ΟΝΟΜA (NAME) | ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ (ANARGYROS) also known as Andrew (Andy) |
---|---|
ΕΠΩΝΥΜΟ (LAST NAME) | ΦΑΤΣΕΑΣ (FATSEAS) |
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ | Ποταμός, Κύθηρα |
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ | 29 Νοεμβρίου 1907 |
ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ | ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1924, με το πλοίο S.S. Hobson’s Bay, @ No 5 Walsh Bay, Sydney |
ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ | 24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944 (Commonwealth Government Gazette 20 Dec 1944) |
ΑΠΕΒΙΩΣΕ | 23 ΙΟΥΛΙΟΥ 1998 | GREEK ORTHODOX SECTION, ROOKWOOD CEMETERY |
Περίληψη
Ο Ανάργυρος Φατσέας του Βρεττού και της Σμαράγδας, γεννήθηκε στον Ποταμό Κυθήρων στις 29 Νοεμβρίου 1907. Στις 4 Απριλίου 1924, σε ηλικία 17 ετών, επιβιβάστηκε στο πλοίο S.S.Hobson’s Bay στο Πόρτ Σάιντ της Αιγύπτου μαζί με δεκατέσσερις Έλληνες επιβάτες. Το πλοίο άραξε στο λιμάνι του Σίδνεϊ, στην προβλήτα 5 του Γουόλς Μπέι, στις 5 Μαϊου 1924. Λίγες μέρες αργότερα επιβιβαζόταν σε τρένο με προορισμό το Glen Innes και στη συνέχεια με άμαξα έφτασε στο Inverell, μια κωμόπολη, 455 χλμ βόρεια του Σίδνεϊ.
Στο Inverell ξεκίνησε τη ζωή του ως μετανάστης στην Αυστραλία. Μέσα στην κουζίνα ενός καφέ, του Alhambra Café επί της οδού Μπάιρον, που είχε ο αδερφός του ο Τζάκ, συνεταιρικά με τον κουνιάδο του Χάρη Φαρδούλη. Ο Τζακ βρισκόταν στην Αυστραλία από τον Οκτώβριο του 1920 με την γυναίκα του Jean, το γένος Φαρδούλη.
Δύσκολα τα πράγματα για τον Ανάργυρο…
Η μοναξιά μέσα στους τέσσερις τοίχους της κουζίνας του καφέ και η έλλειψη επικοινωνίας με τον έξω κόσμο (λόγω κυρίως της γλώσσας) δεν ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία του 17χρονου Ανάργυρου. Έτσι παίρνει την μεγάλη απόφαση να φύγει από τα στενά όρια της κωμόπολης και να κατευθυνθεί στο Σίδνεϊ.
Απογοήτευση…
Το 1925 τον βρίσκει και πάλι σε μια κουζίνα ενός καφέ στο Kempsey, 345 χλμ από το Σίδνεϊ. Ατέλειωτες ώρες εργασίας αλλά ο Ανάργυρος το έβαλε πείσμα να μάθει την αγγλική γλώσσα.
Το 1926 δοκιμάζει την τύχη του στο ήσυχο χωριό του Bundarra, 563 χλμ βορειοδυτικά του Σίδνεϊ, στο καφέ του Τζιμ Αρόνεϊ, το IXL Café.
Μοναξιά. Απομόνωση. Έλλειψη κοινωνικής ζωής.
Δοκιμάζει και πάλι να ανοίξει τα φτερά του στο Σίδνεϊ, να φύγει από τα στενά όρια των καφέ.
Απογοήτευση και πάλι.
Το 1927 τον βρίσκει και πάλι σε ένα καφέ, το Bon Ton Sundae Shop, του Τζόρτζ Κόμινο. Αυτή τη φορά βρέθηκε στο Γκόλμπουρν.
Το 1931 και αφού έχει περιπλανηθεί για επτά χρόνια στην επαρχία της Νέας Νότιας Ουαλίας, βρίσκει στέγη σε ένα sundae shop στο Νιούταουν.
Τα αγγλικά του στο διάστημα αυτό είχαν βελτιωθεί…
Έπιασε δουλειά σε ένα μίνι γκολφ. Από κει και έπειτα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το καλύτερο για τον Ανάργυρο.
Έσπασε η γκίνια. Η τύχη τού χαμογέλασε…
Τα καφέ πέρασαν στο παρελθόν… Άρχισε να διδάσκει αγγλικά σε ελληνόπουλα και ενήλικες.
