Προξενιό και προίκα τον παλιό καιρό, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα, όταν επρόκειτο για νεαρά άτομα που το θέμα αυτό το χειρίζονταν αποκλειστικά οι γονείς των ζευγαριών.«Σου δίνω τον γιό μου αλλά εσύ τι προσφέρεις για την κόρη σου;» Αυτό ήταν δεδομένο και ίσως διατηρείται και μέχρι σήμερα, αλλά σε ελάχιστες περιπτώσεις πλέον. Ο άνδρας έπρεπε να πάρει προίκα.Πριν όμως φτάσουν στο στάδιο της «συναλλαγής» των δύο οικογενειών, προηγείτο ο σημαντικός ρόλος της προξενήτρας ή και του προξενητή. Έπρεπε το άτομο αυτό -η προξενήτρα- να είναι σεβαστό κοινωνικά και της εμπιστοσύνης. Αν η υπόθεση «κλείδωνε» η προξενήτρα είχε και αυτή το μερτικό της.
Η επίσημη τελετή των αρραβώνων, γινόταν στην Κύπρο ή Ελλάδα, παρουσία ιερέα και με όλες τις εκκλησιαστικές διαδικασίες. Παρόντες στην τέλεση των αρραβώνων ήταν: η αρραβωνιαστικιά, οι συγγενείς της και οι συγγενείς του γαμπρού.
Ο μόνος που έλειπε, ήταν το άλλο ήμισυ, δηλαδή…. ο γαμπρός.
Αυτός βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Όμως στο τραπέζι στο χωριό ή την πόλη που γινόταν η θρησκευτική τελετή των αρραβώνων και δίπλα σε δύο κεράκια αναμμένα βρισκόταν… η φωτογραφία του.
Μια φωτογραφία πάντα παραπλανητική. Ο μέλλων αρραβωνιαστικός έδειχνε νέος, ωραίος με πλούσια μαλλιά. Μόνο που η φωτογραφία εκείνη πάρθηκε σε περασμένες εποχές, ίσως πριν φύγει για την Αυστραλία, 10-15 χρόνια πριν.
Αρκούσε η φωτογραφία του γαμπρού και η έγκριση των δύο οικογενειών μπροστά στον ιερέα, για να αρχίσει ο επίσημος εκκλησιαστικός αρραβώνας και η δέσμευση ότι η νύφη είναι αρραβωνιασμένη.
Παρευρέθηκα σε μια τέτοια τελετή αρραβώνων…. εξ αποστάσεως, σε ένα χωριό. Όλοι οι παρόντες συγγενείς, έδειχναν βαθιά συγκινημένοι, μόνο η αρραβωνιαστικιά, είχε ένα ύφος φοβισμένου παιδιού.
Τέτοιου είδους συνοικέσια και αρραβώνες, γινόντουσαν πολλά στην δεκαετία του ΄50.
Γράφτηκαν πολλά για τα «νυφοκάραβα» και τους αρραβωνιαστικούς, που περίμεναν γεμάτοι αγωνία στο λιμάνι, μέχρι να φθάσει το πλοίο με τις νύφες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η δική τους αρραβωνιαστικιά.
Εμείς για να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα γυρίσουμε πάλι τον χρόνο πίσω και θα πάμε στην φτωχή – τον καιρό εκείνο Κύπρο μας – και να σκύψουμε με σεβασμό και βαθιά συμπάθεια, στις φτωχές μεγαλοκοπέλες της εποχής εκείνης, της δεκαετίας 1940-50, που το μόνο που ήθελαν από την ζωή τους, ήταν έναν καλό άνθρωπο για να αποκατασταθούν.
Δηλαδή κατά την δική τους έκφραση: Να στεφανωθούν και να μην μείνουν γεροντοκόρες.
Πολύ φυσικό και ανθρώπινο για εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τις παραδόσεις. Ότι έπρεπε κάθε κοπέλα να στεφανωθεί.
Οι νέοι σμίγανε και γάμοι γίνονταν. Όμως μερικές κοπέλες, έχαναν το πρώτο τρένο. Δεν έφταιγαν εκείνες, αλλά η εμφάνιση τους δεν πουλούσε.
