Ηθοποιός, συγγραφέας και στιχουργός, η Ζαρόκωστα προσέφερε τα μέγιστα στο καλλιτεχνικό στερέωμα του τόπου μας, παραμένοντας ταυτοχρόνως απλή και απέριττη, μια αντι-ντίβα μέσα στο σύμπαν των εγχώριων σταρ. Η Μέλπω Ζαροκώστα, του Ηλία (από τους πρώτους Έλληνες Αναλογιστές) και της Δέσποινας το γένος Σπυροπούλου, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 7 Μαϊου 1933. Ο παππούς της ήταν ένας πολύ καλός δικηγόρος της εποχής.
«Γεννήθηκα σε μια οικογένεια που είχε γερές οικονομικές βάσεις. Ο πατέρας μου είχε μια ασφαλιστική εταιρεία την περίοδο του πολέμου και μέναμε στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής. Η επιχείρηση βομβαρδίστηκε και τα χάσαμε όλα. Όλη η περιουσία μας και το βιος μας έγιναν σκόνη. Δεν έμεινε τίποτα».
Από πολύ μικρή ηλικία τής άρεσε να γράφει εκθέσεις και σκετσάκια.
«Ήμουν κοριτσάκι δέκα ετών, όταν ήρθε ένας κύριος να μας οργανώσει στο σχολείο για να ανεβάσουμε μια σχολική παράσταση. Αισθάνθηκα αμέσως τόσο ενθουσιασμένη με αυτόν τον καινούριο κόσμο που ξετυλιγόταν ξαφνικά μπροστά μου και θυμάμαι ότι ήθελα να παίξω όλους τους ρόλους στην ίδια παράσταση! Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο καθένας παίζει έναν μόνο ρόλο. Ήμουν ένα παιδί με μεγάλη φαντασία, που του άρεσε επίσης να γράφει ωραίες εκθέσεις».
Έμαθε χορό και πιάνο… αυτά που μάθαιναν τα κοριτσάκια των καλών οικογενειών! Στην οικογένεια έπαιζαν όλοι πιάνο, από τη γιαγιά μέχρι τον πατέρα της. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών κλήθηκε και η ίδια να συνεχίσει την παράδοση. Για δέκα ολόκληρα χρόνια αναγκάστηκε να υποστεί την κακάσχημη γεροντοκόρη δασκάλα της!
Την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μετά το «ΟΧΙ» του Μεταξά την θυμάται καθαρά… Παρόλο που ήταν μόλις επτά ετών, θυμάται ότι έμεναν στην Θεσσαλονίκη, στη Διαγώνιο, και είδε να υψώνουν στον Λευκό Πύργο μια τεράστια ελληνική σημαία. Τέσσερις ώρες αργότερα άρχισαν οι βομβαρδισμοί.
Μεταπολεμικά, το 1947, η φαμίλια αναγκάζεται να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς για να ορθοποδήσει. Επιλέγουν την Αίγυπτο, θα βρεθούν ωστόσο και πάλι μέσα στη δίνη του πολέμου (Αιγύπτου και Ισραήλ), κι έτσι ξεριζώνονται ξανά. Αυτή τη φορά θα μεταναστεύσουν στη μακρινή Αυστραλία, βρίσκοντας νέα πατρίδα στο Σίδνεϊ. της Αυστραλίας. Η Μέλπω ήταν τότε 15 ετών και σπούδασε θέατρο στο Metropolitan Theater και στη σχολή Ραδιοφωνικών σπουδών Canandale σκηνοθεσία, σενάριο και υποκριτική. Όλα αυτά κρυφά από τον πατέρα της ο οποίος ήταν άνθρωπος εγκρατής, καθόλου τολμηρός και από ένα συντηρητικό περιβάλλον όπου όλοι ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού. Ο πατέρας της κόντευε τα 50, τα αγγλικά του ήταν φτωχά και τα πτυχία του στην Αυστραλία δεν αναγνωρίστηκαν. Έπρεπε να δώσει εξετάσεις! Τα παράτησε κι άνοιξε διάφορες επιχειρήσεις που πήγαν κακήν-κακώς.