Ο αυτοδίδακτος Ανάργυρος κατέχει πλέον την αγγλική γλώσσα πάρα πολύ καλά. Γνωρίζει την Βέρα Radnidge και παντρεύονται το 1935. Απέκτησαν τρία παιδιά: τον Βίκτωρα, την Θάλεια και την Αλεξάνδρα.
Εργάζεται ως αρχισυντάκτης για το Εθνικό Βήμα το 1938. Επίσης γράφει στην αγγλική γλώσσα για τις εφημερίδες Sydney Morning Herald, The Daily Telegraph and Sun, πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι απόψεις του και τα γραπτά του είχαν απήχηση στην ελληνική και αυστραλιανή κοινωνία της εποχής.
Αναμίχθηκε με τα παροικιακά και διετέλεσε γραμματέας της Κυθηραϊκής Αδελφότητας το 1938.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βοήθησε στην στρατολόγηση Ελλήνων με βάση τις γλωσσικές τους δεξιότητες.
Ο συμπάροικος Εμμανουήλ Κασσιμάτης σε δήλωσή του στον Joshua Kepreotis στις 31.01.2015 είπε μεταξύ άλλων: Ήμουν 23 ετών όταν στρατολογήθηκα. Τους ενδιέφερε να γνωρίζουν πόσο μορφωμένοι είμασταν και πόσο καλά γνωρίζαμε την γλώσσα. Ένας άνδρας, ονόματι Ανδρέας Φατσέας, ήταν ο υπεύθυνος για αυτές τις εξετάσεις. Με ρώτησε πόσο καλά γνώριζα την αγγλική. Του είπα με αυτοπεποίθηση: Κύριε Φατσέα, διαβάζετε εσείς την Herald, και εγώ θα σας μεταφράζω… Ξαφνιάστηκε! Αργότερα με προσέλαβε να διδάσκω τις μικρότερες τάξεις.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ίδρυσε το Ελληνικό Ορθόδοξο Κοινοτικό Σχολείο στο Πάντιγκτον. Tον καλούσαν τακτικά ώς επίσημο διερμηνέα σε δικαστικές υποθέσεις.
Το 1954 εξέδωσε ένα βιβλιο με τίτλο Διδακτικά Αναγνώσματα και Διηγήματα, με σχολική ύλη για τα ελληνόπουλα στην Αυστραλία. Το βιβλίο περιλαμβάνει ποιήματα, πεζογραφήματα γραμμένα από τον ίδιο με ιστορικά, γεωγραφικά και κοινωνικά θέματα για την Ελλάδα και την Αυστραλία.
…In 1954 the first school text prepared especially for Greek children in Australia was published in Sydney. Entitled Didaktika anagnosmata kai diigimata [Educational Readings and Short Stories] it was written by Anargyros Fatseas, a Sydney resident since 1924, and contained poems and prose pieces written by him on historical, geographical, social and other subjects about Greece and Australia. It also included poems by eminent writers of Greece in the original, accompanied by his own English translation. [http://thecud.com.au/live/content/literature-greeks-australia]
Η σύζυγός του Βέρα, το γένος Radnidge απεβίωσε στις 19 Σεπτεμβρίου 1981
Λογοτεχνικά κείμενα του Ανδρέα Βίκτωρα Φατσέα
- The Hymn to Liberty, ©1941
- Sydney, ©1951
- Readings and Short Stories (in Greek), ©1955
- The Foreign-born, ©1959
- The Blue Letter, ©1960
- Grammar of Modern Greek, ©1960
- Pride and Torture, ©1964
- Reppas and the Matchmaker, ©1969
Το περιοδικό Australian Women’s Weekly είχε δισέλιδο αφιέρωμα στον Ανάργυρο Φατσέα στις 30 Ιανουαρίου του 1974 με τον τίτλο “Ο άνδρας που βρήκε την τύχη του στην τυχερή χώρα” .
Πρόκειται για μια εκ βάθους εξομολόγηση του Ανάργυρου Φατσέα, επί ευκαιρία τού εορτασμού της Ημέρας της Αυστραλίας το 1974, και της συμπλήρωσης 136 χρόνων από την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων στη χώρα.
Παραθέτουμε το κείμενο σε μετάφραση:
Σε λίγο συμπληρώνω μισόν αιώνα ζωής στην Αυστραλία. Σα κινηματογραφική ταινία ξετυλίγονται μπροστά μου τα γεγονότα που επηρέασαν την απόφασή μου να ζήσω σε αυτή τη χώρα.
Πίσω από τη ζωή κάθε μετανάστη κρύβεται και ένα δράμα. Το δικό μου δράμα ξεκίνησε στο πλοίο S.S. Hobson’s Bay με το οποίο ταξίδεψα στην Αυστραλία στις αρχές του 1924.
