Γιώργο, γεια σου.
Εντάξει, μιλάμε για το χτες αλλά ζούμε και στο σήμερα. Kαι δεν είναι μόνο η δράση και οι εκδηλώσεις του χτες στην Παροικία μας είναι και η δράση του σήμερα, και πρέπει να το κατανοήσουμε, δεν είμαστε εμείς η ιστορία της Παροικίας. Εμείς κι ο κάθε ένας που κι αν ακόμα έπαιξε κάποιο ρόλο στα κοινά, δεν είναι η ιστορία της Παροικίας. Έγραψε τη δική του ιστορία. Και κρίνεται από τα έργα του, όχι από την εικόνα που έφτιασε αυτός για τον εαυτό του.
Πόσες φορές το έχουμε ακούσει “όταν ήμουνα εγώ”, ή έχουμε ακούσει “εγώ το έφτιασα εκείνο και το άλλο, και τους είπα…. και…και…..και….”. Κι όσο λιγότερα έκαναν, τόσο πιο πολλά προβάλλουν ότι έκαναν, τόσα καταγράφουν για δικά τους δημιουργήματα.
Φίλε Γιώργο, θέλω να στο πω και δημόσια, εγώ έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Έφτασα κάπου και έφτασα καλά. Με καλή υγεία και με καλή σκέψη. Τη δική μου ιστορία την έγραψα. Αυτό που κάνουμε τώρα μαζί και μαζί με τόσους που ερχόμαστε από τον ίδιο δρόμο είναι κλωνί βασιλικό στ΄αυτί, που η μυρουδιά του μας θυμίζει τη νιότη μας. Είναι κάπως σαν ξεστράτημα από τον πολύβουο κεντρικό δρόμο της κάθε μέρας, σ΄ ένα χωματόδρομο της εξοχής εκεί μακριά στο χωριό, που μια κοπέλα μας χαμογέλασε κι ίσως αυτή να μας έδωσε και το κλωνί βασιλικό. Είναι έτσι σαν κουβεντούλα φιλική, σαν για να γευτούμε όλο το κρασί της ζωής.
Κι έρχονται κάτι μνήμες, κάτι τραγούδια του χωριού…. ”..εκεί που πας, ματάκια μου – εκεί ψηλά που πας στη φτέρη – κι εμένανε κοντοκαρτέρει…”. Κι άλλες, αναμνήσεις παλιές και ξεχασμένες, σαν έβαλες το πρώτο μακρύ παντελόνι και καμάρωνες σαν να λες στο κόσμο “με βλέπετε; είμαι άντρας να μη λες πια παιδί”. Συναισθήματα που σε επηρέασαν τόσο πολύ και που τα έχει σκεπάσει η λήθη.
Κι έρχεται και το γράμμα της γιαγιάς στο στρατό, που βρήκα προχθές, ύφος σοβαρό, γεμάτο ευχές και συμβουλές.
Κι άκου να δεις, βρε Γιώργο μου. Μου γράφει η γιαγιά “χαιρετίσματα στο Νίκο και τον ευχαριστώ που σε φροντίζει και σε αγαπάει”. Ποιος ήταν ο Νίκος; Ενα παιδί από το χωριό, που γνώριζε τη μητέρα του, που ήταν γειτόνισσα της θείας Όλγας στα χτήματα. Το είχα δει κι εγώ, ένα γκρινιάκο παιδί που αμφιβάλλω αν θα το γνώριζε η γιαγιά αν το έβλεπε μεγάλο. Γιατί ο Νίκος μεγάλωσε, πήγε στρατιώτης και τα έφερε η τύχη να είναι και στη δική μου διμοιρία. Είχα γράψει στο σπίτι ότι ο Νίκος είναι μαζί μου, τον έχω βοηθό μου και με φροντίζει και είμαστε καλά.
