Συζήτηση του Γιώργου Μιχελακάκη με την Μέλπω Παπαδοπούλου στο Σίδνεϊ, Σεπτέμβριος 1986
Μ.Π. Γεννήθηκα στην Αθήνα. Η οικογένειά μου ήταν μεσαίας τάξεως οικογένεια, δεν ήταν ούτε πλούσια, ούτε πολύ φτωχή. Πήγα στο Γυμνάσιο. Στην τελευταία τάξη -φυσικά τα παράτησα- γιατί έμπλεξα με τον σύζυγο και ήρθαμε στην Αυστραλία.
Γ.Μ. Γιατί έπρεπε να φύγεις από την Ελλάδα;
Μ.Π. Οι συνθήκες. Φυσικά δεν μπορούσα να σπουδάσω και ο σύζυγος δεν μπορούσε να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο γιατί είχε φασαρίες, ήταν με τα πολιτικά ανακατεμένος και αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ και να δουλέψουμε και παράλληλα -αν ήταν δυνατόν- να σπουδάσουμε. Αλλά ήταν τόση πολύ η δουλειά, μεγάλη η καθημερινή πάλη που δεν μας άφηνε καιρό για σπουδές. Το Σεπτέμβριο του 1955 ήρθαμε στο Σίδνεϊ και κατά τα τέλη του ’55 αρχές του ’56 μπλέξαμε με τον Μαντουρίδη.
Γ.Μ. Τις πρώτες εντυπώσεις/εμπειρίες από την Αυστραλία.
Πολλές, πάρα πολλές δυσκολίες. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δούλευα, που άρχισα να δουλεύω αλλά… ξέρεις, η αγάπη για τον σύζυγο και η αγάπη για το σπιτικό, ας πούμε να δημιουργήσουμε κάτι, μάς έδινε το κουράγιο να μπορούμε να παλεύουμε. Και παλέψαμε πάρα πολύ. Μάλιστα είχαμε πάρει το Μινέρβα ρέστωραν, που είναι πολύ γνωστό σε όλους. Δουλεύαμε πολύ σκληρά εκεί αλλά θέλαμε και μια ‘πνευματική τροφή’. Δεν μπορούσαμε να τη βρούμε πουθενά αλλού, την δημιουργήσαμε στο Μινέρβα.
Στο Ελίζαμπεθ στρητ, το νούμερο 287. Τώρα έχει κλείσει, έχει γίνει τράπεζα αλλά πιο πάνω έχει γίνει ένα άλλο Μινέρβα αλλά δεν έχει καμμία σχέση με το δικό μας. Εκεί άρχισαν να έρχονται -εσύ είσαι νέος ασφαλώς και δεν θυμάσαι- αυτό το τετράγωνο ήταν το τετράγωνο των Ελλήνων. Όλοι οι Έλληνες μαζευόντουσαν εκεί, ήταν κέντρο ας πούμε. Υπήρχαν κι άλλα ελληνικά μαγαζιά αλλά το Μινέρβα ήταν πνευματικό κέντρο.
Γ.Μ. Τι άνθρωποι ερχόντουσαν εκεί;
Μ.Π. Ερχόντουσαν όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της παροικίας. Μάλιστα έχω τα ονόματα γραμμένα κάπου εδώ…
Ερχόταν ο Φακής, ο αξέχαστος Γιάννης Φακής ένας πολύ, πάρα πολύ μορφωμένος άνθρωπος, ήταν δημοσιογράφος στις εφημερίδες.
Ερχόταν ο Γκούμας, ο αξέχαστος Γκούμας ήτανε στο Προξενείο υποπρόξενος, ένας κι αυτός πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος.
Ερχότανε ο Ρέλλας ο Πρόξενος τότε.
Ο Ιγνέλλης, που ήταν από την Αίγυπτο, πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος και αυτός ανακατευόταν πολύ με το θέατρο, εργαζόταν και στο Προξενείο κάποτε.
Ο Γρηγόρης Χρονόπουλος, τον ξέρουμε όλοι τον Γρηγόρη, τώρα είναι στο 2ΕΑ.
Ο Θεοδότου… τον ξέρουμε τον κ. Θεοδότου κι αυτός από την Αίγυπτο, πάρα πολύ… αρκετά μορφωμένος άνθρωπος.
Ο Τζινιώλης… ο γιατρός ο Τζινιώλης που ήταν παιδικός φίλος με τον Βαγγέλη από την Ελλάδα. Τακτικότατος κι αυτός.