Έμειναν περιμένοντας στον «σταθμό», να φτάσει το άλλο «τρένο» και όταν έβλεπαν πως αυτό αργούσε και ίσως να μην έφθανε, κατέφευγαν στην προξενήτρα.
…………………………………………………………
Τον κόσμο του προξενιού τον έζησα κι εγώ από κοντά λίγο πριν την εφηβεία, στην Αλεξάνδρεια, όταν στο σπίτι μας κατέφθαναν απελπισμένες υπάρξεις – κάποιας ηλικίας – που γύρευαν σωτηρία.
Φυσικά οι γονείς μου δεν ήταν «προξενητάδες». Όμως ήξεραν την «κυρία Ιουλία» από την Σμύρνη, που ασκούσε το επάγγελμα αυτό – υπό αμοιβή – αν «έδενε» το προξενιό φυσικά.
Ήταν μια γυναίκα ξερακιανή, μεγάλης ηλικίας, που φορούσε πάντα το ίδιο ξεθωριασμένο, μωβ λαμέ, φόρεμα. Στο λαιμό της είχε ένα ψεύτικο κολιέ με άσπρες χάντρες κι ένα παλιό μενταγιόν, που από τα χρόνια που το φορούσε, έχασε το σχήμα του.Μιλούσε βραχνά από το πολύ τσιγάρο, ίσως και από το τουμπεκί του ναργιλέ. Κανείς δεν ήξερε που μένει και τι κάνει.
Κάθε φορά που την καλούσαμε σπίτι μας για να βοηθήσει «με τις πολλές γνωριμίες» που είχε, για να βρεθεί ένας καλός άνθρωπος για μια μεγαλοκοπέλα, άρχιζε ένα μονόλογο που δεν τελείωνε, αν κάποια από την ομήγυρη, ή η ενδιαφερόμενη κοπέλα δεν την διέκοπτε λέγοντας:
«Ας έρθουμε στο θέμα μας κυρία Ιουλία, με τις πολλές γνωριμίες που έχετε, μήπως υπάρχει κανένας σοβαρός κύριος, που ενδιαφέρεται για μια τίμια κοπέλα και καλή νοικοκυρά;».
Η κίνησή της ήταν πάντα η ίδια. Άνοιγε το πακέτο με τα φθηνά τσιγάρα, έβαζε ένα στα χείλη της, που ήταν βαμμένα με ένα ολοκόκκινο κραγιόν και κρατώντας το στο στόμα της χωρίς να τον ανάψει, έλεγε πάντα την ίδια φράση:«Κοπέλες μου την σήμερον ημέρα, ένας άνδρας για να αναλάβει να παντρευτεί και να συντηρεί μια γυναίκα, θέλει υποστήριξη. Για να συντηρήσεις ένα σπίτι δεν είναι εύκολο.»
Έκλεινε την κουβέντα της με το στερεότυπο: «Από λίρες χρυσές, υπάρχει κάτι;»
Αν η κοπέλα -παρά την ηλικία της- είχε κάποιο γερό «κομπόδεμα», τότε η απάντηση της προξενήτρας έβγαινε αυθόρμητα:«Μην ανησυχείς. Εσύ μπορείς να βρεις τον καλύτερο. Άφησε το σε εμένα. Ξέρω πολλούς «καθώς πρέπει» κυρίους με «δουλειά στρωμένη». Μου έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Φτάνει να τους μιλήσω για εσένα κι εγώ θα πω τα καλύτερα λόγια».
…………………………………………………………….
Δεν ήταν αγαπητή η κυρία Ιουλία. Όμως πολλές μεγαλοκοπέλες ήλπιζαν ότι – και ας δεν είχαν χρυσές λίρες – θα μπορούσε να τους βρει έναν σοβαρό κύριο, έστω και κάποιας μεγαλύτερης ηλικίας.
- Μία από τις ιστορίες του Μπάμπη Ράκη, από τη σειρά Στιγμές της ζωής. Οι ιστορίες δημοσιεύονται στο φέισμπουκ του Μπάμπη Ράκη