Γιώργο, ώρα σου καλή, καλοτάξιδος.
Με το ταξίδι τόσο προσιτό στις ημέρες μας σκέφτομαι ταξίδια άλλων εποχών που έκαναν την επαφή τόσο δύσκολη και την ξενιτιά μαύρη, αδελφή του θανάτου. Ακόμα και στους καιρούς μας, ο ερχομός με πλοίο! Ένα μήνα περίπου. Και όσοι ήρθαν με το Πατρίς και το Κερύνεια ταξίδεψαν σε ελληνικό περιβάλλον. Οι άλλοι με κάτι ξένα, οπλιταγωγά, σαπιοκάραβα. Βέβαια ήταν και τα υπερωκεάνια, το Ελληνίς και Αυστραλίς αλλά κοντά στο τέλος, εκεί που έσκαγε το κύμα της μετανάστευσης στην αμμουδιά. Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Πατρίδα με το πρώτο ταξίδι του Ελληνίς στην Αυστραλία! Κι έγραψα εντυπώσεις στο τότε Εθνικό Βήμα. Πριν πενήντα περίπου χρόνια. Πώς πέρασαν;
Ταξιδεύοντας με το “Ελληνίς” για την Πατρίδα. Αδελφικός Χαιρετισμός. [Εθνικό Βήμα, Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 1964]
Πριν προφτάσουμε να γνωρίσουμε το πλοίο, να συνηθίσουμε τις μορφές που κινούνται γύρω μας, βρεθήκαμε στο λιμάνι της Μελβούρνης. Σε είκοσι οχτώ ώρες Σύδνεϋ – Μελβούρνη είναι άθλος. Μα είναι τόσο γρήγορη, τόσο καλοτάξιδη η όμορφη γοργόνα μας. Κι ύστερα βιαζότανε να προλάβει την αδελφή της στο λιμάνι. Ήτανε τόσο συγκινητική η συνάντησή τους στο Πόρτ Μέλμπουρν. Την ώρα που ‘ριχνε η «Ελληνίς» την άγκυρα, σήκωνε η «Πατρίς» τη δική της. Στην ίδια προβλήτα, απ΄τη μια μεριά και την άλλη ήταν μια χαρά και μια περηφάνεια να βλέπεις τις δυό αδελφές στολισμένες με τη γαλανόλευκη να χαιρετούνται με τη βραχνή φωνή τους.
«Ώρα καλή».
«Καλό ταξίδι».
«Καλή αντάμωση».
Έμοιαζαν δύο κάτασπρα ωκεάνια πουλιά που έσμιξαν για λίγο στους αντίποδες της γης, έκλεισαν τις φτερούγες, φιλήθηκαν και ξαναχώρισαν, παίρνοντας πάλι το δρόμο το θαλασσινό, τον ατελείωτο. Για το Σύδνεϋ το «Πατρίς» από κεί απ’ τη Σιγκαπούρη και τον Ινδικό ωκεανό για την Ελλάδα. Για την Νέα Ζηλανδία το “Ελληνίς”. Κι απ’ κει απ’ τον πλατύ Ειρηνικό τον Παναμά και τον Ατλαντικό ωκεανό για την Αγγλία και πάλι στην Ελλάδα. Εκεί θα πάρει τον ανασασμό του, εκεί θα βρει το θερμό καλοσώρισμα, εκεί θα ανεμίσουν το δακρυσμένο μαντήλι στην ειλικρινή ευχή καλοτάξιδο να γυρίσει πάλι. Οργώνουν όλους τους ωκεανούς τα όμορφα ελληνικά θαλασσοπούλια.
Δεν είναι τα μόνα. Κάθε λογής καράβια ελληνικά ταξιδεύουν σε όλους τους ωκεανούς. Μα τούτα τα δύο είναι δύο αδελφές αγαπημένες σε όλους εμάς τους ξενιτεμένους στη μακρινή Αυστραλία.
Ποιός δεν τα ξέρει, ποιός δεν επόθησε να ταξιδέψει με αυτά για την Πατρίδα; Τα είδαμε με ιδιαίτερη συγκίνηση να σμίγουνε στην ίδια προβλήτα και να χαιρετούνται αδελφικά. Και χαιρετίσαμε κι εμείς όλοι το «Πατρίς» σαν φιλικό κι αγαπημένο πρόσωπο καθώς χανόταν μακρυά στην απλωτή θάλασσα και στο σούρουπο. Και ρίξαμε αφροστέφανο την ευχή μας καλοτάξιδο να φτάσει στο γαλανό Αιγαίο. Ύστερα πήραμε το δρόμο για την πόλη, με τους συντοπίτες πούρθαν να μας κεράσουν την αγάπη τους, να μας φορτώσουν χαιρετίσματα, να μας εμπιστευτούν τη νοσταλγία τους. Μαζί τους ξενυχτήσαμε σχεδόν με την κουβέντα και τις αναμνήσεις.