Τώρα εκείνο το “ευχαριστώ” και τα χαιρετίσματα, πώς τα εξηγείς; Δεν είναι στοργή και αγάπη; Δεν διαβάζεις σε αυτό έναν κόσμο ολόκληρο; Τη γενιά, την παράδοση, το δέσιμο των ανθρώπων, την έννοια οικογένεια, καταβολές και ρίζες.
Η γιαγιά τους είχε χάσει όλους, αδέρφια, σύζυγο. Είχε έναν πρώτο ξάδερφο, το θείο Χρήστο και τούλεγε “να μη φύγεις κι εσύ, να περιμένεις να με συνεβγάλεις”… να με κατευοδώσεις δηλαδή. Της λέγαμε… “γιατί, γιαγιά, δεν έχεις εμάς, γιατί λες έφυγαν όλοι;”
Εδώ δεν είναι ένα σημείο να σταθείς και να σκεφτείς. Εδώ ήθελα να μου πουν πόσοι το καταλαβαίνουν αυτό. Θέλω να πω, καλά κι αγαπημένα και τα παιδιά και τα εγγόνια, αλλά όταν φεύγει κάποιος της δικής σου γενιάς, της δικής σου ζωής, αισθάνεσαι περισσότερο μόνος. Καταλαβαινόμαστε; Είναι ο κόσμος ο δικός μας, που συμπληρώνει τον κύκλο του σιγά-σιγά και αδυσώπητα. Νάμαστε καλά, καλό μήνα, καλό Δεκαπενταύγουστο,
ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ
Θυμήσου εκείνες τις χαρές/κι εκείνες τις απολαβές
της ώριμης ζωής σου./ Κι οι προσφορές, λογίσου το,
είναι κι εκείνες κέρδος./ Γιατ΄είν΄ χαρά η προσφορά
ίσως η πιο μεγάλη. / Και δεν ολοκληρώνεται
μόνο με το καθήκον,/ ούτε με αναγνώριση,
ούτε μ΄ ευγνωμοσύνη./ Κι εκείνο που ελέησες
και της γριάς η χάρη/και το ποτήρι το νερό
κι ακόμα,/εκείνο το χαμόγελο
στο φίλο και στον ξένο/ναι, όλα είναι προσφορά
της ανθρωπιάς σημάδια./Τώρα σου μένουν συντροφιά
και σ΄απαλοχαϊδεύουν/οι μνήμες, η συνέπεια
κι εκείνη η γαλήνη/που σου το λέει ψιθυριστά,
Άνθρωπος, μηδέν άγαν.
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη,
Είμαστε φίλε μου από τους τυχερούς που συμπληρώνουμε τον κύκλο μας, γιατί δεν συμφωνώ πως έχεις τελειώσει ακόμη τον κύκλο σου και αυτό που έγραψες σήμερα είναι η απόδειξη. Οσο θα μπορείς να γράφεις και να περιποιείσαι τον μικρό σου παράδεισο σημαίνει ότι ζεις και ζωή σημαίνει προσφορά. Δεν έχει σημασία αν είναι μικρή ή μεγάλη η προσφορά, ασφαλώς είναι καλοδεχούμενη από την κοινωνία. Επειδή, μια κοινωνία δεν χτίζεται μόνο από την μεγάλη προσφορά των λίγων, αλλά προπαντός από την μικρή προσφορά των πολλών, όπως συμβαίνει και με την παροικία μας.
Πετραδάκι, πετραδάκι χτίσαμε αυτή την παροικία, αρχίζοντας από τις εκκλησιές μας και συνεχίσαμε με τα σχολεία μας και τα γηροκομεία μας, τις λέσχες, τα μέγαρα και τα σπίτια. Εβαλες εσύ το πετραδάκι σου, πρόσθεσα και εγώ το δικό μου, γιατί τόσα μπορούσαμε και τόσα προσφέραμε. Αλλοι πρόσφεραν πιο πολλά και άξιος ο μισθός τους, άλλοι προτίμησαν να δηλώσουν απόντες, με γεια τους και χαρά τους.
