Γιώργο, γεια σου
Έγινε πλέον παραδοσιακός αυτός ο χαιρετισμός, αυτό το άνοιγμα της στήλης μας και μου γεννάει μια απορία. Πότε θα τελειώσουμε με τις αναμνήσεις, πότε θα μας βαρεθούνε αυτοί που μας διαβάζουνε. Και ένα ερώτημα, πιο μεγάλο, πότε γερνάει κανείς;
Ξέρω, τα ενδιαφέροντα, η αγάπη στη ζωή, η αγάπη στο συνάνθρωπο, η καλή διάθεση, όλα βοηθάνε να κρατάμε τα παράθυρα ανοιχτά και βοηθάνε και την καλή υγεία. Όμως, φίλε, έρχεται και η ώρα που πρέπει να πούμε… και πολύ σου και καλό σου, ρε κύριε!
Όχι, μωρέ, μη μου αρχίζεις τις γκρίνιες και τα παράπονα, δεν φεύγω, δεν σ΄αφήνω μόνο. Το κουβεντιάζω, πότε γερνάει κανείς και παίρνει σύνταξη, όχι από τη δουλειά, από τη ζωή λέω. Εκεί, στην κατάσταση που κάθεται γαλήνιος κι αδιάφορος και βλέπει τον κόσμο να περνάει, και όχι σταυροπόδι – δεν μπορεί να βάλει το ένα πόδι απάνω στ’ άλλο – που κάθεται ήσυχος, γαλήνιος κα σιγοτραγουδάει… Ορε, τάχα δεν ήμουν νιος κι εγώ, δεν ήμουν παληκάρι, τάχα δεν επερπάτησα τις νύχτες με φεγγάρι.
Τώρα μια άλλη απορία. Είναι καλύτερα να τραβήξει η ζωή με περιορισμένη την ικανότητα της σκέψης, άνοια και τέτοια ή να συνεχίζει μια ζωή δράσης με κόπους και με πόνους; Και νάχεις το Χατζηβασίλη – για παράδειγμα- να σου λέει, μη μιλάς για τέτοια θέματα με απαισιοδοξία, λυπητερα και ψυχοπλακωτικά.
Αλλά δεν σκέφτεται ότι είμαστε Τρίτη ήλικία, το διατυμπανίζουμε και το γιορτάζουμε. Ούτε το ότι εγώ είμαι απο τους μεταξετασταίους και γιαυτό από τους παλιούς τους υποψήφιους.
Αλήθεια, πόσοι το σκέφτονται σαν γεγονός αναμενόμενον, γεγονότατον! Εντάξει, μωρέ, μη γκρινιάζετε δεν τα λέω για σας. Εγώ έχω πιο πολλούς απο την άλλη μεριά και με στενοχωρεί η ιδέα, δεν θέλω μόνο να κατευοδώσω άλλους. Πήγα στο χωριό μου και μου λέγανε κάθησε και τους είπα έχω πιο πολλούς γνωστούς εκεί μέσα στο νεκροταφείο. Και πήρα κεριά και τους επισκέφτηκα, και ναι, επικοινώνησα μαζί τους, μας έδεσαν οι μνήμες.
Ο Παλαμάς είπε «Τότε πεθαίνουν οι νεκροί όταν τους λησμονούμε»! Κι έχουμε τους πολλούς να επικοινωνήσουμε, να θυμόμαστε, να ζούμε τόσες ωραίες αναμνήσεις. Και πρέπει να δεχτούμε, να βάλουμε στο μυαλό μας ότι όλα έχουν ένα τέλος. Εκείνο το τέλος είναι το τραγικό, το αβάσταχτο. Ο ενταφιασμός. Αν ήτανε να έφευγε το σώμα με την τελευταία αναπνοή…
Μια εξαδέλφη μου πριν χρόνια μου έκφρασε τη φρίκη της, το δέος τη ταφή. Προσπάθησα να την ηρεμήσω λέγοντάς της ο νεκρός δεν είναι εκεί, η σωρός είναι σαν ρούχα άπλυτα. Και πριν με μαλώσεις για το θέμα μου απόψε, σου λέω πως μέσα τις χάρες και τις ομορφιές της τρίτης ηλικίας είναι η ωριμότητα να βλέπει κατάματα την ζωή. Και για ποίημα θα σου θυμήσω εκείνο του Καβάφη που έχει …και δύναμη και σκέψη κι ομορφιά.
