Γιώργο, γεια σου.
Το σκέφτηκες τι όμορφα είναι στην τρίτη ηλικία η κάθε μέρα; Δεν βάζεις ξυπνητήρι και δεν πειράζει να ξυπνήσεις νωρίς ή να πάρεις κι έναν υπνάκο ακόμα. Κι είναι τόσο όμορφος ο πρωινός υπνάκος. Πίνεις τον καφέ σου χωρίς να κοιτάς το ρολόι, κάνεις και μια βόλτα στον κήπο. Και για περπάτημα, όσο κρατάν τα πόδια…
Κι οι ασχολίες της ημέρας, λίγες και ευχάριστες. Και σκέφτεσαι…. Εδώ είναι λιγάκι προβληματικό, το τι σκέφτεσαι!
Γιατί είναι πολλοί που κολλάνε στο αύριο, που το βλέπουν μαύρο και όταν γυρίσουνε στο χτες βλέπουνε μόνο βάσανα και πίκρες. Μιλούσα μ΄ένα φίλο, καθώς γυρίζαμε από επίσκεψη σε νοσοκομείο. Και μου΄λεγε. πόσο μάταιη και πόσο δύσκολη είναι η ζωή. “ Μόνο πίκρες και βάσανα και αγώνες και τι μένει; “ Και τον πήρα μονότερμα και τον κόλλησα στον τοίχο. Γιατί, μωρέ, τα βλέπεις έτσι; Γιατί ξεχνάς τις χαρές που έζησες; Και τα όνειρα και οι χαρές του έρωτα και η δημιουργία και τα τόσα που είδες και που γνώρισες, δεν είναι μέσα στη ζωή; Δεν χόρεψες, δεν κολύμπησες, δεν είχες και ώρες με συντροφιά καλή και γλέντια και ξεφαντώματα; Αυτά δεν είναι χαρές, δεν είναι απολαύσεις; Ο γάμος σου, το πρώτο σου παιδί, το πρώτο σου σπίτι, τα ταξίδια σου, τα πράγματα που απόκτησες, από το ρούχο που αγόρασες, το αυτοκίνητο, τα διάφορα αποκτήματα, τα δώρα που έδωσες και που σου έδωσαν, την αγάπη των γονιών σου και των παιδιών σου δεν είναι χαρές, δεν είναι η ίδια η ζωή; Και το λίγο ή πολύ που ελέησες, ανάλογα με την καρδιά και τα αισθήματά σου…
Και μόνο η ύπαρξή σου, το πέρασμά σου από τη ζωή, οι εμπειρίες σου…εγώ τα βλέπω ευλογία. Αν γυρίσεις στη μνήμη, αν σκεφτείς και τα καλά που έζησες θα νιώσεις πόσο αξίζει η ζωή. Και οι πίκρες μαθήματα και η προσπάθειες σαν αθλητικοί αγώνες. Κι αυτός που επισκεφτήκαμε στο νοσοκομείο, ίσως φεύγει, αλλά τι αφήνει πίσω. Μια ζωή έντιμη, παιδιά κι εγγόνια, περιουσία και προσφορά! Πολλή προσφορά! Αγάπη, συνέπεια, καλοσύνη και προσπάθεια. Προσπάθεια πολλή, αγώνες τίμιους, ζωή γεμάτη. Και φεύγει “πλήρης ημερών”, κι αυτό ευλογία, γιατί είναι άλλοι που φεύγουν νωρίς πρίν προκάνουν να γεράσουν, πριν προκάνουν να δημιουργήσουν και να χαρούν. Αυτή είναι η ευλογία της τρίτης ηλικίας, το ότι φτάνει μακριά, και προκάνει να χαρεί την αμοιβή των κόπων της. Γιατί αυτή είναι η τρίτη ηλικία, η συνταξιοδότηση, η αποστράτευση. Είναι η αμοιβή για την προσπάθεια και την προσφορά. Η μνήμη δεν είναι “αιωνία”. Είναι η καλή η μνήμη που μετράει. Σταμάτα να λογαριάζεις μόνο τα στραβά και τα ανάποδα της ζωής. Δέξου τον Νόμο της φύσης. Σπόρος, φύτρο, βλαστάρι, λουλούδι, καρπός και πάλι σπόρος.
