Από ένα πλοίο, που πλεύρισε σε τούτα δώ τα νερά, πρίν μερικές βδομάδες, ξεμπάρκαρε ο νέος για να δοκιμάση την τύχη του και στη στεριά. Να ξεφύγη απ’ τη μανία των ωκεανών και την στερημένη από χαρές ζωή του ναυτικού. Είχε ακούσει πως στην Αυστραλία ζούσαν και προώδευαν 150.000 και παραπάνω, ίσως, “Έλληνες. Κι’ έκανε την απόφαση ν’ ακολουθήση τ’ αχνάρια τους. Μόνο που από τις πρώτες μέρες μετάνοιωσε για το διάβημά του. Το μάτι του, έμπειρο στην εξερεύνηση, δεν γελάστηκε. Παρ’ όλα αυτά έκανε συμβιβασμό με την επαναστατημένη του συνείδηση κι άρχισε να δουλεύη σε κάποιο εργοστάσιο. Δεν στάθηκε η δουλειά του να ικανή να μεταβάλη τις ιδέες του. Ούτε δέσμευσε την ελεύθερη σκέψη του που διαρκώς και πρόβαινε σε συγκρίσεις. Κι’ αφού είδε κι’ απόειδε πώς καμμιά ελπίδα ν’ αλλάξη, δεν υπήρχε σταμάτησε και βάλθηκε να τακτοποιήση το ταξείδι της επιστροφής του.
“Οπου και νάναι κοντινός προβάλλει ο γυρισμός.
Το πλοίο που θα τον πάρη στην Πατρίδα, σίγουρα, δεν αργήση να σαλπάρη. Θα νοιώση τότε σαν ελεύθερο πουλί που δυό ολόκληρους μήνες βρισκόταν αμπαρωμένο στο κλουβί του. Κι’ όταν φθάση, με το καλό στον προορισμό του, αναμφισβήτητα, θα μεταδώση τις εντυπώσεις του και σ’ άλλους που φλέγονται απ’ τον πόθο του ξενητεμού.
Δεν είναι ο φανατισμένος απο σκοπιμότητα. “Οταν πρωτοπάτησε σ’ αυτή τη χώρα είχε όλη την καλή διάθεση να μείνη, να στεριώση και να δημιουργήση. Δεν επηρεάσθηκε από λόγια ούτε από συντροφιές. Τα συμπεράσματα ήταν δικά του, αποτέλεσμα της πείρας που απέκτησε απ’ την προηγούμενη ζωή του. Γι’ αυτό κι’ η απόφασή του αμετάκλητη, τελεσίδικη, χωρίς να επιδέχεται συζήτηση καμμιά.
Τον θαυμάσαμε τούτο τον τύπο που γνώρισμά του έχει το θάρρος και την αποφασιστικότητα. Αραγε πόσοι – αν όχι όλοι εμείς – δεν ένοιωσαν και νοιώθουν την ίδια μ’ αυτόν απογοήτευση κι’ όμως είναι ανίσχυροι να σπάσουν τα δεσμά και να δώσουν πνοή στον πόθο που τους φλογίζει την ψυχή;
Χαρά σ’ αυτόν που απ’ την αρχή ξεκαθάρισε τη θέση του. Που δεν αφέθηκε να κυριευθη απ’ την διαβρωτική επίδραση της ύλης όπως τόσοι και τόσοι τόπαθαν. Που αψήφισε τον εβδομαδιαίο μισθό μπροστά στο ψυχικό κλίμα που προσφέρει στον κάθε Έλληνα η πατρίδα του. Που δεν ζήλεψε τα σπίτια και τα καλά τών εδώ συμπατριωτών του αλλ’ είδε με ξεκάθαρο μυαλό την περίπτωσή του και βρήκε τη λύση που της ταιριαζε. Που δεν τούλειψε η δύναμη να παίξη μ’ ανοιχτά χαρτιά το μέλλον του γιατί έχει εμπιστοσύνη και πίστη στις ικανότητες και τα προσόντα με τα οποία είναι ωπλισμένος. Τον συνοδεύουν οι ευχές μας στο ταξείδι του. Και το πιστεύομε πώς θα βρουν δικαίωση στο πρόσωπό του.
Σ’ αυτό το σημείο του σημειώματός μας είχαμε φθάσει όταν η πόρτα του γραφείου άνοιξε και πρόβαλε ο καινουργιοφερμένος από ένα ολιγόμηνο ταξείδι αναψυχής στην Ελλάδα και Ευρώπη παλιός Έλληνας της Αυστραλίας.
Πρίν τον ρωτήσωμε ακόμη για τις εντυπώσεις του άρχισε τις αποκαλύψεις.
– Πίσω η Ελλάδα, πολύ πίσω, απ’ τον άλλο κόσμο.
