Την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 1994, η εφημερίδα Ο Κόσμος είχε ολοσέλιδη καταχώρηση για την κυκλοφορία του βιβλίου “ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ” – ένα θεατρικό έργο – διήγημα – ντοκιμανταίρ. Το βιβλίο μπορούσαν να προμηθευτούν από τα βιβλιοπωλεία ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ (στο Σύδνεϋ και στην Μελβούρνη).
Στην καταχώρηση συμπεριλαμβάνονταν και κρίσεις και σχόλια για τις “Συντάξεις”:
Θ. Οικονόμου ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Perth: Ένας συγκλονιστικός περίπατος στο δρόμο που λέγεται ξενητειά με τις χαρές μας, τα μεγαλεία μας και τις ντροπές μας.
Αχ. Ξανθός, Σύδνεϋ: Οι “Συντάξεις της Ντροπής” θα πικράνουν πολλούς. Θα κατηγορηθούν από άλλους τόσους, ο Ελληνισμός της Αυστραλίας όμως θα τις αγαπήσει γιατί είναι ένα έργο “σάρκα εκ της σαρκός”. Ανυπομονώ να το δω στη σκηνή.
Ντίνα Μπέζου, Canberra ACT: Ένα έργο γεμάτο Ελλάδα, την Ελλάδα που αφήσαμε πίσω και την Ελλάδα που σέρνουμε μέσα μας όπου κι αν πάμε.
Α. Καρδελής, Σύδνεϋ: Μέσα στις λίγες σελίδς που περπατάς, μαζί με τον Τάκη και τον Μιχάλη, μια βόλτα 30 ετών και ζείς μαζί τους 30 χρόνια ξενητιάς. Μπράβο.
Αγγελική Στρατιώτη, Παιδαγωγός: Επιτέλους, ένα έργο δικό μας, χωρίς ψευτιές και κομπασμούς αλλά με πολλή αλήθεια. Σίγουρα γεμάτο συναισθηματισμό αλλά και τόσα και τόσα μηνύματα μέσα από την απλότητα που πείθει με την ζωντάνια της και συγκλονίζει με τη δύναμή της. Ένα μεγάλο κατηγορώ μέσα από ένα εξίσου μεγάλο συγνώμη.
Βασ. Καγιούλης: Η Φωνή της Ελλάδας, Perth: Μια γροθιά στο στομάχι της ένοχης μειονότητας κι ένας ύμνος για τους πολλούς. Συγχαρητήρια!
Σοφία Καθαρείου – SBS: Το καλύτερο θεατρικό έργο που έχω διαβάσει την τελευταία 10ετία… Συγχαρητήρια.
Ερασμία Γαλιάτσου – Παπαγεωργίου: Ένα νέο είδος. Θεατρικό έργο που με κάνει να αναλογίζομαι το κέρδος των ελληνικών γραμμάστων στην Αυστραλία αν ο Σουλιώτης με το ταλέντο του έγραφε αυτήν την περιπέτεια του Ελληνισμού σε μορφή μυθιστορήματος.
Σωτήριος Αλβάνης, West Ryde. W.A.: Το παροικιακό θέατρο απέκτησε ένα καινούριο παιδί, που αν οι ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ έχουν συνέχεια σίγουρα θα τ’ ανεβάσει πολλά σκαλοπάτια ψηλά.
Χρόνης Μωραϊτης: Ένα εύγε στον Κώστα Σουλιώτη που καταπιάστηκε με ένα τόσο ντελικάτο θέμα και μας τέρπει με το θαυμάσιο έργο του.
Μιχάλης Μυστακίδης, Αρχισυντάκτης Ελλ. Κήρυκα: Αναμφίβολα πρόκειται για μια σοβαρή και πολύ καλά εναρμονισμένη πνευματική εργασία που δεν στηρίζεται σε φαντασιώσεις αλλά στην ωμή πραγματικότητα μιας κατάστασης που ο ελληνισμός έζησε και δύσκολα θα ξεχάσει.
