Συζήτηση του Γιώργου Μιχελακάκη με τον Μιχάλη Γαρυφαλλάκη, στο Σίδνεϊ (Ιανουάριος 1987) – απομαγνητοφώνηση Άννα Αρσένη
Γεννήθηκα 29 του Γενάρη το 1940, σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, στη νότια μεριά της Κρήτης συγκεκριμένα, που το λένε Σκινιά. Τον πατέρα μου τον λέγανε Ματθαίο, τη μάνα μου Στυλιανή. Έχω δύο αδέλφια. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός. Η μητέρα μου ασχολιόταν με το σπίτι αλλά και με τη γεωργική. Βοηθούσε τον πατέρα μου όπως κι εμείς φυσικά… όλοι στο χωριό βοηθούσαμε, ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε ο καθένας από τη μεριά του.
Οι οικονομικές μας καταστάσεις την εποχή εκείνη, ήταν δυστυχώς πολύ δύσκολες. Μπορώ να πω… πολύ φτωχές. Πολλές φορές μας έλειπε και το ψωμί ακόμα, να ζήσουμε… να φάμε. Από μικρό παιδί, μόλις τελείωσα το δημοτικό σχολείο αναγκάστηκα να πηγαίνω εδώ και εκεί, να δουλεύω από το ένα σπίτι στο άλλο. Ό,τι μπορούσα να κάνω, σαν παιδί φυσικά…
Αγαπούσα τα γράμματα πάρα πολύ και ήθελα να προχωρήσω στα γράμματα. Συγκεκριμένα ήρθε μια φορά ο δάσκαλος στο χωριό και παρακαλούσε τον πατέρα μου να με στείλει στο Γυμνάσιο. Με χίλιες στερήσεις και χίλια βάσανα με έστειλε στο Γυμνάσιο, αλλά δυστυχώς στο χωριό μας δεν είχαμε γυμνάσιο τότε, και αναγκαζόμουν να πάω σε ένα άλλο χωριό –που ήταν πολύ μακριά από το χωριό μας- και το λέγανε Βιάννο. Έπρεπε να μένω εκεί. Νοίκιασα ένα δωματιάκι μαζί με άλλο ένα χωριανάκι μου και μέναμε μαζί… Αλλά έπρεπε, οπωσδήποτε μια φορά την εβδομάδα, να έρχεται ο πατέρας μου από το χωριό για να μας φέρνει κάτι να τρώμε, να παίρνει τα ρούχα τα άπλυτα και να μας φέρνει πλυμένα, να μας φέρνει ξύλα για το τζάκι γιατί φυσικά δεν υπήρχε ούτε ρεύμα, ούτε τίποτα και μαγειρεύαμε στο τζάκι. Όπως καταλαβαίνεις ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα…
Έτσι… αναγκάστηκα να σταματήσω το σχολείο μόλις έβγαλα τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου.
Ήρθα στο χωριό, έβλεπα ότι δεν μπορούσα να καθίσω στο χωριό μέσα, δεν με σήκωνε ο τόπος, ήμουν ανήσυχο πνεύμα, ήθελα με κάτι να ασχοληθώ, κάτι να κάνω… δεν μπορούσα να μείνω.
Φεύγω και πάω στο Ηράκλειο… Είχα έναν εξάδελφο της γιαγιάς μου, έναν μακρινό θείο (ήμουν τότε περίπου δεκαπέντε χρονών). Δούλεψα για λίγο στο μαγαζί του ως βοηθός… με έστελνε στην τράπεζα για συναλλαγματικές, για θελήματα με το ποδήλατο εδώ κι εκεί. Θυμάμαι έμενα στο σπίτι του, έτρωγα, έπινα μου ΄κανε και κάνα κουστουμάκι το χρόνο, κανά ζευγάρι παπούτσια και μου ΄δινε –θυμάμαι- και 25 δραχμές τη βδομάδα… χαρτζιλίκι.
Εκάθισα περίπου ένα χρόνο εκεί… Μετά λέω μέσα μου… δεν σηκώνει εδώ, μωρέ πάω να φύγω. Κι αφού είχα μαζέψει το εισιτήριο με το καράβι, πήρα μια μέρα το καράβι από το Ηράκλειο -κρυφά απ΄όλους- δεν τόξερε κανένας!
Είχα μια αδελφή του πατέρα μου στην Αθήνα, τη θεία μου… Ήξερα τη σύστασή της φυσικά, αλλά εγώ στην Αθήνα δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Παίρνω λοιπόν το καράβι, κατεβαίνω στον Πειραιά, ρώταγα από δω και από κεί… Μπήκα μέσα σε μια πόλη και χάθηκα! Δεν ήξερα τί να κάνω…
Ρωτάω κάποιον, του λέω βρέ μήπως ξέρεις να μου πείς που είναι τα λεωφορεία που πάνε στο Χαϊδάρι;
Ήξερα ότι η θεία μου έμενε στο Χαϊδάρι.
Μου λέει ένας… να εκείνο θα πάρεις και θα σε πάει στο Χαϊδάρι.
Από παλιές συζητήσεις που είχα κάνει με τη θεία μου στο χωριό που ερχότανε, μου έλεγε ότι, αν έρθεις καμμιά φορά θα κατεβείς στη στάση του ΚΕΔ και το ΄χα τυπώσει στο μυαλό μου… θυμόμουν… στάση του ΚΕΔ.
Πήρα το λεωφορείο, κατέβηκα στη στάση του ΚΕΔ. Ρωτάω έναν περιπτερά… του λέω μήπως ξέρεις καμιά Ειρήνη Κρητικιά, εδώ να μένει;
Μου λέει… παιδάκι μου δεν ξέρω, αλλά εκεί πέρα πάνω, είναι μια ταβέρνα που είναι Κρητικοί αυτοί που την έχουνε και λέγεται ταβέρνα “Η Κρήτη”. Πήγαινε ρώτησε εκεί… θα σου πούνε άμα την ξέρουνε.
Πάω που λές… έψαχνα να βρώ την ταβέρνα “Η Κρήτη”, σε μια στιγμή βλέπω την πινακίδα…
Μπαίνω μέσα λέω…
- Κρητικοί είστε;
- Κρητικοί…
- Μήπως ξέρετε μια… Ειρήνη Κρητικιά;
Ο ένας λέει… ξέρω γω ρε παιδάκι μου, μας ζητάς ψύλλους στα άχυρα… μια Ειρήνη Κρητικιά μέσα στην Αθήνα, που να την ξέρουμε;
Πετάγεται η γυναίκα του όμως και λέει …βρέ την κυρά Ειρήνη λέει, που μένει απέναντι. Βγαίνει η γυναίκα του απέξω, με παίρνει από το χέρι μου λέει… το βλέπεις εκείνο το σπίτι απέναντι; Εκείνο είναι…
Αλλά πως να πάω τώρα εκεί απέναντι; Ήταν μια χωματερή μπροστά μου –που βγάζαν το χώμα για τα καμίνια- κι ήταν μια λίμνη νερό. Η χωματερή είχε γίνει μια πελώρια λίμνη… Δεν μπορούσα να περάσω. Λέω που στο διάβολο να πάω… Κι όπως εκοίταζα απέναντι το σπίτι, βλέπω τη θεία μου απέξω. Βάζω τις φωνές… θεία, θεία Ειρήνη…
Με βλέπει η θεία μου, μου λέει περίμενε εκεί, να έρθω να σε πάρω…
Έρχεται η θεία μου, με παίρνει. Κάθισα εκεί, με πήρε στο σπίτι της. Έμενα φυσικά τσάμπα εκεί. Έτρωγα, έπινα, με περιποιήθηκε η θεία μου, ήταν άκληρη δεν είχε παιδιά. Με αγαπούσε βέβαια… αλλά έπρεπε να ψάξω να βρω και δουλειά, δεν έπρεπε να καθόμουνα. Μια μέρα με παίρνει να πάμε σε μια λαϊκή αγορά που γινόταν εκεί στο Χαϊδάρι. Όπως πηγαίναμε στη λαϊκή αγορά, βλέπω στο δρόμο κάτι εργάτες που σκάβανε την άσφαλτο και φτιάχνανε την άσφαλτο την καινούρια.
Έβλεπα έναν κύριο κρατούσε κάτι χαρτιά … βρέ αυτός γνωστός μου είναι, μα που στο καλό τον ξέρω, μα που τον ξέρω, βρέ που τον ξέρω… μετά θυμήθηκα… λέω μέσα μου πρέπει να είναι κάποιος συγχωριανός μου!