Ζήσαμε και ζούμε και πρέπει να πούμε με τον ποιητή…. σ΄ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα….
Γιώργο μου, δεν ξέρω αν παρασύρθηκα στη σημερινή κουβέντα μας, δεν ανέφερα αναμνήσεις από το περιβάλλον, αλλά ελπίζω να τη δεχτείς, με στενοχωρεί που κάποιοι δεν βλέπουν και τα λουλούδια που εγώ τα θεωρώ χαμόγελο του Θεού.
Θα σου στείλω και το δικό μου αισιόδοξο μήνυμα.
ΜΗ ΜΟΥ ΤΟ ΘΥΜΙΖΕΙΣ
Έλα ανάμνηση γλυκιά, με τα λευκά φτερά σου,/με τ΄άϋλα φορέματα, τη θεϊκή θωριά σου
και φέρε μου στο νου παλιά, αυτά που συ γνωρίζεις./Μα ότι δεν είναι όμορφο… ώ, μη μου το θυμίζεις!
Πλέξε μου κούνια λικνιστή με τους λεπτούς ιστούς σου/και άσε με να ξεχαστώ στους κήπους τους δικούς σου.
Πόσες χαρές, ανάμνηση, πολλές φορές χαρίζεις!/Μα, ότι δεν είναι όμορφο…ώ, μη μου το θυμίζεις!
Ζωντάνεψε παλιούς καιρούς, τα παιδικά τα χρόνια…/Σαν πεταλούδες ξένοιαστες, φευγάτα χελιδόνια..
Λουλούδι είναι το παρελθόν και συ το ξανανθίζεις../Μα ότι δεν είναι όμορφο…ώ, μη μου το θυμίζεις!
Τους πρώτους φέρε μου παλμούς, σκιρτήματα κι αγάπες/και όνειρα κι αισθήματα, μέρες χαρές γεμάτες….
Πώς ομορφαίνεις τη ζωή και πώς τη λουλουδίζεις../Μα, ότι δεν είναι όμορφο…ώ, μη μου το θυμίζεις!
Το αύριο είν΄άγνωστο, ίσως κακό μας έρθει,/με ζάλισε, με τύφλωσε της ομορφιάς η μέθη.
Τ΄ώραίο φέρε μου στο νου, τ΄άσχημο μην τ΄αγγίζεις/Ότι δεν είναι όμορφο…ώ, μη μου το θυμίζεις!
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ έσένα Γρηγόρη,
Εχεις δίκιο, κάθε ηλικία έχει την ομορφιά της, γιατί να μην έχει ομορφιά και η τρίτη ηλικία; Πάντως, εγώ φίλε μου προτιμώ τον απογευματινό ύπνο, τη σιέστα που λένε οι λατίνοι και τον απολαμβάνω κάθε μέρα. Ομως, σήμερα θα μιλήσω για τα παλιά, τις δουλειές που κάναμε όταν ήρθαμε στην Αυστραλία για να δούμε προκοπή και δουλεύαμε περισσότερα από ένα μεροκάματο είτε στο οβερτάιμ που το κυνηγούσαμε επειδή ήταν χρήματα που αποταμιεύαμε ή σε δεύτερη δουλειά. Στις δεκαετίες τού ’50, τού ’60 και ’70 ακόμη κάναμε δουλειές που έχουν εξαφανιστεί, ή σχεδόν έχουν εξαφανιστεί.