Γιώργος Τσερδάνης, δημοσιογράφος: Ένα πάνω απ’ όλα ειλικρινές έργο ρεαλιστικό όσο και η πραγματικότητα που πετυχαίνει μια αληθινή, σωστή, σκιαγράφηση της εποχής του σκανδάλου…
Εισαγωγικό Σημείωμα
Το έργο του Κώστα Τζαβέλλα «Οι Συντάξεις της ντροπής» ή το Κόλπο ή η Ελληνική συνωμοσία, αν και ο ίδιος ο συγγραφέας το κατονομάζει «θεατρικό έργο σε οκτώ πράξεις», είναι ωστόσο ένα «νέο είδος». Διότι μολονότι ο πυρήνας του είναι πράγματι η θεατρική παράσταση, ο συγγραφέας έχει ενσωματώσει σ’ αυτό διάφορα κείμενα υπό μορφή προλόγου, εξωδιηγηματικής αφήγησης (συγκινητικό παράδειγμα – κορύφωση – οι ψυχικές αντιδράσεις του Μιχάλη αμέσως μετά τη σύλληψή του), επιλόγου, καθώς επίσης και φωτοτυπίες του τότε ημερήσιου Τύπου, στο χεία τα οποία ανήκουν περισσότερο στην πεζογραφία, την ιστορία, καθώς και στη δημοσιογραφία, και όχι στο δράμα. Συνεπώς διαμέσου αυτής της «διεπιστημονικής» ή «διακειμενικής» τεχνικής μορφής που χαρακτηρίζει το έργο, ξεχωρίζοντάς το από το παραδοσιακό θεατρικό είδος τέχνης, ο αναγνώστης διαβάζοντας τις «συντάξεις» δε χρειάζεται προς χάρη διαφώτισής του να προστρέξει στην πολιτική ιστορία της εποχής που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ούτε δύναται να διαμφισβητήσει ή να πάρει απλώς ως δεδομένο τη διαπίστωση του συγγραφέα στην αρχή του έργου: «Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία…» Η πληροφόρηση και διαφώτιση μέσω αυτών των παρεμβάσεων είναι σαφής και πλήρης. Τα κείμενα μιλούν μόνα τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κίνητρα που ώθησαν τον συγγραφέα στη δημιουργία του έργου του είναι η καταδίκη και η στηλίτευση ολόκληρου του Ελληνισμού της Αυστραλίας. Εξού και ο θεματικός τίτλος “Greek conspiracy” που χρησιμοποιήθηκε από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τότε – αυτό το «μεγάλο σκανδαλοθηρικό θεριό» όπως συλλογικά τα αποκαλεί ο συγγραφέας εξυπηρετώντας, προμελετημένα ή όχι αδιάφορο, συμφεροντολογικές κομματικές και γενικά πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής. Αυτό το συμπέρασμα δεν βγαίνει από την υφή του έργου και τα προσκομισμένα δημοσιογραφικά ντοκουμέντα, καθώς και τις αναφορές στους λόγους των επισήμων;
Γι’ αυτούς τους λόγους, για να καταδείξει το «Κόλπο» – το ειδικό των Ελλήνων ή το ευρύτερο των πολιτικών; – και ιδιαίτερα το άδικο της γενίκευσης – συνέπεια του ρατσισμού – καθώς επίσης και να διασώσει το ήθος του Ελληνισμού, ο συγγραφέας, δίπλα στον αμοραλιστή χαρακτήρα, τον Βασίλη: «Σήμερα, φίλε μου (στην Αυστραλία!) μόνο τα κορόιδα και τα ρολόγια δουλεύουν», δίπλα στον φοβερά αφελή και ευάλωτο, και πολλές φορές κυνικό, Μιχάλη: «..αυτή η όμορφη χώρα του Whitlam μοιράζει.. συντάξεις πονοκεφάλων, πνευματικών και ψυχολογικών θλίψεων, καταθλίψεων…», αντιπαραθέτει την άτρωτη συνείδηση του Τάκη. Ο χαρακτήρας αυτός, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των ονείρων του, παρά τις οικονομικές καταστροφές και προπάντων το τελευταίο, το τρομερό, της απόλυτης μοναξιάς εξαιτίας της διάλυση της οικογένειάς του και της απομάκρυνσης φίλων και συγγενών – όλα άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα και συνέπειες των συντάξεων παραμένει ακλόνητο και μέχρι το τέλος πιστεύει πως «τα δέντρα πεθαίνουν όρθια».
Κι ακόμα περισσότερο, δίχως καμία παρέκκλιση, και παρόλες τις αντιξοότητες, ο μεγάλος αυτός υποστηρικτής της Ζωής και του δικαίου, εξακολουθεί να πιστεύει πως «όσο υπάρχει Ζωή υπάρχουν οράματα», και «καλύτερα να αθωωθούν δέκα ένοχοι παρά να δικαστεί ένας αθώος».