Είμασταν μια παρέα δεκαέξι νεαρών παιδιών από την Ελλάδα. Ανάμεσά μας, ένας λίγο μεγαλύτερος που έπαιζε το ρόλο του διερμηνέα και συμβουλάτορα. Αυτός ο άνθρωπος όμως δεν έλεγε καλή κουβέντα για τους Αυστραλούς και οι καθημερινές του διαλέξεις για την ξενοφοβία μας γέμισαν προκαταλήψεις.
Μην ανησυχείτε, όμως, μας έλεγε, προσπαθώντας να μας καθησυχάσει. Δεν θα μείνουμε εδώ για πάντα. Λίγα χρόνια υπομονή, θα αρπάξουμε ότι μπορούμε και ξανά πίσω στη γλυκειά μας πατρίδα.
Πίστευε ότι το πλήρωμα του καραβιού ήταν κυρίως Αυστραλοί και δεν δίστασε να τους τα πει έξω από τα δόντια, όταν μια μέρα μας σερβίρανε καφέ σε σπασμένα φλυτζάνια.
Αποτέλεσμα;
Μας προειδοποίησαν ότι αν δεν συμμορφωθούμε θα μας κατέβαζαν στο επόμενο λιμάνι…
– Σας τα ’λεγα, δεν σας τά ‘λεγα; Τέτοιους ανθρώπους έχει η Αυστραλία.
Τους ενοχλούν όλα. Το παρουσιαστικό μας, οι συνήθειες, η μητρική μας γλώσσα, οι γνώσεις και η πρόοδό μας. Θα σας αντιμετωπίζουν πάντοτε σαν ξένους. Θα σας μειώνουν κοινωνικά. Θα σας κρίνουν αν δεν επιλέξετε την αφομοίωση.
Αναρωτήθηκα…
Μας αντιμετώπιζαν όντως σαν κατώτερους ή ο διερμηνέας μας ήταν τόσο αγενής που μίλησε προκλητικά τους αξιωματικούς του πλοίου;
Ωστόσο, δεν πρόσεξα σπασμένα φλυτζάνια στα διπλανά τραπέζια… Θα μπορούσαν ίσως να υπάρχουν κάποια στα πιο μακρινά τραπέζια…
Με κυρίευσαν αμφιβολίες. Με ζώσανε φόβοι. Το άγχος μου ολοένα και μεγάλωνε καθώς πλησιάζαμε στην Αυστραλία. Κι όμως, αποβιβαστήκαμε χωρίς προβλήματα.
Λίγες μέρες αργότερα έπιασα την πρώτη μου δουλειά. Στην κουζίνα, στο καφέ του αδελφού μου στο Inverell της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Απομόνωση…
Ωραία, σκέφτηκα. Θα λειτουργήσει σαν προστατευτική ασπίδα στα υποτιμητικά σχόλια και τον ταπείνωση που πρόκειται να αντιμετωπίσω.
Από την άλλη όμως, αυτή η απομόνωση και η ανικανότητά μου να μιλώ την γλώσσα άρχισε να με τρομάζει. Συχνά αναρωτιόμουν… μήπως ήταν καλύτερα να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους και να αντιμετωπίζω την κακία τους από το να περνώ την ώρα μου, μόνος μου, μέσα στην κουζίνα;
Που και που έβγαζα το κεφάλι μου έξω, να δω λίγο κόσμο. Αυτόν τον κόσμο που με είχαν προειδοποιήσει να φοβάμαι. Η καρδιά μου σκιρτούσε όταν έβλεπα καμιά όμορφη κοπέλα.
Πώς είναι δυνατόν αυτή η χώρα να έχει τόσους αρσενικούς αγριάνθρωπους και μια μεγάλη ποικιλία από γοητευτικές νύμφες;
Ήμουν 17 χρονών και η έλλειψη γυναικείας συντροφιάς ήταν πραγματικό μαρτύριο.
Αχ και να μπορούσα να έσκιζα αυτή την “κουρτίνα της διαφορετικότητας” που μας χώριζε!
Όπως ήταν τα πράγματα τότε, κυρίως στα στενά όρια της επαρχίας, δεν υπήρχε περίπτωση μια κοπέλα, Αυστραλέζα, να κάνει παρέα με ξένον, όσο τολμηρή και θαρραλέα να ήταν.
Πρέπει να φύγω, σκέφτηκα. Αυτό δεν είναι μέρος για να ζήσω.
Τελικά αποφάσισα να πάω στο Σίδνεϊ.