Τρέχω που λες, τον πιάνω, του λέω βρε εσύ δεν είσαι από το Σκινιά, στην Κρήτη;
- Ναι. Εσύ ποιός είσαι;
- Εγώ είμαι της κυρά-Στυλιανής ο γιος. Γιατί άμα έλεγα Γαρυφαλλάκης δεν θα με ήξερε..
- Α!!! Ναι!!! τι γίνεσαι;
- Βρε δουλειά θέλω. Έχεις;
- Μπορείς να σκάβεις, πιάνουν τα χέρια σου;
- Πως δεν πιάνουν;
- Έ… έλα αύριο το πρωϊ να πιάσεις δουλειά.
Πάω την άλλη μέρα το πρωϊ και πιάνω δουλειά εκεί στους δρόμους… Θυμάμαι, έπαιρνα 45 δραχμές μεροκάματο και δούλεψα κασμά και φτυάρι στην άσφαλτο. Η χρονιά πρέπει να ήταν 1956.
Κάθισα στην Αθήνα… Μετά έφυγα από εκεί, κι έπιασα στις οικοδομές δουλειά.
Ήρθε ο καιρός να πάω στρατιώτης. Φυσικά πήγαινα κι ερχόμουνα στην Κρήτη, δεν ξέχασα ποτέ την οικογένειά μου και τους γονείς μου. Συνήθως τους βοηθούσα κιόλας. Όταν περίσσευε κανένα φράγκο τόστελνα στη γριά, τη μάνα μου.
Απολύθηκα από στρατιώτης… φυσικά έμεινα στην Αθήνα. Έπιασα δουλειά στην εταιρεία Υδάτων. Δούλεψα ένα διάστημα εκεί, με την προϋπόθεση ότι θα με κάνανε μόνιμο υπάλληλο. Τελικά δεν μπορούσαν να με κάνουν, γιατί δεν είχα μέσον… δεν υπήρχανε τα προσόντα. Αναγκάστηκα να φύγω. Γινόντουσαν τότε θυμάμαι οι εκλογές του ΄63 και είχαμε έναν βουλευτή από την Κρήτη, από την περιφέρεια τη δικιά μου, τον Μαρή, ο οποίος έγινε και Υφυπουργός Οικονομικών, επί Μητσοτάκη. Όταν ήταν ο Μητσοτάκης υπουργός Οικονομικών.
Μου λέει έλα κάτω στο χωριό να με βοηθήσεις με την προεκλογική εκστρατεία και μεις μόλις θα γίνουν οι εκλογές και εκλεγούμε θα σε βάλω σε καλή θέση.
Εφυγα από την Αθήνα, παράτησα τη δουλειά μου, πήγα κάτω, μου έδωσε ένα αυτοκίνητο -γιατί στο στρατό ήμουν οδηγός αυτοκινήτων και ήξερα να οδηγάω- και γυρνούσα με την περιοδεία του σε όλο τον νομό Ηρακλείου για να μαζεύουμε ψήφους για τον Μαρή. Εδούλεψα πολύ για αυτόν… Φυσικά τζάμπα.
Μόνο που μας τάιζε.
Και …μια υπόσχεση ότι, μόλις εκλεγούμε θα σε βολέψουμε κάπου, θα σου δώσουμε μια θέση. Ε.. και με αυτό το όνειρο εγώ σκιζόμουνα…
Μόλις τελειώσανε οι εκλογές και βγαίνει ο Μαρής –παμψηφεί στο Νομό Ηρακλείου- γίνεται Υφυπουργός Οικονομικών. Πήγαινα κάθε μέρα στο γραφείο του… τι θα γίνει, θα με βολέψεις κάπου;
- Τώρα πού να σε βολέψουμε;
Και ξέρεις… περίμενε και περίμενε και όλο στο περίμενε με είχε…
Τελικά μου λέει, κάτσε εδώ στο γραφείο προσωρινά – γιατί είχε έναν ανηψιό της γυναίκας του που έκανε αυτή τη δουλειά- να βολεύω τους ψηφοφόρους του που ερχόντουσαν από την Κρήτη για διάφορα ρουσφέτια…
Ε.. και τι ζητούσαν οι άνθρωποι; Να τους βάζει στο νοσοκομείο, να πάνε να κάνουνε καμμιά εξέταση για τα μάτια τους, για τα ούρα τους, για τα νεφρά τους… Ε αυτή τη δουλειά πήγαινα κι έκανα εγώ…
Δεν ήταν τίποτα το δύσκολο. Τα λεφτά που μου έδινε όμως, ήταν ψίχουλα. Μια μέρα τσαντίστηκα, τούς τα βρόντηξα κάτω και τους λέω κοιτάχτε, μη με κοροϊδεύετε εμένα γιατί δούλεψα τόσο πολύ καιρό τσάμπα… λοιπόν θέλω να με βάλετε κάπου.
Μου δίνει μια μέρα ο διευθυντής του γραφείου του ένα γράμμα και μου λέει θα πάς στην Χαλυβουργία, στην Ελληνική Χαλυβουργία να πιάσεις δουλειά με αυτό το γράμμα.
Ε λέω, κάτι θα είναι αυτό μήπως βολευτώ σε καμμιά καλή δουλειά.
Πάω στην Χαλυβουργία που λες, με το γράμμα φυσικά… Με πήρανε και με βάλαν εργάτη στα χυτήρια μέσα. Πράγμα που δεν χρειαζότανε γράμμα ούτε από τον Υπουργό ή τον Υφυπουργό. Μπορούσα και μόνος μου να πάω και να χτυπήσω την πόρτα και να πιάσω δουλειά.
Για να με ξεφορτωθούνε…
Ε, κάθισα εκεί, δούλεψα τρία χρόνια. Μετά γνώρισα κάτι παιδιά… φιλαράκια εκεί πέρα. Είχαμε απογοητευτεί όλοι από όλες τις πλευρές… και από την κοινωνική πλευρά της Ελλάδας, και από την πολιτική και από τα πάντα. Το σύστημα δεν λειτουργούσε σωστά. Το κατεστημένο δεν σε άφηνε να προχωρήσεις. Ήτανε τα πράγματα πολύ δύσκολα.
Να σου δώσω να καταλάβεις…
Αφού δούλευα στις οικοδομές -πριν πάω στη Χαλυβουργία- έτυχα σε μια απεργία που κάνανε οι οικοδόμοι. Και τι ζητάγαμε, και τι φωνάζαμε;
Πεινάμε φωνάζαμε! That’s it. Πεινάμε… Και μας λέγανε Κομμουνιστές.
Κομμουνιστής δεν ήμουνα. Αλλά επειδή βγήκα έξω να τους πω ότι πεινάω, μου λένε Κομμουνιστής είσαι.
Τέλως πάντων. Αποφασίσαμε, μαζί με το φίλο μου, να ΄ρθούμε στην Αυστραλία.
Πήγαμε φτιάξαμε τα χαρτιά. Όταν ήρθε ο καιρός να πάρω το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν πολύ δύσκολο να το πάρω γιατί δυστυχώς με είχανε γράψει σαν Αριστερό στην αστυνομία…
Γ.Μ. Για μια απεργία;
Μ.Γ. Και αυτό… Αλλά εν τω μεταξύ είχα νοικιάσει ένα σπίτι στο Χαϊδάρι και έμενα σε μιας σπιτονοικοκυράς -οι οποίοι λεγόντανε Περγαντήδες- και τους θυμάμαι ακόμα γιατί ήταν καλοί άνθρωποι. Τα αδέλφια της δε, ήσαντε δηλωμένοι Κομμουνιστές, ήταν αριστεροί. Τα αδέλφια της πηγαίνανε συνέχεια στη Ρωσία κάθε χρόνο σχεδόν.
Έτυχα μια Καθαροδευτέρα που κάνανε ένα πάρτυ έξω από το σπιτι. Το υπόγειο που νοίκιαζα, εγώ ήταν στην άκρη της αυλής. Καθόμουνα στην άκρη της αυλής, εκεί χάμω και διάβαζα ένα περιοδικό. Αυτοί πίνανε πιο κει, φωνάζανε 1-1-4, δεν περνάει ο φασισμός κτλ γιατί μετά από το ποτό το ρίξανε στα πολιτικά, στο τραγούδι. Η αστυνομία απέναντι έγραφε ποιοί ήσαντε…
Όταν ήρθε ο καιρός να βγάλω το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, όλα αυτά ήταν μέσα. Τώρα θα μου πεις, πώς τα είδα… Τα είδα με τα μάτια μου, γιατί αλλιώς δεν θα το πίστευα!