Και τα παιδιά, αυτά τα πραγματικά αθώα θύματα των δίκαια ή άδικα κατατρεγμένων “ενόχων» των συντάξεων; Ο συγγραφέας δε μας αφήνει να δούμε καθαρά τις αντιδράσεις τους, τον ψυχικό τραυματισμό τους. Αλλά ο Κώστας Τσαβέλλας, ως γνήσιος λογοτέχνης – εκτός από το γράμμα του Σπύρου στον πατέρα του – κι άσχετα με την υπερβολή της αισιοδοξίας του και τον ιδεαλισμό του – σπεύδει να γεφυρώσει έμμεσα το κενό με ένα τραγούδι που διευρύνει τον περιορισμένο πίνακα των «συντάξεων» και κάνει το άγχος του σημερινού ανθρώπου γενικά και το βουβό δρά-μα που παίζεται μέσα στο οικογενειακό χώρο ιδιαίτερα, συλλογικό, πανανθρώπινο:
Γιατί πατέρα: Γιατί πατέρα; δεν έχεις ύπνο και ξαγρυπνάς/ και κάθε βράδυ με τη μητέρα μιλάτε ώρα κρυφά απ’ εμάς;
Γιατί παιδί μου η ζωή δεν είναι όπως νομίζεις/σε κάνει πάντα να πονάς να κλαις και να δακρύσεις.
Είναι αυθαίρετο πράγμα να ζητά κανείς από τον συγγραφέα να γράψει κάτι που δεν είχε υπόψη του. Εντούτοις αναλογίζομαι το κέρδος των Ελληνικών γραμμάτων στην Αυστραλία, αν ο Κώστας Τζαβέλλας, με το δημιουργικό ταλέντο που τον διακρίνει, και την κοινωνική συνείδηση, καθώς και την πολιτική διείσδυση που τον συνιστά, έγραφε τούτη την περιπέτεια του Ελληνισμού σε μορφή μυθιστορήματος. Ίσως τότε θα είχαμε αξιόλογες αισθητικές σελίδες – αν και αναμφισβήτητα υπάρχουν και στο θεατρικό έργο, ιδιαίτερα στους διαλόγους – αντανακλαστικοί της πραγματικότητας που θα θύμιΖαν τους «Αθλίους» του Ουγκώ ή το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκυ, συνδυασμένες με το σύγχρονο δράμα του ανθρώπου.
Ερασμία Γαλιατσάτου – Παπαγεωργίου
22.5.94
Πρόλογος
(Κάποιος πίσω από τη σκηνή διηγείται…)
Ήταν η εποχή του ‘50…
Γεμάτα ερχόνταν το ένα μετά το άλλο τα καράβια της ξενιτιάς. Μπουλούκια-μπουλούκια ξεπετιούνταν οι μετανάστες και άλλος μόνος του κι άλλος με παρέα τρυπώναν όπου βρίσκαν να βολευτούν.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα διόροφα «Τέρεσες» του Bondi Junction βρέθηκαν μαζί 5 πατριωτάκια απ’ την Πελοπόννησο κι ένας Μυτιληνιός. Στριμωχτήκαν δύο δύο στα δωμάτια της Ντίνας, της ράφτρας, που είχε μείνει άκληρη μαζί με τον άντρα της τον μπογιατζή και νοικιάζαν το σπίτι για να βγάλουν το μεγάλο χρέος του δανείου που τους πλάκωνε σαν πέτρα.
Ο Λάμπης έμεινε με τον Αργύρη, ο Αντώνης με το Λουκά και οι δύο μικρότεροι παρέα: ο Τάκης με το Μιχάλη. Κάτω ήταν το δωμάτιο το μεγάλο της Ντίνας και του άντρα της, το μικρό σαλόνι, η τραπεζαρία και πίσω-πίσω η κουζίνα. ‘Οπου κι αν δούλευαν, άλλος νωρίς κι άλλος αργά, το βράδυ σμίγανε και το ‘ριχναν στη «δηλωτή» ή στην «πάστρα» για να περνάει η ώρα και να ξεχνιέται ο καημός. Πάντα δε δίπλα στη γερασμένη στόφα του γκαζιού στην κουζίνα υπήρχε ένα πιάτο φαΐ για όποιον ερχόταν πεινασμένος.
