Προχθές η κυβέρνηση ανακοίνωσε την χρονική επέκταση των προγραμμάτων jobkeeper και jobseeker και χθες επρόκειτο να δώσει αναφορά για την κατάσταση της οικονομίας και πιθανόν νέα μέτρα που προτίθεται να πάρει για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Από όσα έχουν διαρεύσει μέχρι τη σιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κατάσταση της οικονομίας είναι λίγο καλύτερη σε σχέση με τις προβλέψεις της κυβέρνησης τον Μάρτιο. Όμως, είναι στη χειρότερη κατάσταση που έχει βρεθεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Μόλις πριν 7 μήνες, η κυβέρνηση προέβλεπε πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, παρ’ όλο που όλα τα οικονομικά στοχεία πλην των εξαγωγών σιδηρομεταλλεύματος και ενέργειας, έδειχναν πως η οικονομία θα πέσει σε ύφεση ύστερα από 28 χρόνια συνεχούς ανάπτυξης. Η εμφάνιση του κορονοϊού και το προληπτικό κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα. Η οικονομική ύφεση που ερχόταν, πήρε τεράστιες διαστάσεις και μετατράπηκε στη βαθύτερη που έχει δει η χώρα από το 1929.
Δεν αποκλείεται όμως, να είναι η βαθύτερη κρίση στην ιστορία της σύγχρονης Αυστραλίας. Τώρα, προβλέπεται πως το έλλειμμα για το 2020 θα υπερβεί τα $80 δισεκατομμύρια και για το 2021 θα είναι πάνω από $180 δισεκατομμύρια. Αυτό προκαλεί φόβο στους πολίτες, διότι τέτοια ελλείμματα δεν τα έχει ξαναδεί κανένας στη ζωή του και κανένας δεν είναι σίγουρος πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον. Ένας βασικός παράγοντας που αυξάνει την αβεβαιότητα, είναι το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφεία του εργατικού δυναμικού, δηλαδή όσοι είναι κάτω των 55 ετών, δεν έχουν ζήση κάτω από συνθήκες οικονομικής ύφεσης. Από την ημέρα που άρχισαν να εργάζονται, εύρισκαν εύκολα εργασία και άλλαζαν συχνά για να πάνε σε άλλη εταιρεία σε καλύτερη θέση ή έπαιρναν γρήγορα προαγωγές και πρόσθετες αμοιβές λόγω υψηλής κερδοφορίας του εργοδότη τους. Η συνεχόμενη οικονομική ανάπτυξη επί 28 χρόνια, έκανε μία ολόκληρη γεννιά να νομίζει πως έπρεπε να τα έχει όλα μονομιάς.
Πολυτελή αυτοκίνητα, μεγάλο σπίτι σε καλή περιοχή, διακοπές στο εξωτερικό και όλα αυτά που χαρακτήριζαν τη ζωή του μέσου Αυστραλού εργαζόμενου τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι άνω των 55 ετών, ανήκουν στην τυχερή γεννιά των παιδιών που γεννήθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, των λεγόμενων “baby boomers”. Οι περισσότεροι έζησαν δύο ή τρεις σύντομες οικονομικές κρίσεις αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφεία, ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα σπίτι και να αποπληρώσουν γρήγορα το δάνειο με ένα μισθό στην οικογένεια. Από το τέλος της τελευταίας οικονομική ύφεσης το 1992, είδαν τις τιμές των ακινήτων τους να ανεβαίνουν τουλάχιστον κατά 700% και τον δείκτη των κανονικών μετοχών να ανεβαίνει κατά 400%. Είναι η γεννιά που απόλαυσε τις γενναιόδωρες προσφορές της κυβέρνησης Howard στα συνταξιοδοτικά ταμεία και δεν ανησύχησε ποτέ για το οικονομικό της μέλλον. Όμως και αυτή η γεννιά είναι απρόβλεπτη, διότι ο κόσμος που ήξερε, εξαφανίζεται και τα πάντα αλλάζουν.