Ο Γεωργαντόπουλος ένας… πολύ ‘γεμάτος’ άνθρωπος, μάλιστα μου είχε αφιερώσει και ένα βιβλίο που είχε γράψει με ποιήματα.
Ο αξέχαστος Παϊζης, τακτικότατος ο Παϊζης… τον Παϊζη τον ξέρουμε όλοι πια. Θεός … σχωρέστον, πάει κι αυτός!
Ο Βαλαρής κι αυτός από την Αίγυπτο, κι αυτός καλλιεργημένος άνθρωπος.
Ο Δέρβος που είναι πάρα πολύ διαβασμένος, ξέρει πάρα πολλά πράγματα… Υπάρχει,,, αλλά τώρα δεν πολυανακατεύεται με τα κοινωνικά και τέτοια.
Ο φίλος μας ο Αιμίλιος ο Γκελόγλου… Μάλιστα ο Βαγγέλης τον έλεγε “η ζωντανή εγκυκλοπαίδεια”. θαυμάσιος, μορφωμένος άνθρωπος κι αυτός.
Ο Τσερδάνης ο Γιώργος, που δημιοσιογραφεί.
Ο Πασχαλίδης… και τον Πασχαλίδη τον ξέρουμε, τότε μάλιστα είχε την “Κυριακή” την εφημερίδα του.
Οι δημοσιογράφοι μας ήταν αυτοί…
Ο Άγγελος ο Κούρλιος, ερχόταν κι αυτός.
Ο Σαφαρής, τότε δημοσιογραφούσε, έγραφε στον Πυρσό, στο Βήμα, δεν θυμάμαι.
Ο Νικολαϊδης που είχε το Βήμα, πριν από αρκετά χρόνια. Πέθανε αρκετά χρόνια πριν.
Ο Συνοδινός, δημοσιογράφος κι αυτός.
Ο Τσακναρής, κι αυτός δημοσιογράφος, στην Μελβούρνη νομίζω είναι τώρα.
Ο Καναβάρος κι αυτός δημοσιογράφος.
Α… ποιά άλλα ονόματα μπορώ να σου πω; αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν.
Τελευταίο άφησα τον Φώτο τον Σταύρου και την αξέχαστη Έλενα Σταύρου. Φυσικά τον Χρυσόστομο Μαντουρίδη, τον Αντώνη τον Μαντουρίδη. Αυτοί ήταν πλέον η μόνιμη συντροφιά. Ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ένας πλούτος να τους έχεις κοντά σου. Ήταν συνέχεια μαζί μας. Ήμασταν συνέχεια μαζί τους. Πρωϊ, μεσημέρι, βράδυ για αρκετά χρόνια.
Εγώ θα αναφερθώ -αυτό πρέπει να το διευκρινίσω- σε πράγματα που ξέρω από τότε που ανακατεύτηκα στο θέατρο. Για τα πιο παλιά, σίγουρα καμμιά άλλη μέρα θα μιλήσουν κάποιοι άλλοι.
Η γνωριμία μου με τον Μαντουρίδη
Θυμάμαι ένα βράδυ, θα ήταν κατά τα τέλη του ’55 μέσα ’56 ύστερα από μια διάλεξη που είχε γίνει στην Ελληνική Λέσχη, ήρθε στο μικρό μας ρέστωραν που τον περίμενε ο Βαγγέλης ο σύζυγός μου και δάσκαλός μου, μαζί του κάποιος άγνωστος.
Κατσαρίδα μου λέει, τρυφερό μου παρατσούκλι, έλα να γνωρίσεις τον Χρυσόστομο που σου έλεγα τις προάλλες. Είχαν ξανασυναντηθεί κάπου αλλού και μου μίλαγε συνέχεια σαν μικρό παιδί για ένα φιλαράκι που βρήκε και αισθανόταν σαν να είχε βρει θησαυρό. Δώσαμε τα χέρια και άρχισε η κουβέντα τόσο άνετα λες και γνωριζόμασταν από χρόνια. Ύστερα -αυθόρμητα λέω- έχεις δίκιο Βαγγέλη, ο Χρυσόστομος είναι όπως μου τον περιέγραψες. Ζεστός, απλός, γεμάτος… σε μαγνήτιζε με εκείνη τη βραχνή φωνή του και η καλοσύνη του ήταν απλωμένη στο πρόσωπό του. Δεθήκαμε αμέσως και γίναμε αχώριστοι.
