«Κανείς διαβάτης δεν περνά». Έμενε μέχρι εκεί. Όχι πως δεν ήξερε το ποίημα ολόκληρο του περασμένου αιώνα ποιητή. Αφού ο Βασίλης ήταν δάσκαλος στο νησί, πριν ξενιτευτεί για την Αυστραλία, και δίδασκε τον ποιητή Ζαχαρία Παπαντωνίου στους μαθητές της έκτης δημοτικού.
Εκείνο το μοιραίο απόγευμα ο Βασίλης ένιωσε να ελευθερώνεται η σκέψη του από μια ιστορία που διατηρούσε για σαράντα χρόνια θαμμένη στο υποσυνείδητό του. Ποια ήταν εκείνη η ιστορία;
…
Νεαρός διδάσκαλος διορίστηκε στο νησί του. Στο ίδιο νησί την ίδια χρονιά διορίστηκε και εκείνη. Την λέγανε Ασπασία. Στο σχολείο ο διευθυντής, οι συνάδελφοι και οι μαθητές την αποκαλούσαν με το επίθετό της «Δεσποινίς Αναστασοπούλου». Μόνο εκείνος όταν μπορούσε να την πλησιάσει και δεν ήταν άλλα άτομα κοντά, την αποκαλούσε με το όνομά της: Ασπασία.
Πλουσιοκόριτσο από την Αθήνα, έπεισε τους γονείς της να την αφήσουν να πραγματοποιήσει το όνειρό της που με λαχτάρα ζητούσε : Να διδάξει για ένα χρόνο μόνο, τα πρώτα γράμματα σε παιδιά σε ένα απομακρυσμένο νησί. Έμενε με την θεία της στο εξοχικό της. Ένα ωραιότατο σπίτι με θέα την θάλασσα.
Εκείνος πάλι φτωχόπαιδο είχε μόνο την μάνα του να συντηρήσει. Ο πατέρας του πριν χρόνια μπάρκαρε σε καράβι ναυτικός αλλά δεν ξαναγύρισε. Ειπώθηκαν πολλά αλλά ποτέ δεν μαθεύτηκε η αλήθεια. Μπορεί και να τον έφαγε η θάλασσα ή να τον ξελόγιασε κάποια στην Αλεξάνδρεια.
Από την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, ο Βασίλης και η Ασπασία ένιωσαν ο ένας για τον άλλον μια ξεχωριστή ζεστασιά. Όμως παρόλο που μιλούσαν με τα μάτια και τα ζεστά χαμόγελα, στα λόγια και στις κινήσεις ήταν πολύ προσεκτικοί. Βρίσκονταν συνέχεια κάτω από το αυστηρό βλέμμα του διευθυντή, και τα περίεργα ματάκια των μικρών μαθητών που συνέχεια ήταν καρφωμένα πάνω τους. Ήταν φυσικά νεοφερμένοι στο σχολείο και στο νησί.
Όταν σχολνούσαν, εκείνη την περίμενε η θεία της με το αυτοκίνητο για να πάνε σπίτι, που ήταν πολύ μακριά από το σχολείο ή στα μαγαζιά για ψώνια. Φυσικά η Ασπασία δεν μπορούσε να πει κουβέντα στην θεία για τον φτωχό δασκαλάκο, διότι την άλλη μέρα θα κατέβαινε ο πατέρας της να την πάρει πίσω στην Αθήνα.
Ο Βασίλης ξεκινούσε με τα πόδια, προς το κέντρο που δεν ήταν μακριά, με τα πολλά μικρά καταστήματα , όπου σε ένα στενό δρομάκι ήταν το σπιτάκι τους.
Περνούσαν οι μέρες και οι δύο τους νιώθανε να τους πνίγει το συντηρητικό περιβάλλον. Κάποτε με πρωτοβουλία της Ασπασίας άρχισε η αλληλογραφία. Του έγραψε ένα γράμμα το έβαλε στο αναγνωστικό που κρατούσε και πλησιάζοντας τον Βασίλη του ψιθύρισε:
-Πάρε αυτό το αναγνωστικό έχει ένα γράμμα για εσένα. Δώσε μου τώρα το δικό σου.
Ένας χείμαρρος από απελπισμένα ερωτικά γράμματα περνούσε από αναγνωστικό σε αναγνωστικό κάθε μέρα, χωρίς να πούνε λέξη χωρίς φιλί. Αυτό κράτησε αρκετό καιρό.