Γιατί είχα δύο παιδιά, πολύ φίλοι μου οι οποίοι δουλεύανε στη Γενική Ασφάλεια στην Αθήνα και πήγα και τους έπιασα αυτούς, για να μου δώσουν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, γιατί δεν μου το δίνανε για να ΄ρθω στην Αυστραλία. Αυτοί μετά πιάσανε με χίλια βάσανα και εξαφανίσανε τα χαρτιά αυτά κι έτσι κατάφερα να βγάλω το πιστοποιητικό αυτό και να ΄ρθω στην Αυστραλία.
Ήρθαμε εδώ 29 Ιουνίου 1966, στο Φρήμαντλ, μαζί με άλλους δύο φίλους που μέναμε μαζί στην Αθήνα.
Για να είμαι ειλικρινής η Αυστραλία σαν χώρα, σαν μέρος, μου άρεσε αλλά… στην αρχή όταν πρωτοήρθαμε, ενώ μας άρεσε το μέρος, δεν μπορούσαμε να συνηθίσουμε. Η γλώσσα ήταν πολύ δύσκολη -αν και είχαμε πάει στη Σχολή στην Ελλάδα. Στη ΔΕΜΕ -για περίπου έξι μήνες- πηγαίναμε κάθε βράδυ επί δύο ώρες. Είχαμε μάθει ορισμένα πράγματα αλλά δεν μπορούσαμε να τα χρησιμοποιήσουμε εδώ γιατί τα΄χαμε μάθει με την προφορά εκεί, την ελληνική, και ερχόμασταν εδώ και μιλάγαμε και δεν μας καταλαβαίναμε. Ούτε και μεις μπορούσαμε να καταλάβαουμε τι μας λέγανε αυτοί! Δύσκολα τα πράγματα.
Όταν κατεβήκαμε από το καράβι στη Μελβούρνη, μας βάλανε σε ένα τρένο -δέκα η ώρα το βράδυ- και μας φτάσανε ξημερώματα στη Μπονεγκίλα. Σηκωθήκαμε την άλλη μέρα το πρωϊ, βλέπω μια ερημιά μέσα στις παράγκες… λέω ωχ! Γιατί είμαστε εδώ; Καθίσαμε εκεί για την ακρίβεια 44 ημέρες! Μας δίναμε έξι δολάρια την εβδομάδα για χαρτζιλίκι, τρώγαμε και πείναμε εκεί, τζάμπα φυσικά. Μετά βάλαμε τις φωνές και μας διώξανε και μας φέρανε εδώ στο Σίδνεϊ και μας βάλανε στα άλλα χόστελς, εδώ στο Βίλαγουντ.
Γ.Μ. Παραπονεθήκατε δηλαδή;
Μ.Γ. Ναι, παραπονεθήκαμε και μάλλον κάναμε και σαν συλλαλητήριο μεγάλο όλοι οι Έλληνες, γιατί είμασταν πολύ καιρό…
Μας φέρνουνε λοιπόν στο Βίλαγουντ και μας στέλνουνε ένα γκρουπ, καμιά δεκαπενταριά άτομα, στα Water Board. Μας παίρνουνε με ένα φορτηγό και μας πάνε σε μια τοποθεσία, στο Tαραμάρα και με βάζουνε σε ένα χαντάκι που στεκόμουνα όρθιος και κράταγα το φτυάρι και έβαζα και το φτυάρι απάνω και δεν φαινόμουνα ούτε εγώ, ούτε το φτυάρι. Tόσο βαθύ ήτανε… E τότε ήταν που απογοητεύτηκα τελείως! Απογοητεύτηκα πάρα πολύ και ήρθε πολλές φορές που με πιάσανε τα κλάματα και έλεγα.. γιατί να έρθω στην Αυστραλία, ποιός ο λόγος;
Ήταν η προπαγάνδα που μας έπαιζαν τότε στη ΔΕΜΕ. Μας δείχνανε κάτι σλάιντς και ερχότανε κάποιος κύριος Κωτούλας στο όνομα -δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα και που είναι- και μας έκανε μαθήματα και μας έλεγε ότι εκεί θα πηγαίνετε με τα κοστούμια σας στη δουλειά, με τις γραβάτες σας κλπ, θα στέκει το αφεντικό στην πόρτα και θα σας υποδέχεται…
Μας είχε κάνει τέτοια πλύση εγκεφάλου που εμείς βλέπαμε την Αυστραλία σαν έναν παράδεισο. Κι όταν ήρθα εδώ και μου δώσανε έναν κασμά και ένα φτυάρι και με βάλανε σε ένα χαντάκι δύο μέτρα και να βρέχει ο Θεός με το κανάτι το νερό από πάνω και να δουλεύω, νερό από κάτω, νερό από πάνω…
Γ.Μ. Έβρεχε και σας έλεγαν να δουλέψετε;
Μ.Γ. Βέβαια. Δεν ήταν τα πράγματα όπως είναι τώρα. Αν δεν δούλευες τότε, δεν πληρωνόσουν. Δεν είναι όπως τώρα. Τώρα άμα βρέχει κάθονται και πληρώνονται. Τότε έπρεπε να δουλεύεις, δεν πα να ΄ριχνε ο Θεός καρεκλοπόδαρα. Επρεπε να δουλεύεις αλλιώς δεν είχε λεφτά. Για να είμαι ειλικρινής είχαμε πάει πάρα πολλές φορές κάτω στο λιμάνι με ένα φίλο μου μαζί και ψάχναμε να βρούμε ένα ελληνικό καράβι, να φύγουμε έστω και κρυφά από την Αυστραλία. Τόσο πολύ είχαμε απογοητευτεί! Δεν μας άρεσε καθόλου.
Γ.Μ. Δεν είχες κανέναν συγγενή;
Μ.Γ. Ούτε συγγενή, ούτε γνωστό! Ούτε φίλο, ούτε τίποτα. Το μόνο φίλο που είχα ήταν αυτός που είμασταν μαζί στο καράβι μέσα.
Γ.Μ. Κι έψαχνες μετά από πόσους μήνες παραμονής εδώ να φύγεις;
Μ.Γ. Ήρθαμε τον Ιούνιο, μόλις έπιασα δουλειά περίπου τον Αύγουστο, κάθε μέρα μετά πηγαίναμε κάτω στο λιμάνι και ψάχναμε για καράβι να φύγουμε. Δεν μας άρεσε καθόλου! Δεν είχαμε γνωριμίες… Ξέραμε σπίτι – δουλειά! Πηγαίναμε στη δουλειά… ερχόμασταν από τη δουλειά να μαγειρέψουμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας, να σιδερώσουμε, να σφουγγαρίσουμε το δωμάτιο και έτσι περνούσε η μέρα.
Γ.Μ. Στην ελληνική παροικία τότε δεν γινόντουσαν εκδηλώσεις, θέατρο, χοροί…
Μ.Γ. Γινόντουσαν… Αλλά για να πας κάπου έπρεπε να έχεις μια γνωριμία. Κάποιος να σου πει, ότι εκεί γίνεται ένας χορός, πάμε. Εμείς δεν γνωρίζαμε κανέναν.. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν τα πράγματα να φτιάχουν. Αποκτήσαμε γνωριμίες, γνωρίσαμε ορισμένες οικογένειες, κάναμε κι άλλους φίλους και σιγά-σιγά αρχίσαμε να ζούμε μια κάπως κοινωνική ζωή… Πηγαίναμε σε χορούς, όπως είπες προηγουμένως, ε, και σε έναν τέτοιο χορό γνώρισα και την γυναίκα μου και έτυχε να είναι και γειτόνισσά μου εκεί που έμενα. Έτσι παντρεύτηκα… Αρραβωνιάστικα τον Νοέμβριο και παντρεύτηκα τον Ιανουάριο του 1967. Δηλαδή έμεινα περίπου έξι μήνες ελεύθερος εδώ στην Αυστραλία και αμέσως μετά παντρεύτηκα γιατί δεν μπορούσα να ζήσω την εργένικη ζωή εδώ, ήταν πολύ δύσκολο.