Κάθε βράδυ μαζί άρχιζαν συζητήσεις και αναλύσεις που κρατούσαν μέχρι τα ξημερώματα. Αχώριστοι πάντα ο Φώτος και η Έλενα Σταύρου. Και έτσι η παρέα μεγάλωνε. Δημιουργήθηκαν τα πρώτα στέκια μας στο Μινέβρα την ημέρα -γι’ αυτό και χρεοκόπησε- και τα βράδια στο σπίτι του Χρυσόστομου. Και ποιός δεν ερχόταν εκεί! Θα σας πω μερικά ονόματα, έτσι όπως μου έρχονται ανακατεμένα στο μυαλό.
Από το κόσκινο της ανεπανάληπτης εκείνης παρέας περνούσαν σε ατελείωτες συζητήσεις που βαστούσαν πολλές φορές ως το πρωϊ -όπως λέει και το απόκομμα μιας εφημερίδας που έχω – όλα τα θέματα. Αλίμονο σε αυτόν που πέταγε κοτσάνα! Τον βουτάγανε και του λέγανε… Ή θα φύγεις ή θα κάτσεις να ακούς και θα μαθαίνεις και να μη μιλάς. Και καυγάδες πια… Παναγίτσα μου! Αλλά ωραίοι!
Πρέπει να τονίσω ότι το Συγκρότημα δεν περιοριζόταν μόνο στο θέατρο έκανε κι άλλες πνευματικές κινήσεις που άφησαν εποχή! Διαλογικές συζητήσεις, διαλέξεις, απαγγελίες ποιημάτων κι άλλα πολλά στην Ελληνική Λέσχη που είχε τότε μεγάλες δόξες.
Τώρα θα είσαστε περίεργοι να μάθετε πως ανακατεύθηκα στο θέατρο… που ουδέποτε στη ζωή μου είχα παίξει, ούτε ακόμα και σε σχολικές παραστάσεις.
Ομολογώ ότι μέχρι τώρα δεν το κατάλαβα, φαίνεται ότι για το στραβοπάτημά μου αυτό φταίνε δύο άνθρωποι: ο Χρυσόστομος και ο Βαγγέλης. Ε, βέβαια, σε κάτι θα έφταιξα κι εγώ!
Θα ήταν αρχές του ’63, όπως συνήθως, στο διαμέρισμα του Χρυσόστομου, εκείνος ζωγράφιζε έναν ωραιότατο πίνακα για το Μινέρβα, που όταν μπήκε τελειωμένος πολύ ήρθαν και το θαύμαζαν. Στο αυστραλέζικο περιοδικό Bulletin, είχαν γράψει μια ολόκληρη σελίδα με κολακευτικά λόγια. Όπως λοιπόν ζωγράφιζε ο Χρυσόστομος, ο Βαγγέλης διάβαζε δυνατά τραγωδία, εμένα μου έδωσε να διαβάσω δήθεν για να περάσει η ώρα μου, τον Πυγμαλίωνα. Άρχισα λοιπόν να διαβάζω και αμέσως αφοσιώθηκα στο έργο που μου άρεσε πάρα πολύ και ιδιαίτερα το θαυμάσιο χιούμορ του. Με πιάσανε τα γέλια.
– Τι γελάς, μου λένε;
– Μωρέ αυτό έχει πολύ καλαμπούρι, λέω.
– Ε… δεν μας διαβάζεις και μας λιγάκι να γελάσουμε μαζί, μου λένε.
Οι πονηροί είχαν το σκοπό τους. Άρχισα κι εγώ το διάβασμα δυνατά.
Αυτοί κοιτιόντουσαν μεταξύ τους και κλείνανε το μάτι, δηλαδή νάτο το ψαράκι.
Γελάσαμε όλοι μαζί, τέλειωσε όλο το έργο που ήταν αρκετά μεγάλο και μόλις κλείνω το βιβλίο μού λέει ο Χρυσόστομος:
– Λοιπόν… Ελίζα, πως σου φαίνεται ο ρόλος σου;
– Μέλπω του λέω με λένε… Ποιός ρόλος μου;
– Εγώ, μου λέει, το ξέρω ότι σε λένε Μέλπω αλλά εσύ δεν ξέρεις ότι θα έχεις και δεύτερο όνομα Ελίζα.
– Χρυσόστομε του λέω, άστα αυτά. Δεν θέλω. Κι έπειτα είμαι το πιο ακατάλληλο πρόσωπο.
– Αυτό, μου λέει, θα το κρίνουμε εμείς. Θα παίξεις.
– Όχι λέω δεν παίζω.
