Και τώρα τι κάνω εγώ; Σε ποιον να αποτανθώ, στο Γιώργο ή στη Νίκη; Χαίρομαι που η συντροφιά απλώνεται κι είναι τιμή και χάρη η συμμετοχή της κυρίας Καλτσόγια στην παρέα μας. Κι είναι τόσα πολλά τα θέματα που μπορούν να μας απασχολήσουν. Όμως… στα θέματα που αφορούν στη δράση και τις εκδηλώσεις των γυναικείων οργανώσεων εγώ ….σηκώνω τα χέρια!
Και, Γιώργο, κάνω μια πρόταση. Να δημιουργήσεις στην εφημερίδα, μια γωνιά, μια στήλη, μια σελίδα για τη γυναίκα. Και ξέρεις κάτι; Σκέφτηκα και σε ποιον να την αναθέσεις. Τη φίλη μας Σοφία Καθαρείου. Έχει και λόγο και πένα και ενδιαφέρον για να την κάνει προσιτή σε πολλούς, για να ακουστούν κι άλλες φωνές.
Εγώ, πέρα από την άγνοιά μου, έχω και τις αντιλήψεις μου, που ίσως δεν θα είναι αρεστές στις σύγχρονες γυναίκες. Γιατί πιστεύω πως η γυναίκα, από την ημέρα που βγήκε στο στίβο, έχασε δεν κέρδισε. Έχασε το βασίλειό της, τον κόσμο της. Έναν ωραίο κόσμο που, ανάλογα και με τις ικανότητές της, δημιουργεί. Και το ωραίο σπιτικό και την κοινωνικότητα και την δράση της σε Συλλόγους, στη φιλανθρωπία, στο κέντημα, στην επί πλέον συμπαράσταση, στη φροντίδα του πλησίον, των γονιών, των παιδιών. Και λυπάμαι όταν τη βλέπω να τρέχει πρωί – πρωί να αφήσει τα παιδιά σε ξένα χέρια για να προλάβει το μεροκάματο. Βέβαια είναι και οι καιροί που ζούμε, οι τόσες ανέσεις για τις οποίες δουλεύουμε κι αγωνιζόμαστε. Αυτές οι ανέσεις που παίρνουν όλο μας τον καιρό και τη σκέψη μας. Όμως, για να γυρίσουμε στην αντίληψη των καιρών, σέβομαι και πιστεύω στην ισότητα και την βλέπουμε σε πολλά ζευγάρια του χτες και του σήμερα. Και με εκνευρίζει εκείνο που προβάλλεται τόσο συχνά, εκείνο το κλισέ πλέον, πως άντρας είναι ο τύραννος, ο βάναυσος, ο ανάξιος και η γυναίκα, όλες οι γυναίκες, αγγελούδια.
Γι αυτό δηλώνω αναρμόδιος να ασχοληθώ με τις δραστηριότητες των Γυναικείων Οργανώσεων.
Νίκη μου, και να με συμπαθάς για την αναρμοδιότητά μου στα θέματα που αφορούν στη γυναίκα, πρώτα ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη φιλική σου διάθεση και για το βιβλίο σου, σε εκτιμώ και νιώθω πολύ φίλος, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Και θαυμάζω τη δράση σου και τις επιτεύξεις σου. Ελπίζω να μας επισκεφτείς κάποτε, δεν ξέρω αν τα καταφέρω εγώ να ξαναπροσκυνήσω, κάποιους αγαπημένους τάφους. Περνάν τα χρόνια, βαραίνομε κι ο τίτλος στα ποιήματά μου είναι “Τα χελιδόνια δεν θα ξαναρθούν”. Θα σου στείλω τη συλλογή, αφού μου λες και ότι σ΄αρέσουν τα λίγα στην εφημερίδα.
Και τώρα, Γιώργο μου, πώς θα πλατύνουμε ακόμα τη συντροφιά μας; Τα παλιά της παροικίας τα είπαμε. Όχι βέβαια όλα, μόνο εκείνα που ζήσαμε και γνωρίσαμε. Γιατί τούτη η κοινωνία έχει την ιστορία της. Έχω ακούσει για μια πολύ καλή δασκάλα την κυρία Βέργου που δίδαξε πολλά παιδιά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50, έχω ακούσει για έναν Πρόξενο Βρυζάκη, νομίζω έμεινε εδώ μετά τη συνταξιοδότησή του, γνώρισα τη γυναίκα του, ηλικιωμένη κυρία, γνωστή στην κοινωνική ζώη της παροικίας που ήταν μικρή, έχω ακούσει και τα παιδιά του ζουν εδώ. Η παροικία ήταν μικρή, οι πολλοί ήταν ήδη δημιουργημένοι οικονομικά, υπήρχε κοινωνική ζωή και γνώριζαν ο ένας τον άλλον. Μέχρι που ήρθαν τα κύματα των νέων κι από το ’60 και μετά άρχισε να δημιουργείται μια άλλη κοινωνία, κύκλοι πλέον εστίες με κοινά ενδιαφέροντα, κοινές διασυνδέσεις. Εκεί συμπεριλαμβανόμαστε κι εμείς, στους νέους εκείνους του καιρού, που σήμερα λογιζόμαστε παλιοί!
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑΤΑ
Κάποια συναπαντήματα,/καθώς περνούν τα χρόνια,
μένουν στη μνήμη ζωγραφιές,/πολύτιμες εικόνες.
———–
Κι άνθιζε ο λόγος γιασεμιά/κι ομόρφαινε τις ώρες…
Και τ΄άρωμά του έφτανε/στον νοητό τον κόσμο.