Πέσαμε έξω, γιατί κανείς μας δεν είχε σχέση με αυτά τα πράγματα. Καμία απολύτως! Ούτε η μητέρα μου ήταν καμιά σπουδαία μαγείρισσα. Ανέκαθεν είχε από μια-δυο υπηρέτριες και ξαφνικά βρέθηκε μόνη σ’ ένα σπίτι να φροντίζει ένα τσούρμο κόσμο. Προερχόταν από χαμηλή κοινωνική τάξη, αλλά παντρεύτηκε μικρή, στα 20, κι έτσι έμπλεξε νωρίς με μια αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα μου δεν άντεξε την όλη κατάσταση στην Αυστραλία, εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική και υπέστη ηλεκτροσόκ. Ο πατέρας μου είχε μισοτρελαθεί κι αυτός. Ήταν μια απερίγραπτη κατάσταση κι έπρεπε κάποιος να σηκώσει τα βάρη. Ο πατέρας μου απ’ την κατάθλιψη έχασε τελείως το ενδιαφέρον του για τη ζωή, η μητέρα μου χάλια, με φάρμακα… Είχε μείνει σκελετός, ήταν ολόκληρη σαν το ένα μου χέρι, κι όμως συνήλθε, έγινε καλά! Το άσχημο ήταν ότι ήμουν μπροστά στο ηλεκτροσόκ της! Είναι ένα θέαμα φρικτό, όχι μόνο για τη μητέρα σου, αλλά και για κάθε άνθρωπο. Τα αδέρφια μου, πάλι, νέα παιδιά ήτανε, την είχαν κοπανήσει με γκόμενες δεξιά-αριστερά, ένα χάος στο σπιτικό μας. Η μάνα μου να μου τηλεφωνεί απ’ την κλινική «έλα πάρε με, θα πέσω απ’ το παράθυρο», ο πατέρας μου δίπλα να τραβάει τα μαλλιά του… Με έσωσε το θέατρο. Το σπούδασα κρυφά. Έψαξα, ρώτησα για σχολή και πήγαινα κρυφά αμέσως μετά τη δουλειά. Ήθελα το καλύτερο, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω σε δευτεράτζα σχολή − άλλωστε τρεις-τέσσερις σχολές θεάτρου υπήρχαν σε όλη την Αυστραλία. Άνεση οικονομική υπήρχε, δούλευα στις δουλειές του πατέρα μου, είχα και το χαρτζιλίκι μου. Ύστερα από λίγο καιρό με έπιασε η διευθύντρια και μου είπε: «Δεν μας χρειάζεσαι εσύ. Πρώτα απ’ όλα, είσαι πολύ εκφραστική, σε έχει βοηθήσει η γλώσσα σου και μιλάς τις λέξεις με το στόμα σου». Οι υπόλοιποι κάνανε κάτι τσαπ-τσουπ-γιου-τσουπ (μιμείται λέξεις ασυνάρτητες στα αγγλικά). Δεν τους βοηθούσε η γλώσσα τους, σε αντίθεση μ’ εμένα και όλα τα ελληνικά μου φωνήεντα. Και μέσα σε όλα αυτά να ‘χω και τα δράματα στο σπίτι μου… Με διώχνουν, λοιπόν, απ’ τη σχολή και πάω σε μια οντισιόν. Γινόταν σ’ ένα θέατρο μέσα σε στάβλο, πρωτοποριακά πράγματα από τότε στην Αυστραλία! Ήμασταν κοριτσόπουλα από Αυστραλία και Αγγλία, η μόνη ξένη ήμουν εγώ, η μοναδική Ελληνίδα. Είχε έρθει, λοιπόν, μια καλή Αγγλίδα σκηνοθέτις, η Λέσλι τάδε −δεν θυμάμαι το επίθετό της− με ένα έργο λίγο αριστερό που είχε κάνει επιτυχία στο Λονδίνο. Εγώ, απ’ την πολλή δουλειά, τη δυστυχία και το τρέξιμο ήμουν να πέσω κάτω. Δεν υπολόγισα τον πυρετό που είχε φτάσει 38 κι ένα βαρύ κρυολόγημα, τυλίχτηκα σ’ ένα σακάκι και πήγα. Θυμάμαι τη σκηνοθέτιδα με κάτι ματομπούκαλα. Με βλέπει από μακριά σαν το κακόμοιρο και μου φωνάζει: «Πώς σε λένε εσένα;». «I’ m terribly sorry» της λέω επειδή είχα αργήσει, «αλλά ήμουν κρυωμένη, ξέρετε». «Δεν πειράζει», μου κάνει, «ανέβα πάνω». Αμέσως της γυάλισα, της είπα και για Ελλάδα, Έλληνες, αρχαίο θέατρο κ.λπ. Τι είναι η τύχη, βρε παιδί μου, στον άνθρωπο! Και είχα αργήσει κιόλας και τα άλλα κορίτσια είχαν πάει βαμμένα και καλοντυμένα. «Δεν μου λες», μου κάνει η σκηνοθέτις, «άμα σ’ τα μάθω, μπορείς να μιλήσεις λέξη-λέξη τα σκωτσέζικα;». Τι άλλο να έλεγα, παρά ναι; Έπαιξα ένα 14χρονο κορίτσι κατώτερης κοινωνικής τάξης που έπιασε φιλίες με μια αριστοκράτισσα. Το έργο λεγόταν «Δαντέλα στο μεσοφόρι» − ήταν δείγμα αριστοκρατίας τότε αυτό κι εγώ υποδυόμουν την πληβεία. Οι κριτικοί εκεί έγραψαν: «Τα ελληνο-σκωτικά της Μέλπως Ζαρόκωστα είναι πάρα πολύ ευχάριστο να τα ακούς!».
…Μόνο η μητέρα μου ήρθε να με δει. Ο πατέρας μου από τότε που το ‘μαθε δεν μου μιλούσε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μες στο ίδιο σπίτι! Καθόμασταν να φάμε κι έλεγε: «Πες της να μου δώσει το αλάτι!». Μια μέρα με τσάκωσε να καπνίζω, γιατί ένιωθα πολύ δυστυχισμένη. Μόνο δουλειά ήξερα! Κι άλλα πολλά έκανε ο πατέρας μου, αλλά ας μην τα ομολογήσω. Θεός σχωρέσ’ τον τον άνθρωπο, πήγε κακήν-κακώς κι αυτός… Μου λέει, λοιπόν, αυστηρά: «Τα κορίτσια δεν καπνίζουν!». Και του λέω: «Τα κορίτσια δουλεύουν, τα κορίτσια κάνουν λογιστικά, τα κορίτσια πλένουν, σιδερώνουν, και τα αγόρια τι;». Εκεί ένιωσα ότι ήθελα να πνίξω όλους τους άντρες! Πώς δεν έγινα λεσβία, δεν λες; (γέλια) Ήταν που είχα ερωτευτεί τον πρώτο άνδρα μου από μικρή ηλικία.