Ναι λέει αυτός, όχι ξανά εγώ και πετιέται ο σύζυγος… Βρέ κατσαρίδα, μου λέει εσύ τον αγαπάς τον Χρυσόστομο, γιατί τώρα του χαλάς το χατήρι. Μωρέ τον αγαπάω λέω, αλλά αυτό που μου ζητάει είναι αδύνατο. Πιο εύκολο μου είναι να κάτσω σε αναμμένα κάρβουνα παρά να παίξω θέατρο.
Τέλως πάντων, να μην σας τα πολυλογώ… ούτε σε αναμμένα κάρβουνα κάθησα, ούτε τα ‘όχι’ μου πιάσανε, ούτε τα επιχειρήματά μου για ανύπαρκτο ταλέντο κλπ.
Μία εγώ, δύο αυτοί…
Πάντα η πλειοψηφία κερδίζει.
Και οι δυό άμα σε έβαζαν στο μάτι δεν γλίτωνες από την τσιμπήδα τους. Με στραβό κοιμάσαι, αλλήθωρος ξυπνάς. Άρχισαν οι πρόβες. Σκέφτηκα από μέσα μου να παίζω έτσι απλά, χωρίς να παίρνω ύφος για να μπορέσω να απαλλαγώ. Αλλά δεν έπιασε. Απεναντίας μου λέει ο Χρυσόστομος… Έτσι σε θέλω κατσαρίδα… φυσική. Αυτό είναι.
Την έπαθα. Αλλά μεταξύ μας, στο βάθος φαίνεται ότι μου καλοάρεσε…
Άς έρθουμε τώρα στην παράσταση, στο Ελιζαμπήθηαν.
Γεμάτο.
18 Αυγούστου 1963.
Μου είχε πει ο θεόδωρος ο Πατρικαρέας… Μελπάκι, φεύγοντας από το μαγαζί σας μην ξεχάσεις να φέρεις και μπόλικες πέννες για το καλαθάκι σου.
Κλείνει το Μινέρβα, παίρνω όλες τις πέννες από το ταμείο και τρεχάλα στο θέατρο.
Άρχισε η παράσταση και έρχεται η στιγμή που βγαίνω εγώ. Έπρεπε μόλις βγω με το καλαθάκι μου να κάνω ένα τρακάρισμα με το Θόδωρα, να μου πέσουν κάτω τα λουλούδια και τα λεφτά που είχα μέσα και αφού τον φασκελώσω τον Θόδωρα, να αρχίσω μουρμουρίζοντας να μαζεύω τις πέννες μου. Φαίνεται ότι το παρατράβηξα και μου λέει σε μια στιγμή ο Θόδωρας έτσι όπως είμασταν σκυμμένοι. Έλα Μελπάκι άστα τα υπόλοιπα σήκω…
Τι λες βρε Θόδωρα, του λέω, αυτά είναι από το ταμείο μου, δικά μου.
Τον πιάσανε τα γέλια. Με την άγνοια που είχα νόμιζα ότι πρέπει να τα μαζέψω όλα μπας και δούν οι θεατές ότι μου ξέφυγε κάτι…
Προχωρήσαμε…
Σε μια πράξη έπρεπε να κάτσω σε μια καρέκλα και ο Ζοζέφ να αρχίζει να μου μαθαίνει δύσκολες λέξεις βάζοντας μου μαζεμένες καραμέλες στο στόμα. Εγώ έπρεπε να τις βγάζω, να λαχανιάζω και να αγανακτώ. Ώσπου σε μια στιγμή λέγοντας ‘αϊ στον διάολο’ να πετάξω τις καραμέλες και όπου πάνε. Τις πέταξα φαίνεται με τέτοια φόρα που κάνανε γκελ και πέσανε οι αφιλότιμες πάνω στον Αρχιεπίσκοπο Ιεζεκιήλ. Είναι γεγονός.
Όταν τις είδα κιτρίνισα.
Το έργο συνεχίστηκε. Πολλά έγιναν σε αυτή την παράσταση, ιδίως κατά το τέλος κάποιοι -όπως πάντα συμβαίνουν αυτά- ξέχασαν τα λόγια τους. Εγώ έτρεμα σαν το ψάρι. Το υποβολείο δεν το άκουγαν από πίσω… δεν ξέρω τι τους είχε πιάσει! Τέλος πάντων, πήρα φόρα ξανά και το έργο παίχτηκε θαυμάσια μέχρι το τέλος.
