Γιώργο, γεια σου.
Μαζεύοντας κάτι χαρτιά βρήκα το ένθετο που είχατε βάλει τέλη Μαρτίου για το Μάρικβιλ, ωραίο και ενημερωτικό για την συνοικία που φιλοξένησε τόσον Ελληνισμό στο χθες, το γνωστό Μαρικβίλι, την ελληνική γειτονιά. Δεν έχω ζήσει στο Μάρικβιλ, έχω όμως δουλέψει εκεί και την έχω ζήσει από κοντά. Ήταν η γειτονιά που εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι και σιγά μαζεύτηκαν πολλοί. Κι ήταν τόσοι πολλοί που μόνο να σου πω τούτο. Μια μέρα ήρθε ένας φίλος Αυστραλός και με ρώτησε πως λένε το μπάζελ στα ελληνικά “γιατί κανένας δεν μιλάει εγγλέζϊκα σε τούτη την αγορά”. Ήθελε να αγοράσει ξερό βασιλικό και βέβαια μόνο στα ελληνικά μαγαζιά θα το έβρισκε και δεν θα το ζητούσε κανένας Έλληνας μπάζελ και ούτε μαγαζάτορας το ήξερε στ΄αγγλικά.
Να σου πω, στα πρώτα χρόνια άκουγα Μάρικβιλ και δεν ήξερα κατά που πέφτει, γιατί τον πρώτο καιρό ξεπέζεψα και έμεινα στο Κένσινγκτον. Και σκέφτομαι, Γιώργο, αν ήταν στις σημερινές συνθήκες, με τόσα Ελληνόπουλα γεννημένα και σπουδασμένα εδώ, το Μάρικβιλ θα είχε πολύ ελληνικό χρώμα. Και σχολεία και μνημεία και κουμάντο στη Δημαρχία.
Τότε πόσοι ήξεραν τη γλώσσα και πόσοι μπορούσαν να ασχοληθούν με τα κοινά. Με τον καιρό, κάποιοι τολμηροί άνοιξαν τα πρώτα μαγαζιά ακολούθησαν τόσοι που η αγορά έγινε ελληνική. Κι όταν πήγα εγώ στα ταξιδιωτικά, στον Παρθενώνα, ήταν δίπλα ο Κεφάλας που έκανε χρυσές δουλειές με τα υλικά οικοδομών, ήταν ο Καραλής με τα κρασιά και τις μπύρες, ήταν η ψησταριά και τόσα μπακάλικα ελληνικά και μανάβικα. Όλος ο κεντρικός δρόμος ήταν μαγαζιά ελληνικά. Πολλά τα… είδη προικός και τα Γραφεία Ταξιδίων. Εκεί ήσουν κι εσύ, εκεί γνώρισα και την γυναίκα σου, την όμορφη και άξια Κατίνα. Εκεί ήταν κι ο Γύρος και δίπλα ο Δικηγόρος Κουμπής και ο Δήμος, από τους πρώτους με τις τηλεοράσεις και τις ελληνικές ταινίες με τις κασέτες.
Εκεί και οι Έλληνες γιατροί, φαρμακεία, δικηγόροι, ακόμα και οι Τράπεζες είχαν Ελληνίδες. Δεν χρειαζόταν κανένας αγγλικά, όλα τα επαγγέλματα ήταν εκεί.
Εσύ που έκανες και επιχείρηση εκεί, σε παρακαλώ θυμήσου όσους ξέχασα. Εγώ θα αναφερθώ μόνο στον Πέτρο τον φίλο όλων το Ταξιδιωτικό Γραφείο Ταξιδίων Ο Ζορμπάς. Εκεί κι αυτός και με ψυγεία και αργότερα και για πολλά χρόνια με το Ζορμπά. Ο Πέτρος ο Πρίντεζης, ο ταλαντούχος ηθοποιός και ο ωραίος άνθρωπος. Έγραψε ιστορία ο Πέτρος, όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και σαν άνθρωπος στην παροικία. Και ξέρεις δεν ήταν κωμικός, όπως έμεινε η μνήμη του στην κοινωνία μας, ήταν πολύ καλός και δραματικός ηθοποιός.