Την άλλη μέρα ήρθαν κι άλλοι, πήγαμε και σ΄ άλλα σπίτια, γυρίσαμε την πόλη. Ωραία πόλη η Μελβούρνη, απλόχωρη, πολυκατοικημένη, με ανάπτυξη κι ελπιδοφόρες προοπτικές. Μα κάτι ψυχρό, κάτι ήσυχο κι απλησίαστο στην ατμόσφαιρα γύρω. Δεν τη βλέπουμε πρώτη φορά. Μα την ίδια αίσθηση μας δίνει. Της απλοχωριάς και της σοβαρότητας. Το άλλο βράδυ μετά τα μεσάνυχτα ήρθε στη θέση του “Πατρίς” το “Αϊμπίρια”. Μεγάλο κι από τα καλά πλοία της γραμμής P and O.
Τα επισκεφθήκαμε την άλλη μέρα κι αθέλητα κάναμε τη σύγκριση με το δικό μας. Κάποτε φαίνεται νάτανε πολυτελές. Με κάδρα ολότοιχα και με σαλόνια σε στυλ αξιοπρέπειας. Με δεύτερα πολύ γυμνά και ταλαιπωρημένα έπιπλα. Έμοιαζε γεροντοκόρη που κρατάει ύφος αριστοκράτισσας, φροντίζοντας με δυσκολία να κρύψει το τριμμένο μεσοφόρι της. Ενώ το “Ελληνίς” μοιάζει κοπέλλα ολόχαρη, ζωντανή και σίγουρη που φοράει το μοντέρνο φόρεμά της με άνεση κι ευπρέπεια. Νοιώσαμε πιότερο την καλοτυχία μας να ταξιδεύουμε με πλοίο Ελληνικό της κλάσεως του “Ελληνίς”. Πριν φύγουμε είδαμε και τον ιδιοκτήτη κ. Α. Χανδρή ακολουθούμενο απ΄ τον αντιπρόσωπο της εταιρείας στο Σύδνεϋ. Απλός, ευχάριστος και γελαστός ο πρώτος. Σοβαρός κι΄ωστόσο προθυμότατος ο δεύτερος κοντά του.
Τον θυμηθήκαμε με την υπερβολική δόση του “μπόση” στα γραφεία της εταιρείας και γράφτηκε ένα χαμόγελο στη σπουδή των ανθρώπινων δεσμών. Ήρθε το δειλινό, σηκώθηκε η άγκυρα, λύσαν τα παλαμάρια και αισθανθήκαμε πως δεν ήταν αρκετή η ώρα του αποχαιρετισμού. Ποτέ δεν είναι αρκετή η ώρα του αποχαιρετισμού. Το ‘δαμε την στερνή τούτη την ώρα που μαζί με το φίλο χαιρετούσαμε και την αυστραλέζικη γη, την ξένη τούτη γη κι ωστόσο αγαπημένη, κι ας ζήσαμε σ’ αυτή αδερφωμένη με το μόχθο. Τώρα ανοιχτήκαμε μακρυά. Ο ήλιος στέλνει τις στερνές του ακτίνες και κάνει τη θάλασσα χρυσαφένια. Τώρα αρχίζει το ταξίδι μας. Το όμορφο, το μακρινό ταξίδι, πάνω σε ένα πλοίο με όνομα και σημαία ελληνική.
Θάλασσες πλατειές, λιμάνια πρωτοειδωμένα, χώρες και νησιά κι ο Οδυσσέας μέσα σου να χαίρεται και να ανυπομονεί για την Ιθάκη.
Όμως… Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος…
Έτσι το λέει ο ποιητής.
ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ
Κι άπλωσα γλάρος τα φτερά/Στο μακρυνό ταξίδι,
Πέρα κι απ΄τον ορίζοντα…/Στην άκρη του κόσμου….
Κι ήταν και με συντρόφευαν/Γοργόνες, Νηρηίδες,
Σειρήνες, αφροκύματα../Κι εκείνη η κουστωδία
Των γλάρων και των δελφινιών./Κι η άλλη των ονείρων.
Σαν να΄μαι εκεί στην κουπαστή,/Στην απεραντοσύνη
Του κόσμου και του ωκεανού,/Σαν …αγγελοπαρμένος.
Τριανταφυλλένια πρωινά,/μενελιά τα δείλια
κι η ρότα κατά το Νοτιά…/Σαν όνειρο, σαν ψέμα.
Γρηγόρης
- Ο Γιώργος Χατζηβασίλης αντιμετωπίζει κάποιο τεχνικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Καλώς εχόντων των πραγμάτων θα είναι και πάλι μαζί μας την Παρασκευή.
- First published Kosmos Newspaper Sep 13, 2017