Έμεινε στην Αυστραλία 11 χρόνια και ξεκίνησε την καλλιτεχνική της καριέρα στην τηλεόραση και το θέατρο. Ερμήνευσε στο Σίδνεϊ την “Αντιγόνη” του Ανουίγ. Επίσης την “Εκάβη” στα ελληνικά για την ελληνική παροικία.
Στην Αυστραλία, πάντως, έζησα τα έντεκα καλύτερα χρόνια τής ζωής μου και γι’ αυτό η κουλτούρα μου βασικά είναι αγγλοσαξονική. Οταν ήρθαμε στο Σίδνεϊ ήμουν περίπου 15 χρονών και όπως καταλαβαίνετε, αυτή ήταν η πιο δύσκολη περίοδος τής ζωής μου. Επέζησα το δράμα τής μετανάστευσης γιατί πρόκειται για μεγάλο δράμα, εξάλλου πριν έρθουμε στην Αυστραλία είχαμε πάει στην Αίγυπτο για ένα μεγάλο διάστημα επειδή ο πατέρας μου είχε κληθεί να εργαστεί εκεί. Εδώ, πάντως, βρήκαμε μια υπέροχη συντροφιά Ελλήνων από την Αίγυπτο, οι αδελφοί Μαντουρίδη, ο Σταύρου, κάποιοι άλλοι, οι οποίοι είχαν μια ανάπτυξη στη διανόηση και τον πολιτισμό πολύ μεγάλη. Εδώ στο Σίδνεϊ έγινα σκεπτόμενο ον και άρχισα να επιβάλω στον εαυτό μου διάφορα πράγματα. Ετσι ασπάστηκα τον αγγλοσαξονικό τρόπο ζωής, δηλαδή να είμαι συνεπής, να μη ρίχνω στους άλλους τις ευθύνες, κλπ., όμως δεν θα μπορούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή μακριά από την Ελλάδα.
Στο περιοδικό Good Neighbour της 1ης Σεπτεμβρίου 1954 (Σίδνεϊ) έγραψαν για την Μέλπω Ζαρόκωστα:
Dark Secret,” play by John Watson with a wholly Australian background, as for its female lead Miss Melpo Zaracosta, a newcomer from Greece. Miss Zaracosta came to Australia with her family in 1949 and settled in Sydney. In four years she has mastered the English language so well that she joined the Metropolitan Theatre Company. After playing in several minor parts, she was given her first starring role as Antigone in the Greek modern tragedy of that name.
Στην εφημερίδα The Sun την Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 1953 έγραψαν για την Μέλπω Ζαρόκωστα:
Another item of theatrical interest is that the young Greek actress Melpo Zarocosta makes her first Sydney appearance in the Metropolitan Theatre’s production of Lace on Her Petticoat next week. Her role calls for a Scottish accent (which she’s developing reasonably well) and also for her to have a bath on the stage, but the bathis one of those old-fashioned portable ones and she laves herself behind a screen.
Στην εφημερίδα The Sun της 16ης Αυγούστου 1953 έγραψαν για την Μέλπω Ζαρόκωστα:
A young Greek actress who came to Australia four years ago unable to speak English will fullfil a lifelong ambition when she plays a full length English Speaking role at a Sydney theatre. She is Melpo Zarocosta, 21, of Double Bay, who will play the title role in Jean Anouilh’s ‘ Antigone”. The play, a tragedy about a young Greek girl, opens at the Metropolitan on August 27. Miss Zarocosta who still has a slight accent said yesterday: “My heart was in the theatre, but I knew I could not hope for a future in Australia until I learned to speak English fluently and with as little accent as possible. “As soon as I arrived here I began lessons with a private tutor but it was a full year before I was good enough to start dramatic studies. “I am determined to overcome what little bit of accent is left in my speech.” Early this year Miss Zarocosta played a supporting role in the Metropolitan’s Lace on Her Petticoat. She made such an impression that the theatre immediately selected a play in which to star her.
Στο ABC weekly της 31ης Μαρτίου 1956 έγραφαν:
KEN WAYNE and MELPO ZAROCOSTA as Ern Macarthur and Marea Gabaldi heard together in Blue Hills on Mondays to Thursdays at 1 p.m. and 6 p.m. Melpo Zarocosta, now aged 23, came to Australia from Athens seven years ago. She had done some stage work before she left Greece, and studied at the Children’s Academy of Dramatic Art. Here she has worked under Rosalind Kennerdale, and has played a number of Little Theatre roles.
Ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα στην Μέλπω Ζαρόκωστα στο περιοδικό Pix της 28ης Αυγούστου 1954:
A DYNAMIC, 22-year- old switchboard operator who migrated to Australia only five years ago is the star of a new play at Sydney’s Metropolitan Theatre. The girl is Melpo Zorocasta, the play Dark Secret, the third work by Sydney playwright John Watson. Melpo came to Australia with her father, mother and two brothers. Her father is a businessman and she expects the whole family to return to Greece soon. But Melpo wants to come back. “I feel my life is in the theatre and I believe there are great opportunities here,” she says. Melpo studied dramatic art at the National Theatre in Athens when 16. John Watson says, “She is a girl of exceptional talent. I know we are going to hear a lot about her in the future.” Watson’s play is set in contemporary Sydney, has as its plot a tensely acted story involving a current social problem. Watson, who is general manager of Associated TV Pty. Ltd., began writing plays in London after World War 11. An Australian, he was attached to the Royal Air Force as a public relations officer, covered the Middle East, Normandy landing. His first play, Pommy, was written in collaboration with English author W. P. Lipscomb, had a successful London season and may be staged for Australian audiences soon. His second play, It All Takes Time, has had successful runs with repertory groups in Sydney and Melbourne. Dark Secret deals with the tragic love affair of a young girl with a somewhat mysterious background and the architect scion of a socially prominent family.
Το 1957 παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο τον πιανίστα Ανδρέα Διαμαντίδη. Εκείνη ήταν 22 και εκείνος 24. Έφυγαν για Λονδίνο όπου και έμειναν για ένα χρόνο. Λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων επέστρεψε στην Ελλάδα το 1958. Την πέταξε έξω ο πεθερός επειδή ήταν θεατρίνα.
Έμεινα στο Λονδίνο, λοιπόν, ο άντρας μου ξανάβγαλε λίπωμα στο χέρι και τα παράτησε με το κλασικό πιάνο. Έπαιζε μόνο τζαζ που δεν χρειαζόταν μεγάλη ακρίβεια και λεπτομέρεια στο παίξιμο. Πεθαίνει ο πατέρας μου και δεν το λέμε στη γιαγιά μου, τη μάνα του, η οποία είχε ήδη χάσει τον άντρα της, εκείνο τον περίφημο παππού. «Η κόρη μου δεν θα γίνει πόρνη, θεατρίνα» φώναζε ο πατέρας μου κι εκείνος, πολύ προχώ, έλεγε ήρεμα: «Γιατί; Το επάγγελμα του καλλιτέχνη είναι υπέροχο!». Κι άρχιζε να απαγγέλλει την «Αντιγόνη» στα αρχαία.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την επιστροφή στην Αθήνα, ξεκίνησε και τη συνεργασία της με το θίασο του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Εκεί γνώρισε και τον μετέπειτα δεύτερο σύζυγο της επίσης ηθοποιό και σκηνοθέτη Βίκτορα Παγουλάτο με τον οποίο και απέκτησαν ένα γιο, τον Αλέξανδρο.
Εξαίρετος δάσκαλος, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δεν ήταν όμορφος αντικειμενικά, αλλά παχουλός και φαλακρός. Παίζαμε μαζί σε ένα έργο με τον Κωνσταντάρα και κάποια στιγμή ανέβηκα στον εξώστη και άρχισα να παρατηρώ πόσο σπουδαίος ηθοποιός ήταν ο Βίκτωρας. Και μ’ αυτόν χώρισα, μη νομίζεις, περίμενα απλώς να πάει επτά ετών ο γιος μας. Χώρισα και πάλι λόγω οικογενειακών συνθηκών. Είχαμε μαζί μας τη μάνα μου από την Αυστραλία και γίνονταν πολλά μες στο σπίτι μας. Ο Βίκτωρας με αγαπούσε και δεν με είχε απατήσει ποτέ, εμφανώς τουλάχιστον. Ύστερα από 30 χρόνια που είχαμε χωρίσει, εγώ τον μάζεψα και πέθανε στα χέρια μου. Εγώ μαζί με τη Μαρία Μπακοπούλου, την ξάδερφη της Ντόρας, της πιανίστριας. Δεν ήταν εύκολο να μεγαλώνω παιδί και να δουλεύω τόσο, γι’ αυτό είχα και τη μάνα μου, η οποία δεν τα πήγαινε καλά με τον Βίκτωρα. Του έσπασε τα νεύρα, δεν την άντεχε άλλο.
Έχει λάβει μέρος σε: 56 Ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες από το 1959 έως και σήμερα σαν ηθοποιός και έχει γράψει πάρα πολλά σενάρια για κινηματογράφο και τηλεόραση. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στον Ελληνικό κινηματογράφο το έκανε το 1959 στο Ξύλο Βγήκε Απ’ τον Παράδεισο. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε κάποιες ταινίες, θα μιλήσουμε αναγκαστικά για τα φιλμ «Η βίλα των οργίων» (1964), «Διαζύγιο αλά ελληνικά» (1964), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η γυναίκα μου τρελάθηκε» (1966), «Κάτι κουρασμένα παληκάρια» (1966), «Όταν η πόλις πεθαίνει» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα» (1970), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972) κ.ά.
