Γιώργο, γεια σου,
Πέρασε κι η 25η Μαρτίου, πέρασε κι ο Ευαγγελισμός, πέρασαν κι οι Χαιρετισμοί, αυτό το υπέροχο λογοτεχνικό και υμνητικό έργο και φτάνουμε στη Λαμπρή την μεθεπόμενη Κυριακή, την μεγαλύτερη γιορτή τής Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού γενικότερα. Γιορτή της αγάπης και της ελπίδας, την… εορτών εορτή και πανήγυρη πανηγύρεων.
Από πόσο μακριά έρχεται, σαν παράδοση, σαν βίωμα φυλετικό! Και πόσες αναμνήσεις μας φέρνει από την παιδική, αλλά και όλη μας πορεία στη ζωή. Είναι η άνοιξη, το ξανάνιωμα της φύσης, η ελπίδα, ο θρίαμβος της ζωής με τη συμβολική νίκη πάνω στο θάνατο. Και πόση γοητεία στις παιδικές μας ψυχές!
Για τους Δυτικούς η μεγάλη γιορτή είναι τα Χριστούγεννα, για μας όμως το Πάσχα, η Λαμπρή! Που γιορταζόταν από την αρχαιότητα το ξαναγέννημα της φύσης κι έφτασε ως εμάς στολισμένο τη χριστιανική αγάπη.
Δεν φτάνουν μέχρι εδώ οι χάρες κι οι χαρές των εορτών, ούτε Απόκριες, ούτε Μεγαλοβδομάδες, ούτε εκείνη η τόσο γιορτερή ατμόσφαιρα της Λαμπρής. Και, ξέρεις στα παλιά τα χρόνια την Κυριακή φιλούσαν ένας τον άλλον κι εγίνονταν κι αγάπες, δηλαδή όσοι ήταν μαλωμένοι, έδιναν τα χέρια σε συμφιλίωση!
Κι υπήρχε κι ένα άλλο έθιμο, που ίσως δεν το ξέρουν πολλοί. Η σταυραδερφωσύνη! Όταν δύο φίλοι ήταν καλοί φίλοι, αχώριστοι έκαναν τη φιλία τους αδερφοσύνη.
Αυτό γινόταν επίσημα στην εκκλησία, στην ακολουθία της Αγάπης, το απόγιομα. Τους διάβαζε ο παπάς μια ευχή έκοβαν λίγο το χέρι στον καρπό και έδεναν τα χέρια με μεταξωτό μαντήλι να ενωθεί το αίμα τους, να γίνουν σταυραδέρφια. Συχνά είχαν και μια σταυραδερφή και ο δεσμός τους ήταν ιερός και ισόβιος. Μετά την εκκλησία έβγαιναν όλοι στην πλατεία φιλιώντουσαν το φιλί της αγάπης και χόρευαν, με πρώτον να σέρνει το χορό ο ιερέας. Ο χορός της Λαμπρής ήταν σαν ιεροτελεστία, σαν μέρος της γιορτής. Και οι καμπάνες, τα βαρελότα και οι ψησταριές όλα μέρος της γιορτής.
Θυμάμαι παιδί, παίρναμε το κόκκινο αυγό στην τσέπη και περιμέναμε να το τσουγκρίσουμε και να το φάμε με το Χριστός Ανέστη. Νηστεύαμε βέβαια, η γιαγιά, που ήταν και παπαδοπούλα, το έλεγε…περί γραμμάτου. “Όλα τα Σάββατα καταλύονται πλην του Μεγάλου”.
Αλλά θυμάμαι κι εδώ τα πρώτα χρόνια που είχαμε μόνο δύο εκκλησιες, την κοσμοσυρροή που γέμιζε η Μπερκ στρήτ και αν δεν είμαστε από νωρίς δεν ακούγαμε ούτε το Χριστός Ανέστη.