Τα 1300 άτομα που ήρθαν στην παράσταση ήταν πολύ ενθουσιασμένα. Πολλοί ήρθαν πίσω στα παρασκήνια να μας συγχαρούν, και όλοι οι επίσημοι. Σε μια στιγμή βλέπω και τον Σεβασμιώτατο. Ωχ… Παναγίτσα μου λέω. Θα μου πει τώρα… Γιατί βρε τέκνο μου σημάδεψες εμένα με τις καραμέλες; Μήπως ήταν Κοινοτικές;
Αλλά ευτυχώς…
– Μπράβο, παιδί μου λέει, συγχαρητήρια.
– Με συγχωρείτε, του λέω, ξέρετε πόσο στεναχωρήθηκα με εκείνες τις καραμέλες;
– Α, μου λέει… ήταν τόσο γλυκές!
Όλα τελείωσαν ωραία και από κριτικές πια… Θεέ και Κύριε! Άλλοι μας ανέβαζαν στα ουράνια και άλλοι μας κατέβαζαν. Έγινε το γεγονός της παροικίας, το τί κουβεντιάστηκε δεν λέγεται. Αν κάτσω τώρα να τα πώ θα χρειαστεί να ξενυχτήσουμε.
Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο μάς άρχισε ο Χρυσόστομος εντατικές πρόβες για την Εκάβη. Εν τω μεταξύ κάτι είχε συμβεί και ο Φώτος ο Σταύρου άρχισε άλλο έργο με το Προξενείο, την Αντιγόνη. Έγινε τέτοια διάσπαση που έφτασε σε θλιβερές καταστάσεις. Είχαμε χωριστεί σε Εκαβικούς και Αντιγονικούς. Εδώ έχω μια εφημερίδα, ένα απόκομμα μιας εφημερίδας που λέει -αν θα θελήσεις μπορώ να στο διαβάσω αργότερα Γιώργο, για αυτή τη διαφορά που είχε γίνει τότε.
Πρόβες λοιπόν κουραστικές, πολλά πρόσωπα και όλοι διαλεχτοί για τους ρόλους. Η Καίτη Μόσχου έκανε την Εκάβη, εγώ την Πολυξένη, ο Χρυσόστομος το Φάντασμα του Πολύδωρου, ο Βαγγέλης… Οδυσσέας, η Πατρικαρέα κορυφαία, ο Πατρικαρέας Πολυμνήστορας, ο Καλαφάτης Ταλθύβιος και πολλοί πολλοί άλλοι…
Εγώ αφού τελείωνα το ρόλο μου, με τύλιγαν σε ένα σεντόνι και με έφεραν στα πόδια της Εκάβης. Έκανα το πτώμα του Πολύδωρου. Από πάνω μου έπρεπε να χτυπιέται η Εκάβη και να μοιρολογάει. Στις γενικές πρόβες λοιπόν ένιωθα τα χέρια της επάνω στην κοιλιά μου να με πασπατεύουνε και αρχίζοντας να γελάω της λέω…
– Καίτη σταμάτα… γιατί γαργαλιέμαι. Μη μου το κάνεις έτσι στην παράσταση αύριο γιατί θα σκάσω.
– Καλά, μου λέει, μη στεναχωριέσαι θα το θυμηθώ σίγουρα.
Και προχωρούσαν οι πρόβες κανονικά…
Εδώ θα σταματήσω… έπρεπε να είχα την κασέτα να σου έβαζα να ακούσεις έναν καυγά που έγινε στην πρόβα τζενεράλε. Την κασέτα την έχει ο Άγγελος Αδάμ. Θα ήταν πάρα πολύ καλό να στην φέρω.
Υπήρχε τρομερή υπερένταση. Ο Άγγελος που ήταν υπεύθυνος της μουσικής και γενικά όλης της ηχοληψίας αντί μόλις άρχισε ο καυγάς να σταματήσει τη μαγνητοφώνηση, ο αφιλότιμος πήρε όλα όσα ειπώθηκαν, έτσι για γούστο. Είχαμε και έναν ηλεκτρολόγο μεθυσμένο αυστραλό και τα πράγματα αγρίεψαν πολύ. Αν ήταν ο Άγγελος θα τον έβαζα να βάλει την κασέτα… Τέλος πάντων…
Όταν μετά την παράσταση μας έβαλε την κασέτα να την ακούσουμε ο Αδάμ… πώ πώ κοκκινίσαμε όλοι! Αλλά αρχίσαμε τα γέλια. Μετά λέει ο Άγγελος… εγώ δεν τους σβήνω τους καυγάδες, θα τους κρατήσω έτσι όπως είναι. Καλά έκανε και δεν τους έσβησε. Πολλές φορές μας έβαζε και τα ακούγαμε και διασκεδάζαμε…
Αχ ας υπήρχαν όλα αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα εδώ όπως τότε κι ας παίζαμε και ξύλο!