Κάποτε ρώτησαν τον Φίνο: «Έχεις μια τόσο όμορφη κι εκλεπτυσμένη κοπέλα, γιατί δεν την κάνεις πρωταγωνίστρια;». Και απαντάει: «Δεν ταιριάζει με το θέμα το ελληνικό. Μπορείς να πεις αυτό το κορίτσι δυστυχισμένο που το ξεγελάσανε;». Ήμουν σπίρτο μοναχό, όπως αντιλαμβάνεστε. Στην πραγματικότητα, όμως, τότε ήταν που ήθελα να πεθάνω. Άφησα την Αυστραλία όπου ήταν απλά τα πράγματα και εδώ μου φάνηκε σαν τη διαφορά μεταξύ φάβας και πικάντικου ροσμπίφ.
Η Μέλπω ασχολήθηκε με την μετάφραση και διασκευή έργων για το θέατρο, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Έγραψε το πρώτο της θεατρικό έργο, το «Φροντιστήριο Γυναικών», στο οποίο και συμπρωταγωνίστησε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τη Νόρα Βαλσάμη και το Νίκο Απέργη.
Πριν από το «Φροντιστήριο Γυναικών», είχε γράψει ένα ακόμα, αν και σε άγουρη ακόμα ηλικία! «Είχε προηγηθεί άλλο ένα θεατρικό μου έργο, το οποίο είχε τον τίτλο “Παιδομάζωμα” και το έγραψα όταν ήμουν έντεκα ετών για σχολική θεατρική παράσταση. Το “Φροντιστήριο Γυναικών” λοιπόν θεωρείται το πρώτο ατόφιο δικό μου θεατρικό, κυκλοφόρησε όμως με ψευδώνυμο, γιατί έτσι με είχαν συμβουλεύσει τότε από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Θυμάμαι ακόμη τα λόγια τους: “Χρυσό μου κορίτσι, γυναίκα είσαι, δεν θα πετύχει αλλιώς”. Ήταν μια χαριτωμένη φαρσοκωμωδία. Η πιο έντονη ανάμνηση είναι η συγκλονιστική ευγένεια και ο επαγγελματισμός του Ντίνου Ηλιόπουλου που ήταν τότε στο απόγειο της δόξας του».
Έκτοτε αρκετά δικά της έργα έχουν παιχθεί στην Αθήνα και την επαρχία όπως «Σπέρα Μπαμπλ», «Ερωτοκαυγάδες», «Δασκαλάκος» , «Δυο γυναίκες ένας άντρας», «ο φίλος μου οΤζο» και το «Δυο κοπέλες μόνες».
Εμένα με ενδιέφερε η δουλειά. Η οποιαδήποτε δουλειά, να σκάβω, να πλένω, να μεταφράζω. Και έγραφα συνέχεια, Μόνο για την ΕΡΤ έχω κάνει 500 μεταφράσεις. Ήθελα την επιβίωσή μου με έναν τρόπο σεμνό. Ούτε και γκομένιζα, άλλωστε δεν είχα ανάγκη να γκομενίζω, γιατί ήμουν ένα πάρα πολύ ωραίο κορίτσι. Και με τον άντρα μου χωρίσαμε. Ήταν επόμενο, αυτός εκεί κι εγώ εδώ. Κάποια στιγμή τού τηλεφώνησα: «Ο πατέρας σου με έδιωξε και με ζητάνε τώρα να παίξω σε πολλά πράγματα. Τι να κάνω;». «Να μείνεις στην Ελλάδα», μου απάντησε! Ε, μετά αυτός ξεμυαλίστηκε με μιαν άλλη, και καλά έκανε, νέο παιδί ήτανε. Εγώ ήμουν ένα αθώο πλάσμα που δεν ήξερα τα τρία κακά της μοίρας μου. Δεν είχα ζήσει έντονα, ερωτικά…
…. Δεν είναι κακό πράγμα η δημιουργία. Έχω το δισυπόστατο εγώ. Έχω γευτεί το υπέρτατο για κάθε ηθοποιό: να παίζω στο έργο που έχω γράψει!
Υπήρξε το πρώτο γυναικείο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων από το 1960, μέλος του Δ.Σ. από το 1990 και Πρόεδρος της Εταιρείας από το 1999 έως το 2001.
Για το θεατρικό της «Συμβιβαστήκαμε», που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο το 1992, έχει τιμηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού με το Α’ Βραβείο, ενώ βραβευμένη είναι και η στιχουργική της, αποσπώντας το Α΄ Διεθνές Βραβείο στη Λισαβόνα για τους στίχους του κομματιού «Ο Παλιάτσος» (σε μουσική Νότη Μαυρουδή). Τιμήθηκε επίσης από πλήθος ακόμα φορέων και οργανισμών…
Σήμερα ζει στην Αθήνα στην περιοχή του Κάραβελ και ασχολείται με την συγγραφή θεατρικών έργων και σεναρίων για την Τηλεόραση.
Δε λέω ότι σαν άνθρωπος δεν φοβάμαι κι εγώ να πεθάνω, αλλά όχι τόσο πολύ πια. Περισσότερο φοβάμαι την αρρώστια. Τέσσερις φορές καρκίνο στο στήθος έβγαλα. Τον πρώτο πριν από 35 χρόνια. Ναι, τον καρκίνο τον φοβάμαι. Όπως φοβάμαι και την άνοια. Γι’ αυτό προσπαθώ να ασκώ το μυαλό μου και να γράφω συνέχεια. Έχω χορτάσει, έχω πονέσει, έχω βασανιστεί, έχω αρρωστήσει και τι δεν έχω πάθει. Αλλά με βοήθησε στη ζωή μου το γεγονός ότι χτυπήθηκα πολύ, γιατί ατσαλώθηκα.