Οι πιθανότητες προόδου είναι μεγαλύτερες. Η παρουσία ενός ξένου ανάμεσα στο πλήθος τής πόλης, σίγουρα θα περάσει απαρατήρητη, σκέφτηκα.
Η πόλη δεν με καλωσόρισε. Τα λίγα ελληνικά καφέ που υπήρχαν τότε δεν είχαν κενές θέσεις εργασίας. Η έλλειψη της αγγλικής γλώσσας (ήμουν στην Αυστραλία μόνο έξι μήνες) και το ξένο παρουσιαστικό μου, στέκονταν εμπόδιο στην πρόσληψή μου σε οποιαδήποτε αυστραλιανή επιχείρηση.
Μια μέρα, οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν. Ζητούσαν καθαριστή σε ψυχιατρική κλινική.
Ωραία, σκέφτηκα.
Να μια δουλειά που δεν είναι στις τοπ προτιμήσεις των Αυστραλών.
Εδώ έχω ελπίδες να πιάσω δουλειά…
– Θέλω να κάνω αίτηση για αυτή τη δουλειά, είπα στη νεαρή γυναίκα που ήρθε να με εξυπηρετήσει την ώρα που περίμενα νευρικά στο διάδρομο του νοσοκομείου.
– Μισό λεπτό, μου είπε, και εξαφανίστηκε σε ένα από τα γραφεία, μόλις λίγα μέτρα μακριά.
– Είναι ξένος, την άκουσα να λέει.
Την υπόλοιπη συνομιλία δεν μπορούσα να την καταλάβω.
– Διώξτον, άκουσα έναν άντρα να λέει.
Δεν άργησα να βρεθώ και πάλι ‘ταπί’. Αναγκάστηκα να εργαστώ και πάλι σε κουζίνα, στην επαρχία. Αυτή τη φορά στο Kempsey. Δούλευα 12 ώρες την ημέρα (εκτός Κυριακής) και έπαιρνα 35 σελίνια την εβδομάδα. Τον ελεύθερο χρόνο μου μάθαινα αγγλικά.
Μια μέρα αρρώστησα με μεγάλο πυρετό.
Ψηνόμουν τρία μερόνυχτα. Μόνος, σε ένα κρεβάτι, στον πάνω όροφο του μαγαζιού. Όλοι ήταν πολύ busy, δεν είχαν χρόνο ούτε να μου φέρουν ένα φλυτζάνι τσάι. Το μαγαζί φυσικά, δεν μπορούσε να μείνει χωρίς άτομο στην κουζίνα. Ήδη λοιπόν συζητούσαν τον αντικαταστάτη μου. Αυτός που θα με αντικαταστούσε θα χρειαζόταν το ένα κρεβάτι που ήταν διαθέσιμο. Κι αυτό ήταν κατειλημμένο από μένα!
Όχι. Επρεπε να σηκωθώ. Δεν μπορούσα να είμαι άρρωστος.
Την τέταρτη μέρα σύρθηκα μέχρι την κουζίνα και η μόνη σκέψη που υπήρχε στο μυαλό μου ήταν να μαζέψω γρήγορα το εισιτήριό μου και να γυρίσω στην πατρίδα.
Μέχρι να μαζέψω το εισιτήριό μου είχα πιάσει δουλειά σε ένα άλλο μαγαζί, στο Bundarra, 30 μίλια από το Inverell.
Τα σχέδιά μου ανατράπηκαν. Εδώ βρήκα ανθρώπους ζεστούς, φιλικούς που με έκαναν να αναθεωρήσω τα σχέδιά μου για επαναπατρισμό.
Υπήρχε μια αρμονία περιβάλλοντος και ανθρώπων. Μάλιστα η προϊσταμένη τού νοσοκομείου μού είπε ότι λυπόταν που η καλή κατάσταση της υγείας μου δεν της έδινε την ευκαιρία να με περιθάλψει για μία με δύο εβδομάδες.
Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα…
Ένας άντρας που όταν μεθούσε, μού έκανε τη ζωή δύσκολη. Ερχόταν κατευθείαν μετά την πάμπ, τρικλίζοντας μέσα στο καφέ και με απειλητικό ύφος γρύλιζε:
– Έλα.. μικρέ ντάγκο, να δούμε πως παλεύεις. Με κυνηγούσε γύρω γύρω στο μαγαζί αποφασισμένος να αναμετρηθούμε… Εκατό κιλά αυτός, εξήντα εγώ.
Έτσι για να σπάσει πλάκα.
Αυτό που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν η λέξη «ντάγκο».
Υποτιμητικά σχόλια…
Υπαινιγμοί…
Αυτά πραγματικά πονούσαν.