Οκτώβριος 1963.
Μια ολόκληρη ζωή.
Αλλά ας συνεχίσουμε με την παράσταση. Ο Χρυσόστομος όπως έκανε το φάντασμα τυλιγμένος με το σεντόνι το άσπρο, δεν ξέρω με τί τρόπο το είχε τυλίξει και όπως πέφτανε οι προβολείς επάνω του και άρχιζε τα λόγια του, η κοιλιά του που ήταν αρκετά μεγάλη, πήγαινε πάνω-κάτω. Τον κοιτούσαμε πίσω από τις κουίντες και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Η Καίτη πάλι ξεχάστηκε και το γαργάλισμα ξανάγινε. Οι πιτσιρίκες που με κουβαλούσανε από το τρακ που είχα με σέρνανε σαν το τσουβάλι και είχαν παραλύσει τα χέρια τους. Παραλίγο να σπάσω το κεφάλι μου. Σε μια στιγμή όπως η κορυφαία έλεγε τα λόγια της, η Πατρικαρέα, Αγέρι του πελάγου Αγέρι, βλέπουμε ανάμεσα στα σκηνικά με τα τρεχαντήρια έναν ίσκιο. Κάποιος -άσχετος- χάθηκε πίσω από τα παρασκήνια και ψάχνοντας να βρει έξοδο να κατέβει στη σκάλα μπλέχτηκε στα σκηνικά και τον έβλεπαν όλοι, σαν να βλέπανε θέατρο σκιών. Σε μια στιγμή κάποιο χέρι τον βούτηξε και τον τράβηξε έξω, γιατί υπήρχε φόβος να μας ρίξει και τα σκηνικά!
Απίθανο δυστύχημα που δεν μπορείς να το προβλέψεις. Τώρα γελάμε… εκείνο το βράδυ θέλαμε να τον σφάξουμε. Έγινε ένας ψίθυρος στην πλατεία βέβαια, αλλά πέρασε γρήγορα για να μην χαλάσει η ατμόσφαιρα.
Ο ζημιάρης λοιπόν, όπως είναι γραμμένο σε ένα απόκομμα εφημερίδας που το αναφέρει με χιούμορ ο Πασχαλίδης, ήταν ο Ιάσων, θεός σχωρέστον, ένας ηλικιωμένος κύριος, ο θείος της Εκάβης που την έψαχνε κει στα σκοτεινά και αντί να βρεί την Καίτη βρήκε τις βάρκες και τάκανε θάλασσα.
Άλλο ατύχημα…
Κάποιον τον είχε πιάσει διάρροια. Δεν λέω το όνομά του…
Κάθε ένα λεπτό στην τουαλέτα. Πήγαινε ερχότανε, πήγαινε ερχότανε ώσπου σε μια στιγμή τον βλέπουνε χωρίς βρακί. Και με όλες τις πανοπλίες. Βρε, του λένε οι άλλοι, που πάς; Χωρίς βρακί θα βγεις στη σκηνή…
Όχι, λέει ο φουκαριάρης, κοιτάω να δω αν έχω καιρό ώσπου να βγω στη σκηνή… Να πάω ξανά στην τουαλέτα.
Όταν βγήκε να κάνει το ρόλο του ο φουκαριάρης τον λυπηθήκαμε γιατί ξέραμε τι κράτημα θα έκανε… Είχε πάρει και ένα περίλυπο ύφος που ταίριαζε στην περίπτωση. Σε ορισμένες σκηνές έπρεπε να σηκώνει τη φωνή του… Ε, λέγαμε ποιός ξέρει τι σφάχτης του έδινε η κοιλιά του. Ευτυχώς κρατήθηκε. Όταν τέλειωσε και ήρθε στα παρασκήνια πήρε φόρα σα στούκας και καρφώθηκε στο θρόνο του!
Όλα πήγαν καλά και ο κόσμος απολάμβανε το έργο. Που να ήξερε τί είχαμε τραβήξει! Τελειώσαμε και ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος. Γεμάτος το Ελιζαμπήθηαν. 1600 άτομα! Μεγάλες δόξες. Τελειώνοντας για την Εκάβη πρέπει να πω ότι όλο το οικονομικό βάρος το είχε αναλάβει ο θεατρόφιλος γιατρός Τζινιώλης. Το κουράγιο που μας έδινε και η συμπαράστασή του ήταν μεγάλη. Εύχομαι πάντα να βρίσκονται άνθρωποι να στέκονται δίπλα μας για το καλό του θεάτρου.
