Ο συγγραφέας του θεατρικού έργου “Συντάξεις της ντροπής” με το ψευδώνυμο Κώστας Σουλιώτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα, γεννήθηκε σε ένα μακρινό χωριό της όμορφης Ακράτας, την Αγία Βαρβάρα, από του Χέλμου τα μέρη, από κει που γεννήθηκε ο θρύλος της “Γκόλφως”, αφού σε γειτονικό χωριό γεννήθηκε ο συγγραφέας της Περισιάδης.
Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Ακράτα, όπου είχε την τύχη να διδαχθεί από δυο πολύ άριστους Νεοελληνιστές, την Μαίρη Σκούταρη και τον Σακελλαρίου, αδελφό του μεγάλου Αλέκου Σακελλάριου. Τίποτε άλλο, όμως, δεν τον επηρέασε όσο η καταγωγή του, αφού ο Κώστας Τζαβέλας είναι εξάδελφος του σκηνοθέτη, παραγωγού και συγγραφέα Γιώργου Τζαβέλλα.
«Στα δικά μου χρόνια η φτώχεια έκανε πολύ δύσκολες τις σπουδές, γι’ αυτό ήρθα στην Αυστραλία, ακριβώς ένα μήνα μετά που τέλειωσα το Γυμνάσιο», μου λέει. Τα πράγματα το 1955 ήταν πολύ δύσκολα για τους μετανάστες της εποχής εκείνης που ήρθαν χωρίς επαγγελματικά εφόδια, χωρίς γλώσσα, χωρίς βοήθεια από κανέναν. «Ο Ελληνισμός ήταν “κουμπωμένος”, οι μετανάστες φοβισμένοι, συνεσταλμένοι, και γενικά η Αυστραλία δεν ήταν αυτή που έγινε μετά. Ήταν μια όμορφη χώρα, μια πλούσια χώρα με δουλειές, αλλά για τους Έλληνες σκληρή και αφιλόξενη».
Ο Κώστας Τζαβέλας αναγκάστηκε να ξεχάσει το όνειρο για σπουδές και να ριχτεί στις δουλειές που απασχολούσαν τους συμπατριώτες μας μετανάστες, τα μιλκ μπαρ και τα κάφη που είχαν τότε στις πόλεις και τα χωριά της απέραντης χώρας. Έκοψε κάθε σχέση με το γράψιμο, το διάβασμα και τη σπουδή για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι που μια φλογίτσα μέσα στην ψυχή του έγινε πυρκαγιά και άρχισε πάλι να γράφει. Σήμερα, στο συρτάρι του έχει πάρα πολλά χειρόγραφα που ακόμα δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.
Ένα θεατρικό έργο, ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα περιμένουν τη σειρά τους να εκδοθούν σε βιβλία, αλλά τα βιβλία δεν τυπώνονται με ευχές, χρειάζεται οργάνωση,
χρειάζονται χρήματα. Και σε άλλα σπίτια, σε άλλα συρτάρια, ποιός ξέρει πόσα θεατρικά έργα, πόσα μυθιστορήματα, ποιήματα και διηγήματα περιμένουν κι αυτά υπομονετικά τη σειρά τους για να εκδοθούν… Ποιός ξέρει αν δεν υπάρχουν και αριστουργήματα που θα τα πνίξει το σκοτάδι ενός συρταριού ή η φωτιά των κληρονόμων για να τα “ξεφορτωθούν”, όταν οι συγγραφείς τους δεν θα μπορούν να τα προστατέψουν και δεν υπάρχει κάποιο αρχείο να τα φιλοξενήσει; Πού είσαι Μίμη Σοφοκλέους, τώρα που σε χρειαζόμαστε;
Πού είναι η πνευματική μας σνομπαρία που τρέχει του σκοτωμού ν’ ακούσει μια Αρβελέρ ή έναν Καζάκο, αλλά της πέφτει “λίγος” ένας Καναράκης, ένας Καραλής, ένας Τζουμάκας, ένας Καζούρης, μια Καθαρείου, ένας Kαζάς ή ένας Τζαβέλας κι ας μας λέει «δεν είμαι λογοτέχνης, δεν είναι συγγραφέας»;
Πού είναι όλοι αυτοί που έκανε μεγάλους και τρανούς το δολλάριο του Έλληνα μετανάστη να ξεπληρώσουν το χρέος τους στην παροικία και την πατρίδα; Καλές κι οι κοσμικές εμφανίσεις τους, αλλά πιο θετική και πιο παραγωγική θα ήταν η οικονομική συμπαράστασή τους για να διατηρήσουμε τη γλώσσα μας, την κουλτούρα μας, την πνευματική δουλειά κρυμμένη στα συρτάρια, να διδάξουμε την ιστορία μας στους “βαρβάρους”. Τα ζήτω και οι αντιπαραθέσεις με ανόητους παραχαράκτες της ιστορίας και των συνόρων της πατρίδα μας δεν φτάνουν. Πρέπει να βάλουμε και το χέρι βαθειά στην τσέπη, αν πιστεύουμε αυτά που φωνάζουμε και δεν το κάνουμε επειδή μας αρέσει ο ήχος της φωνής μας.
