Γεννήθηκα στην Μύρινα της Λήμνου από γονείς Μικρασιάτες. Ο Γιώργης και η Δέσποινα ήρθαν στο νησί διωγμένοι από τους Τούρκους. Μικρά παιδιά τότε μεγάλωσαν και αποφάσισαν να παντρευτούν. Απέκτησαν έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Το πρώτο παιδί, ο Νίκος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 12 ετών μετά από ατύχημα.
Οι γονείς είχαν ψαροταβέρνα στο λιμάνι κι εμείς μεγαλώναμε σχεδόν εκεί αφού η μάνα μας δούλευε από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο πατέρας μου αρρώστησε όταν ήμουν δέκα χρονών κι έπρεπε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο της Μυτιλήνης. Τον χάσαμε το 1959 και η μάνα μας έμεινε να παλεύει μόνη για να μας μεγαλώσει.
Τελείωσα το δημοτικό με άριστα, αλλά έπρεπε να μείνω σπίτι να βοηθάω τη γιαγιά μια και ήμουν η μεγαλύτερη από τις δίδυμες αδελφές μου. Ευτυχώς όμως ήρθε στο νησί ο τότε Νομάρχης Λέσβου και με τη δασκάλα μου έπεισαν τη μητέρα μου να με αφήσει να συνεχίσω το σχολείο.
Αγαπούσα τα γράμματα, αγαπούσα το τραγούδι και λάτρευα το χορό. Έπαιζα θέατρο, ήμουν στη χορωδία του σχολείου και χόρευα όταν μου δινόταν η ευκαιρία.
Την αγάπη μου για το χορό διέκρινε μια καθηγήτρια από την Ήπειρο, η κυρία Δεδούση. Ήταν θεολόγος, αγαπούσε όμως την παράδοση και δημιούργησε τη χορευτική ομάδα του Γυμνασίου. Αν και κοντούλα με έβαζε μπροστά γιατί ξεχώριζα από τα άλλα κορίτσια, όπως συνήθιζε να λέει.
Δύσκολα αλλά όμορφα μαθητικά χρόνια.
Από μικρή, μάζευα τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε θέατρο στην αυλή του σπιτιού μας. Μέχρι που μια μέρα με κυνήγησε ο αδελφός μου γιατί δεν ήθελε να γίνω θεατρίνα.
Τα αδέλφια μου ο Γιάννης και ο Αλέκος δεν ήθελαν να συνεχίσουν τη δουλειά των γονιών μας γι΄αυτό και με την πρώτη ευκαιρία έφυγε ο Αλέκος και ήρθε στο Σύδνεϋ. Άρχισε να δουλεύει στον Πανελλήνιο Κήρυκα.
Αργότερα ήρθε και ο Γιάννης με την Ευδοκία και την κορούλα τους, τη Δέσποινα. Στις 31 Αυγούστου το 1964 φτάσαμε στο λιμάνι του Σύδνεϋ με το “Ελληνίς” η κυρά Δέσποινα με τα τρία κορίτσια: την Παρούλα, τη Σοφία και την Τότα. Σκόπευα να μπω στο Πανεπιστήμιο αλλά έπρεπε να δουλέψω για να εξασφαλίσω τα δίδακτρα. Αρχικά με πήρε ο Αλέκος στην εφημερίδα και έτσι βρέθηκα από ένα νησί γεμάτο φως και ομορφιά σε ένα σκοτεινό τυπογραφείο στο κέντρο της πόλης.
Ευτυχώς εκεί γνώρισα τον κύριο Καλομοίρη, μέλος του τότε Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας και μου πρότεινε να δουλέψω σε ένα σχολείο με λίγα παιδάκια, στο Άσφιλντ.
Η αίθουσα μικρή και βρώμικη, στο πίσω μέρος ενός κτιρίου έμοιαζε με κρυφό σχολειό. Δεν άργησα όμως να δώσω ζωή και να γεμίσω με χαρούμενες φωνούλες και τραγούδι το άχαρο εκείνο χώρο. Ήταν αρχές του Σεπτέμβρη όταν άρχισα να διδάσκω και μέχρι το Δεκέμβρη τα 15 παιδάκια έγιναν 35. Δύο ώρες μάθημα και μετά τραγούδι και χορός. Δεν είχαμε μουσική ούτε τις ευκολίες και πολυτέλειες που υπάρχουν σήμερα. Ακόμα και οι γνώσεις μου δεν ήταν αρκετές. Είχα όμως ψυχή και μια απέραντη αγάπη για τα παιδιά αρχικά και μετά για τη δουλειά μου. Δέθηκα με τα παιδιά και τους γονείς και δημιουργήσαμε μαζί ένα πολύ καλό σχολείο.
