Γιώργο, γεια σου.
Διάβασα την έκδοση της περασμένης εβδομάδας και με ταξίδεψε στο χτες η αναφορά σου σε κείνα τα χρόνια, στους πρώτους καιρούς της ζωής μας εδώ.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα που άρχισαν τα πλοία να έρχονται γεμάτα. Και δεν ήταν μόνο Έλληνες, ήταν από όλη την Ευρώπη. Η Ελληνική παροικία ήταν μικρή. Κι αυτοί, οι πιο πολλοί, νεοφερμένοι από την επαρχία. Είχαν κάνει χρόνια στα χωριά με τα μαγαζιά, που τα πιο πολλά ήταν σημαντικά, σταθμοί στην ιστορία της επαρχιακής Αυστραλίας. Είχαν μαζέψει κάποιες οικονομίες, μεγάλωσαν και τα παιδιά κιέπρεπε να πάνε σε μεγάλα σχολεία. Έτσι σιγά σιγά μαζεύτηκαν στην πόλη, πήραν και καλά σπίτια κι ήταν πλέον η ελληνική κοινωνία.
Οι πιο πολλοί είχαν φύγει μικροί από τον τόπο τους, το στενό κύκλο του περιβάλλοντος πού μεγάλωσαν. Εδώ τα είδαν όλα μεγάλα και εντυπωσιάστηκαν. Υπάρχουν πολλά ευτράπελα από τις λίγες γνώσεις σχετικά με την Ελλάδα και την εντύπωση της σημαντικής αυστραλιανήςκατάστασης. Όχι πως έζησαν και ζούσαν με πολλές, τις σημερινές ανέσεις.
Η Αυστραλία ήταν μια μεγάλη πλούσια χώρα με μικρό πληθυσμό. Κι η παροικία μας δραστήρια, μέσα στις δυνατότητες που προσφέρονταν. Όχι πως δεν είχαν κι αυτοί τις διαφορές τους. Μα ήταν περισσότερο προσωπικές ή τοπικιστικές.
Γιατί πρωταρχικά υπήρχαν τρείς ομάδες από τα μέρη που είχαν έρθει πιο πολλοί. Οι Καστελορίζιοι, οι Κυθήριοι και οι… Ακρατινοί, Έτσι υπήρχαν κάποιες διχόνιες και αντιπαραθέσεις που …έχτισαν την δεύτερη εκκλησία, την Αγία Σοφία.
Στην κοινωνική ζωή διαφέντευε ο μπάρμπα-Γρίβας με τον Πανελλήνιο Κήρυκα. Ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία που πρωτοστατούσε στις όποιες δραστηριότητες και διαμάχες.
Στα παρασκήνια της εφημερίδας ένας σημαντικός και αφανής, ψυχή όμως της εφημερίδας, ο ‘Όσκαρ Γεωργούρας. Αργότερα και οΚαλομοίρης και άλλοι. Στο Εθνικό Βήμα που είχε τότε ο Θάνος Νικολαϊδης, ψυχή, επεξεργασία και διευθύνουσα η Μαρία Πολίτη, νέα τότε και ακάματη και άξια.
Στους καιρούς μας μαζεύονταν όλοι, τις Κυριακές περισσότερο, στο κέντρο της πόλης, που σιγά-σιγά δημιουργήθηκε το ελληνικό τετράγωνο. Η μικρή εκείνη παροικία είχε και τις εκδηλώσεις της. Πέρα από τις λίγες καλλιτεχνικές, όπως θεατρικές παραστάσεις από το 1928 που έκανε ο Γιώργος Παήζης, κι αργότερα – από το 1952 – ο Χρυσόστομος Μαντουρίδης, είχε, όταν ήρθαμε και το Ολύμπικ Κλαμπ, με παιδιά εδώ γεν-νημένα, τα πιο πολλά. Και πέρα από τα γιορτάσια και τις οικογενειακές και φιλικές συναντήσεις, τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, είχαν και τους τοπικούς συλλόγους πού έκαναν πότε-πότε και κάνα χορό. Όμως η μεγάλη κοινωνική εκδήλωση ήταν ο χορός της Κοινότητας, τοπερίφημο Γκρήσιαν Μπώλ.
Το γεγονός της χρονιάς, που γινόταν στο Τροκαντίρο, ένα κέντρο χορού που μάζευε όλη τη νεολαία του καιρού. Εκεί πήγαιναν και οι δικοί μας, τα νέα παιδιά σε αναζήτηση κάποιας γνωριμίας και περιπέτειας ερωτικής. Πόσες αναμνήσεις, πόσα όνειρα, πόση προσπάθεια, πόσα χτυποκάρδια, πόσα ψυχολογικά σκιρτήματατα!
Η πορεία μας, η ζωή μας.
Γειά σου κι εσένα Γρη
γόρη, Σ’ ωραίο μονοπάτι περπατάμε, καλέ φίλε, ταξιδεύοντας στο χτες, αλλά χρειαζόμαστε παρέα για να συμπληρώνει τις αναμνήσεις μας και φωτογραφίες τής αξέχαστης εκείνης εποχής. Μιλάμε για φωτογραφίες και μου θύμησες τον Τζιμ Ελευθερίου, του περίφημου James Studio, απέναντι από την Αγιά Σοφιά και το Κοινοτικό Μέγαρο στο Πάτινγκτον. Λοιπόν, Γρηγόρη, την Κυριακή το πρωί πήγα με τον Γιάννη Δραμιτινό να πάρουμε συνέντευξη από τον γιο τού Τζιμ, τον Πίτερ, που έγινε σπουδαίος καλλιτέχνης φωτογράφος και εκθέτει τα έργα του στο Palm House στο Botanic Gardens.