Όλοι λένε “ωραίο το Φεστιβάλ”, “καλό το Φεστιβάλ”, “η κορυφαία πολιστιστική μας εκδήλωση το Φεστιβάλ… Πόσοι, όμως, έδειξαν και έμπρακτα την αγάπη τους για το Φεστιβάλ, πόσοι από τις χιλιάδες που παρακολουθούν τις εκδηλώσεις του έδωσαν έστω και δέκα δολλάρια για να γίνει ακόμα καλύτερο, για να επεκταθεί και στους μη Ελληνόφωνους, για να έχουν μια έγνοια λιγότερη αυτοί που μοχθούν να το διοργανώσουν μετρώντας προσεκτικά τα σεντς που έχουν διαθέσιμα για τον ιερό αυτό σκοπό; Τέλος πάντων, αυτά – νάστε σίγουροι θα τα ξαναπούμε, τώρα ας γυρίσουμε πίσω στον Κώστα Τζαβέλα….
«Το να γράψεις, μπορώ να πω ότι για πολλούς είναι εύκολο επειδή έχουν το ταλέντο, επειδή τους είναι έμφυτο. Αλλά το να μπορείς να αφοσιωθείς μόνο στο γράψιμο είναι δύσκολο γιατί δεν μπορεί να γίνει αν δεν έχεις τους οικονομικούς πόρους. Ειδικά στην πολυεθνική Αυστραλία τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για κάποιον χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, γιατί αν θες να γράψεις στα ελληνικά, πρέπει να ζεις μέσα σε ένα περιβάλλον ελληνικό, να μιλάς ελληνικά, να διαβάζεις ελληνικά, να σκέφτεσαι ελληνικά, για να διευρύνεις το λεξιλόγιό σου κλπ.», μου λέει.
Εν τούτοις, ο Κώστας Τζαβέλας κάπως εσπευσμένα και με κάποιο άγχος, κατάφερε να γράψει για την μεγάλη περιπέτεια του Ελληνισμού, την υπόθεση που ονομάστηκε «η ελληνική συνωμοσία». Να γράψει για μια εποχή άσχημη, μια εποχή πικρή για την ομογένεια, για μια εποχή που την έζησε από κοντά και πολλά στοιχεία του βιβλίου του είναι προσωπικές εμπειρίες.
«Γι αυτό λέω πως είναι αληθινή ιστορία, γιατί τα έζησα… Θυμάμαι πως όταν αργότερα έπιασα δουλειά σε μια μεγάλη εταιρία, εξακρίβωσα ότι η υπόθεση αυτή είχε χρωματίσει, είχε σημαδέψει τον Ελληνισμό. Επειδή ξέρω την αλήθεια και επειδή πιστεύω πως “αγάπες και αλήθειες κακοθαμμένες βρυκολακιάζουν”, μου γεννήθηκε αυτή η έμμονη ιδέα, αυτή η πίστη πως πρέπει να γράψω κάτι γι ‘αυτή την εποχή, κάτι που θα δικαιώσει τον Ελληνισμό. Που θα αθωώσει τόσους και τόσους Έλληνες
στιγματισμένους και θα καταδικάσει ταυτόχρονα τους λίγους ένοχους».
Γι αυτό έγραψε ο Κώστας Τζαβέλας το βιβλίο “Συντάξεις της ντροπής”: Για να δικαιώσει τον Ελληνισμό και για να αθωώσει αυτούς που άδικα στιγματίσθηκαν. Το βιβλίο του είναι ένα κράμα διηγήματος , ντοκιμαντέρ, θεατρικού έργου και ο Κώστας Τζαβέλλας το ονειρεύεται κινηματογραφική ταινία στα αγγλικά, για καταλάβουν, επιτέλους οι Αυστραλοί ποιός είναι ο Έλληνας.