Ψαχνόμουν συνέχεια. Έψαχνα τρόπους. Έψαχνα λύσεις. Ήμουν φιλόδοξος.
Αποφάσισα να ξαναδοκιμάσω την τύχη μου στο Σίδνεϊ. Δεύτερη φορά και πάλι απέτυχα. Οι Αυστραλοί δεν ήταν έτοιμοι να ανεχτούν τους ξένους. Δεν τους ήθελαν σε μαγαζιά, σε τράπεζες, σε γραφεία… Σε καμμία δημόσια υπηρεσία.
Οι αποταμιεύσεις μου και πάλι λιγοστές…
Αυτή τη φορά έπιασα δουλειά στο Γκόλμπουρν, σε sundae shop. Αυτό που λέμε σήμερα μίλκ μπάρ.
Γκόλμπουρν… Απροσδόκητες εξελίξεις…
Ήμουν 20 χρονών.
Γνώρισα τη Μέι. Μια ελκυστική, μελαχροινή 20χρονη. Ήταν η πρώτη μου αγάπη.
Όταν την πρωτοφίλησα αισθάνθηκα ότι αντάλλαξα φιλί με την Αυστραλία. Η αγάπη της με βοήθησε να δώ την Αυστραλία με διαφορετικό μάτι. Σταμάτησα να βλέπω τους Αυστραλούς ως αλαζόνες και ψυχρούς ανθρώπους που δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με τους θερμόαιμους και ευαίσθητους, μεσογειακούς λαούς.
Οι αναμνήσεις από την πατρίδα πέρασαν πλέον σε δεύτερη μοίρα.
Το μέλλον ήδη άρχισε να φαντάζει φωτεινό.
Βλεπόμασταν μόνο τα βράδια. Στην αρχή αυτό δεν με ενοχλούσε. Γνώριζα πολύ καλά τις δυσκολίες και τις προσπάθειες να πείσει τους γονείς και συγγενείς της ότι ο έρωτας με έναν ξένο δεν ήταν ντροπή.
Πέρασε και ο Ιούνιος και αισθανόμουν ότι η περηφάνειά μου άρχισε να κλονίζεται… η σχέση μας συνέχιζε να είναι “νυκτόβια”.
– Πως μπορούμε να ελπίζουμε σε γάμο εάν δεν αποφασίσεις να αγνοήσεις τις επικρίσεις της κοινωνίας; τη ρώτησα. Το ξέρεις ότι δεν θα με δεχτούνε ποτέ!
– Όλα έρχονται σε αυτούς που έχουν υπομονή, μου απαντούσε. Ορκιζόταν αιώνια αγάπη και ότι δεν θα παντρευόταν κανέναν άλλο…
Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Υπέφερα.
Οι αμφιβολίες σαν το σαράκι έτρωγαν την ψυχή μου.
Θα έβρισκε άραγε την ηθική δύναμη να αδιαφορήσει μπροστά σε όλες αυτές τις κοινωνικές επικρίσεις;
Η μοναξιά και η νοσταλγία για την πατρίδα ξαναγύρισαν στις σκέψεις μου.
Αντίο Μέι. Αντίο Γκόλμπουρν.
Πάμε παρακάτω… Αλλά πού;
Επιστροφή στην πατρίδα, στους δικούς μου ανθρώπους, θα ήταν ο απόλυτος εξευτελισμός.
Για μερικά χρόνια περιφερόμουν από χωριό σε χωριό κάνοντας δουλειές που απεχθανόμουν.
Η παγκόσμια οικονομική ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του ’30 με βρήκε στο Σίδνεϊ άνεργο και άφραγκο.
Όνειρα τσαλακωμένα.
Ξόδεψα και το τελευταίο μου σελίνι…
Ευτυχώς βρήκα να μείνω σε ένα μικρό δωματιάκι, πάνω από ένα sundae shop στο Νιούταουν. Δεν υπήρχε κρεβάτι, μόνο ένα στρώμα, δύο κουβέρτες και μια καρέκλα.
Είχε και ένα μεγάλο, ξύλινο κασόνι μισογεμισμένο με πιατικά και πακεταρισμένο με άχυρο.
Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί, διαπίστωσα ότι είχα και μικρούς συγκατοίκους που πηδούσαν το βράδυ έξω από το αχυρένιο κασόνι και πιλαλούσαν ολόγυρα… Κάτω από τα ρούχα και πάνω στο πρόσωπό μου, για να επιθεωρήσουν το νέο τους επισκέπτη.