Γ.Μ. Έπιασες καλύτερη δουλειά αργότερα;
Μ.Γ. Ναι. Φεύγοντας από το water board γιατί αγανάκτησα με τις συνθήκες που δουλεύαμε εκεί μέσα, έπιασα δουλειά στο Glass Factory, είναι ένα εργοστάσιο που φτιάχνει γυαλικά από το οποίο –νομίζω- όλοι οι παλιοί Έλληνες έχουν παρελάσει από κει μέσα… Όλοι… Κάθισα κι εκεί και δούλεψα περίπου πέντε-έξι μήνες και θυμάμαι ήταν παραμονές που ήτανε να παντρευτώ και αντί για δώρο το εργοστάσιο, με σχόλασε. Παντρεύτηκα, έμεινα έξω από δουλειά, ούτε εγώ είχα δουλειά, ούτε η γυναίκα μου. Καθόμασταν και οι δύο, νοίκια πληρώναμε, λεφτά δεν είχαμε , ήταν δύσκολη η ζωή. Κάποιος φίλος με βοήθησε και έπιασα δουλειά σε ένα άλλο εργοστάσιο που έφτιαχνε ζυγαριές, ξέρεις από τη μικρή που ζυγίζεις τα γράμματα μέχρι τις μεγάλες που ζυγίζεις τα τρένα. Κάθισα κι εκεί λίγο καιρό, είχα έναν Έλληνα foreman ο οποίος ήταν από δεύτερη γενιά στην Αυστραλία, δηλαδή ο πατέρας του ήταν μετανάστης. Αυτός γεννήθηκε εδώ. Κι ήταν γέρος. Πρέπει να ΄ταν γύρω στα εξήντα χρονών τότε. Με βοήθησε πάρα πολύ. Μια μέρα κράταγε την εφημερίδα στο χέρι και μια μέρα μου λέει Μιχάλη -με σπασμένα ελληνικά φυσικά- πάρε αυτή τη διεύθυνση και πήγαινε εκεί να πας ζητήσεις δουλειά και φύγε από δω μέσα. Εδώ δεν έχεις μέλλον. Τι να κάνεις εδώ; Να καθαρίζεις τα σίδερα με τον τροχό να βγάζεις τα μάτια σου; Φύγε και πήγαινε εκεί. Και με στέλνει στην εταιρεία που έγραφε η εφημερίδα ότι ζητούσε εργάτες. Πήγα εκεί, έπιασα δουλειά. Εκεί ήταν καλύτερες οι συνθήκες, είχε καλύτερα χρήματα, δεν δουλεύαμε πολύ. Με στείλανε στο σχολείο αυτοί έξι μήνες και με πληρώνανε κιόλας και έμαθα να κάνω join τα καλώδια τα κεντρικά, τα μεγάλα που περνούν underground, κάτω από τη γη που περνούν το ρεύμα και εδούλεψα περίπου τρία χρόνια εκεί πέρα. Μετά στο διάστημα αυτό απέκτησα και το πρώτο μου παιδί, αγόρασα ένα σπιτάκι μόνος μου –ήταν πιο πολλά τα έξοδα όπως καταλαβαίνεις – δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω με τη γουέτζα αυτή που έπαιρνα εκεί πέρα και αναγκάστηκα να ψάξω να βρω άλλη δουλειά. Και με παίρνει ένας φίλος μου τότε, μου λέει ρε συ έλα στις μπογιές που δουλεύω εγώ στην οικοδομή έχει πιο πολλά λεφτά. Και με παίρνει εκεί που λές… Πήγα κανά χρόνο στην αρχή σαν μαθητευόμενος μπογιατζής, σιγά-σιγά έμαθα –δεν είναι και δύσκολη δουλειά! Έμαθα και έγινα ένας από τους καλούς μπογιατζήδες. Σε δύο χρόνια να σου δώσω να καταλάβεις που δούλευα αυτή τη δουλειά, μετά άρχισα κι έκανα δική μου δουλειά. Λέω γιατί να δουλεύω για τον έναν και για τον άλλον και να μη δουλεύω για πάρτυ μου. Λοιπόν άρχισα και έκανα δική μου δουλειά και από τότε και ύστερα στρώσανε τα πράγματα –δόξα σοι ο Θεός- πήγαμε καλά.
Θεατρική ενασχόληση
Από μικρό παιδί, Γιώργο, το όνειρο της ζωής μου ήταν το θέατρο. Μου άρεσε πάρα πολύ. Μπορώ να σου πω ότι ήμουν ερωτευμένος με αυτή την τέχνη. Αλλά δυστυχώς την εποχή εκείνη επικρατούσανε συνθήκες που -η συγχωρεμένη η μάνα μου και ο πατέρας μου φυσικά- νόμιζαν ότι όταν πας να γίνεις ηθοποιός είτε γυναίκα είτε άνδρας… Αμα ήσουν γυναίκα θα γινόσουνα π@@@άνα κι αν ήσουν άνδρας θα γινόσουνα π@@στης, θα γινόσουνα αλήτης… δηλαδή άνθρωποι χωρίς οικογένεια, χωρίς τίποτα… έτσι είχαν αυτή τη φαντασία αυτοί οι άνθρωποι. Και για αυτό το λόγο μου αποκλείσανε το ενδεχόμενο αυτό και μου λένε ότι αποκλείεται να πας σε αυτόν τον κλάδο.
Γ.Μ. Ποιά εποχή έγινε αυτό;
Μ.Γ. Ήτανε τότε που πήγαινα στο Γυμνάσιο και τους έλεγα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Και συγκεκριμένα στο Γυμνάσιο πηγαίναμε και ανεβάζαμε σχολικά έργα και ήμουν πρώτος και καλύτερος σε όλα τα θεατράκια που δημιουργούσαμε στο Γυμνάσιο και στο Δημοτικό ακόμα. Πρώτη φορά που ασχολήθηκα με θέατρο, ήταν που ένας δάσκαλος εκεί στο χωριό μου ανέβασε τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, ένα κρητικό έργο και έλαβα μέρος και έπαιξα τον Ερωτόκριτο. Κι ήμουν σε ηλικία τότε, 17 χρονών. Έφυγα από την Αθήνα, που ήμουνα, που δούλευα τότε, και τα παράτησα όλα, και τη δουλειά και τα πάντα, μόνο και μόνο για να πάω να παίξω στο θέατρο, στο Σκινιά. Να πάω να παίξω τον Ερωτόκριτο. Τα έσοδα που βγάλαμε τότε τα δώσαμε για μια μικρή εκκλησούλα, την Αγία Παρασκευή, να την κτίσουμε που την είχανε χαλάσει οι Γερμανοί, την είχανε βομβαρδίσει. Και θέλαμε να την ξαναχτίσουμε πάλι από την αρχή. Και θυμάμαι σε μια παράσταση που δίναμε στο Αστόρια στο Ηράκλειο σε ένα σινεμά…
Γ.Μ. Α, δηλαδή η παράσταση δεν περιορίστηκε μόνο στο χωριό;
Μ.Γ. Όχι… γυρίσαμε σχεδόν όλο το Νομό Ηρακλείου! Όλα τα μεγάλα χωριά και στο Ηράκλειο μέσα. Και θυμάμαι συγκεκριμένα, στο Αστόρια όταν παίζαμε, παρακολουθούσε την παράσταση ο Αρχιεπίσκοπος τότε της Κρήτης, ο Ψαλιδάκης και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κι όταν τελείωσε η παράσταση, θυμάμαι ήρθε η Αλίκη Βουγιουκλάκη και με φίλησε και μου λέει να προχωρήσεις στο θέατρο γιατί θα πας πολύ ψηλά, αν προχωρήσεις. Αλλά δυστυχώς δεν την άκουσα, δηλαδή εννοώ για την Ελλάδα.
Γ.Μ. Δεν είχες τις δυνατότητες να πας σε κάποια σχολή;
Μ.Γ. Ναι δεν είχα τις δυνατότητες… το οικονομικό ήταν ως επί το πλείστον. Δεν είχα κάποιον που να με βοηθάει οικονομικώς και να μπορώ να σπουδάσω. Δεν είναι όπως τώρα! Τώρα στην Ελλάδα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Την εποχή εκείνη έπρεπε να έχεις τελειώσει το Γυμνάσιο για να πας στη δραματική σχολή. Ενώ τώρα, δεν … ούτε δραματική σχολή καλά-καλά χρειάζεται. Αμα έχεις ταλέντο μπορείς να πας και να παίξεις. Δεν χρειάζεσαι άδεια να πας να παίξεις στο θέατρο όπως παλιά.
Όταν ήρθα εδώ, δε, διάβασα μια μέρα σε μια εφημερίδα ότι κάποιος θίασος ανεβάζει ένα έργο στο σίτι να πάμε να το δούμε και φυσικά έτρεξα από τους πρώτους. Και τότε ανέβαζαν το θέατρο Τον Καλό Στρατιώτη Σβέικ που έπαιζε ο Πρίντεζης μέσα, κι έπαιζε ο Τάκης ο Καλδής τον στρατιώτη το Σβέικ. Και μου κίνησε την περιέργεια. Λέω, μα είναι επαγγελματίες είναι αυτοί για ερασιτέχνες; Τι είναι αυτοί οι ανθρώποι; Γιατί παίζανε τόσο ωραία!