«Το μεγάλο μυστικό μου, που ίσως να με κράτησε δυνατή σε όλη αυτή την περιπέτεια, είναι το γεγονός ότι ακόμη και το συναίσθημά μου ελέγχεται από τη λογική. Είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχω. Αλλιώς θα είχα τρελαθεί».
*-*-*-*-*-
Συνέντευξη της Μέλπως Ζαρόκωστα στο Γιώργο Χατζηβασίλη για την εφημερίδα “Ο Κόσμος” τον Μάρτιο του 2008
”ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ ΓΕΜΑΤΑ”
H Μέλπω Ζαρόκωστα μιλάει στον ”Κόσμο”
”Η ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΔΙΔΑΞΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΔΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΝ”
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΗΣ
Ενα από τα προνόμια τού δημοσιογράφου είναι το γεγονός ότι έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με φωτισμένους ανθρώπους, λαμπρούς ανθρώπους, χαρισματικούς ανθρώπους και εγώ είχα το μερδικό μου σε αξέχαστες συνεντεύξεις. Μια τέτοια ήταν η συνάντησή μου με την σπουδαία ηθοποιό και συγγραφέα κα Μέλπω Ζαρόκωστα, που σε συναρπάζει ακόμη και όταν απλά κάνετε μια φιλική κουβέντα. H κα Ζαρόκωστα επισκέφθηκε το Σίδνεϊ πρόσφατα για να δει τον αδελφό της, αλλά και για μια συμφωνία με την APRA για τα συγγραφικά δικαιώματα των θεατρικών συγγραφέων. Στη συνομιλία μας είπε πολλά και σημαντικά για τη ζωή της, για το θέατρο και για τον ηθοποιό και όταν έπρεπε να φύγει, ειλικρινά λυπήθηκα που δεν είχε περισσότερη ώρα στη διάθεσή της, αλλά την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που διέθεσε για τη συνέντευξη.
Διαβάστε, λοιπόν, μερικά από αυτά που μάς είπε η διακεκριμένη καλλιτέχνιδα, η οποία κάποτε έζησε κοντά μας στο Σίδνεϊ και δεν το ξεχνά.
”Η τελευταία μου επίσκεψη στην Αυστραλία ήταν πριν εννέα χρόνια και δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσουν οι διαφορές που βλέπω, ιδιαίτερα στην συμπεριφορά των νέων. Στην Αυστραλία, πάντως, έζησα τα έντεκα καλύτερα χρόνια τής ζωής μου και γι’ αυτό η κουλτούρα μου βασικά είναι αγγλοσαξονική. Οταν ήρθαμε στο Σίδνεϊ ήμουν περίπου 15 χρονών και όπως καταλαβαίνετε, αυτή ήταν η πιο δύσκολη περίοδος τής ζωής μου. Επέζησα το δράμα τής μετανάστευσης γιατί πρόκειται για μεγάλο δράμα, εξάλλου πριν έρθουμε στην Αυστραλία είχαμε πάει στην Αίγυπτο για ένα μεγάλο διάστημα επειδή ο πατέρας μου είχε κληθεί να εργαστεί εκεί. Εδώ, πάντως, βρήκαμε μια υπέροχη συντροφιά Ελλήνων από την Αίγυπτο, οι αδελφοί Μαντουρίδη, ο Σταύρου, κάποιοι άλλοι, οι οποίοι είχαν μια ανάπτυξη στη διανόηση και τον πολιτισμό πολύ μεγάλη. Εδώ στο Σίδνεϊ έγινα σκεπτόμενο ον και άρχισα να επιβάλω στον εαυτό μου διάφορα πράγματα. Ετσι ασπάστηκα τον αγγλοσαξονικό τρόπο ζωής, δηλαδή να είμαι συνεπής, να μη ρίχνω στους άλλους τις ευθύνες, κλπ., όμως δεν θα μπορούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή μακριά από την Ελλάδα”, μάς λέει σαν εισαγωγή η κα Ζαρόκωστα.
Πώς βρήκατε το Θέατρο στην Αυστραλία;
”Δυστυχώς, αυτή η χώρα είναι τρόπος νεκρός για τον καλλιτέχνη και γι’ αυτό χάνει τόσο ταλέντο στο εξωτερικό, που θα έπρεπε να το κρατήσει εδώ”.
Εσείς πότε ασχοληθήκατε με το Θέατρο;
”Με το… ψώνιο μου, για να το πω έτσι χαριτολογώντας, ασχολήθηκα επαγγελματικά στην Αυστραλία, αλλά άρχισε από την Ελλάδα. Φοιτούσα σε ένα καλό σχολείο όπου ο διευθυντής του ήταν θεατρόφιλος και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τη δική μου ηλικία βγήκαν κάπου 15 γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Γκιωνάκης, η Γιωργούλη και άλλοι. Ενώ, όμως, εγώ είχα τη λαχτάρα τού Θεάτρου, οι δικοί μου ούτε που να τ’ ακούσουν ήθελαν και μόνο όταν ήρθαμε στην Αυστραλία, κρυφά με την συγκατάθεση τής μητέρας μου πήγα με αγωνία σε μια σχολή Θεάτρου. Εκεί με βοήθησε η πείρα που είχα αποκτήσει στην Ελλάδα στο σχολείο, αλλά και η εκφορά τού λόγου μου που πάντα ήταν πολύ καθαρή”.
