείς το μέσο για να μπορεί όταν χρειαστεί να βοηθήσει ανθρώπους χωρίς φανατισμό. Θέλω να σου πω, είναι καλό να έχεις και από τη μια μεριά και από την άλλη καλούς φίλους χωρίς ποτέ να προδώσεις κανέναν.

«ΑΡΙΣΤΗ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ»

Η αδελφή μου δεν πιανόταν στο σχολείο. Ήταν άριστη και εξαιρετική καλλιγράφος. Τελείωσε δικηγόρος, έκανε και την άσκηση επαγγέλματος. Της δόθηκαν πάρα πολλές ευκαιρίες, να μπει στο υπουργείο Γεωργίας, να γίνει συμβολαιογράφος. Αλλά η μητέρα μου πεθαίνοντας, η αδερφή μου ήταν ακόμα μικρό παιδάκι, είχε εκφράσει την ευχή να γίνει δικαστής. Και έγινε δικαστίνα, έφτασε μέχρι εφέτης.

Όταν πέθανε η μητέρα μου είχα μόλις τελειώσει το σχολείο, το γυμνάσιο. Τη χάσαμε μέσα σε μία βδομάδα. Ήταν 43 ετών. Ο πατέρας μου δεν ξαναπαντρεύτηκε.

Γαλλικά πήγαινα στις καλόγριες, στον Άγιο Βικέντιο. Τότε στο γυμνάσιο κάναμε γαλλικά. Μετά πήγα στο Καλαμαρί. Έφτασα μέχρι το σερτίφικατ. Πήγαινα και αγγλικά. Μας γράψανε με μια φίλη μου στην πρώτη γυμνασίου, στο Ελληνο-Αμερικανικό Ινστιτούτο, κοντά στο λευκό Πύργο. Επειδή οι άλλες μαθήτριες ήταν μεγάλες 18 χρονών και δεν μπορούσαμε να τις συναγωνιστούμε καθόμασταν έξω και δεν παρακολουθούσαμε το μάθημα. Ειδοποιήθηκε η μητέρα μου και έγινε ο χαμός.

Πήγα μετά σε εμπορική σχολή, λογιστικά, γραφομηχανή. Επειδή δεν πολύ συμπαθούσα τα μαθηματικά, δεν ξέρω πως, μου προέκυψε να ασχοληθώ πιο πολύ με γραφείο νομικής φύσεως. Η πρώτη μου εργασία ήταν σε δικαστικό επιμελητή.

ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Πώς βρέθηκα στην Αυστραλία; Έγινε ένα προξενιό, η θεία μου με τον αδερφό του άντρα μου, του συχωρεμένου και πήρα την απόφαση να φύγω έξω.

Ο άντρας μου ήταν ένας σοβαρός τύπος, εμφανίσιμος, αριστοκρατικός. Δηλαδή αυτό που έβγαζε, η ενέργεια, ήταν ενός καλού ανθρώπου και θετικού. Μπορώ να σου πω ότι ο άντρας μου ακόμα και μέσα από τις φωτογραφίες έβγαζε κάτι πάρα πολύ καλό.

Αποφάσισα να φύγω για την Αυστραλία. Η μητέρα μου είχε πεθάνει. Ο πατέρας μου αντέδρασε, μου είπε αν δε σου αρέσει, γύρισε. Ήρθα την εποχή της χούντας. Ο αδερφός μου υπηρετούσε αξιωματικός έφεδρος, είχε εισαχθεί στην κτηνιατρική και είχε διακόψει για να υπηρετήσει. Είχαμε και πολλούς φίλους που ήταν αρραβωνιασμένοι, δεσμευμένοι με αξιωματικούς. Η αδερφή μου είχε παντρευτεί στρατιωτικό, υποστράτηγο. Ο διευθυντής της ΔΕΜΕ τότε ήταν γνωστός μας. Ετοίμαζα πράγματα για την Αυστραλία, γέμιζα βαλίτσες. Αεροπορικά θα ερχόμουνα, με την Κουάντας. Επτά βαλίτσες και τρεις μεγάλες τσάντες. Η μία βαλίτσα είχε βιβλία, η άλλη είχε μπιμπελό διάφορα. Ήρθα με εφτά βαλίτσες φορτωμένες στο αεροπλάνο και τρεις μεγάλες τσάντες. Χρειάστηκε να πάρουμε δύο ταξί.

Φτάνω εδώ στο αεροδρόμιο, περνάνε όλοι, φτάνει η σειρά μου, έρχεται η μία βαλίτσα μετά την άλλη. Ανοίγει ο ελεγκτής, στη μία βρίσκει βιβλία, στην άλλη βρίσκει μπιμπελό, σου λέει ποια είναι αυτή που έρχεται εδώ με πρόσκληση και έχει τόσες βαλίτσες. Με παίρνουν με πάνε σε κάποιο γραφείο. Όλοι οι άλλοι είχαν φύγει. Είχα μείνει τελευταία. Μου λένε, αν δε σας αρέσει εδώ στην Αυστραλία να απευθυνθείτε στην πρεσβεία. Πίστευαν οι άνθρωποι ότι αποκλείεται να μου αρέσει εδώ. Με περίμεναν η κουνιάδα μου και ο άντρας μου.

Πέρασα κάπως δύσκολα. Μου έλλειπαν πάρα πολλά πράγματα. Ο γάμος έγινε στην Αρχιεπισκοπή. Είχαμε γνωρίσει εν τω μεταξύ τον παπά, ήταν από τη Θεσσαλονίκη. Το Σίδνεϊ άργησα να το γνωρίσω. Δεν ήξερα ούτε που είναι το Ροκντέιλ. Αυτή την πλευρά δεν την ήξερα καθόλου. Δεν ενθουσιάστηκα, δε με ενθουσίασε η ζωή, αλλά δεν το έδειξα.

Στεκόμουν σ’ αυτό το δωμάτιο που είμαστε τώρα κι έβλεπα τα φώτα της πόλης και νοσταλγούσα τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα. Έβλεπα ότι εδώ είναι πολύ δύσκολο να βγεις έξω βράδυ, να πας που. Στην Ελλάδα κλείναμε το γραφείο και πηγαίναμε θέατρο, σινεμά. Είχε ζωή, θα έβλεπες τον κόσμο που γνώριζες. Είχα απογοητευτεί. Δεν είπα όμως ποτέ τίποτα. Τηλεφώνησα στην οικογένειά μου και μάλιστα τους έγραψα πως είναι πολύ καλά. Νοσταλγούσα τα βιβλιοπωλεία, νοσταλγούσα τα περιοδικά, πράγματα που δεν ήταν εδώ σημαντικά. Ο κόσμος εδώ ήθελε να τακτοποιηθεί. Εμένα η σκέψη μου ήταν σε πράγματα που τα θεωρούσαν μηδαμινά. Κι όμως δε γύρισα.

Πήγα πρώτη φορά πίσω στην Ελλάδα οικογενειακώς, με τα παιδιά και με τον άντρα μου, το ’78.

 

  • KOSMOS INSIGHT | Published in O Kosmos Newspaper on the 2nd October 2020
  • Εισαγωγή – Συνέντευξη: Γιάννης Δραμιτινός
  • Φωτογραφίες: Ubi Sunt-Γιάννης Δραμιτινός
  • Layout Design: Άννα Αρσένη

 

 

Share this

error: Content is protected!