Πριν 20 χρόνια, οικονομικοί σύμβουλοι τους έλεγαν πως αν έχουν $2,000,000,000 στο συνταξιοδοτικό τους ταμείο, θα ζουν πλουσιοπάροχα με τόκους γύρω στις $140,000 το χρόνο και το κεφάλαιο ακέραιο. Σήμερα που έχουν βγει στη σύνταξη ή θα βγουν σύντομα, $2,000,000 στην τράπεζα αποδίδουν στην καλύτερη περίπτωση $25,000 το χρόνο (οι τράπεζες δίνουν χαμηλότερο τόκο στα αυτοδιαχειριζόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία). Έτσι αναγκάζονται να στραφούν σε επενδύσεις που όμως εμπεριέχουν κίνδυνο ο οποίος δεν αρμόζει στην ηλικία τους. Απομένουν οι νέοι, οι οποίοι μαστίζοντα από την ανεργία, η οποία με το κλείσιμο των επιχειρήσεων όπου παραδοσιακά εργάζονται οι νέοι όσο σπουδάζουν ή στην αρχή της εργασιακής τους ζωής, φτάνει το 25%. Με δεδομένο πως η οικονομία διερχεται μία περίοδο ύφεσης άνευ προηγουμένου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 75 χρόνων, από την αντίδραση του πληθυσμού, θα εξαρτηθεί και το βάθος της οικονομικής ύφεσης καθώς και η διάρκειά της. Όπως έχουν δείξει ανάλογες καταστάσεις στο παρελθόν, η πρώτη αντίδραση, είναι ένα γενικό μούδιασμα και μετά ακολουθεί πανικός, ο οποίος μεγαλώνει όσο βαθαίνει η ύφεση και τροφοδοτεί μεγαλύτερο πανικό και πιό βαθειά ύφεση. Αυτή τη φορά, ο πανικός θα είναι ακόμα μεγαλύτερος λόγω απειρίας και μικρής αντοχής σε οικονομικές δυσκολίες από την πλειοψηφεία του πληθυσμού. Υπάρχει όμως και ελπίδα έστω και μικρή, να μην είναι η κρίση τόσο βαθειά και μακροχρόχρονη.
Η βοήθεια που θα συνεχίσει να δίνει η κυβέρνηση μετά τον Σεπτέμβριο και μέχρι τον Μάρτιο, έστω και μειωμένη όπως ανακοίνωσε προχθές, θα διατηρήσει πολλούς εργαζόμενους σε επαφή με τον εργοδότη τους και θα συμβάλλει στην επιβίωση πολλών επιχειρήσεων. Επίσης, οι εξαγωγές σιδηρομεταλλεύματος, έχουν αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι και η τιμή του βρίσκεται κοντά στα $110 ο τόνος. Η τιμή του χρυσού που επίσης εξορύσσουν σε μεγάλες ποσότητες οι Αυτραλιανές εταιρείες, βρίσκεται στα US$1,870 η ουγγιά και στα $2,616 Αυστραλίας που είναι τιμή ρεκόρ. Αναμένεται πολύ γρήγορα να ξεπεράσει τα US$1,923 που ήταν η υψηλότερη τιμή που έχει φτάσει ποτέ. Όλα τα άλλα μέταλλα επίσης πωλούνται σε υψηλότερες τιμές και αποφέρουν σημαντικό συνάλλαγμα στην Αυστραλία. Αυτός είναι και ο λόγος που η τιμή του Αυστραλιανού δολλαρίου, ανέβηκε στα 71 σεντς του δολλαρίου Αμερικής. Το γεγονός πως ο κορονοϊός έδειξε πως η Αυστραλία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από άλλες χώρες για βιομηχανικά προϊόντα και ιδιαίτερα από την Κίνα, στρέφει πλέον την προσοχή της κυβέρνησης αλλά και των επενδυτών, στην αναζωογόννηση της βιομηχανίας.
Αυτό σημαίνει πως θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας τόσο για την κατασκευή των εργοστασίων, όσο και για την κάλυψη του αριθμού των εργαζομένων που θα απαιτείται για τη λειτουργία τους. Θα είχαμε απόλύτο δικαίωμα να αισιοδοξούμε πως κάτι καλό θα βγει από την εμφάνιση του κορονοϊού και από την επακόλουθη αναζωογόννηση της βιομηχανίας. Δυστυχώς όμως όλο και περισσότερα μαύρα σύννεφα εμφανίζονται στις σχέσεις με την Κίνα, προς την οποία εξάγονται τα περισσότερα μέταλλα και η ενέργεια. Την περασμένη εβδομάδα, Αυστραλιανά πολεμικά πλοία, έπλευσαν κοντά στα νησιά που η Κίνα υποστηρίζει πως αποτελούν έδαφός της και παρεμποδίστηκαν από πολεμικά πλοία της Κίνας.
Η Αυστραλία, η Αμερική, η Ιαπωνία και οι Ινδίες, δεν αναγνωρίζουν πως τα νησιά αυτά ανήκουν στην Κίνα και πραγματοποιούν αυτό που ονομάζεται «αβλαβής διέλευση» σε περιοχή που θεωρούν πως είναι διεθνή ύδατα. Προχθές, η Αμερική έκλεισε το Προξενείο της Κίνας στο Χιούστον και αναμένεται να κλείσει και άλλα Προξενεία με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η Αυστραλία έχει επιλέξει να ακολουθήσει τον μεγαλύτερο σύμμαχό της, ενάντια στον μεγαλύτερο πελάτη της. Το τίμημα θα είναι βαρύ στον οικονομικό τομέα. Ας ελπίσουμε πως θα αξίζει η θυσία στο βωμό της ελευθερίας και της δημοκρατίας, η οποία όμως βάλλεται εκ των έσω από την ίδια την κυβέρνηση.
First published: Kosmos Newspaper 240720 | Photos: pixabay.com