Καλό Πάσχα, Γιώργο μου κι όλοι οι φίλοι που τυχόν μας διαβάζουν, ειρήνη και λευτερια σ΄ όλον τον κόσμο.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Η αγάπη ήταν πάντα εκεί/γεννήτρα κι ομορφιά της ζήσης.
Πριν κι από τη θυσία/κι απ΄την ελπίδα πριν.–
Αυτή δίνει στα λούλουδα/τα χρώματα και τ΄αρώματα,
αυτή κάνει τον ήλιο θαλπωρή,/αυτή κάνει τον τίμιο αγώνα άθληση.
Μ΄αυτή μπορεί κανείς,/πιστός ή ασεβής,
να επικοινωνήσει/μ΄οτι ωραίο και καλό
τον άνθρωπο και το Θεό/και με τη μάνα φύση.
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη με τις θύμησές σου που περιμένουν να διαβάσουν κάθε Τετάρτη οι πολλοί αναγνώστες μας.
Συμφωνώ πως για τους Ελληνες η Ανάσταση είναι η μεγαλύτερη γιορτή και “πανήγυρη των πανηγύρεων” για τούς λόγους που αναφέρεις, αλλά και για έναν ακόμη: Η χώρα μας πολλές φορές χρειάστηκε τη δική της Ανάσταση από τη σκλαβιά, από εμφυλίους, από δικτατορίες και πολιτικές κρίσεις. Ο ελληνικός λαός περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο συμμερίζεται το μαρτύριο και τον θάνατο τού Χριστού, τον πόνο τής Μάνας Παναγιάς και πανηγύρίζει την Ανάσταση, επειδή ένιωσε στο πετσί του τον πόνο τού θανάτου και ριζώθηκε στην ψυχή του η αγανάκτηση για τις σφαγές που υπέστη, τις γενοκτονίες, τους διωγμούς και πάντα στις μαύρες εκείνες μέρες προσδοκούσε τη δική του Ανάσταση.
Ενα από τα πράγματα που πρόσεξα στην Αυστραλία από το πρώτο Πάσχα μου στο Αντελάιντ και δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω είναι πόσο λίγη σημασία δίνουμε στην Ανάσταση και πόσο μεγάλη στο φαγοπότι για τον πανηγυρισμό τής μεγάλης μέρας, ενώ αντίθετα τιμούμε με ευλάβεια και ειλικρινή θλίψη τα Πάθη τού Χριστού την Μεγάλη Παρασκευή.
Το Μεγάλο Σάββατο πάμε στην εκκλησία πέντε λεπτά πριν πει ο ιερέας το Χριστός Ανέστη και φεύγουμε αμέσως μόλις ανάψουμε το κερί με το Αγιο Φως για να τρέξουμε τού σκοτωμού να φάμε την μαγειρίτσα, ενώ την Μεγάλη Παρασκευή παρακολουθούμε με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία με το συγκλονιστικό “Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;” και το “Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου”, ποιητικά αριστουργήματα που συγκινούν και αυτούς που δεν πιστεύουν ακόμη.
Για την πρώτη μου Ανάσταση στο Σίδνεϊ το 1968 πήγαμε οικογενειακώς στον Αγιο Νικόλαο, Μάρικβιλ, αλλά ούτε να πλησιάσουμε στην εκκλησία από τις χιλιάδες κόσμου στο “ελληνικό” προάστειο που είχε πλημμυρίσει και τα πεζοδρόμια, ενώ η Αστυνομία είχε κλείσει την Livingstone Road και αστυνομικοί προσπαθούσαν μάταια να σταματήσουν την χρήση βαρελότων που ήταν απαγορευμένα και έσκαγαν στα πόδια τους. Κυριολεκτικά πανζουρλισμός που ούτε τα μεγάφωνα που μετέδιδαν τις ψαλμωδίες μέσα στην εκκλησία μπορούσαν να καλύψουν.