Πότε αρχίσατε την επαγγελματική σταδιοδρομία σας στο Θέατρο;
”Υστερα από τρεις μήνες στη σχολή, μια πολύ καλή αγγλίδα σκηνοθέτης χρειάστηκε δύο κοπελίτσες δεκατεσσάρων χρονών για ένα έργο που είχε κάνει θραύση. Την εποχή εκείνη εγώ ήμουν μεν 18 χρονών, αλλά πολύ αδύνατη και υπέφερα από μια ίωση με πυρετό 38 βαθμούς, όμως η σχολή μου επέβαλε να υποβάλω υποψηφιότητα για το ρόλο. Δεν μπορούσα να το πω στον πατέρα μου και τελικά, αφού συνεννοήθηκα με την μητέρα μου πήγα άβαφη, κατακίτρινη από τον πυρετό και είδα να περιμένουν καμιά εξηνταριά κοριτσόπουλα υποψήφιες για το ρόλο. Για να μην πολυλογούμε, όταν με είδε η σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε με το… χάλι μου, με ρώτησε αν μπορούσα να μιλήσω με σκωτσέζικη προφορά όταν εγώ δεν ήξερα καλά καλά την αγγλική προφορά και μού έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρόλα αυτά έπαιξα πολύ καλά και απέσπασα σπουδαίες κριτικές”.
Αν δεν κάνω λάθος ασχοληθήκατε και με το ραδιόφωνο;
”Βεβαίως, αρκεί να σας πω ότι τροφοδοτούσαμε με ραδιοφωνικά θεατρικά έργα την Νότια Αφρική και την Αγγλία ακόμη. Πήγα σε μια σχολή για να διδαχτω σκηνοθεσία και συγγραφή για το ραδιόφωνο, επειδή πάντα μού άρεσε να γράφω. Αυτά όλα μού στάθηκαν χρήσιμα όταν πήγα στην Ελλάδα σε μια ηλικία που δεν ήμουν καχεκτική και αδύνατη γι’ αυτό έγινα περιζήτητη, αλλά εγώ είχα το νού μου στο Λονδίνο που ήταν η Μέκκα του Θεάτρου και είχα αποκτήσει κάποια φήμη”.
Ασχοληθήκατε με το παροικιακό θέατρο;
”Πολύ λίγο, ανεβάσαμε μερικά έργα στην αρχή, αλλά μετά δεν είχα τον καιρό για περισσότερα”.
Πάντως, στην Ελλάδα διακριθήκατε τελικά.
”Στην Ελλάδα έγινα ανάρπαστη στη ραδιοφωνία επειδή δεν υπήρχαν τότε πολλοί άνθρωποι που γνώριζαν να κάνουν διασκευή ραδιοφώνου και το 1958 δεν είχαν καν μηχανήματα που παράγουν τους διάφορους ήχους, γενικά υστερούσαν. Δούλεψα πολύ και σκληρά στο ραδιόφωνο γράφοντας και σκηνοθετώντας έργα”.
Εμείς, όμως, σάς γνωρίζουμε από τις ταινίες σας.
”Να σάς πω. Επειδή ήμουν εμφανίσημη, έπαιζα τον ρόλο τής ωραίας κυρίας, αλλά έφτασα στο σημείο που με λαχτάρα ήθελα έναν ρόλο διαφορετικό. Καλώς ή κακώς, πάντως, εγώ επέλεγα τις ταινίες μου και τελικά μου βγήκε σε καλό επειδή ήταν ταινίες ποιότητας συνήθως με τον Φίνο. Να σάς πω ακόμη ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος τώρα είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα και περνά μια περίοδο αναγέννησης, αφού αυτές οι ταινίες έχουν την μεγαλύτερη ακροαματικότητα στην τηλεόραση”.
Ομως θα πρέπει να υπάρχει παρακμή στην ελληνική τηλεόραση.
”Εγώ δεν θα το έλεγα παρακμή, αλλά εκφυλισμό. Οπως υπάρχει σε όλο τον κόσμο και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη καλού υλικού. Εγώ έχω συρτάρια γεμάτα με γραπτά μου, αλλά ενώ τα θεωρούν ενδιαφέροντα δεν τα χρησιμοποιούν επειδή δεν είναι ”πικάντικα”, τούς λείπει η σεξουαλικότητα. Και όχι μόνο η σεξουαλικότητα, αλλά η διαστροφή με απόδειξη τα κρούσματα παιδεραστίας. Μεγάλη πέραση στην τηλεόραση έχει και το χυδαίο κουτσομπολιό, ποιός πήγε με ποιά κ.ο.κ. Εγώ, πάντως, αρνούμαι κατηγορηματικά να συμμετάσχω σε τέτοιες συζητήσεις όταν καλούμαι λόγω ηλικίας και επειδή έχω κάτι να πω τελοσπάντων”.