Και μια που είμαστε στο Μάρικβιλ, σε κείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια της προσαρμογής, θα σου προτείνω ένα ποίημα που εκφράζει την…πορεία μας.
Δ Ι Κ Α Ι Ο Σ Υ Ν Η
Συναντηθήκαμε εκεί στην αγανάκτηση/με τον Θεό,με τις ιδέες, με τον άνθρωπο.
Εκεί, στο βράχο τον ανταριασμένο,/στην αδικία και στην καταπίεση.
Παλέψαμε γυμνοί μες στ΄αλατόνερο/με τ΄άγριο κύμα, για τη βάρκα.
Το σαρκίο μας και το φορτίο μας./Κι ήταν μεγάλο και πολύτιμο φορτίο..
(Ιδανικά κι αισθήματα και όνειρα και πόθοι κι ελπίδες και δικαίωμα).
Παλέψαμε σκληρά, δεν γονατίσαμε,/δεν κάναμε σταυρούς, δεν θυμιατίσαμε.
μόνο φωνάξαμε, επικαλεστήκαμε, / Δικαιοσύνη, μάνα Ιδέα πρόφτασε!
Δεν ήρθε ούτε αυτή…/Κι ως στρίψαμε /τον κάβο τον τραχύ της αγανάκτησης,
στου ήλιου το χαμόγελο λουστήκαμε. / Το πήραμε σαν πληρωμή κι αντάμοιψη,
πιάσαμε πάλι τα κουπιά και… / … ταξιδεύουμε….
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη και σ’ ευχαριστώ που ανέφερες τη λέξη “Μαρικβίλι”, την ελληνική γειτονιά που μάς φιλοξένησε και μάς στήριξε πολλά χρόνια, αλλά ως συνήθως την ξεχάσαμε και παραμελήσαμε, έστω αν μάς την υπενθύμισε πρόσφατα “Ο Κόσμος”. Οπως πολύ σωστά έγραψες, εγώ έζησα και δούλεψα εκεί και ένιωσα τον ελληνικό σφυγμό της, γιατί όταν περπατούσες στην Μάρικβιλ Ρόουντ στις δεκαετίες τού ’70 και ’80 η ατμόσφαιρα σε μετέφερε σε κάποια ελληνική συνοικία. Ανέφερες το όνομα “Καραλής” και ο Μπιλ Καραλής ήταν ένας επιτυχημένος νεαρός επιχειρηματίας που ξεκίνησε με μια κάβα στη γωνία Μάρικβιλ και Ιλλαγουάρα Ρόουντς. Τον είχα γνωρίσει προσωπικά επειδή τού τύπωνα ετικέτες για τα κρασιά του, αλλά σήμερα είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους ιδιοκτήτες ραδιοσταθμών. Το Caralis Super Network, είναι το μεγαλύτερο ιδιωτικό δίκτυο ραδιοσταθμών στην Αυστραλία και μια δίκαιη επισφράγιση τού αγώνα του από μικρό παιδί κοντά στον βιοπαλαιστή πατέρα του, Γιώργο, που κάποτε ήταν και γραμματέας τού ελληνικού RSL.
Το ελληνικό “γκέτο” όπως αποκαλούσαν οι Αυστραλοί το Μάρικβιλ, ανάγκασε το διοικητικό συμβούλιο τού τοπικού RSL Club, (που θα έπρεπε να είχε αγοράσει η παροικία μας, αν είχε όραμα), ν’ απαγορεύσει στους εκατοντάδες Ελληνες θαμώνες του να μιλούν τη γλώσσα τους! Τότε ήμουν διευθυντής μιάς παροικιακής εφημερίδας και έγραψα ειρωνικά “τούς πήραμε τα σπίτια, τους πήραμε τα μαγαζιά, κυριεύσαμε τους δρόμους τους, ας τους αφήσουμε τουλάχιστον ν’ ακούν μόνο Αγγλικά στο κλαμπ τους”. Οπως φαίνεται, όμως, κάποιος συμπάροικος ‘”κάρφωσε” το σχόλιό μου και άναψαν τα τηλέφωνα τής εφημερίδας από αγγλόφωνες εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς που ζητούσαν να μάθουν την αντίδρασή μας στην απαγόρευση να μιλάμε ελληνικά στο κλαμπ.