Στην Αλεξάνδρεια τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και τηρούσαμε τις παραδόσεις, παρόλο που πολλοί από εμάς τα παιδιά δεν είχαμε ζήσει ούτε μια μέρα στην Ελλάδα. Η μητέρα μου μάς ξυπνούσε το πρωί τής Μεγάλης Παρασκευής και μάς πότιζε ένα κουταλάκι ξύδι “αφού το ήπιε και ο Χριστούλης” και για μεσημεριανό τρώγαμε φακές με ξύδι χωρίς λάδι. Στα χρόνια που ήμουν πρόσκοπος είχαμε υπηρεσία στον πατριαρχικό ιερό ναό τού Αγίου Σάββα για να τηρούμε με μεγάλη δυσκολία, σε διαβεβαιώ, την τάξη στο πλήθος που ερχόταν να εκκλησιαστεί και να φιλήσει τον Επιτάφιο. Μετά τη Θεία Λειτουργία των Παθών άρχιζε η περιφορά τού Επιταφίου με επικεφαλής ένα άγημα τού αιγυπτιακού στρατού τιμής ένεκεν, ενώ εμείς προσπαθούσαμε να συγκρατήσουμε τον κόσμο που ήθελε να περπατήσει δίπλα στον Πατριάρχη και τούς ιερείς που συνόδευαν τον Επιτάφιο. Από τις χιλιάδες μπαλκόνια έραιναν με λουλούδια τον Επιτάφιο όχι μόνο οι Ελληνες, αλλά και κάθε φυλής και θρησκείας συμπολίτες μας, επειδή σ’ αυτή την κατ’ εξοχήν πολυεθνική και πολυπολιτιστική πόλη τού Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχιζόταν το παράδειγμά του για σεβασμό στα πιστεύω των άλλων. Εμείς δεν πιστεύαμε τότε ότι “ελευθερία τής γνώμης” είναι να προκαλείς φονικές συγκρούσεις προσβάλλοντας τα πιστεύω τού γείτονά σου και γι’ αυτό ζούσαμε αρμονικά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχαμε τους ρατσιστές μας που, όμως, ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Το Πάσχα ήταν και για τούς Ελληνες τής Αλεξάνδρειας η γιορτή τής αγάπης, αν και πρώτη φορά μαθαίνω από εσένα καλέ φίλε το έθιμο τής σταυραδερφωσύνης που μού ήταν άγνωστο μέχρι τώρα. Βέβαια ο οβελίας δεν ήταν συνηθισμένος στις πολυκατοικίες που ζούσαμε, αλλά το μυρωδάτο αρνάκι στο φούρνο και η κουλούρες με τα κόκκινα αυγά που στόλιζαν το πασχαλινό τραπέζι. Καθήκον μας τήν Κυριακή τού Πάσχα για μένα και τον αδελφό μου είναι να μοιράσουμε πιάτα που ετοίμαζε η μάνα μας με πασχαλιάτικες κουλούρες, κόκκινα αυγά και κουλουράκια στις φιλικές και συγγενικές οικογένειες, που μάς υποδέχονταν με χαρές και φιλιά…
Την Κυριακή θα γιορτάσουν το Πάσχα τους οι Καθολικοί με τους Προτεστάντες, κι’ εμείς θα γιορτάσουμε των Ελλήνων Πάσχα την μεθεπόμενη Κυριακή με την ευχή να είμαστε όλοι καλά για να ευχηθούμε και “Καλό Πάσχα” στην Ελλάδα που γι’ άλλη μια φορά ζει το δικό της Γολγοθά και σηκώνει το Σταυρό του μαρτυρίου της.
Φίλε Γρηγόρη, γι’ άλλη μια φορά να σ’ ευχαριστήσω για το ποίημά σου που στολίζει τη σελίδα μας καλύτερα από τις φωτογραφίες και να σού ευχηθώ νάσαι πάντα καλά να μάς δίνεις αυτή τη χαρά.
Φωτογραφίες: από congerdesign από το Pixabay & Gerd Altmann από το Pixabay
- First Published: Kosmos Newspaper 01/04/15