Ένας τακτικός πελάτης, ο κ. Μπερν μια μέρα μου είπε:
– Ζητάνε άτομο στο μίνι γκολφ, τρείς ώρες τα απογεύματα. Δεν δοκιμάζεις την τύχη σου;
– Άλεξ, του εξήγησα και το μυαλό μου γύρισε μερικά χρόνια πίσω. Εάν δεν ήμουν κατάλληλος για εργασία σε ψυχιατρική κλινική ανάμεσα σε τρελούς, πώς μπορώ να ελπίζω μια αυστραλέζα να με προσλάβει να εργασθώ για αυτούς που έχουν σώας τας φρένας;
– Πές της ότι σε έστειλα εγώ, πρόσθεσε. Είναι φίλη μου.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν η κυρία αυτή με προσέλαβε.
Τα πράγματα άλλαξαν. Δεν αισθανόμουν πλέον κατώτερος… Εγώ έβγαζα μισθό 35 σελίνια για 18 ώρες την εβδομάδα τη στιγμή που χιλιάδες Αυστραλοί ζούσαν με ένα πενιχρό επίδομα, πέντε σελίνια την εβδομάδα.
Τότε συνέβη και κάτι πολύ πιο όμορφο. Γνώρισα την Βέρα Radnidge. Μια γοητευτική κοπέλα με ροζ μάγουλα και ανοιχτόχρωμα καφέ μάτια. Με την συναίνεση των γονιών της, με πήρε από το μπράτσο και περπατήσαμε μαζί στον κόσμο.
Ευχαριστώ την Αυστραλία που μου έδωσε μια θαυμάσια γυναίκα. Μια σύντροφο που δεν θα άλλαζα με καμμία άλλη στον κόσμο. Ο γάμος μας μού έφερε τύχη και ευτυχία. Η επαγγελματική μου σταδιοδρομία άλλαξε προς το καλύτερο. Εργάστηκα ως εκδότης σε ελληνική εφημερίδα, διευθυντής σε Ελληνικό σχολείο του Σίδνεϊ. κ.ο.κ.
Αισθάνθηκα πραγματικά περήφανος όταν είδα το πρώτο άρθρο μου στα αγγλικά να δημοσιεύεται από εφημερίδα του Σίδνεϊ, τον Μάρτιο του 1938. Η φιλοδοξία μου να μάθω άπταιστα την αγγλική γλώσσα, χωρίς δάσκαλο, δικαιώθηκε.
Πλέον εργαζόμουν ως επίσημος μεταφραστής στα δικαστήρια και καθηγητής Αγγλικών για τους μετανάστες. Ερχόμουν σε επαφή με τους νεοφερμένους. Μιλούσα για την προσωπική μου ζωή και τα δικά μου προβλήματα φέρνοντάς τα ως παράδειγμα και όχι για να τους αποθαρρύνω.
Αισθάνθηκα ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος όταν το Μάιο του 1971, είχα την ευκαιρία να δω τον γιό μου, Βίκτωρα, να αποφοιτεί από το Πανεπιστήμιο της ΝΝΟ. Τα συναισθήματα ανάμικτα. Περηφάνεια αλλά και βαθιά αίσθηση ευγνωμοσύνης στην Αυστραλία.
Την ίδια στιγμή ήρθε στο μυαλό μου η Ελλάδα.
Είτε χαρές, είτε θλίψεις, δεν ξεχνώ ποτέ την χώρα που γεννήθηκα.
Άλλωστε η μάνα Ελλάδα μού εμφύσησε τις ηθικές αξίες που χωρίς αυτές δεν θα μπορούσα να εκτιμήσω αυτά που μου πρόσφερε η Αυστραλία.
The Australian Women’s Weekly printed a frank account by Anargyros of his migrant experience in January 1974, titled ‘Man who found luck in the Lucky Country’ [(Australian Women’s Weekly, 30 Jan 1974)]
This story for Australia Day – the day marking European settlement of this country – tells what happened to a Greek migrant who arrived in 1924, 136 years after the first settler stepped ashore at Sydney… a story of the joys and sorrows that are part of building a nation.
As I am about to complete half a century of life in Australia, a kaleidoscope of events pass through my mind, each of them tending to throw light on the reasons which influence a migrant’s settling in this country or his early repatriation.
There is drama in every migrant’s life, and mine began aboard the Hobson’s Bay during my voyage to Australia in early 1924.
In our group of 16 young Greeks there was an older one, who had been in Australia before and knew enough English to act as our interpreter and adviser. Ιt soon became apparent that
this man had not one good word for Australians, and his daily lectures on their “inborn xenophobia” filled us with foreboding.