Τον ρώτησα αν τον επιρρέασε ο πατέρας του να γίνει φωτογράφος και μού είπε πως όταν άλλα παιδιά έπαιζαν με παιχνίδια, αυτός είχε δική του φωτογραφική μηχανή από πέντε χρονών και εμφάνιζε φωτογραφίες όταν ήταν ακόμη στο Δημοτικό. Πόσους γαμπρούς και νύφες που έρχονταν καραβιές να φωτογράφισε άραγε ο Τζιμ, χώρια τα βαφτίσια;
Καμιά φορά διερωτώμαι τί να έγιναν τα 400 τόσα κορίτσια που ταξίδεψαν μαζί μου στο «Τοσκάνα» από τον Πειραιά τον Αύγουστο τού 1957 σαράντα ολόκληρες μέρες μέχρι τα φτάσουμε στη Μελβούρνη τον Σεπτέμβριο! Αραγε να ευτύχησαν, να πραγματοποίησαν τα όνειρά τους; Θυμάμαι τις μάνες τους και πατεράδες να χύνουν μαύρο δάκρυ στο μώλο τού Πειραιά κάτω από το καράβι και τα κορίτσια συγκεντρωμένα στηπρύμνη να θρηνούν λές και τα πήγαιναν για εκτέλεση. Και ερωτώ αν είπαν ποτέ χαλάλι αυτή η πίκρα;
Πάντως, η ακαδημαϊκός μας Δρ Παναγιώτα Νάζου έγραψε ένα πολύ καλό βιβλίο για τις κοπέλλες αυτές που τώρα θα είναι γιαγιάδες και θα το παρουσιάσει στα πλαίσια τού Ελληνικού Φεστιβάλ.
Τον μπάρμπα-Γρίβα δεν τον γνώρισα γιατι τότε ζούσα στο Αντελάιντ, όμως με την Μαρία Πολίτη δουλέψαμε μαζί αρκετά χρόνια και πιστεύω πως κάποιος πρέπει να γράψει για την μεγάλη προσφορά της στον παροικιακό Τύπο, όπως και για τον Αγγελο Κούρλιο που έβγαλε τον Πανελλήνιο Κήρυκα από τα μαγαζάκια και τον έβαλε στα εφημεριδοπωλεία, δίπλα στις μεγάλες εφημερίδες τού Σίδνει.
Ηξερες, όμως, πως στο «Βήμα» εργάστηκε σαν στοιχειοθέτης και ο Θεόδωρος Κωνσταντίνου, που αργότερα αγόρασε με την σύζυγό του κα Τασία τον «Κόσμο» μας και τον έσωσε με μεγάλο κόστος; Να αναφέρω πως για τις παροικιακές εφημερίδες θα μιλήσει την προσεχή Κυριακή στις 6 το απόγευμα ο Δρ Γιώργος Καναράκης στο ΑΧΕΠΑ Χολ, Ροκντέιλ, προσκεκλημένος τού Κέντρου Ελληνικής Λογοτεχνίας και Ποίησης «Κωστής Παλαμάς» τής ΑΧΕΠΑ.
Πάντως, η διχόνοια ανάμεσα στους Καστελλοριζιούς και τούς Κυθήριους δεν ήταν μοναδική γιατί σαν Ελληνες πάντα ψαχνόμαστε για καυγά και πώς να γίνουμε από δέκα χωριά. Μου ανέφεραν περιπτώσεις όπου σε κάποιες κωμοπόλεις στην επαρχία υπήρχαν μόνο δύο ελληνι-κές οικογένειες που όμως δεν είχαν φιλικές σχέσεις επειδή ήταν ανταγωνιστές στα μαγαζιά τους! Στο ελληνικό τετράγωνο που αναφέρεις, στην Ελίζαμπεθ στριτ, στην Παρκ στριτ και στην Κάστελρι στριτ ήταν τότε πολλές ελληνικές επιχειρήσεις που έκαναν χρυσές δουλειές, αλλά ο χρόνος τις διέλυσε, καφενεία, εστιατόρια, το μπακάλικο των αδελφών Μπαβέα, το Οντεον και το βιβλιοπωλείο εφημεριδοπωλείο τού Δημήτρη Σαλαπάτα όπου ο Ελληνισμός πήγαινε ν’ αγοράσει κάθε βδομάδα χιλιάδες εφημερίδες -κυρίως αθλητικές- από την Ελλάδα που έφθαναν αεροπορικώς με μερικές μέρες καθυστέρηση. Εχεις δίκιο Γρηγόρη!
Πόσες αναμνήσεις, πόσα όνειρα, πόση προσπάθεια, πόσες ιστορίες αγάπης που άρχισαν μέσα στις χοροεσπερίδες των συλλόγων μας με ζεστό σουβλάκι και κρύα μπίρα!