Εμάς τους δυο δεν θα μάς ακούσουν να καυχηθούμε για τα έργα μας, ούτε καταγράφουμε την ιστορία τής παροικίας με τις αναμνήσεις μας, άλλοι ειδικοί θα το κάνουν αυτό, αν και εγώ -τουλάχιστον- είμαι υπερήφανος για τον “Κόσμο” μας, που πρόσφερε πολλά πετραδάκια για την προκοπή τής παροικίας και συνεχίζει να το κάνει ακούραστα και με συνέπεια καταγράφοντας και φωτογραφίζοντας την παροικιακή δράση και τα έργα της.
Αυτοί που νομίζουν ότι γράφουν ιστορία με καυχησιολογίες τον εαυτό τους κοροϊδεύουν, αλλά ας μην ισοπεδώνουμε τα πάντα, υπάρχουν και άνθρωποι που πραγματικά επιρρέασαν την εξέλιξη τής ομογένειας στην Αυστραλία με τις αποφάσεις τους, με τα έργα τους, έστω και με τα χρήματά τους. Αυτοί, όμως, είναι ταπεινοί και πολλές φορές κρατούν μυστική την μεγάλη προσφορά τους, αν και διαφωνώ με αυτή τη μυστικότητα τής προσφοράς. Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει αυτούς τους ευεργέτες όχι μόνο για να τους τιμά, αλλά και για να βρίσκονται οι μιμητές τους πού τόσο πολύ έχει ανάγκη η ομογένεια.
Η σχέση τής γιαγιάς και τού παππού με τα εγγόνια έχει μια γλυκειά ιδιαιτερότητα επειδή πραγματικά τού παιδιού τους το παιδί είναι δυο φορές παιδί τους. Η γιαγιά και ο παππούς έχουν αναθρέψει τα παιδιά τους με πολύ κόπο και ευθύνη μεγάλη, απέκτησαν μεγάλη πείρα στις σχέσεις τους με παιδιά και γνωρίζουν πως να τους συμπεριφερθούν. Το κυριώτερο είναι πως δεν έχουν τις ίδιες ευθύνες με τους γονείς στην ανατροφή των εγγονιών, αλλά με το δικαίωμα να τα… κανακεύουν! Στον “Κόσμο των Ηλικιωμένων” κάθε Τετάρτη δημοσιεύουμε ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά άρθρα για τις σχέσεις τής γιαγιάς και τού παππού με τα εγγόνια τους και για τον ρόλο τους στην ανατροφή τους, που πιστεύω ότι πρέπει να είναι μόνο συμβουλευτικός.
Τώρα, όσον αφορά σ’ αυτούς που φεύγουν, συγγενείς και φίλους, είναι κάτι αναπόφευκτο και μέρος τής ζωής. Ακόμη και η μετανάστευση δεν ήταν μια οδυνηρή απώλεια για τους γονείς ή τον παππού και τη γιαγιά που υποπτεύονταν ότι δεν θα ξαναδούν τα ξενιτεμένα παιδιά ή εγγόνια τους;
Ασφαλώς θρηνώ αυτούς που φεύγουν και όσο πιο νέοι, τόσο πιο πολύ, αλλά δεν φοβάμαι γιατί βλέπω το τέλος σαν ένα ταξίδι στο άγνωστο, την τελευταία μου περιπέτεια, ας πούμε. Αν υπάρχει συνέχεια μετά θάνατον, τόσο το καλύτερο, αν όχι δεν θα το καταλάβω!
Ομως, ας μην συζητούμε τον θάνατο γιατί δεν ωφελεί σε τίποτε, ας συνεχίσουμε να γράφουμε για τη ζωή που είναι όμορφη σε κάθε ηλικία, ακόμη και στη δική μας. Εσύ με τον κήπο σου κι’ εγώ με τη θάλασσα γειτόνισσα. Και τους φίλους τους καλούς με όσους αγαπάμε και μάς δίνουν κουράγιο να συνεχίσουμε…