Κι ήτανε κάτι σαν φτερά/μ΄αγάπη και συμπόνια
στου κόσμου τα προβλήματα/αλά και στα δικά μας.
Κι ήταν κι η κατανόηση/που δένει τους ανθρώπους.
———–
Άνθρωποι πάνε κι έρχονται/καθώς περνούν τα χρόνια…
Άλλοι ξεχνιούνται γρήγορα,/άλλοι αφήνουν ίχνη
και άλλοι γίνονται “δικοί”/δικοί κι αγαπημένοι!
Συναπάντημα/στολίδι, κόσμημα στη μνήμη.
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου Γρηγόρη,
Σήμερα έχεις να κάνεις μ’ εμένα Γρηγόρη, γιατί συνομώτησα με τις γυναίκες να σε μπερδεύουμε και να μην ξέρεις ποιός θα σού απαντήσει! Καλή η πρότασή για μια σελίδα αφιερωμένη στη Γυναίκα, αλλά προς το παρόν η Σοφία και η Νίκη είναι απασχολημένες, δεν είναι σαν κι’ εμάς που κάναμε “χόμπι” το γράψιμο. Ευτυχώς, που δεν σού απάντησε η Νίκη γι’ αυτά που έγραψες για τις γυναίκες, αλλά θα σού απαντήσω εγώ με τις δικές μου απόψεις. Πρώτ’ απ’ όλα δεν φταίνε οι γυναίκες που αναγκάζονται ν’ αφήσουν τα παιδιά τους σε ξένα χέρια για να πάνε στο εργοστάσιο να βγάλουν το μεροκάματο, γιατί όταν ο άντρας έχει μικρό μισθό, η γυναίκα δεν δουλεύει για τις ανέσεις, αλλά για την επιβίωση. Πιστεύεις πως οι μεταπολεμικοί μετανάστες θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς την εργασία τής γυναίκας στο εργοστάσιο ή στο μιλκ μπαρ; Μήπως είναι “ανέσεις” η αγορά ενός σπιτιού, αυτοκινήτου, ψυγείου, τηλεόρασης κλπ.; Ο δεύτερος λόγος που οι γυναίκες δουλεύουν τώρα είναι πως έχουν αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες που δεν είχαν οι μάνες τους και πολλές φορές κερδίζουν περισσότερα χρήματα από τους άνδρες τους. Αν, λοιπόν, πρέπει ένας από τους δύο να μείνει στο σπίτι για να κάνει τις δουλειές και να προσέχει τα παιδιά, γιατί να μην είναι ο άντρας όταν ο μισθός του δεν είναι αρκετός για να μην εργάζεται η σύζυγός του;
Σήμερα υπάρχουν πολλοί άντρες με οικιακά καθήκοντα (house husbands) που τα καταφέρνουν μια χαρά και για μένα το σπουδαιότερο δεν είναι αν στο σπίτι μένουν ο άντρας ή η γυναίκα, αλλά τα παιδιά να έχουν και τους δύο γονείς. Δυστυχώς, το ποσοστό των διαζυγίων έχει φτάσει το 50% αν δεν κάνω λάθος, χωρίς να συμπεριλάβουμε τα “διαζύγια” ζευγαριών ντε φάκτο που δεν συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές.
Επιστρέφω στο θέμα των ανέσεων γιατί -όπως λες- είναι πρόβλημα όταν ζευγάρια με μεγάλους μισθούς ή με καλές επιχειρήσεις είναι υπερχρεωμένα επειδή ανταγωνίζονται τον γείτονα σε περιττές δαπάνες και πιστεύω ότι αυτά είναι τα ζευγάρια που χωρίζουν πιο συχνά, από τα φτωχά που εργάζονται μονιασμένα για ένα καλυτερο επίπεδο ζωής.
Δεν θα μιλήσω για άλλες γυναίκες που δεν γνωρίζω, αλλά για την ηρωίδα Ελληνίδα τής Αυστραλίας θα πρέπει να στήσουμε αδριάντα. Δεν γνωρίζω κανέναν επιτυχημένο ομογενή που η γυναίκα του δεν ξημεροβραδιαζόταν στη ραπτομηχανή, στο εργοστάσιο, στο μαγαζί βοηθώντας τον άνδρα της, αλλά γεννούσε κιόλας και ανέτρεφε τα παιδιά της. Μετά τη δουλειά έπρεπε να μαγειρέψει, να πλύνει, να σιδερώσει, να καθαρίσει το σπίτι και πολλές φορές ο άνδρας της ήταν στο καφενείο ή έβλεπε τηλεόραση. Πόσες γυναίκες, αγαπητέ μου, δεν πήγαιναν στα καφενεία για να βρουν τους άνδρες τους, ή στα ΤΑΒ όπου σπαταλούσαν τα κέρδη από τα μαγαζιά ή τους μισθούς τους; Αν αυτοί δεν ήταν τύραννοι, τί ήταν; ‘Η μήπως δεν υπήρχε οικογενειακή βία και σε ελληνικά σπίτια;
Κάποιος φίλος μου είπε πριν πολλά χρόνια “Χατζηβασίλη, έχεις αποκτήσει καλή φήμη με τα γραπτά σου, αλλά θα την χάσεις πολυ γρήγορα αν συνεχίσεις να υποστηρίζεις τις γυναίκες” και όπως βλέπεις συνεχίζω γιατί και η γυναίκα -όπως ο άνδρας- είναι θύμα μιας απάνθρωπης κοινωνίας που μάς έφτιαξαν και τής απληστίας που μάς δίδαξαν.
Νάσαι πάντα καλά Γρηγόρη.