Οι περιστάσεις και οι ανάγκες τους έκαναν μια παρέα, τους έκαναν φίλους. Σ’ αυτή δε την παρέα δεν άργησε να ξεχωρίσει ο μικρότερος, ο Τάκης. Χωρίς κανένας να το καταλάβει έγινε η ψυχή της. Δούλεψε στην αρχή σ’ ένα συγγενή του, μα γρήγορα έφυγε και πήγε σ’ ενός άλλου γνωστού του το Milk Bar αλλά κι εκεί δεν κάθησε πολύ. Οι άλλοι θορυβήθηκαν, τρέμανε για τις δουλειές τους… Αυτός ήρεμος με μια ασυνήθιστη σιγουριά γελούσε και ψηλάφιζε τις δουλειές έως ότου μπήκε σ’ ένα εργοστάσιο Χαρτοποιείας. Αυτό θεωρήθηκε επιτυχία αφού όλη η παρέα ήταν γαντζωμένη στα Milk Bar και Cafe των συγγενών ή φίλων.
Ασφαλώς όμως είχε βοηθήσει το γεγονός ότι είχε βγάλει το Γυμνάσιο προτού ξενιτευτεί. Αυτό ήταν ακόμη κάτι παραπάνω για να αυξήσει το θαυμασμό και την εκτίμηση της παρέας που χωρίς αυτόν δεν έκαναν βήμα. Αυτός ήταν εκείνος που έφερε την πρώτη ελληνική εφημερίδα, τον πρώτο ΘΗΣΑΥΡΟ, τον πρώτο ΖΕΦΥΡΟ, τον ΜΙΚΡΟΝ ΗΡΩΑ. Κάθε βράδυ ερχόταν στο σπίτι πάντα με κάτι στο χέρι. Μόνο αυτός ήξερε πού ξετρύπωνε στραγάλια, ελιές, χαλβά, παστές σαρδέλες, παστέλια και τόσες άλλες ελληνικές λιχουδιές.
Αυτός τους πήρε σχεδόν δια της βίας να πάνε να δούν «Το ξυπόλυτο τάγμα» στον κινηματογράφο PARIS δίπλα στο μεγάλο Hyde Park. Το ίδιο έκανε και με την «Κάλπικη λίρα» σ’ έναν κινηματοργράφο του Paddington. Ακολούθησε η «Στέλλα» στο GALA του Double Bay και ο αξέχαστος Ινδικός Κολοσσός που αγαπήθηκε απ’ όλον τον Ελληνισμό το «Γης ποτισμένη με ιδρώτα» στον Ελληνικό κινηματογράφο LAWSON του Redfern.
Προ τετελεσμένου γεγονότος βρέθηκαν όλοι όταν έφερε τα εισιτήρια αγορασμένα για να πάνε όλοι μαζί στο θέατρο να ειδούν τον Καλδή και τον Καζούρη στο «Ήσαν όλοι τους παιδιά μου». Ακολούθησε ο «Καλός στρατιώτης Σβέικ» και πολλά άλλα έργα του Μαντουρίδη που η παρέα τα ‘κανε πλέον την απαραίτητη ψυχαγωγία της…
Έτσι γυρνώντας αργά την νύχτα πάνω στον καφέ ή το τσάι και πάνω στην πάστρα ή την πρέφα ξεκλείδωνε ο καθένας την καρδιά του και φτερούγιζαν τα όνειρα, οι προσδοκίες και τα πιστεύω του καθενός.