Είχα την οικογένειά μου, τη δουλειά μου αλλά μου έλειπε το νησί μου, η γειτονιά, οι βόλτες στο λιμάνι, οι συγγενείς, συμμαθητές… Μου έλειπε η θάλασσα γιατί μεγάλωσα στην αγκαλιά της.
Άρχισα να νοσταλγώ και να κλαίω συχνά και να νοιώθω έντονη την επιθυμία να γυρίσω πίσω. Για καλή μου τύχη, γνώρισα δύο υπέροχους ανθρώπους: τον Θεόδωρο Πατρικαρέα και την σύζυγό του Πάτρα. Η Πάτρα δίδασκε στα σχολεία της Κοινότητας και ο Θεόδωρος δούλευε στην εφημερίδα του Θεόδωρου Σκάλκου. Ένοιωθα πολύ όμορφα κοντά τους αλλά έμαθα και πολλά πράγματα δίπλα τους. Μου πρότειναν να παίξω στο θέατρο, μια και ο Θεόδωρος Πατρικαρέας σκηνοθετούσε “Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια”. Έπαιξα την Ισαβέλλη και Μαυρίκιος ήταν ο Γιώργος Καζούρης. Μετά ακολούθησε ο “Καλός Στρατιώτης Σβέιχ”, “Οι μνηστήρες ” με συμπρωταγωνιστές τον Τάκη Καλδή, τον Πέτρο Πρίντεζη κ.α.
Στα τέλη του 1968 γνώρισα τον άνδρα μου, σε ένα κατάστημα γυναικείων ρούχων που εργαζόμουν τα Σάββατα.
Εκείνο το Σάββατο, ήρθε να φτιάξει τη βιτρίνα της κυρίας Πόπης και αυτή ήταν η αρχή μιας μεγάλης αγάπης. Ήταν ψηλός, όμορφος, μορφωμένος, χόρευε ωραία. Όχι ελληνικούς χορούς, αλλά αυτό δεν με ενοχλούσε. Ήταν Γερμανός, αλλά ευτυχώς η μητέρα μου τον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Παντρευτήκαμε εδώ και φύγαμε το Δεκέμβρη του 1969 για την πατρίδα του.
Εκεί κατάλαβα τον πόνο της ξενητειάς. Μακριά από τη μάνα μου και τις αδελφές μου. Δυσκολεύτηκα πολύ να προσαρμοστώ. Μου έλειπαν οι δικοί μου, μου έλειπαν τα παιδιά, το σχολείο, το θέατρο, ο χορός. Υπήρχαν Έλληνες στο Μάνχαϊμ. Οι περισσότεροι όμως άφηναν τα παιδιά τους στην Ελλάδα. Έτσι αναγκάστηκα να δουλεύω σε ένα εργοστάσιο γυναικείων ρούχων.
Τον Μάρτη του 1973 επιστρέψαμε και πάλι στην Αυστραλία. Άρχισα να δουλεύω και πάλι στα σχολεία της Κοινότητς και μάλιστα του Μάρικβιλ που ήταν και το μεγαλύτερο. Δεν έμεινα όμως πολύ γιατί απέκτησα την πρώτη μου κόρη, τη Ρόζμαιρη. Στη συνέχεια ανέλαβα το δεύτερο σχολείο στο Lewisham. Το 1976 απέκτησα τη δεύτερή μου κόρη τη Νικόλ. Η μητέρα μου ζούσε κοντά μου και πρόσεχε τις μικρές όταν δούλευα στο σχολείο. Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια δίδασκα εκεί. Άρχισα με 20 παιδιά και έφτασα τα 200. Οι μαθητές τελείωναν το δημοτικό και ήθελαν να συνεχίζουν και στο Γυμνάσιο.