“Don’t worry!” he endeavoured to pacify us. “we’re not going there to stay forever. A few years of patience until we grab what we can and then back to sweet home”.
As he believed that most of the ship’s crew were Australians he promptly told them what he thought of them when one day some of us were served with chipped tea cups. As a result, we were warned that we would be put out at the next port of call if we didn’t behave ourselves.
“What did I tell you?’” our man snatched at the opportunity “This is the kind of people you’ll be dealing with in Australia.
“They’ll object to every- thing about you – your complexion, your habits, the sound of your mother tongue, even your industry and progress. You’ll always be looked upon as foreigners, shunned socially and at the same time criticised for not trying to assimilate.”
Were we really being treated as inferior. I asked myself, or was our interpreter so rude and tactless as to provoke the ship’s officers?
Yet, I did not notice any chipped cups on tables adjacent to ours, although there could be some on other tables further away.
Doubts and fears did cause me some anxiety, which tended to increase as the day of landing in Australia came nearer. But when it finally arrived, it was uneventful.
Doubts and fears did cause me some anxiety, which tended to increase as the day of landing in Australia came nearer. But when it finally arrived, it was uneventful.
A few days later. I had my first job. It was in the kitchen of my brother’s cafe at Inverell, N. S. W. The seclusion afforded me protection from the derogatory remarks and humiliations I had been told to expect. At the same time, this isolation, plus my inability to speak English, began to distress me.
I often wondered whether it would not be better to be with people and face their nastiness than spend your time in the fumes of a poky kitchen pining for home.
Occasionally, when peeping into the shop to see how business was conducted with people I had been warned to fear, my heart would leap and throb violently at the
sight of a beautiful girl. How could a country supposedly inhabited by male ogres have such an endless array of enchanting nymphs?
I often wondered whether it would not be better to be with people and face their nastiness than spend your time in the fumes of a poky kitchen pining for home.
Occasionally, when peeping into the shop to see how business was conducted with people I had been warned to fear, my heart would leap and throb violently at the
sight of a beautiful girl. How could a country supposedly inhabited by male ogres have such an endless array of enchanting nymphs?
Being then 17, and emotional, I found the lack of a girl’s company a torture.
If only I could tear down the alien curtain dividing us!
As things were then, especially in the narrow confines of a country town, no Australian girl would bold enough to be seen in the company of a foreigner even if she felt for him strongly.
No, this is not a place for me, I finally decided Ι should go to Sydney where chances of advancement are brighter and your foreign origin perhaps less noticeable in the bustling crowds of a big city.
But the metropolis had no welcome for me when I arrived. The few Greek cafes existing at the time had no vacancies, and my lack of adequate English (I had only been in Australia six months plus my foreign complexion proved a bar to my obtaining employment in any Australian business.
Yet one day my hopes brightened. A cleaner was wanted in a mental hospital.
Ah! I thought to myself, this is a job that Australians would not probably rush and somewhat altruistically let foreigner have it.
“I want this job.” I said to the young woman who came up to me as 1 waited nervously in one of the hospital’s corridors.
Just a minute, please,” she said and vanished into an office a few feet away. “‘He’s a foreigner.” I heard her say among other things I hardly understood.
‘Send him away” a man’s voice replied.
It was not long before I became penniless and forced to accept another kitchen job in the country again. That was at Kempsey. For 35s a week and keep I had to work 12 hours every day except Sunday, which I devoted to the study of English.
Then one day I fell sick with shivers and high temperature. For three days and nights in bed above the shop alone. Everybody was too busy.
None of them could attend me, even bring me a cup of tea during the day.
And as the shop could not be run for long without a kitchen man a replacement was already contemplated. The man lo replace me would need the only bed available, which I myself was
now occupying.No. I could not afford to be sick. When on the fourth day I was feeling a little better, I trudged down to the kitchen, the thought uppermost in my mind was how quickly I could save up my fare and return to Greece.
By the lime I had saved it, I was working in another little town where friendly and warm-hearted Australians made me put aside, at least for the time being, any plans of repatriation. This was Bundarra, a place of not more than a hundred houses nestling peacefully in bushy surroundings 30 miles from Inverell.
Here the serenity of the bushland seemed to be reflected in the mild disposition of the people, and their attitude toward me could be summed up in the hospital matrons often expressed “regret” that my good health denied her the opportunity to nurse me for a week or two.
However, here also was a man who when drunk, made my life a misery. He would come straight from the pub, lurch into the cafe with an ominous grin and growl at me: “Come on you little dago, let’s see how you fight.” He would chase me round the shop determined to pit his 16-Stone mass against my nine and a half just for the fun of it. The word “dago” with its disparaging connotations really hurt.
