Γιώργο Χατζηβασίλη, γεια σου,
Θέλω να σου εκφράσω τα συγχαρητήριά μου για την έκδοση της Τετάρτης. Για τους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, εκείνα τα παληκάρια και τις κοπελιές του χτες. Εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους περπατήσαμε κι εμείς. Πόσες αναμνήσεις, πόσες εμπειρίες, πόσα χρόνια! Και πόσα όνειρα!
Ερχόμασταν από δύσκολες συνθήκες ζωής, εκείνο τον καιρό. Κουβαλούσαμε πληγές του πολέμου. Κι ερχόμασταν σε μια ελπιδοφόρα κατάσταση, στην Αυστραλία που τίναζε τα φτερά της να πετάξει. Προχτές βρήκα στα χαρτιά μου μια φωτογραφία εκείνης της εποχής. Εσύ, ο Δημήτρης κι εγώ, στο κεντρικό πάρκο του Σύδνευ, εκεί στο μεγάλο συντριβάνι. Εκείνο με τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, το Μινώταυρο!
Ήτανε κάπου στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα. Πόση περηφάνια, να βλέπουμε την ελληνική μυθολογία στην άκρη αυτή του κόσμου. ‘Ήμασταν εικοσάχρονα παιδιά, εκεί πάνω κάτω. Κουβαλούσαμε την εθνική μας περηφάνια αγκαλιά με τη νοσταλγία.
Τον θυμάσαι το Δημήτρη τον Γκρούτση; Έναν ωραίο άνθρωπο που έφυγε νωρίς. Πόσους ανθρώπους γνωρίσαμε στη ζωή τούτη της ξενητειάς! Ήρθαμε καθένας από άλλο περιβάλλον, τον μικρό μας κύκλο, εκεί που μεγαλώσαμε. Και δεθήκαμε και συγγενέψαμε και δημιουργήσαμε μια ελληνική κοινωνία, μακριά από την Ελλάδα, μια παροικία που έχει τόσα να προβάλει για την παρουσία του Ελληνισμού της διασποράς!
Τύποι, καταστάσεις ατομικές και γενικές, μιας εποχής με ανακατατάξεις. Ο Δημήτρης ήταν κάτι που ξεχώριζε. Σκεπτόμενος και σοβαρός. Χωρίς φαντασιώσεις και κομπασμούς, σπούδαζε το περιβάλλον, τις καταστάσεις και τους ανθρώπους.
΄Εγραφε στο ΒΗΜΑ που ήταν Εθνικό Βήμα τότε και τα γραφτά του ήταν μεστά, με νόημα και σημασία. Ξέρω είχατε δεθεί πολύ φιλικά και οικογενειακά, δουλεύατε μαζί και σκέφτομαι θα ήταν σήμερα… δεξί σου χέρι.
Πόσοι που πέρασαν από την παροικία μας, που έγραψαν την ιστορία τους, που άφησαν κάποια σημάδια. Στην ιστορία της παροικίας μας, στην ιστορία του Ελληνισμού της διασποράς. Γιατί κι εμείς σαν παροικία γράψαμε και γράφουμε την ιστορία μας.
Μια παλιά φωτογραφία! Πόσες αναμνήσεις και πόσα ωραία συναισθήματα!
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη,
Ευχαριστώ για τα συγχαρητήριά σου που μάς δίνουν κουράγιο να συνεχίσουμε, επειδή πραγματικά πιστεύουμε ότι έχουμε παραμελήσει αυτούς τους ήρωες τής παροικίας μας που έχουν παροπλιστεί και αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα, όχι μόνο υγείας, αλλά και οικονομικά μερικές φορές, μα κυρίως μοναξιάς όταν φύγει ο/η σύντροφος.
Συμφωνώ απόλυτα πως εμείς μαζί με άλλους κατατρεγμένους μετανάστες από την ρημαγμένη Ευρώπη βοηθήσαμε την Αυστραλία να τινάξει τα φτερά της και να πετάξει, όπως πολύ ποιητικά γράφεις.
Είναι δυνατόν να ξεχάσω τον Δημήτρη Γκρούτση, από το Στεφάνι Κορινθίας, τον καλό συνάδελφο και αφοσιωμένο φίλο που χάσαμε πριν 20 χρόνια, τον αγνό άνθρωπο που ξεχώριζε με την σπάνια ευγένεια ψυχής και τη δυνατή πένα; Να σού θυμίσω, Γρηγόρη, ότι είχε κερδίσει το δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό διηγήματος τής Κοινότητας πριν 45 χρόνια, όταν φτιάχναμε τις εφημερίδες με μέταλλα, πριν μάς κυριεύσουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Ηταν άλλος ο Ελληνισμός τότε στο Σίδνεϊ, χωρισμένος σε δεκάδες σωματεία μα και ενωμένος στους αγώνες τού Πανελλήνιου που συγκέντρωναν περισσότερες από δέκα χιλιάδες ενθουσιώδεις ποδοσφαιρόφιλους στο Wentworth Park, αλλά και στους κοινούς αγώνες εναντίον τής αφομοίωσης, για να μπορούμε να διδάσκουμε ελεύθερα τη γλώσσα μας και να τη βάλουμε στα δημόσια σχολεία, για την Αυτοδιάθεση τής Κύπρου μας, εναντίον τής τουρκικής εισβολής και τής χούντας και υπέρ τού πολυπολιτισμού.
Τότε που αγοράσαμε τις δεκάδες κτήρια μικρά και μεγάλα των οργανώσεών μας. Τότε που γεμίζαμε τους κινηματογράφους τού Χρήστου Λούη για να δούμε τα δακρύβρεχτα δράματα με τον Ξανθόπουλο και Κούρκουλο και κωμωδίες με τη Βουγιουκλάκη και τη Βλαχοπούλου.
Τότε που γλεντούσαμε στο «Βράχο» και στα «Σάλωνα» στο Νιουτάουν και στο «Αθήνα» με το μπουζούκι τού Νικήτα Νάρη και το τραγούδι τού Γιώργου (?????).
Μάθαμε στους Αυστραλούς να τρώνε το καλαμάρι και την «σπανακοπίτα», το σουβλάκι και τον γύρο, ή να χορεύουν καλαματιανό τής πλάκας στις «ετήσιες χοροεσπερίδες με ζεστό σουβλάκι και κρύα μπίρα» με την απαραίτητη «λαχειοφόρο αγορά». Τότε που οι πρόεδροι και τα συμβούλια δούλευαν σκληρά με τις οικογένειές τους για να πλουτίσει ο σύλλογός τους.
Ηταν καλά χρόνια, δύσκολα μα δημιουργικά και κερδοφόρα για τις δεκάδες μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που δημιούργησαν πλούτο που ούτε να φανταστούν μπορούσαν οι νεαροί μετανάστες όταν ταξίδευαν στο «Πατρίς» ή το «Κερύνεια» σε μια χώρα στην άλληάκρη τής γής χωρίς να γνωρίζουν γλώσσα και τέχνη, με μόνο εφόδιο το πάθος τού Ελληνα να κάνει προκοπή.
Πολύ χάρηκα με το γράμμα σου Γρηγόρη και πολύ θά ‘θελα να συνεχίσουμε αυτό τον περίπατο στο χθες μαζί με τους αναγνώστες μας που μπορούν να συμμετέχουν με δικές τους αναμνήσεις, γιατί κάθε μετανάστης είναι και μια ιστορία στο ατέλειωτο ταξίδι τού Ελληνισμού.
source: Kosmos newspaper 120214 | page 8