Γρηγόρης
Ο Γ Ε Ρ Ο Σ
Στου καφενείου του βουερού το μές μέρος/Σκυμένος στο τραπέζι, μόνος δίχως συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια/Σκέφτεται ποσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
Που είχε και δύναμη και λόγο κι ομορφιά./Ξέρει πως γέρασε πολύ, το νιώθει, το κοιτάζει
Κι εν τούτις ο Καιρός που ήταν νέος μοιάζει,/σαν χθες, τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η φρόνηση πως τον εγέλα/Και πως την έμπιστεύοταν πάντα, τι τρέλα,
Την ψεύτρα που έλεγε, αύριο, έχεις πολύν καιρό./Θυμάται ορμές που κράταγε και πόση χαρά θυσίαζε.
Την άμυαλή του γνώση… κάθε ευκαιρία χαμένη τώρα τον εμπαίζει./ Μα απ΄το πολύ να σκέφτεται και να θυμάται
ο γέρος εκουράστηκε κι αποκοιμάται/στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κ. Καβάφης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη, που όλο δύσκολα διλήμματα μού βάζεις. Πότε γερνάει ο άνθρωπος; Οταν γεράσω θα σού απαντήσω στο ερώτημα αυτό, αφού για να με ρωτάς, ούτε εσύ έχεις γεράσει… Να σού πω την αλήθεια, πολλές φορές νιώθω ένοχος γιατί ενώ λέω και πιστεύω πως πρέπει να δώσουμε το τιμόνι στους νέους εγώ συνεχίζω να δουλεύω, αντί να κάνω βόλτες την παραλία.
Βέβαια, έχω ζητήσει να αντικατασταθώ στην αρχισυνταξία τής εφημερίδας μας, αλλά ο αντάξιος διάδοχός μου, Γιάννης Δραμιτινός, και ο εκδότης Σπύρος Χαραλάμπους κάνουν πως δεν μ’ ακούν.
Ομως δεν είναι μόνο η εργασία που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, πιο σημαντικό είναι πώς βλέπει τη ζωή ο καθένας. Εχω δει γέρους 40 χρονών και παλληκαράκια 102 χρόνων, επειδή ο ένας κουράστηκε πολύ γρήγορα από την ανιαρή ζωή του και ο άλλος δεν θα την χορτάσει ποτέ.
Εμείς ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία, επειδή νιαζόμαστε και προβληματιζόμαστε, επειδή χαιρόμαστε αυτό που κάνουμε τόσο πολύ, που το τέλος τής ζωής δεν μάς απασχολεί.
Ομως, συμφωνώ με τη ξαδέρφη σου που ένιωθε δέος για την ταφή, αν και γνωρίζω ότι αυτή είναι η παράδοση και το σώμα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άδειο κέλυφος όταν φύγει η ψυχή.
Αλλά γιατί ν’ ασχολούμαι με το αναπόφευκτο όταν υπάρχουν τα εφικτά και στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας;
Είναι τόσο δύσκολο ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας και να σκύβουμε πάνω του με στοργή όταν μάς έχει ανάγκη; Είναι τόσο δύσκολο να συζητάμε τις αναμνήσεις μας με συγγενείς και φίλους αγαπημένους; Είναι τόσο δύσκολο να ενθαρρύνουμε τους νέους μας και να τους προετοιμάζουμε για να αναλάβουν τις ευθύνες τους στην οικογένεια και την κοινωνία;
Εκείνο που είναι δύσκολο και δεν έχει να κάνει με την ηλικία είναι να αποφύγουμε τις σειρήνες τής καταναλωτικής κοινωνίας, την γοητεία τής απληστίας με την θεωρία τού ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός για όλους, που έχουν διαφθείρει τα ήθη μας και υπονομεύουν την ευτυχία μας.
First published: Kosmos newspaper Jun 14, 2017 | Photos: pixabay.com