Seeking ways and means to realise ambitions. I came to Sydney a second time, but again without success. Australians were not yet ready to tolerate the sight of foreigners working in a store, a bank, an office or any branch of the public service.
As my savings ran low I had to accept work in the country again. I his was in a sundae shop (similar to a present-day milk bar) at Goulburn.
Here I met the unexpected. I met May. I was then 20 and she my first love. When I first kissed her. I felt as though I was exchanging a kiss with Australia. Memories of home and the past were already being eclipsed by the splendid vision of the future.
The fact that she made a practice of seeing me only at night (.lid not bother me at first. I was aware of her difficulty in trying to persuade her parents and relatives that falling in love
with a foreigner was not really an outrage.She also was 20, an attractive brunette, and her love soon helped to change my whole view of Australia and its people. Ι no longer saw Australians as supercilious, frigid people with whom sensitive, hot-blooded Mediterranean folk could not live happily in marriage.
The fact that she made a practice of seeing me only at night did not bother me at first. I was aware of her difficulty in trying to persuade her parents and relatives that falling in love
with a foreigner was not really an outrage.However, as June went by I felt that my role of merely a nocturnal companion was prolonged much more than my pride could endure. “How can we ever hope to marry,” I said to her if you dare not ignore the criticisms of your society? You know it will never accept me.”
“Everything comes to those who wait.” she replied and vowed never to marry anybody else.
No. I could not wait any longer, vexed as 1 now was with doubts as to whether she would ever have the moral strength to cast social inhibitions to the winds.
Loneliness and the tormenting thought of returning home seized me once more as 1 bade May and Goulburn good-bye.
Where to now? I pondered. To go back to my people a complete failure would be the ultimate humiliation.
So for the next few years I wandered from town to town working on jobs I despised until the economic depression of the early ‘thirties found me back in Sydney unemployed and penniless.
With dreams crumbled and my last pound frittered away, I was glad to find sleeping accommodation in a small back room above a sundae shop at Newtown, where was no bed or other furniture except a mattress, two blankets and a chair.
I here was also a big wooden box half-filled with crockery packed in straw.
The first night I slept there, I found I had a host of tiny mates living in that room with me. They used to jump out of the straw at night, scamper about the place, get under the bed
clothes or hop onto my face for a closer inspection of their new visitor.“The owner of the miniature golf at Petersham needs a young man to assist her for three hours each evening.” Mr. Burns, a regular customer, told me one day. “Why don’t you try
your luck?”Alex” I exclaimed and my mind flew back a few years. If I wasn’t good enough for a mental job among lunatics, how could I now expect an Australian to employ me among the sane’.’
“Tell her I sent you.” Mr. Burns added. “She’s a friend of mine.”
I could not believe it when this lady accepted me.
Nor could 1 any longer see myself discriminated against when I was earning 35s for an 18-hour week while thousands of Australians lived on five shillings a week dole.
T hen something much more wonderful happened. I met Vera Radnidge, a charming girl with rosy cheeks and light brown eyes. With the full consent of her parents, she readily took my arm and walked out into the world with me.
To this day I feel indebted to Australia for giving me a wife whom I would not exchange tor any other women in the world.
Our marriage has brought me a lot of luck and happiness. 1 have had good positions since editor of a Greek newspaper, principal of the Greek school in Sydney etc.
But my greatest thrill was when I saw my first newspaper article in English published in a Svdney newspaper in March, 1938. A burning ambition to master the English language (with-
out a teacher) was being realised.As an official court interpreter and teacher of English for migrants now. I come into contact with many newcomers, lt is a great pleasure to me to find that after 1 have related to them my story they see their own problems as a challenge rather than discouragement.
My great moment of fulfilment came in May, 1971. when at the conferring of degrees at the University of New South Wales I saw my son Victor receive his with first-class honors in Commerce. It was a proud moment which filled me with a deep sense of gratitude for Australia.
In that same moment I thought of Greece Whether in bliss or in distress. I never forget the land of my birth. After all it was mother Greece who instilled into me those moral virtues, without which I would not have appreciated as fully as I do now, what Australia has given me.
πηγές (links):
https://www.kythera-family.net/en/people/life-stories/anargyros-vretos-fatseas-1907-1998
Featured image: ‘Andy’ Andrew – Anargyros Vretos Fatseas
Teacher, journalist, poet and author, Sydney NSW Australia | Copyright (1957) Victor Andrew Fatseas
https://www.kythera-family.net/en/photos/modern-portraits/andy-andrew-anargyros-vretos-fatseas