Κι εδώ πάλι αυτός ήταν κατηγορηματικός. «Εγώ ήρθα εδώ για λευτεριά» έλεγε. «Να μπορώ να κάνω κάτι χωρίς να σκύψω το κεφάλι σε κανέναν. Για ισότητα ήρθα, για ίση μεταχείριση, και δεν το λέω επειδή έχω αυτό το Απολυτήριο του Γυμνασίου. ‘Οχι. Να… εδώ μπακαλόχαρτο είναι. Τα λέω γιατί τα πιστεύω…»
Έτσι, γι’ άλλον αργά και γι’ άλλον γρήγορα περάσαν τα χρόνια. Ο Λάμπης έριξε την πρώτη μπαταριά στην παρέα. Μια μελαχρινή νησιώτισσα τον κέρδισε κι η παρέα μίκρυνε. Πάνω που όλο τον συζητάγανε Tο Λάμπη έφερε τα ίδια νέα κι ο Αντώνης. Σε λίγο ο δόκανος της γυναίκας, που σ’ αυτά τα πρώτα δύσκολα χρόνια ήταν επιταχτική ανάγκη, έπιασε και το Λουκά.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Αργύρης αγόρασε ένα Cafe στο Manly. “Ετσι μείνανε μόνοι ο Τάκης με το Μιχάλη, μια και ο μπογιατζής με τη γυναίκα του δεν θέλανε πια άλλους νοικαραίους. Έτσι, αφού οι περιστάσεις τους δέσανε πιο πολύ, άρχισε να γεννιέται μια πιο δυνατή φιλία. Σιγά-σιγά οι ζωές τους ταυτίστηκαν και τα μυστικά τους γίνανε κοινά μυστικά. Τα βράδια και τις ημέρες που είχανε ρεπό και τα Σαββατοκύριακα τη βγάζανε πάντα μαζί. Μαζί στη θάλασσα, μαζί στο ποδόσφαιρο, μαζί στο σινεμά. Κάνανε μαζί τις βόλτες τους τις πονηρές, τις ανακαλύψεις τους, τις μπερμπαντιές τους. Και πάνω απ’ όλα τη φιλοσοφία της ζωής.
– ‘Ελα Σπουδασμένε, τι κάνουμε τώρα; του ‘λεγε πολλές φορές πειραχτικά ο Μιχάλης.
Κι ο Τάκης στωικός απαντούσε:
– ‘Ακου φίλε, ένα Γυμνάσιο δεν είναι τίποτα στη ζωή. Εγώ έχω το μπακαλόχαρτο, και εσύ την πείρα. Μην ξεχνάμε ότι εσύ και στο Γυμνάσιο πήγες…
– Τρεις τάξεις, χαρά στο πράμα! έλεγε ο Μιχάλης.
– Και στο γυμνάσιο πήγες, όπως είπαμε, και πέρασες κι απ’ το μεγάλο σχολείο, το Στρατό.
– Ε! τότε, του ‘λεγε πάλι ο Μιχάλης, πρέπει πάντα να μ’ ακούς… Είμαι εγώ ο σοφός κι όχι εσύ!
Ήταν 5 χρόνια μεγαλύτερός του ο Μιχάλης και παρά τη θέλησή του για μάθηση στην Τρίτη Γυμνασίου τον σταμάτησαν οι γονείς του και τον έστειλαν στο μεροκάματο: μπετατζής. Αλλά ο Μιχάλης το ‘χε πάρει απόφαση. Αμέσως μόλις γύρισε από στρατιώτης έβγαλε πρόσκληση κι έφυγε.
O Τάκης «τα ‘παιρνε» τα γράμματα. Οι έπαινοι έρχονταν ο ένας μετά τον άλλον στο επαρχιώτικο Γυμνάσιο, που τον είχε καμάρι. Μα… η φτώχεια δεν χάριζε. Και σφάζει μάλιστα όταν έχεις μεγάλες προσδοκίες. Είχε αγιάτρευτο μεράκι να γίνει δικηγόρος. Να αναλαμβάνει μεγάλες υποθέσεις, μεγάλες δίκες. Να πηγαίνει στο δικαστήριο τζάμπα για τους φτωχούς και να τα βγάνει από τους πλούσιους. Αλλά, άλλο τ’ όνειρο κι άλλο η ζωή. Η πικρή ζωή, η άσπονδη η… πραγματική. (H συνέχεια την άλλη Τετάρτη).
O Τάκης «τα ‘παιρνε» τα γράμματα. Οι έπαινοι έρχονταν ο ένας μετά τον άλλον στο επαρχιώτικο Γυμνάσιο, που τον είχε καμάρι. Μα… η φτώχεια δεν χάριζε. Και σφάζει μάλιστα όταν έχεις μεγάλες προσδοκίες. Είχε αγιάτρευτο μεράκι να γίνει δικηγόρος. Να αναλαμβάνει μεγάλες υποθέσεις, μεγάλες δίκες. Να πηγαίνει στο δικαστήριο τζάμπα για τους φτωχούς και να τα βγάνει από τους πλούσιους. Αλλά, άλλο τ’ όνειρο κι άλλο η ζωή. Η πικρή ζωή, η άσπονδη η… πραγματική.