Ντράπηκα για την καταγωγή μου όταν έβγαλα τα συμπεράσματα της σύγκρισης. Τρείς είναι όλοι κι όλοι οι δρόμοι στην Αθήνα… Η πλατεία Συντάγματος γεμάτη όλα τα πρωϊνά με αργόσχολους νεαρούς που χάνουν εδώ κι’ εκεί άσκοπα τον καιρό τους. Παντού ή εκμετάλ-
λευση…. Λίγα, ελάχιστα τα καλά της…
Τον αφήσαμε να ολοκληρώση το κατηγορητήριό του.
Μόνο που τη σιωπή μας αυτη φαίνεται την παρεξήγησε και την εξέλαβε για συγκατάβαση.
Δέν επαναστατήσαμε όταν κάποια στιγμή τέλειωσε να μιλά. “Ασκοπη θεωρήσαμε την αντίδραση.
Είχαμε αφεθή στις σκέψεις μας.
Σκέψεις καθόλου κολακευτικές για τον άνθρωπο, τον φτασμένο Αυστραλιώτη Έλληνα που είχαμε απέναντί μας. Κι’ όπως εκείνος έκανε κατα την περιοδεία του την σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα και στον άλλο κόσμο έτσι κι’ εμείς την κάναμε, άθελά μας, ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του
σημειώματός μας. Και ξεχωρίσαμε τον ανόθευτο Ελληνα απ’ τον επηρεασμένο ομογενή της Αυστραλίας που από μικρό παιδί ζυμώθηκε μ’ αυτή τη χώρα.
Ευρείς οι ορίζοντες του πρώτου. Τα ταξείδια του και στις πέντε ηπείρους πλάτυναν τη σκέψη του και πλούτισαν την πείρα του. Γνώρισε κόσμο κι’ είδε πολλές ομορφιές στα λιμάνια που κατέβηκε.
Εζησε, έστω και για λίγο, σε όλων των ειδών τα κλίματα και μυήθηκε στις νοοτροπίες των λαών. “Ο άλλος πέρα απ’ τα στενά όρια του Αυστραλέζικου μεγάλου χωριού είναι ζήτημα αν βγήκε πρίν πραγματοποιήση τούτο το περιβόητο ταξείδι. Κι’ όμως το πολυταξειδεμένο το παλληκάρι με το καθάριο μυαλο και τις σωστές αντιλήψεις έδειξε απροκάλυπτα την προτίμησή του στον τόπο που γεννήθηκε.
– Μια μόνο βόλτα στην ‘Αθήνα φθάνει για να σου δώση κέφι και ζωή.
Αν μείνω εδώ λιγάκι ακόμη οπωσδήποτε θα χρειασθώ συστηματική ψυχαναλυτική θεραπεία σαν γυρίσω πίσω.
Τίποτα δεν με τραβά σ’ αυτό το μέρος. Βρίσκω πώς υστερεί στους περισσότερους τομείς της απ’ όλες τις άλλες χώρες που έτυχε πρόσφατα να επισκεφθώ στα διάφορα ταξείδια μου… Τώρα αν ο άλλος βλέπη μόνο κακά κι’ άσχημα στην μικρή μας Ελλάδα δεν έχει σχέση. Η προκατάληψη είναι η κυριώτερη αιτία που τον ώθησε στις εσφαλμένες διαπιστώσεις του. Το μόνο δυσάρεστο είναι πώς βρίσκονται πολλοί της ίδιας, θα λέγαμε, σχολής που τον πιστεύουν.
Αυτοί που γεννήθηκαν εδώ ή που από παιδιά ακόμη έκοψαν κάθε δεσμό με την Γενέτειρα. Κι είναι ντροπή από μας τους ίδιους να δυσφημίζεται η πιο όμορφη Πατρίδα του κόσμου. Αν έχωμε κάποια αποστολή στον ξένο τόπο δεν είναι αυτή. Κάθε άλλο παρά αυτή. Τόσο λοιπόν, θόλωσε το μάτι μας ο Αυστραλέζικος “παράδεισος” που δεν μας κάνει καρδιά να κυττάξωμε πέα απ΄αυτόν; Τόσο πολύ προσηλωθήκαμε στον ξένο τόπο που δεν υπάρχει θέση στην ψυχή μας ούτε γι΄αυτήν ακόμη την Ελλάδα; Ελαστικοί είμαστε στις κρίσεις μας όταν συζητάμε για τα τρωτά της Αυστραλίας. Αμείλικτοι όταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκεται η πατρίδα μας. Θα διερωτάτο, σίγουρα ένας τρίτος ποιά είναι η εθνικότητά μας αν δεν τόξερε πως είμαστε Έλληνες. Ευτυχώς που υπάρχουν πολλοί που δεν έχασαν ακόμη την Ελληνική τους συνείδηση. Γι΄αυτούς εδώ γράψαμε τούτο το κομμάτι.
Γιατί απ΄τους άλλους θάταν αστείο να περιμέναμε την κατανόηση.
photo: pixabay.com