Από εκεί ξεκίνησε η πρώτη μου χορευτική ομάδα. Δίδασκα χορό μετά το μάθημα και τα παιδιά ένοιωθαν όμορφα. Ζήτησαν οι γονείς να γίνεται το μάθημα πιο συστηματικό…
Πως σας φάνηκαν τα παιδιά του συγκροτήματος κύριε Φρέντυ; ρώτησε η χοροδιδασκάλισσα Παρούλα, τον αλησμόνητο Φρέντυ Γερμανό, μετά από μια επίδειξη που έκανε το συγκρότημά της, σε μια δεξίωση που δόθηκε προς τιμή του συγγραφέα στο Μυτιληναϊκό Σπίτι.
Κι ο άνθρωπος, που όσο λίγοι ήξερε να χειριστεί τον λόγο, είπε επιγραμματικά:
“Αυτά τα παιδιά δεν χορεύουν, αλλά με τον χορό τους στέλνουν μηνύματα”. Δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς πιο απλά αλλά και πιο παραστατικά, όλη την πεμπτουσία και την βαθειά φιλοσοφία των συγκροτημάτων των λαϊκών μας χορών, που τα απαρτίζουν τα νέα παιδιά της παροικίας μας, όσο εκείνα τα γιομάτα αγάπη και ενθουσιασμό λόγια του Φρέντυ Γερμανού, του μεγάλου δημοσιογράφου και συγγραφέα που τόσο πρόωρα χάθηκε.
Την Τρίτη 8 Ιουνίου 1999 στον Ελληνικό Κήρυκα έγραψε για την Παρούλα ο Μπάμπης Ράκης:
Η μεγάλη επιτυχία της Παρούλας, ως καλλιτέχνιδας έγκειται στο γεγονός ότι σεβάστηκε την παράδοση αλλά δεν έμεινε αδιάφορη για τον καινούριο αέρα που πνέει γύρω της, μπολιάζοντας με νέες χορογραφίες τους λαϊκούς μας χορούς που παραμένουν παραδοσιακοί ενώ ταυτόχρονα είναι εμποτισμένοι και με το καινούριο.
Αυτό που ιδιαίτερα συγκινεί την Παρούλα είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη του κόσμου τόσο προς εκείνη όσο και προς τους χορευτές και χορεύτριές της. Δεν είναι μόνο οι συνεχείς προσκλήσεις για να συμμετάσχει το συγκρότημά της σε πάρα πολλές παροικιακές εκδηλώσεις αλλά δέχεται και προσκλήσεις και από άλλες πόλεις της Αυστραλίας. Η ζεστασιά με την οποία υποδέχεται ο κόσμος το συγκρότημά της είναι η καλύτερη ανταμοιβή των κόπων της.
Όμως αυτό που την συγκίνησε ιδιαίτερα ήταν η πρόσκληση που πήρε η ίδια και το συγκρότημά της, από το υπουργείο Αιγαίου να επισκεφθεί τρία ελληνικά νησιά την Χίο, την Σάμο και τη Λήμνο (το νησί που γεννήθηκε) και να δώσουν παραστάσεις.
Για την Παρούλα, η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλη όταν τα “παιδιά” της χόρεψαν στον χώρο του ίδιου Γυμνασίου που είχε φοιτήσει η ίδια πριν έρθει στην Αυστραλία. Όμως δεν ξεχνά και την ζεστασιά και την αγάπη του κόσμου στα μέρη που περιόδευσαν και στα τρία νησιά και έδωσαν παραστάσεις.
Υπάρχει και ένα γεγονός που η Παρούλα θυμάται ιδιαίτερα, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του συγκροτήματός της στην ιδιαίτερη πατρίδα της τη Λήμνο. Ο τότε ταξίαρχος της νήσου, Γιώργιος Μανίας σε μια σεμνή τελετή, παρουσία και στρατιωτών κατέβασε από τον ιστό την κυματίζουσα ελληνική σημαία και της την πρόσφερε, λέγοντας χαρακτηριστικά:
“Εμείς ταχθήκαμε να φυλάμε την πατρίδα, εσείς στη μακρυνή Αυστραλία, ταχθήκατε να διαφυλάξετε την παράδοση”.
Διαβάστε περισσότερα | από το βιβλίο / αφιέρωμα στην Παρούλα Θέρμπ το 2014