Δεν μπορεί να είναι ερασιτέχνες… Πρέπει να είναι επαγγελματίες ηθοποιοί! Μετά έμαθα ότι είναι ερασιτέχνες και ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να πάει και να πλαισιώσει το συγκρότημα άμα είχε ταλέντο να παίξει στο θέατρο. Και είχα αποφασίσει να πάω μαζί τους… Στο διάστημα αυτό γνώρισα κάποιον άλλονε φίλο μου, τον Γιώργο τον Πλατιά και μου λέει και γιατί να πας με αυτούς και δεν έρχεσαι μαζί μας στο Μπέλμορ που έχουμε δημιουργήσει ένα ωραίο θεατράκι. Κι αν σου αρέσει το θέατρο, έλα εκεί. Και πήγα στο Μπέλμορ…
Τότε ο κόσμος αγαπούσε το θέατρο, δηλαδή εννοώ υπήρχανε πολλά άτομα που είχαν ενδιαφέρον να παίξουν στο θέατρο. Και όταν πήγα και είδα τόσα άτομα λέω ωχ… τώρα που να έχω το chance τώρα μέσα σε τόσους! Αλλά τέλος πάντων, ας δοκιμάσω. Με πήρανε για το πρώτο έργο να διαβάσουμε που λες, ήταν το πρώτο έργο το Χαμογελάστε παρακαλώ… του Γιαννουκάκη και είχαν δοθεί όλοι οι κεντρικοί ρόλοι και έμεινε μόνο ένας μικρός ρολάκος αντρικός, ο οποίος παρουσιαζότανε στην δεύτερη πράξη λίγο, για ας πούμε ένα τέταρτο περίπου πάνω στη σκηνή. Και λέω παρά καθόλου ας τον πάρουμε αυτό… τα παιδιά μου αμέσως μου λένε, πάρε αυτόν τον ρόλο. Ε, τελικά τον πήρα, τα παιδιά ευχαριστηθήκανε! Με αυτό το έργο κάναμε και ένα τουρνέ στο Μπρίσμπεϊν, δώσαμε και εκεί τέσσερις παραστάσεις. Είχαμε επιτυχία καλή. Όλες οι εισπράξεις ήταν για την Κοινότητα του Μπέλμορ, που τότε κτιζότανε η εκκλησία, οι Άγιοι Πάντες. Μετά από εκεί ακολούθησαν πάρα πολλά έργα τα οποία πού να τα θυμάμαι να σου τα πω όλα!!!
Γ.Μ. Αναμνήσεις που έχουν μείνει στο μυαλό;
Μ.Γ. Ναι… θα φτάω κι εκεί. Αλλά θέλω να σου πω κάτι. Τα πιο χαρακτηριστικά έργα, που μου αρέσανε πάρα πολύ εδώ πέρα, δηλαδή ρόλους που έπαιξα που μου αρέσανε πραγματικά, που τους ένιωθα, ήτανε Τα Αρραβωνιάσματα του Μπόγρη, που έπαιζε τον καπετάν Λεμπέση, τον γέρο τον ναυτικό… ήταν ένας ρόλος που πραγματικά τον ένιωθα τόσο πολύ -τόσο εγώ όσο και η πρωταγωνίστρια που έπαιζε τη γυναίκα μου η Νόλια- που κλαίγαμε απάνω στη σκηνή, πραγματικά. Δηλαδή δεν θέλαμε να μας παρακινήσει κανένας ούτε να βάλουμε κάτι στα μάτια μας για να δακρύσουνε… όχι, κλαίγαμε πραγματικά! Όχι μόνο στην παράσταση αλλά και στις πρόβες μπορώ να πω είχαμε κλάψει. Τόσο πολύ μας άρεσε ο ρόλος.
Γ.Μ. Πότε ήταν αυτό το έργο;
Μ.Γ. Αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1974-75.
Γ.Μ. Στο Μπέλμορ;
Μ.Γ. Όχι στο Technical College… Ένας άλλος ωραίος ρόλος –πάλι ωραίος που έπαιξα ήταν που έπαιζα έναν ψάλτη, στο Μιας πεντάρας νειάτα. Κι αυτός ήταν ωραίος ρόλος, κωμικός ρόλος, χαρακτηριστικός και θυμάμαι πολύ καλά ότι ήτανε και ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός τότε σε μια παράσταση, που παίζαμε στο Μπέλμορ και στην αρχή, που αρχίζω εγώ αρχίζει με ψάλσιμο πάνω στη σκηνή και σοκαρίστηκε ο Δεσπότης. Σου λέει τί θα μου παρουσιάσουνε εδώ και με καλέσανε; θα με κάνουνε ρεζίλι; αλλά μετά αφού προχωρούσε το έργο είδε ότι δεν ήτανε τίποτα το κακό και στο τέλος, όταν τελείωσε το έργο θυμάμαι ότι φώναξε κάποιον και λέει πες σε αυτόν να ρθεί να τον δώ! Και πήγα που λες στον Στυλιανό και μου λέει όλα καλά και άγια, εντάξει, έπαιξες ωραία κλπ αλλά τους ήχους από τα τροπάρια πού τους έμαθες; Τους έλεγες πολύ φυσικά!
Ξέχασα να σου πω ότι, τόσο στο χωριό μου από μικρό παιδί ασχολιόμουν με τα θρησκευτικά στην εκκλησία και έκανα τον ψάλτη, αλλά και στην Αθήνα έκανα τον ψάλτη για λίγο διάστημα σε ορισμένες εκκλησίες, φυσικά χωρίς λεφτά!
Άλλο ένα χαρακτηριστικό πάλι θυμάμαι –που δεν θα το ξεχάσω ποτέ- ήταν το πρώτο έργο που ανέβασε ο Σύλλογος Ελλήνων Φοιτητών του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, και με φώναξε η Μαρία η –αυτή που λέει τα νέα στην τηλεόραση στο τσάνελ 0- η Μαίρη Κωστακίδη, ήταν τότε φοιτήτρια… και ήρθε και με φώναξε να πάω να βοηθήσω τα παιδιά να του κάνω το μακιγιάζ, επειδή δεν ξέρανε… Όχι να παίξω αλλά να τους κάνω το μακιγιάζ. Είχα αποκτήσει κάποια πείρα στον τομέα αυτό και είπα εντάξει, να ΄ρθώ να σας βοηθήσω. Όταν είχαν την τζένεραλ πρόβα μια Πέμπτη βράδυ, τους έκανα το μακιγιάζ, ευχαριστήθηκαν τα παιδιά, κάναν την πρόβα τους, φύγαμε. Πάμε την άλλη μέρα, την Παρασκευή ξανά που είχαν την πρεμιέρα… περιμέναμε που λες να αρχίσει η παράσταση. Ένας κεντρικός ήρωας –ανεβάζανε το έργο τότε το Μιας πεντάρας νειάτα και αυτοί- ένας που παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, ο Μαστροτέγκουλας μπουζουξής, συνθέτης… Λοιπόν αυτόν τον ρόλο λοιπόν τον έπαιζε ένας μθαητής του Πανεπιστημίου και για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν ξέρουμε τι του έτυχε του παιδιού και δεν ήρθε στην παράσταση.
Το θέατρο δε, να έχει σχεδόν 400 άτομα, να είναι είναι σχεδόν γεμάτο και να φωνάζουνε… Είναι η ώρα να αρχίσουνε 8.00 η ώρα. Πάει 8.30, πάει 9.00 και ακόμα να αρχίσουνε. Ο κόσμος άρχισε και φώναζε. Τί θα γίνει, θα αρχίσετε ή να φύγουμε; να μας δώσετε τα εισιτήρια και να φύγουμε. Έρχεται η Μαίρη Κωστακίδη που είχε αναλάβει και όλη την οργάνωση και μου λέει Μιχάλη θα μας σώσεις, να βγεις να παίξεις!
- Ρε παιδιά, εγώ να βγω; Πως να βγω. Δεν ξέρω καν την ιστορία του έργου! Πως να βγω να παίξω!
- Θα διαβάζεις…
- Μα πως θα διαβάζω ρε παιδιά! Εγώ δεν έχω κάνει ούτε ανάγνωση του έργου! Δεν ξέρω ούτε την ιστορία… ποιός είναι αυτός ο τύπος!