Βγάζοντας το Γυμνάσιο με χίλιες οικονομίες οι γονείς του τον στείλαν στην Αθήνα να δώσει στο Πανεπιστήμιο. Λεφτά για φροντιστήρια δεν υπήρχαν. Και ήρθε η μεγάλη μέρα των εξετάσεων. Δεν πέτυχε! Δεν πέρασε! Και τότε το κατάλαβε μια για πάντα πόσο κακό κάνουν τα μεγάλα όνειρα.
Το νέο της αποτυχίας του έπεσε σε όλους σαν κεραυνός. Με κομμένα τα πόδια γύρισε στο χωριό, όπου παντού αντίκρυσε δακρυσμένα μάτια. Μόνο ένας δεν έκλαιγε: ο πατέρας. Αυτός αντί για κλάμα πήρε τη στράτα για τους φίλους και συγγενείς. Και μια ημέρα τον πήρε στην πάντα, εκεί στην αυλή του σπιτιού. Του ‘δωσε ένα παλιό πουγγί γεμάτο λεφτά που είχε πάρει δανεικά. Πάρ τα του είπε κι ετοιμάσου. Του χρόνου θα ξαναδώσεις. Οι δυνατοί δεν το βάζουν κάτω, κι η ζωή βοηθά μόνο τους δυνατούς. Μόνο ότι τώρα πρέπει να πεις γεια για πάντα και στον «ΤΑΡΖΑΝ» και στην «σφεντόνα» σου και ιδιαίτερα στον «ΜΙΚΡΟΝ ΗΡΩΑ».
Ναι πατέρα, θα ξαναδώσω…
Έτσι πέρασαν δέκα μήνες μέσα στον «μύλο» που λέγεται Αθήνα. Κι ήρθαν οι εξετάσεις. Δίνανε στη Νομική 930 υποψήφιοι. Το Πανεπιστήμιο θα ‘παιρνε μόνο 140. Έδωσε και πάλι απέτυχε. Ήρθε 146ος και 6ος επιλαχών. Να που η ζωή ούτε τους δυνατούς δεν βοηθά. Αλλά σαν θεία ευλογία δεν πτοήθηκε. Μέσα σε ενάμιση χρόνο είχε μεγαλώσει τόσο πολύ… Μίλησε αμέσως σ’ ένα φίλο που του το είχε υποσχεθεί και γύρισε στο χωριό με την πρόσκληση σχεδόν στο χέρι… Μόνο τότε δάκρυσε ο πατέρας… Δεν προσπάθησε να τον μεταπείσει…
Έτσι βρέθηκαν μαζί με το Μιχάλη σ’ αυτό το δωμάτιο που ‘γινε η φωλιά μιας όμορφης και σοβαρής φιλίας. Αλλά κι αυτή κόπηκε στη μέση, όταν ένα φλερτάκι στην αρχή έγινε δεσμός σοβαρός αργότερα. Τελικά κατέληξε σε γάμο του Μιχάλη με μια Σπαρτιάτισσα. Αυτή την ημέρα του γάμου του φίλου του, την ημέρα του μικρού αυτού χωρισμού, έκανε ο Τάκης το πρώτο του μεθύσι…
Και μετά… έμεινε μόνος. Μόνος μαζί με τους δυο σπιτονοικοκυραίους που τον είχαν πια σαν παιδί τους…!
Και… σαν παιδί τους τον βγάλανε γαμπρό όταν κι αυτόν τον αιχμαλώτισαν τα μάτια μιας μακρινής ανηψιάς τους. Παντρεύτηκαν, λοιπόν, κι αγόρασαν και το μαγαζί ενός θείου της που έφευγε στην Ελλάδα. Περάσαν τα χρόνια, έκανε οικογένεια. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι άλλοι της παλιοπαρέας.
Έτσι οικογενειάρχες ΟΛΟΙ σμίγανε κάπου-κάπου σε καμιά γιορτή ή κάποια βάφτιση και αναπολούσαν με δέος και νοσταλγία τα μαγικά χρόνια της πρώτης σκληρής εποχής. Τα χρόνια που η νιότη τα κάνει πάντα μαγικά όσο σκληρά κι εάν είναι.
Και χωρίς κανείς να το καταλάβει ήρθε η εποχή του ‘70.