Τον αξέχαστο Πέτρο Πρίντεζη, τον σπουδαίο ηθοποιό και άνθρωπο, όπως τον περιγράφεις, τον γνώρισα όταν ήταν υπάλληλος στο Odeon τού Μάρικβιλ, με ιδιοκτήτη τον Κώστα Ζαχαρόπουλο, έναν ακόμη καλό έλληνα συμπάροικο με πλούσια επιχειρηματική και κοινωνική δράση. Στο Μάρικβιλ ήταν τα ζαχαροπλαστεία “Νέα Σικυών” και “Κορινθία” πριν μετατραπεί σε εστιατόριο, “Το Σπίτι τής Νύφης”, τα μπακάλικα “Λαμία”, “Θεσσαλονίκη” και “Ιθάκη” (αργότερα “Μυτιλήνη”), τα φαρμακεία Παπαδημητρίου και Σάλλου, το ιατρείο τού Γιάννη Τζινιώλη και όπως ανέφερες τα πρώτα αν όχι μοναδικά τότε καταστήματα “είδη προικός” με τα μπαούλα στο πεζοδρόμιο και φορτωμένα με κουβερτόρια, σεμεδάκια, τραπεζομάντηλα κλπ. κλπ. για τις μετανάστριες μάνες που προετοίμαζαν τις προίκες των θυγατέρων τους. Στο Μάρικβιλ βρίσκεται, βέβαια και η εκκλησία τού Αγίου Νικολάου, όπου χιλιάδες συμπάροικοι παντρεύτηκαν και βάπτισαν τα παιδιά τους, αλλά και συντηρούσαν την παράδοση με ελληνικό ενθουσιασμό για την Ανάσταση και άλλες μεγάλες γιορτές τής Ορθοδοξίας.
Στο Μάρικβιλ έρχονταν συμπάροικοι από κάθε γωνιά τού Σίδνεϊ για τα ψώνια τους επειδή ήξεραν πως θα βρουν ότι πεθυμούσε η ψυχή τους, κυρίως ελληνικά φαγώσιμα πάντα φρέσκα επειδή υπήρχε μεγάλη κατανάλωση, αλλά και επειδή το περιβάλλον ήταν ελληνικό με ελληνικά τραγούδια ν’ ακούγονται από τα καταστήματα και αν άκουγες κάποιον να μιλάει Αγγλικά ήταν κάτι… παράξενο!
Σήμερα το Μάρικβιλ είναι αγνώριστο, επειδή οι Ελληνες το εγκατέλειψαν για να πάνε στο Earlwood και αλλού. Πριν μερικά χρόνια, μια γνωστή μου κυρία οδηγούσε στην Ιλλαγουάρα και όταν σταμάτησε στα φώτα στη γωνία με την Μάρικβιλ Ρόουντ, δίπλα της σταμάτησε ένας αυστραλός οδηγός που τη ρώτησε αν έχει πάει στο… Χογκ Κονγκ. “Οχι” τού είπε η φίλη, “εδώ είναι!”, τής απάντησε ο Αυστραλός. Ομως στο Μάρικβιλ κατοικούν ακόμη 4 χιλιάδες περίπου Ελληνες και ακόμη λειτουργούν ελληνικά καταστήματα και επιχειρήσεις, γιατί αυτό το προάστειο που εγκαταλείψαμε έχει πολλά προνόμια και η αξία των σπιτιών του είναι τώρα πιο μεγάλη από άλλα “χλιδάτα” προάστεια. Είναι παλια η ιστορία να παίρνουν αξία τα προάστεια που εγκατέλειψαν οι Ελληνες, όπως το Πάντιγκτον, το Ρέντφερν, το Νιουτάουν, το Ερσκινβιλ, το Ενμορ κλπ.
First Published Kosmos Newspaper 27-05-2015 / main photo: drawing by Nick Bonovas