Έχω μια εφημερίδα που γράφει σχετικά για αυτό. 19 Σεπτεμβρίου 1965.
Μετά ήρθε η σειρά του Αγαπητικού της Βοσκοπούλας. Δόθηκαν πολλές παραστάσεις με πολλή επιτυχία. Εδώ δεν θυμάμαι να είχαμε κανένα δραματικό επεισόδιο. Όλα πήγαν ρολόι.
Ο Τύπος δεν μας βρήκε κανένα ψεγάδι. Έχω όλες τις κριτικές, ακόμα και αυτοί που μας χτυπούσαν πριν τώρα μας λένε μπράβο. Το μόνο που θα ήθελα να σας πω είναι ότι εγώ έραψα όλα τα μπελαλίδικα εκείνα κοστούμια που ήταν πάρα πολλά. Κουράστηκα τόσο που παραμονή της παράστασης λιποθύμησα. Τα ίδια είχα πάθει και στην Εκάβη. Κι εκεί. Ρόλος, πρόβες και κοστούμια. Χαλάλι όμως και πάλι θα το ξανάκανα.
9 Ιουλίου 1966.
Ανεβάζουμε το Βροχοποιό. Παίζουμε Μαριάκης, Βαγγέλης, Καφετζόγλου, Τσερδάνης, Χρηστάκος κι εγώ. Ο Χρυσόστομος έκανε τον πατέρα μου. Παίχτηκε πάρα πολύ ωραία στο Κονσερβατόριουμ, όλοι έφυγαν ικανοποιημένοι, πάρα πολύ ενθουσιασμός, το κοινό χειροκρότησε με κέφι και όχι από ευγένεια γράφει μια εφημερίδα που έχω εδώ…
Το ότι ο Φακής -γράφει η εφημερίδα- έφυγε στο τέλος του έργου, αυτό για μας μετρούσε πολύ. θεός σχωρέστον. Πάντα μετά από κάθε παράσταση, ή πρωϊ-πρωϊ πρώτος ερχόταν να μας συγχαρεί. Αλλά πριν τελειώσω την πορεία μου προς τα πιο κοντινά μας χρόνια, θα κάνω μια παρένθεση για τα λίγο πιο παλιά που παίχτηκαν με αφάνταστη επιτυχία.
Το Φιόρε του Λεβάντε (1962) θαυμάσια κωμωδία
Η χαρτοπαίχτρα (1965) εγώ έκανα το υποβολείο πίσω από τις κουίντες κόντεψε να με πιάσει η καρδιά μου έτσι όπως έπαιζαν την πρώτη πράξη. Ξαφνικά βλέπω ότι λέγανε πράγματα που δεν τα είχε το κείμενο. Γυρίζω τις σελίδες και τι να δω! Κόντευαν να φτάσουν στο τέλος της δεύτερης πράξης. Οι αφιλότιμοι! Παραλίγο να φάνε την πρώτη πράξη ολόκληρη. Ε… τί να κάνω, τους γύρισα πίσω και ορκίστηκα από τότε να μην ξανακάνω υποβολείο!
Το 1966 παίχτηκε Οιδίπους Τύραννος με τρομερή επιτυχία, έργα που μόνο ο Χρυσόστομος μπορούσε να ανεβάσει. Παίξαμε και επιθεώρηση. Γελάσαμε, τραγουδήσαμε ωραία… Αλλά θυμάμαι τον Χρυσόστομο έλεγε ένα αστείο ποίημα που τότε θυμάμαι εκείνο το βράδυ το είχε πει ο Χρυσόστομος και γελούσαμε όλοι. Είχα παίξει και σε αυτή την επιθεώρηση.
Μετά από όλα αυτά τα έργα και τη συνεργασία έφτασε ο καιρός της αποστασίας. Παρέα κάναμε με τον Χρυσόστομο, αλλά θεατρικά χωρίσαμε. Αφήσαμε τον Φωτεινό στη μέση και φύγαμε.