Χρόνια στο τιμόνι της Αυστραλίας οι Φιλελεύθεροι (Liberals). Η Αγγλία και η Αμερική κανόνιζαν για πολλούς και για πολλά τις τύχες του τόπου. Τα παιδιά της Αυστραλίας σκοτώνονταν στο Βιετνάμ, και της Αμερικής έρχονταν στο Σύδνεϋ για μικρές διακοπές απ’ τη φωτιά φορτωμένα δολλάρια, ναρκωτικά και τσακισμένα όνειρα.
Οι διακρίσεις σπάγανε κόκκαλα και οι Αυστραλοί χωρίς να το καταλαβαίνουν γύριζαν πίσω την ιστορία ζητώντας εκδίκηση για τη δική τους μεταχείριση έναν και ενάμιση αιώνα πίσω, ζητώντας και υιοθετώντας ρατσιστικά συνθήματα, χλεύαζαν και σνομπάριζαν τους μετανάστες που τότε οι πιο πολλοί ήταν Ευρωπαίοι.
Ήταν καιρός γι’ αλλαγή…
Μέσα σ’ αυτό το καταπιεστικό και αποπνιχτικό συνονθύλευμα φύσηξε σα μαϊστράλι η φωνή ενός λαϊκού ηγέτη, ενός χαρισματικού ανθρώπου που βρέθηκε Αρχηγός του Εργατικού Κόμματος: του Whitlam.
Σα νέος Μεσίας ο Γκωφ Γουίτλαμ (G. Whitlam) μετέδιδε μηνύματα σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Μηνύματα φωτεινά, σωστά, ρωμαλέα. Μιλούσε για ισότητα, ελευθερία, ειρήνη και ανεξαρτησία. «Πίσω, έλεγε, ο στρατός απ’ το Βιετνάμ, κατάργηση της στρατιωτικής θητείας, ίσα δικαιώματα στους μετανάστες, φωτιά και τσεκούρι στο ρατσισμό, βοήθεια στους άνεργους, δωρεάν ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη…»
Κι αυτό το μαϊστράλι που έγινε σίφουνας σάρωσε σε λίγο τα πάντα κι έφερε την Αλλαγή. Μια Αλλαγή τρομερή! Μια ελευθερία αλλιώτικη. Που, τι κρίμα, δεν άργησε να γίνει ασυδοσία αχαλίνωτη!.
Το επίδομα ανεργίας τριπλασιάστηκε. Γέμισε ο τόπος αμέσως από Ταμεία Ανεργίας, όπου ο άνεργος έβρισκε Τράπεζες να κόβουν λεφτά. Η ιατρική περίθαλψη, που της δόθηκε το περίφημο όνομα Medibank, πέρασε κάθε προσδοκία. Ο οικονομικός οργασμός ήταν κάτι το απερίγραπτο. Τα εργατικά συνδικάτα δυναμωμένα όσο ποτέ παίρναν αμέσως ό,τι ζητούσαν. Πρώτη φορά εγκαινιάστηκαν εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα.
Στους πρώτους μήνες τα δολλάρια «περπατούσαν» στους δρόμους. ‘Ολοι είχαν λεφτά. ‘Ολοι άρχισαν να παίρνουν από ένα επίδομα.
Μόλις όμως άρχισαν να επισημοποιούνται κάτι δηλώσεις περί κρατικοποιήσεων και άλλων ριζικών πολιτικών αλλαγών και μόλις τα κρατικά ταμεία άρχισαν να αδειάζουν και φήμες για εξωτερικά δάνεια δισεκατομμυρίων άρχισαν να επιβεβαιώνονται, ενώ τα επιτόκια είχαν αφεθεί ελεύθερα, ένα καινούργιο φάσμα άρχισε να ξεπετιέται. Ένα φάσμα που σε χρόνο μηδέν έγινε ένα πελώριο μαύρο σύννεφο που φάνηκε ότι θα σκεπάσει τα πάντα.
Όλες οι δανειστικές εταιρείες, όλοι οι βιομήχανοι, όλοι οι μεγάλοι του κεφαλαίου, όλοι οι μέχρι χθες κουβαρντάδες, κλείσαν τις βρύσες και τα πάντα άρχισαν να παγώνουν. Οι τόκοι πήδηξαν τέσσερες, πέντε και έξι μονάδες και τα καταστήματα παντού πουλούσαν τα Ασιατικά σκουπίδια που είχαν αρχίσει να πλημμυρίζουν την αγορά.