Με λίγα λόγια μου εξηγεί ποιός είναι ο τύπος αυτός που ήθελε να τους παίξω, και ανέβηκα πάνω στη σκηνή κρατώντας ένα βιβλίο, αλλά πριν αρχίσει η παράσταση βγήκε η Μαίρη Κωστακίδη και εξήγησε …παιδιά έτσι και έτσι μας έτυχε, ένας μαθητής κάτι του έτυχε και δεν ήρθε και θα δείτε κάποιον ηθοποιό να κρατάει ένα βιβλίο στα χέρια του, αλλά μην παραξενευτείτε γιατί τώρα τον βρήκαμε τώρα σας τον φέρνουμε, προκειμένου να μην αναβάλλουμε την παράσταση.
Βγήκα που λες με το βιβλίο στο χέρι και έπαιξα στην πρώτη παράσταση την Παρασκευή το βράδυ, στην πρεμιέρα. Εν τω μεταξύ είναι κωμωδία το έργο, αλλά έγινε ακόμα πιο πολύ κωμωδία γιατί πολλές φορές ξέρεις, ενώ κοίταζα το βιβλίο, μετά σήκωνα το κεφάλι να απαντήσω, έχανα πού ήμουνα… παιδιά συγνώμη μια στιγμή να βρω που ήμουνα γιατί το έχασα! Γινότανε μύλος!
Βγάλαμε την παράσταση κανονικά. Ο κόσμος χειροκρότησε πάρα πολύ! Το άλλο βράδυ, Σάββατο και Κυριακή που είχαν ακόμα δύο παραστάσεις, δεν χρειάστηκα βιβλίο γιατί κάθισα την άλλη μέρα το Σάββατο και διάβασα και έμαθα το ρόλο καλά απέξω και τον έμαθα. Αλλά δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό! Να πας για μακιγιάζ και να βρεθείς να παίζεις βασικό ρόλο μέσα στο έργο!
Γ.Μ. Έχετε ανεβάσει επιθεωρήσεις που τα έχετε φτιάξει εσείς…
Μ.Γ. Έχουμε ανεβάσει πολλές επιθεωρήσεις εδώ και ορισμένα σκετς τα έχουμε γράψει από μόνοι μας. Δηλαδή όχι συγκεκριμένα ένα άτομο… είμαστε τρία τέσσερα άτομα, και έλεγε ο καθένας την ιδέα του και τα γράφαμε κάτω και βλέπαμε ότι έβγαινε κάτι το ωραίο και το παρουσιάζαμε.
Γ.Μ. Θυμάσαι τη σειρά;
Μ.Γ. Θυμάμαι την εποχή της δικτατορίας… είχαμε ανεβάσει μια επιθεώρηση στο Μπέλμορ, και φτιάξαμε ένα σκετς μόνοι μας. Και παρουσιάσαμε όλα τα ηγετικά στελέχη της χούντας επάνω στη σκηνή.
Γ.Μ. Ποιοί συμμετείχαν;
Μ.Γ. Ο Πέτρος Πρίντεζης, εγώ, ο Νίκος Χριστόπουλος, ο Γιώργος ο Πλατιάς, που καθένας έλεγε και κάτι. Θυμάμαι συγκεκριμένα τον Πρίντεζη που βγήκε κάποια δόση και έκανε τον Παπαδόπουλο και έλεγε Υπεσχέθημεν ότι θα κτίσουμεν φυλακάς και κτίσαμεν φυλακάς…
Ε, κάτι τέτοια γράφουμε ένα σκετς το οποίο βγαίνει καλό και το παρουσιάζουμε.
Γ.Μ. Πόσο κρατάει το κάθε σκετς;
Μ.Γ. Αναλόγως… μπορεί και δεκαπέντε λεπτά, μπορεί και είκοσι… αλλά όχι παραπάνω! Στην επιθεώρηση πρέπει να έχεις πολλά σκετς μέσα. Μια φορά είχαμε ανεβάσει μια επιθεώρησε με ανέκδοτα πολλά. Δηλαδή τα ανέκδοτα που ξέρουμε αντί να τα λέμε, τα παρουσιάσαμε πάνω στη σκηνή. Αυτό είναι κάτι που δεν πιστεύω να το έχει κάνει κάποιος άλλος θίασος… Θυμάσαι κάποιο παράδειγμα…
Να σου πω… Ξέρεις αυτό με δύο έλληνες που βρεθήκανε στη Ρωσία και πήγανε να φάνε σε ένα εστιατόριο… πώς διάολο να συνεννοηθούμε που δεν ξέρουμε τα ρώσικα. Πετάγεται ένας και λέει ρε αφού όλα τα ρώσικα τελειώνουν σε …όφσκι, άστο σε μένα θα το κανονίσω εγώ. Μπαίνουν μέσα στο εστιατόριο και κάθονται σε ένα τραπέζι…
Γκαρσονόφσκι έλα εδώφσκι…Πάει πραγματικά το γκαρσόνι κατευθείαν… Λέει του φίλου του…είδες που ξέρω τα ρώσικα;
Ο άλλος έμεινε με ανοικτό το στόμα. Μπράβο ρε του λέει αφού ξέρεις τα ρώσικα… Λέει πάλι στο γκαρσόνι. Φέρει εδώφσκι, μακαρονόφσκι, φασολόφσκι, σαλατόφσκι και πούσαι κρασόφσκι, πολύ κρασόφσκι!
Φεύγει το γκαρσόνι μετά από λίγο τους πάει μακαρονάδες, κρασί μπράβο ρε παιδί μου, εσύ είσαι ατσίδας. Θα φάμε καλά! Μετά από λίγο φωνάζει το γκαρσόνι να τους φέρει το λογαριασμό. Γκαρσονόφσκι λογαριασμόφσκι
Έρχεται πραγματικά το γκαρσόν αλλά αυτός δεν πίστεψε ότι πραγματικά ξέρει τα ρώσικα. Αφού έλεγε σαχλαμάρες… Ρε γκαρσονόφσκι, έλα δώφσκι. Πως εσύ καταλαβαινόφσκι τα δικά μου τα ρωσόφσκι…Αν δεν ήμουνα ελληνόφσκι, θα τρώγατε παπαρόφσκι!
Αυτό τώρα το παρουσιάσαμε εμείς ζωντανό πάνω στη σκηνή, με τους ανθρώπους που πήγανε στη Ρωσία, με το γκαρσόνι. Το ίδιο έγινε και με πολλά άλλα ανέκδοτα. Παρουσιάσαμε ολόκληρη επιθεώρηση μόνο με ανέκδοτα!
Άλλη μια ωραία επιθεώρηση που φτιάξαμε, παλιά, γύρω στο 1975, αυτή ήταν το γιουσουρούμ που πήραμε όλους τους τυπικούς ήρωες της εποχής εκείνης του γιουσουρούμ, δηλαδή πήραμε τον πορτοφολά που έκλεβε τα πορτοφόλια, πήραμε αυτόν που πούλαγε τις γραβάτες, αυτόν που πούλαγε τις κάλτσες στα πεζοδρόμια, πήραμε τον… αν θυμάσαι παλιά στην Αθήνα ήταν ένας που γυρνούσε και πουλούσε μια σκόνη ότι δήθεν καθαρίζει τα δόντια και ότι σταματάει τον πονόδοντο και μπορείς να βγάλεις δόντια και φυσικά τους αβανταδόρους που ήτανε δίπλα… λοιπόν παρουσιάσαμε ολόκληρο το Μοναστηράκι όπως ήτανε επάνω στη σκηνή.. με τους χαρακτήρες του, με τους παλιούς χαρακτήρες. Αυτό το σκετς φυσικά το γράψαμε μόνοι μας.