Εχετε γράψει ή μεταφράσει περισσότερα από 200 σενάρια. Πού βρήκατε τον χρόνο;
”Ελα ντε. Οταν γέννησα το γιο μου δεν μπορούσα να παίξω στο θέατρο επειδή ήταν λιγάκι φιλάσθενο το παιδί και έπρεπε να κάνω κάτι, γι’ αυτό ασχολήθηκα πιο εντατικά με το γράψιμο”.
Ποιό θεωρείτε καλύτερο σενάριό σας;
”Αναμφισβήτητα το ”Δύο κοπέλες μόνες” που έγραψα για μια συνάδελφο, την Τασώ Καββαδία. Πρόκειται για την ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που είχε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική ιστορία”.
Ποιόν θεωρείτε σαν πιο επιτυχημένο ρόλο που σάς έδωσε μεγάλη χαρά;
”Πιστεύω πως για μένα ο καλύτερος ρόλος ήταν η Αντιγόνη τού Ανουίγ που ανεβάστηκε στο Σίδνεϊ στα Αγγλικά φυσικά και πήρα σπουδαίες κριτικές σε μια εποχή που μεσουρανούσαν μεγάλοι άγγλοι ηθοποιοί όπως τον Λόρενς Ολιβιέ. Αυτή ήταν η ωραιότερη γεύση τής ζωής μου στο Θέατρο, αλλά μού άρεσε και ο ρόλος μου στον ”Καπετάν Μιχάλη”, μια γριά γυναίκα ενός χασάπη, κάτι τέτοιο”.
Προτιμάτε αυτούς τους ρόλους;
”Τους προτιμώ επειδή βρίσκω μονότονους τούς ρόλους τής όμορφης κυρίας”.
Πώς βλέπετε το μέλλον;
”Το Θέατρο ανθεί στην Ελλάδα, επειδή ο Ελληνας με όλα του τα ελαττώματα γνωρίζει πως όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αυτό που θέλει θα το βρει μέσα στο θέατρο. Γι’ αυτό και στα χρόνια τής Κατοχής ανθούσε το θέατρο με τη Σοφία Βέμπο. Να σκεφτείτε ότι στην Αθήνα και τα περίχωρα υπάρχουν 180 θέατρα”.
Οι ηθοποιοί ικανοποιούνται, όμως;
”Οι ηθοποιοί ως επί το πλείστο δεν ικανοποιούνται επειδή υπάρχουν τόσοι πολλοί για μια μικρή χώρα. Ολοι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί”.
Πώς μπορεί να πάει μπροστά το παροικιακό θέατρο, που τώρα περνά δύσκολη περίοδο;
”Δίνοντας στον θεατή αυτό που θέλει. Μην προσπαθείτε να τού επιβάλετε αυτά που προτιμάτε εσείς. Προσέχετε, όμως, το χυδαίο, γιατί αυτό κατέστρεψε την ελληνική πρόζα και την επιθεώρηση. Για ένα διάστημα είχε πέραση το χυδαίο, αλλά στο τέλος ο κόσμος που έπαιρνε τα παιδιά του στο θέατρο δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τα χυδαία. Ο πρώην σύζυγός μου, σκηνοθέτης Παγουλάτος έλεγε ”οι ηθοποιοί πεθαίνουν με γεμάτα θέατρα”, επειδή οι ηθοποιοί δεν καταλαβαίνουν ότι αδειάζουν τα θέατρα γιατί ο κόσμος φεύγει σιγά σιγά. Ετσι πεθαίνουν και τα έργα, έτσι πεθαίνουν οι θεατές και φεύγουν, δηλαδή νομίζετε ότι επειδή γελάνε τώρα, αυτό θα κρατήσει; Είναι προτιμότερο, λοιπόν, ένα ωραίο έργο, έστω πικάντικο, αλλά χωρίς χυδαιότητα, η οποία ποτέ δεν βοήθησε ούτε το Θέατρο, ούτε την τηλεόραση, ούτε τίποτε”.
Τέλος κυρία Ζαρόκωστα πώς βλέπετε την ηθοποιία;
”Είναι ένα επάγγελμα χαράς, αλλά για να πετύχεις πρέπει να έχεις εκτός από το απαραίτητο ταλέντο και την βοήθεια των γονιών, επειδή είναι επάγγελμα που χρειάζεται υποστήριξη. Εξάλλου, επειδή είμαστε αιχμάλωτοι τής ύπαρξής μας, ο ηθοποιός σε βοηθεί να απελευθερωθείς από αυτά τα όρια μέσα στο θέατρο και να γίνεις άλλος άνθρωπος, όπως συμβαίνει και στον ίδιο με τον ρόλο του. Οταν, λοιπόν, μεταφέρεσαι και γίνεσαι ένα άλλο άτομο είναι η καλύτερη ψυχολογική στήριξη. Οπως και η μεταμφίεση στο καρναβάλι είναι λύτρωση για τον άνθρωπο. Θυμάμαι ένα ποιηματάκι που έμαθα μικρή: ”Η Μελπομένη είμαι εγώ, την θείαν τραγωδία εδίδαξα εις τούς θεούς δια παρηγορίαν”. Που σημαίνει ότι το Θέατρο και τους θεούς ακόμη παρηγορεί, γι’ αυτό οι ηθοποιοί δεν εργάζονται, αλλά ”παίζουν” επειδή είναι λύτρωση”.