Ενώ, λοιπόν, ο εργάτης φαινόταν να απολαμβάνει την αλλαγή, το κεφάλαιο, αυτό το εφτάψυχο τέρας, άρχισε να δείχνει τα δόντια του στον Whitlam που γεμάτος απόγνωση άλλαζε Υπουργούς Οικονομικών μήπως κάπου βρει την αιτία του κακού.
Τότε ακριβώς άρχισε για τους Ελληνες μια εποχή που, χωρίς να το καταλάβουν, τους σημάδεψε όλους.
Τότε άρχισε η εποχή του «ΚΟΛΠΟΥ». ‘Ετσι ονομάστηκε η προσπάθεια μιας σειράς ανθρώπων και γεγονότων που συγκλόνισαν μετά την κοινή γνώμη και μαύρισαν για πολύ το όνομα των Ελλήνων. Των Ελλήνων μεταναστών που είχαν αντικρίσει τη δεκαετία του ‘70 με το κεφάλι ψηλά.
Αγέρωχη, περήφανη η Ελληνική παροικία με τον κόπο των παιδιών της, με τον ιδρώτα και τη θέληση, με την εργατικότητα και την τιμιότητα που ξεπηδούσε απ’ την ιερή δύναμη του Ελληνικού φιλότιμου ατένιζε στόχους που κανένας δεν το περίμενε. Άφωνοι είχαν μείνει όλοι και πιο πολύ, είχε μείνει η φιλόξενη και εξαίσια χώρα που αγκάλιαζε τόσες φυλές και τόσες ιστορίες.
Κι όμως αυτή ήταν και η εποχή που για ημέρες, για μήνες, όλοι και όλα, εφημερίδες, ράδια, τηλεοράσεις, μικροί και μεγάλοι μιλάγανε όλοι για το «ΚΟΛΠΟ» και την «Ελληνική Συνωμοσία».
Ο Τάκης βρέθηκε τα μέσα του 1975 σχεδόν στο δρόμο.
Το αδιόρθωτο, αγέρωχο ταπεραμέντο του τον είχε σπρώξει σε μια περιπέτεια. Αφού έβγαλε με το παραπάνω όλες τις υποχρεώσεις του στην Ελλάδα κι αφού έκανε μια σχετική προκοπή μαζί με τη γυναίκα του στις γνωστές ελληνικές δουλειές, μπλέχτηκε έτσι σαν αστείο στις οικοδομές. Σ’ έναν τομέα που πλήρωσε σχεδόν όλα τα σπασμένα της Αλλαγής.
Χωρίς να το καταλάβει τα ‘χασε όλα και βρέθηκε σ’ ένα νοικιάρικο σέμι και σ’ ένα νοικιάρικο μαγαζί του Randwick μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο του αγόρια, που είχαν ένα χρόνο διαφορά.
Ο Μιχάλης παρ’ όλο που είχε πάρει αρκετή ιδεολογία και ονειροπώληση από τον Τάκη, μόλις παντρεύτηκε άρχισε να μετρά το κάθε του βήμα. Με σκληρή δουλειά μαζί με τη γυναίκα του έφτιαξε μια σεβαστή περιουσία. Κοντά σ’ αυτή ήρθαν και δυο όμορφα κοριτσόπουλα να γεμίσουν τη ζωή τους.
Είχαν να ειδωθούν σχεδόν δέκα χρόνια. Το πώς συνέβη αυτό κανείς δεν είχε μια συγκεκριμένη απάντηση. Το μαντάτο πάντως του Τάκη κυκλοφόρησε αμέσως: Ο Ακριβόπουλος «έσπασε». Και σε τέτοια μαντάτα μόνο οι καλοί φίλοι εμφανίζονται.
Απ’ την παλιοπαρέα δε φάνηκε κανείς κι ο Μιχάλης έλειπε στην Ελλάδα. Μόλις όμως γύρισε και το ‘μαθε, αμέσως ζήτησε να τον επισκεφτεί στο νοικιασμένο Coffee Milk Bar του Randwick, όπου μαθαίνει μέσες-άκρες την κατάσταση και την Κυριακή υπόσχεται να τους επισκεφτεί στο σπίτι τους οικογενειακώς.
Διαβάστε ολόκληρο το βιβλίο OI SYNTAXEIS THS NTROPHS