Μια μέρα ανοίγοντας το αναγνωστικό της, ο Βασίλης αντί για γλυκόλογα η Ασπασία του έγραψε:
«Έλα απόψε σπίτι μετά που θα νυχτώσει. Η θεία μου θα λείπει όλο το Σαββατοκύριακο. Θα φύγει το απόγευμα, πάει για προσκύνημα στο άλλο νησί».
Ο Βασίλης όταν το διάβασε άρχισε να τρέμει. Δεν είχε δύναμη να συνεχίσει το μάθημα. Έμεινε να βλέπει τα παιδιά αμίλητος που και εκείνα απορημένα έμειναν να τον κοιτούν περιμένοντας να πει κάτι.
Δεν είπε λέξη μέχρι που χτύπησε το τελευταίο κουδούνι. Προχώρησε πρώτος προς την έξοδο της τάξης χαιρέτησε τυπικά τους συναδέλφους που συνάντησε στον διάδρομο και με γρήγορα βήματα τράβηξε για το σπίτι του.
….
Οι πρώτες στιγμές ήταν υπέροχες. Το πρώτο αγκάλιασμα το πρώτο φιλί. Όμως δεν κράτησε πολύ. Ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του του είπε:
-Δεν μπορείς να μείνεις για πολύ. Σε λίγο θα έρθουν κάποιες γειτόνισσες να μείνουν μαζί μου όσο θα λείπει η θεία. Πρέπει να φύγεις, Βγες από την πίσω πόρτα μη σε δουν.
Ένιωσε προδομένος. Τους χώριζαν δύο κόσμοι. Δύο κόσμοι που σπάνια σμίγουν. Του είπε ότι ήταν η τελευταία χρονιά που θα δούλευε στο νησί. Θα επέστρεφε οριστικά στην Αθήνα. Του ζήτησε να την ακολουθήσει στην Αθήνα. Θα τον βοηθούσε οικονομικά μέχρι να βρει δουλειά. Είχε φίλες που θα έπειθαν, τους δικούς τους γονείς, να του βρουν μια καλή δουλειά στο Δημόσιο και πολλά τέτοια. Στην Αθήνα θα μπορούσαν χωρίς φόβο να βλέπονται συχνά.
Έφυγε από την πίσω πόρτα, πικρά απογοητευμένος και πικραμένος. Δεν αντάλλαξαν άλλα γράμματα στις λίγες μέρες που απόμειναν μέχρι να λήξει η σχολική χρονιά. Οριστικά τέλειωσε αυτό που άρχισε τόσο ρομαντικά και ωραία.
….
Η ζωή άλλαξε οριστικά για τον Βασίλη όταν αποφάσισε να ακούσει την μάνα του και να φύγει για την Αυστραλία να δουλέψει με τον θείο του στις οικοδομές. «Πολλά λεφτά στην Αυστραλία ανιψιέ πολλά λεφτά», του έγραφε με τα λίγα γράμματα που ήξερε ο θείος.
Πράγματι έβγαζε πολλά λεφτά. Έστελνε στην μάνα του, αλλά τα περισσότερα τα ξόδευε, σε λάθος τόπους με λάθος άτομα. Παντρεύτηκε δύο φορές, Αυστραλέζες γαλανομάτες με ξανθά μαλλιά και χώρισε και τις δύο. Δεν απέκτησε παιδιά.
….
Εκείνο το δειλινό στο μπαλκόνι του, φορώντας ένα σκούρο πουκάμισο με μια γκρενά γραβάτα θυμήθηκε εκείνη. Την Ασπασία. Τι άραγε να γίνεται. Που να βρίσκεται. Με λύπη αναπόλησε την πρώτη και τελευταία φορά που βρεθήκαν μόνοι. Η συνάντησή τους κράτησε μόνο μερικά λεπτά. Ένιωσε τόσο όμορφα, μέχρι που του είπε εκείνη πως έπρεπε να φύγει μη τον δουν σπίτι οι φίλες της θείας. Έφυγε προδομένος, ταπεινωμένος. «Λεφτά , πολλά λεφτά στην Αυστραλία ανιψιέ» ξαναθημήθηκε τα γράμματα του θείου.
Στα χείλη του ήρθαν ξανά οι στίχοι του ποιητή, καθώς όρθιος στο μπαλκόνι έβλεπε αδιάφορα κάτω στον δρόμο. Μόνο που τους άλλαξε λίγο να μοιάζουν με την δική του περίπτωση:
Κανείς διαβάτης δεν περνά/ κανένα αυτός δεν καρτερά/
που στο μπαλκόνι όρθιος φορά/την γιορτινή του, γραβάτα την γκρενά.