Θυμάσαι τις εκατοντάδες αγγελίες στις παροικιακές εφημερίδες “εκτελούνται μεταφοραί”; Πόσες οικογένειες κάθε μέρα μετακόμιζαν τότε σε άλλο σπίτι που είχαν αγοράσει, ή ενοικιάσει όταν έφευγαν από τα δωμάτια και τη συγκατοίκηση; Και τα ελληνικά κομμωτήρια που τα Παρασκευοσαββατοκύριακα χτένιζαν τις γυναίκες μας για τις “ετήσιες χοροεσπερίδες”, τούς γάμους και τα βαφτίσια που τότε ήταν στις δόξες τους; Πόσες περιουσίες φτιάχτηκαν από τη σκληρή δουλειά των κομμωτριών που έτρεχαν και δεν έφταναν να εξυπηρετήσουν την πελατεία τους; Θυμάσαι και τις κομμώσεις τής εποχής εκείνης που έμοιαζαν με περικεφαλαίες, αλλά μάς άρεσαν επειδή έκαναν… σέξι τις γυναίκες μας;
Ο αξέχαστος και δημοφιλέστατος παπά Γιώργης Κατέρης δεν προλάβαινε να παντρεύει στον Αγιο Κωνσταντίνο τού Νιουτάουν, ουρά κάθε Σαββατοκύριακο τα ζευγάρια που παντρεύονταν και σε εννέα – δέκα μήνες πίσω πάλι για τα βαφτίσια! Βιομηχανία -που λες- τότε οι γάμοι, αρραβώνες και βαφτίσια από τις χιλιάδες νεαρούς μετανάστες που άρχιζαν να φτιάχνουν το σπιτικό τους και την οικογένειά τους, αφού δούλευαν οι τυπογράφοι με τα προσκλητήρια, δούλευαν οι ράφτρες με τα νυφικά, δούλευαν οι κομμώτριες με τις νύφες, τις κουμπάρες, τις παράνυφες και τις καλεσμένες, δούλευαν οι φωτογράφοι, οι κούρσες που μετέφεραν τη νύφη και το γαμπρό, οι αίθουσες δεξιώσεων κλπ. κλπ. Υστερα είχαμε τους “τεχνίτες” υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μαραγκούς, βαφείς, χτίστες για επιδιορθώσεις και μερεμέτια, που οι πιο πολλοί έμαθαν εδώ την τέχνη και μην ρωτάς τί έχω πάθει από κάποιους τέτοιους.
Είχαμε και τους “ατζέντηδες” που πουλούσαν εκατοντάδες σπίτια κάθε μήνα με τις εφημερίδες γεμάτες από πωλήσεις σπιτιών, είχαμε τα καφενεία τζογαδορεία όπου έκαψαν τη γούνα τους πολλοί νεομετανάστες και φυσικά τα μιλκ μπαρ, τα φις εντ τσιπς και τα φαστφουντάδικα που ήταν η σπεσιαλιτέ των Ελλήνων επιχειρηματιών, μαζί με τα εστιατόρια και τις καφετερίες.
Κοίτα να δεις που παρά λίγο να ξεχάσω τα νυχτερινά κέντρα για τα γλέντια μας. Τον “Βράχο” και τα “Σάλωνα” στο Νιουτάουν, το “Αθήνα” στο Ρέντφερν, τον “Πλάτανο” αν δεν κάνω λάθος το όνομα στο Ντάλιτς Χιλ και δύο ακόμη στο Ρέντφερν και Ενμορ που μού διαφεύγουν τα ονόματά τους, όπως και τους δεκάδες οργανοπαίκτες, τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Γι’ αυτό φίλε μου, παρακαλώ τούς συμπάροικους αναγνώστες μας άλλη μια φορά να συμμετέχουν σ’ αυτή την κουβεντούλα μας με δικές τους θύμησες και φωτογραφίες τους τής αξέχαστης εκείνης εποχής.
First published | Kosmos Newspaper 221014/photos: source pixabay