Αυτό κράτησε περίπου μισή ώρα γιατί ήταν και το κεντρικό σκετς της επιθεωρήσεως και είχε πάρει και το όνομά του η επιθεώρηση όλη! Αλλά ήταν τόσο ωραίο, τόσο διασκεδαστικό…
Γ.Μ. Ποιοί το δουλέψατε;
Μ.Γ. Πάλι οι ίδιοι… ο Πλατιάς, εγώ, ο Πρίντεζης, ο Χριστόπουλος, ο Γιώργος Σαβανής. Ότι θυμόταν ο καθένας. Παρουσιάσαμε, ήταν κάποιος που έλεγε το Πανώραμα, που το λέγανε που είχε ένα τραπεζάκι, είχε ένα φακό και ένα τζάμι και κοίταγες μέσα, έριχνες δύο δραχμές, και έβλεπες διάφορα τοπία της ζούγκλας. Έβλεπες ένα λιοντάρι, έναν ελέφαντα. Και ο τύπος αυτός φώναζε, περάστε κύριοι να θαυμάσετε το παιδί ζαρκάδι… πάει λοιπόν ο πιτσιρικάς, είχαμε έναν πιτσιρικά – όχι έναν είχαμε πολλά μικρά παιδιά μέσα- και του δίνει το δίφραγκο, το βάζει μέσα στη μηχανή, κοιτάζει μέσα στη μηχανή περάστε κύριοι να θαυμάσετε το παιδί-θαύμα έλεγε αυτός, δεν βλέπω τίποτα μπάρμπα πετάγεται ο πιτσιρικάς… σκούπισε τη μίξα σου μικρέ θολώνει το τζάμι … στην ουσία δεν έβλεπες τίποτα μέσα, ήταν μόνο και μόνο για να τα οικονομήσει αυτός! Εκεί είχαμε και τρεις τύπους οι οποίοι ήταν πλανώδιοι πωλητές. Ένας πουλούσε γραβάτες, ο άλλος μπανέλες για τα πουκάμισα –θυμάσαι την παλιά εποχή που πουλάγανε- και ο άλλος κάλτσες. Και τους κυνηγούσε η αστυνομία από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Αυτά όλα γινόντουσαν πάνω στη σκηνή… Και μετά που έγινε όλη αυτή η αναμπουμπούλα και τους κυνηγάει η αστυνομία και εξαφανίζεται η αστυνομία με αυτούς μαζί μαζί, μετά από λίγο ξαναπαρουσιάζονται και πάλι με τα μπογαλάκια τους στην πλάτη και αρχινάνε να τραγουδάνε ένα τραγούδι που το είχαμε γράψει εμείς μόνοι μας… και έλεγε μας κυνηγάνε ρε παιδιά οι χωροφύλακες και οι αστυφύλακες, την κάθε μέρα, μες στη ζωή μας σκοτωνόμαστε και αγωνιζόμαστε βρε νύχτα-μέρα. Ήταν ένα πολύ ωραίο τραγουδάκι, συγκινητικό! Και τη μουσική την είχε γράψει τότε ο Γιάννης ο Κάλας.
Γ.Μ. Έλληνας;
Μ.Γ. Ναι. Δεν ξέρει αν είναι ακόμα εδώ γιατί έχω πάρα πολλά χρόνια να τον δω. Πολύ καλός μουσικός, έπαιζε και στη μουσική του Δήμου Αθηναίων πριν έρθει εδώ.
Γ.Μ. Εδώ έκανε τον μουσικό;
Ναι για ένα διάστημα. Ήταν και διευθυντής στην ορχήστρα Αττική παλιά. Αυτή την επιθεώρηση την ανεβάσαμε με την Αττική, την ορχήστρα, γιατί όλα τα παιδιά της ορχήστρας αυτής αγαπούσανε το θέατρο. Και ερχόντουσαν τα παιδια αφιλοκερδώς –κάναμε πρόβα τρεις φορές την εβδομάδα – μια φορά την εβδομάδα απαραιτήτως και κάναμε πρόβες μαζί μας για τα μουσικά κομμάτια της επιθεωρήσεως.
Γ.Μ. Σε πόσα έργα έχεις πάρει μέρος;
Μ.Γ. Εκτός από τις επιθωρήσεις που έχω παίξει σε αρκετές, πολιτικές σάτιρες, όπως της Ελλάδας το Κάγκελο, Μας πρήξανε τα ούμπαλα, που παιζότανε ταυτοχρόνως στο Ακροπόλ στην Αθήνα και το παίζαμε κι εμείς εδώ –τώρα πως έγινε αυτό είναι δικό μας μυστικό-.
Γ.Μ. Πότε;
Μ.Γ. Πριν δύο χρόνια περίπου. Όπως το παρουσιάζανε στην Ελλάδα το παίζαμε κι εμείς εδώ. Ακριβώς τα ίδια. Δεν είχαμε αλλάξει τίποτα. Είχαμε κόψει λίγο, ξέρεις τα πολύ βρωμόλογα γιατί θεωρήσαμε ότι η παροικία μπορεί να μην τα σηκώσει αυτά τα πράγματα. Αν και είχαμε αφήσει αρκετά! Όπως αποδείχθηκε ο κόσμος το δέχτηκε, δεν σοκαρίστηκε.
Γ.Μ. Πότε αναμίχθηκες με το χώρο της τηλεόρασης;
Εγώ άρχισα πριν περίπου 12 χρόνια όταν στο τσάνελ 2, είχαν κάνει ένα σήριαλ. Ο τίτλος του ήταν Over there, {εκεί πέρα}. Η ιστορία του ήταν με τον πόλεμο του ΄40 που πολεμούσαν οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στην Ελλάδα. Και μεις φυσικά οι Έλληνες τους κρύβαμε εδώ και κει, βοηθούσαμε και κάναμε τα σαμποτάζ μαζί, πολεμούσαμε μαζί τους Γερμανούς. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία ιστορία, ένα πάρα πολύ ωραίο σήριαλ που δυστυχώς δεν το είδε το ευρύ κοινό, διότι το παρουσίασε το τσάνελ 2, που δυστυχώς οι μετανάστες δεν το παρακολουθούνε πολύ… Είχα λάβει μέρος σε αυτό το σήριαλ. Είχαν πάρει μέρος πολλοί Έλληνες. Εγώ συγκεκριμένα έπαιζα δύο ρόλους. Έπαιζα έναν τσοπάνο Έλληνα πάνω στο μαντρί, αλλά έκανα κατασκοπεία στους Γερμανούς και βοηθούσα τους Εγγλέζους, τους Αυστραλούς, τους Νεοζηλανδούς και τους έκρυβα στο μαντρί μου. Όλη η αντίσταση ξεκινούσε από το μαντρί το δικό μου. Πολλές σκηνές γυρίστηκαν πάνω στο Κατούμπα, στο Νάτιοναλ Πάρκ και οι εσωτερικές σκηνές στο στούντιο του τσάνελ 2. Έλαβε μέρος και ο Πρίντεζης σε αυτό το έργο, η Νόλια Καραφυλλάκη, ο Κατσιμπούμπας, ο Γιώργος ο Πλατιάς, που έπαιζε έναν αξιωματικό Έλληνα… μετά ανέβασε πάλι το τσάνελ 2 ένα άλλο έργο, το Pig in a Poke – νομίζω γουρούνι στο σακί είναι ο ελληνικός τίτλος. Έλαβα και εκεί μέρος αν και αυτό το έργο χαρακτηρίστηκε από την ελληνική παροικία ότι μας θεωρούσε υποανάπτυκτους εμάς τους Έλληνες. Για να είμαι ειλικρινής εγώ δεν ήξερα την ιστορία αυτού του έργου γιατί δεν μου είχαν δώσει το σενάριο να το διαβάσω όλο από την αρχή. Μου δώσανε μόνο το ρόλο μου. Αν ήξερα το σενάριο δεν θα έπαιζα. Γιατί πραγματικά έθιγε την ελληνική παροικία. Έδειχνε τις γυναίκες – μετανάστριες που ερχόντουσαν από τα χωριά και ήταν τελείως αγράμματτες, και ακόμα δεν ξέρανε πως να προφυλαχτούνε από τον άντρα τους να μην πιάσουν παιδί! Γίνεται τώρα μια ελληνίδα να μην ξέρει πως να προφυλαχθεί από τον άντρα της; και συγκεκριμένα ήταν μια σκηνή που έδειχνε μια κοινωνική λειτουργό που έκανε μαθήματα στις ελληνίδες γυναίκες και κρατούσε ένα προφυλακτικό στα χέρια της και έκανε μαθήματα… αυτό είναι προφυλακτικό και το βάζουνε εκεί και τους έλεγε πως να το χρησιμοποιήσουνε. Η ελληνίδα αν ξέρω καλά, από αρχαιοτάτων χρόνων δηλαδή από τότε που βγήκαν τα προφυλακτικά τα ξέρει… δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς για αυτό το πράγμα. Αυτό το πράγμα ήταν υπερβολικό. Όπως επίσης κάτι άλλες σκηνές που έδειχνε τον Έλληνα πατέρα σαν δραγουμάνος της οικογένειας, έμπαινε μέσα αυταρχικός, πέταγε την τσάντα στη μέση στο σαλόνι και φώναζε γυναίκα καφέ. Θέλω να πω, μπορεί να υπάρχουνε Έλληνες να το κάνουμε αυτό αλλά όχι έτσι με αυτό τον τρόπο… Μπορεί να μπει από το εργοστάσιο, κουρασμένος όλη μέρα στη δουλειά και να μπει μέσα και να πει στη γυναίκα του γυναίκα κάνε μου ένα καφέ σε παρακαλώ. Κι εγώ ο ίδιος το λέω αυτό στη γυναίκα μου αλλά δεν πετάω την τσάντα μου εδώ και κει και να φωνάζω γυναίκα μου κάνε μου καφέ! Με τον τρόπο που φώναζε αυτός! Έθιγε λιγάκι. Μετά που έγινε το τσάνελ 0, γράφτηκε ένα σήριαλ, the Girl from Steel City, το οποίο ήτανε η ιδέα ενός αυστραλού που αγαπάει τους Έλληνες. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Ζούσε στο Πορτ Κέμπλα μαζί με μια οικογένεια Ελλήνων και ότι έγινε σε αυτή την οικογένεια, το σκέφτηκε, το έγραψε κάτω, το έδωσε βέβαια μετά σε έναν Έλληνα συγγραφέα, σεναριογράφο ας πούμε, ο οποίος μένει εδώ και έχει γεννηθεί εδώ, τον Άγγελο τον Λουκάκη και το παρουσιάσαμε στην τηλεόραση. Γυρίσαμε στην αρχή 15 επεισόδια. Εγώ παίζω τον πατέρα της οικογένειας, η Νάνσυ Καρουάνα παίζει τη γυναίκα μου, η Έλλη Χάρτ η οποία είναι ελληνίδα, αλλά το επώνυμο δεν λέει τίποτα γιατί έχει παντρευτεί και έχει πάρει του άντρα της το επώνυμο, έχει παντρευτεί αυστραλό, και ο Σταμ ο Κούρος, Έλληνας, γεννημένο το παιδί εδώ στην Αυστραλία, ελληνοαυστραλός, παίζει το γιο μου το μεγάλο και ο Τζίμης ο Σπυριδόπουλος παίζει το γιο μου το μικρό, τον Βαγγέλη. Ένα πολύ ωραίο σήριαλ που γενικά δείχνει όχι μόνο την οικογένεια την ελληνική, του Έλληνα μετανάστη αλλά γενικά όλων των μεταναστών. Kαι οι Ιταλοί και οι Γιουγκοσλάβοι και οι Λιβανέζοι θα βρούνε κάτι από τον εαυτό τους μέσα σε αυτό το σήριαλ. Που εμείς οι Ελληνες, όχι μόνο εμείς οι Έλληνες αλλά όλοι οι μετανάστες θέλουμε τα παιδιά μας να τα έχουμε κοντά μας, να μη φύγουν από το σπίτι όταν θα πάνε 16 χρονών, να πάνε να νοικιάσουν αλλού και προσπαθούμε μα με το καλό, μα με το ζόρι να τα κρατήσουμε. Όσο μπορούμε πιο πολύ μέσα στην οικογένεια, να μην παραστρατήσουνε, να μη φύγουνε από κοντά μας γιατί το θεωρούμε προσβολή να φύγει το παιδί μας από το σπίτι και να πάει να νοικιάσει, να μένει αλλού τη στιγμή που έχουμε σπίτι εμείς. Δείχνει όλα αυτά τα δράματα της οικογένειας αυτής, καθένας μετανάστης μπορεί να βρει τον εαυτό του μέσα και τα παιδιά τα αυστραλογεννημένα που τους φωνάζουν ο πατέρας τους να μην ξενυχτάνε, να μην γίνουνε αλήτες, να μην καπνίζουνε, όλα αυτά τα βρίσκουνε και τα παιδιά και οι μεγάλοι. Μέχρι στιγμής έχουμε γυρίσει 23 επεισόδια και ελπίζω ότι θα συνεχιστεί με ακόμα περισσότερα. Λένε ότι θα φτάσει τα πενήντα. Τώρα κατά πόσο αληθεύει…
Γ.Μ. Το κείμενο το επιτρέπει;
Ναι, το κείμενο έχει περιθώρια πάρα πολλά. Το μόνο πρόβλημα είναι το οικονομικό γιατί χρειάζονται τεράστια έξοδα για αυτή την παραγωγή. Όταν άκουσα ότι χρειάζεται 45.000 δολάρια έξοδα για μισής ώρας σήριαλ… έμεινα με ανοιχτό το στόμα.
Γ.Μ. Πώς σας αντιμετωπίζουν εσάς τους μετανάστες; γίνονται διακρίσεις; Πολλά νέα παιδιά υποστηρίζουν ότι γίνονται διακρίσεις και τους δίνουν μόνο ρόλους μεταναστευτικούς… Πιστεύεις ότι ισχύει κάτι τέτοιο;
Για να είμαι ειλικρινής, σε αυτό το πράγμα έχουνε δίκιο. Κι εγώ το αντιμετώπισα… κι ήμουν σίγουρος ότι αν βρισκόταν ένας αυστραλός που να ξέρει τα ελληνικά που ξέρω εγώ, θα χρησιμοποιούσαν αυτόν και όχι εμένα σε αυτό το έργο. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας Αυστραλός. Ευτυχώς για μένα, δυστυχώς για αυτούς. Και για αυτό με χρησιμοποίησαν… μόνο και μόνο επειδή ξέρω τα ελληνικά.
Γ.Μ. Δηλαδή μας χρησιμοποιούν από ανάγκη;
Ναι. Όχι μόνο τώρα, αλλά και από παλιά. Και σε αυτό το έργο που ανέφερα πιο πριν το Over there, χρησιμοποίησαν πολλούς Έλληνες και σαν κομπάρσους και για μικρούς ρόλους αλλά μας χρησιμοποιήσανε γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Έπρεπε να βάλουν και το ελληνικό στοιχείο μέσα. Και δεν είχαν να διαλέξουν. Αναγκαστικά έβαλαν τους Έλληνες. Ξέρω πολύ καλά ότι εμάς μας κοροϊδεύουνε και συγκεκριμένα τα πρώτα επεισόδια που γυρίσαμε για το έργο αυτό, τα γυρίσαμε στο στούντιο του Χάρι Μάικλ και είχα ένα φίλο μου ο οποίος ήταν διευθυντής φωτισμού και ήταν Έλληνας. Ο Γιώργος Νικολάου συγκεκριμένα ο οποίος μιλάει τα ελληνικά πολύ καλά και τα εγγλέζικα φυσικά. Είχε πάντοτε τα ακουστικά στα αυτιά του και άκουγε τις οδηγίες που τού έδινε ο σκηνοθέτης. Τα ακουστικά αυτά που φοράνε στα αυτιά τα φοράνε όλοι οι υπεύθυνοι και εν τω μεταξύ μιλάνε μέσα στον caravan που είναι το synthesizer, εκεί που μπαίνουν οι τρεις κάμερες στο mixer και γίνονται μία, και μου έλεγε πολλές φορές Μιχάλη αν άκουγες τι βρισίδι σας πετάνε την ώρα που μιλάτε ελληνικά, θα σηκωνόσουνα να έφευγες. Εγώ έχω -όπως βλέπεις- υπεύθυνη θέση και ένα καλό μεροκάματο και δεν μπορώ να τους βρίσω γιατί άμα τους βρίσω θα με διώξουνε. Γι΄αυτό κάθομαι γιατί έχω ανάγκη. Εγώ δεν τους άκουγα, φυσικά, γιατί αυτά τα λέγανε μεταξύ τους… μπροστά μας δεν μπορούσανε να πούνε τίποτα γιατί την απάντηση την είχαμε… Μια μέρα, θυμάμαι, η Νάνσυ Καρουάνα αρπάχτηκε, τσακώθηκε με την production manager, μια κοπέλα η οποία –δυστυχώς- ήταν κι αυτή μετανάστρια, Γερμανίδα και όμως ήθελε να κάνει την έξυπνη… Κι ενώ της είπε η Νάνσυ ότι την τάδε μέρα έχω important job, πρέπει οπωσδήποτε να φύγω μία η ώρα από το στούντιο, αυτή δεν την έλαβε υπόψιν της και της λέει όχι δεν μπορείς να φύγεις… ενώ της είπε στην αρχή θα κανονίσω το πρόγραμμα ούτως ώστε να έχεις τελειώσει για να μπορέσεις να φύγεις… Αυτή κανόνισε το αντίθετο. Κανόνισε να την έχει εκεί πέρα μέχρι τις 6 η ώρα…
Συνεχίζεται…
…
…