“Είμαι κι εγώ ένα παιδί της μετανάστευσης, είμαι ένα παιδί του Ελληνισμού, είμαι υπερήφανος για την καταγωγή μου και θέλω να πιστέψουν οι Αυστραλοί πως οι Έλληνες δεν είναι όπως προσπάθησαν να μας χρωματίσουν ορισμένοι. Ο Έλληνας, ακόμα και όταν σφάλλει, ακόμα και όταν παρανομήσει, ακόμα και όταν εγκληματίσει, έχει το ηθικό μπόι, έχει μπορώ να πω την ψυχική ανωτερότητα να το παραδεχτεί, να σκύψει το κεφάλι και μετά να το σηκώσει για να πάει μπροστά”, συνεχίζει ο συγγραφέας του “Συντάξεις της ντροπής”.
Όπως μου λέει, το βιβλίο αυτό τον έβαλε σε πολλή σκέψη πριν αρχίσει να το γράφει, γιατί είναι αλήθεια πως η υπόθεση αυτή πήρε διαστάσεις που δεν έπρεπε και είναι αλήθεια ακόμα πως η υπόθεση αυτή τελικά κουκουλώθηκε. Γι΄αυτό πολλοί ίσως να διερωτηθούν γιατί ο Τζαβέλλας καταπιάνεται με αυτή την υπόθεση εφόσον έχει λήξει, ο κόσμος αθωώθηκε και όλα είναι πάλι μέλι-γάλα. Το πρόβλημα, όμως, στην υπόθεση αυτή δεν είναι μόνο το σύνολο της παροικίας, αλλά και το άτομο σαν μονάδα. Το άτομο, είτε ήταν ένοχος, είτε ήταν αθώος.
Έτσι μέσα στο βιβλίο του υπάρχουν δύο ήρωες, όχι μόνο ο Τάκης ο “καλός”, αλλά και ο ένοχος, ο Μιχάλης, ο οποίος είναι κι αυτός ένας ήρωας, ένας αντιήρωας, επειδή όταν έρχεται κατάφατσα με την πραγματικότητα, όταν αντιμετωπίζει αυτό που έκανε, όταν αντικρύζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, βλέπει ότι δεν είναι αυτός, βλέπει ότι είναι ένα παιδί του Ελληνισμού που ήρθε στην Αυστραλία για μια καλύτερη ζωή, ήρθε να δουλέψει, ήρθε να κάνει οικογένεια και θα ήθελε να είναι σωστός και τίμιος.
Την εποχή που περιγράφει το βιβλίο, ο συγγραφέας του την βλέπει σαν μια επιδημία που μόλυνε όλους μας και είναι τιμή μας που σύσσωμος ο Ελληνισμός αντιστάθηκε σε αυτή την αρρώστεια. Είπε “όχι” σε αυτή την ατιμία, δεν παρασύρθηκε όπως ένας μικρός αριθμός Ελλήνων που πίστεψαν τους συκοφάντες.
“Δεν έγραψα το βιβλίο μου φιλοδοξώντας να μου απονεμηθούν βραβεία, να κάνω πάταγο, ή να σοκάρω. Απλούστατα τόγραψα και το αφιερώνω στον Ελληνισμό που θαυμάζω, στον Ελληνισμό που πιστεύω ότι έχει τρομερές δυνατότητες, στον Ελληνισμό που έχουν αρχίσει να του αποκαλύπτονται όλοι γιατί είναι δουλευταράς, γιατί είναι άνθρωπος της προόδου, γιατί είναι άνθρωπος της προόδου, γιατί είναι άνθρωπος των γραμμάτων και ας είναι αγράμματος, τον Ελληνισμό που έχει επιστήμονες, ακαδημαϊκούς, πολιτικούς, συγγραφείς, ποιητές, ηθοποιούς, στον Ελληνισμό που δημιουργεί”.
Το κείμενο του Γιώργου Χατζηβασίλη δημοσιεύθηκε στη στήλη του Ματιές Γύρω μας, στην εφημερίδα Ο Κόσμος, την Τρίτη 28 Μαρτίου 1995, στη σελίδα 11.