Εμένα με πίκρανε πολύ αλλά ακολούθησα τον σύντροφο. Στο Oxford Street κάναμε μια θεατρική αίθουσα όπως αυτή εδώ περίπου που έχουμε στο Ένμορ. Αυτή ήταν πάντα η διαφορά με τον Χρυσόστομο που δείλιαζε να δημιουργήσει μια στέγη. Φοβόταν τις ευθύνες. Έγινε πάταγος! Όλες οι εφημερίδες έγραφαν “μπράβο, να κάτι που έλειπε από το Σίδνεϊ”. Εγκαίνια, κίνηση, οργασμός. Ανεβάσαμε ξανά τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, ξανά επιτυχίες, ξανά θόρυβος, χαρές για όλους.. Τι τα θέλετε όμως; Έλειπε ο ίσκιος του Χρυσόστομου… Και σε κείνον έλειπε ο ίσκιος του Βαγγέλη. Μαζί δεν κάνανε και χώρια δεν μπορούσαν. Πικραθήκαμε. Πικράθηκε. Δεν τον θυμάμαι καθόλου όμορφα εκείνο τον καιρό. Ήταν φαρμάκι. Έγιναν πολλά. Αρρώστιες, συμφορές, διαλύσαν τα πάντα. Τσακισμένη, όταν πήγα να δω τον Χρυσόστομο εκείνο τον καιρό, μόλις με είδε με πήρε αγκαλιά και κλαίγαμε μαζί. “Κατσαρίδα, μου λέει, πονάω μαζί σου. Μπόρα είναι θα περάσει. Θα ξαναγελάσεις και θέατρο θα παίξουμε ξανά μαζί. Θα δεις… Τι να δω; Εγώ ξαναβρήκα το γέλιο, ξανάπαιξα θέατρο και θα παίζω.
Θα παίζω όσο μπορώ. Όπως εκείνος μου το έμαθε. Όπως εκείνος το ήθελε. Πάντα με καμάρωνε. Εκείνος όμως… εκείνος έφυγε. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…
Όμως αν ο Μαντουρίδης έφυγε από τη ζωή, άφησε τα παιδιά του. Όλοι άξιοι συνεχιστές του. Εμείς από την παλιά φρουρά, οι κολώνες του Συγκροτήματος. Δίπλα του είμασταν και εμείς οι παλιότεροι, ο Άγγελος, ο Φίλιππας, η Στέλλα, η Μίκα, ήταν ο Ζοζέφ, ο Σταυράκης, και πολλά νειάτα, βασικά στελέχη όπως ο Διονύσης με την Σούλα, Λίντα, Σοφία, Φρίντα και πολλούς άλλους. Είναι πάρα πολλά τα ονόματα που αυτή την στιγμή δεν τα θυμάμαι.
Τώρα έχουμε μαζί μας τα νέα παιδιά μας, τον Μιχάλη, τον Δημήτρη, τον Νίκο, τον Χάρη, την Άντζελα, τον Κώστα… Καινούρια πρόσωπα.
Μαζί μας είχαμε και τον Μπάμπη Ράκη που είχε αναλάβει έναν θετικό και δύσκολο ρόλο μέσα στο Συγκρότημα. Επίσης έχουμε και μια πολύ αγαπημένη φίλη του Συγκροτήματος, την Κλειώ Δημοπούλου και όλους από το 2ΕΑ, αγαπημένοι φίλοι του Συγκροτήματος.
Όλοι μαζί έχουμε ένα μεγάλο όνειρο, να μπορέσουμε κάποτε να κτίσουμε ένα Μαντουρίδειο θέατρο… Δεν είναι ωραία ιδέα; Πιστεύω θα έρθει μια μέρα. Να φτιάξουμε το Μαντουρίδειο θέατρο και να έρθουνε κοντά μας όλοι όσοι φύγανε, όσοι πικραθήκανε, να μπορέσουμε να δεθούμε και να μείνει στην ιστορία της ελληνικής παροικίας, ένα θέατρο πολύ ανεβασμένο, ένα θέατρο που έχει βαθειά τις ρίζες του, να φτάσει η επιτυχία του και το όνομά του στην Ελλάδα, να κάνουμε κι εκείνους να καμαρώνουνε, όπως καμαρώνουμε κι εμείς. Νομίζω ότι μέχρι τώρα παρόλη την κούρασή μας ας πούμε, παρόλο τον εκνευρισμό, έξοδα, στεναχώριες, έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα να ανέβουμε αρκετά ψηλά, σιγά-σιγά αλλά σίγουρα ανεβαίνουμε. Το έχουμε πετύχει και πιστεύω ότι όλοι μας θα έρθει η στιγμή που θα λέμε χαλάλι οι κόποι. Πετύχαμε…
συνεχίζεται…