Η καθοδική πορεία των χρηματιστηρίων συνεχίζεται, έστω και αν ανεβαίνουν προσωρινά για μιά-δυό μέρες, πριν επανέλθουν σε χαμηλότερο επίπεδο. Η τελευταία φορά που τα χρηματιστήρια έπεσαν ξαφνικά σε σημαντικα χαμηλότερα επίπεδα, ήταν τον Οκτώβριο του 1987, όταν ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones στην Αμερική, έπεσε κατά 25% σε μία μέρα. Το γεγονός αυτό, είχε καταστροφικές συνέπειες στην ψυχολογία των επενδυτών αλλά προξένησε και σοβαρές ζημιές στα οικονομικά τους. Την πτώση του χρηματιστηρίου, ακολούθησε προσωρινή άνοδος στις τιμές των ακινήτων και κατόπιν οι τιμές υποχώρησαν σημαντικά. Η Αυστραλία «πλήρωσε» την κατάρρευση του χρηματιστηρίου και την ραγδαία άνοδο των τιμών των ακινήτων, με την οικονομική ύφεση που ακολούθησε το 1991, η οποία σημαδεύτηκε με την σωστή μεν για τα οικονομικά , ατυχή δε πολιτικά φράση του τότε θησαυροφύλακα κ. Paul Keating, «the recession we had to have», (η ύφεση που έπρεπε να έχουμε). Από τότε έχουν σημειωθεί σοβαρές αναταράξεις σε όλα τα χρηματιστήρια, χωρίς όμως να σημειωθεί πτώση που θα ανησυχούσε σοβαρά τους επενδυτές.
Αυτή τη φορά, η πτώση πάνω από 20% σε διάστημα σχεδόν δύο εβδομάδων, η οποία δεν έχει σταματήσει ακόμη, δεν ήλθε σαν κεραυνός εν αιθρία, αλλά ήταν αναμενόμενη. Όπως γίνεται συνήθως, πάρα πολλοί επενδυτές και διαχειριστές συνταξιοδοτικών και επενδυτικών ταμείων περίμεναν σημαντική πτώση του χρηματιστηρίου, διότι τα πραγματικά στοιχεία για την πορεία της οικονομίας στην Αμερική αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν δικαιολογούσαν την άνοδο σε όλο και νέα ύψη του χρηματιστηρίου. Αυτό που κανείς δεν γνώριζε και δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζη και να πη με βεβαιότητα, ήταν το πότε θα σημειωθεί η πτώση. Είτε έπεφτε απότομα κατά 20-25% είτε όπως έγινε σιγά-σιγά, λίγοι είναι αυτοί που απέφυγαν να έχουν ζημίες στις επενδύσεις τους σε μετοχές. Όπως γίνεται συνήθως, τα χρηματιστήρια χρειάζονται κάποια αφορμή για να αρχίσουν να πέφτουν όταν έχουν ανέβει σε επίπεδα που δεν δικαιολογούνται από την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Το ίδιο γίνεται και με τις τιμές των ομολόγων και των ακινήτων. Αυτή τη φορά, την αφορμή την έδωσε ο κορονοϊός, την ύπαρξη του οποίου όλοι γνώριζαν στους επενδυτικούς κύκλους από τον περασμένο Δεκέμβριο και συνέχισαν να σπρώχνουν τις τιμές σε νέα ύψη μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου. Τότε άρχισαν να εστιάζουν την προσοχή τους στις πιθανές συνέπειες του κορονοϊού.
Όχι όμως όλοι, διότι για να πουλήσει κάποιος ένα πακέτο μετοχών, θα πρέπει να το αγοράσει κάποιος άλλος. Αν το χρηματιστήριο συνεχίσει να πέφτει, ο κάποιος άλλος θα χάσει μέρος από την επένδυσή του, ενώ εκείνος που πούλησε νωρίς, έχει την ικανοποίηση πως γλύτωσε τη ζημία και έχει και το κεφάλαιό του άθικτο για να αγοράσει ξανά όταν νομίζει πως οι τιμές έχουν πέσει αρκετά. Φυσικά το χρηματιστήριο της Αμερικής δίνει τον τόνο για τα χρηματιστήρια στον υπόλοιπο κόσμο, αφού η Αμερική είναι ακόμη η μεγαλύτερη οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακολουθώντας την καθοδική πορεία του δείκτη Dow Jones, έπεσαν σε χαμηλότερα επίπεδα και τα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο και ακολούθησαν μειώσεις των επιτοκίων για να τονωθεί η οικονομία, χωρίς όμως να καθησυχάσουν τους επενδυτές, οι οποίοι είναι πεπεισμένοι πως χρειάζονται πακέτα βοήθειας από της κυβερνήσεις για τη στήριξη της οικονομίας. Οι κυβερνήσεις από τη δική τους πλευρά, είναι υπερχρεωμένες και δεν είναι πρόθυμες να διαθέσουν πακέτα σωτηρίας. Βρίσκονται όμως σε πολύ δύσκολη θέση, διότι αν δεν διαθέσουν πακέτα βοηθείας, θα υπάρξει μεγάλη οικονομική ύφεση και θα πρέπει να πληρώνουν ανέργους ενώ οι εισπράξεις από φόρους θα είναι μειωμένες μέσα σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης. Κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, άλλες λίγο άλλες πολύ, αρχίζουν και προσφέρουν δισεκατομμύρια δολλάρια για να συγκρατήσουν την ανεργία. Όμως πολλοί κλάδοι έχουν υποστεί τεράστιες ζημιές. Η εξάπλωση του κορονοϊού, καταστρέφει τον τουρισμό και οι χώρες που εξαρτώνται από αυτόν, έχουν ήδη διαπιστώσει πως τα εισοδήματά τους έχουν μειωθεί σημαντικά και πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή από το κλείσιμο και τη χρεοκοπία. Αεροπορικές εταιρείες, ταξιδιωτικά γραφεία, εστιατόρεια, καταστήματα αναμνηστικών και μία ολόκληρη αλυσίδα άλλων επιχειρήσεων που τροφοδοτεί τις τουριστικές επιχειρήσεις καταρρέουν.
Η αδυναμία προμήθειας υλικών από τα εργοστάσια της Κίνας, σταματάει και τις βιομηχανίες στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο και θα πρέπει να αναμένονται χρεοκοπίες μεγάλων ονομάτων της βιομηχανίας αλλά και πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών όπως είναι οι τράπεζες. Στην Αυστραλία,οι τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα όπως τα Credit Unions, έχουν την εγγύηση του κράτους για καταθέσεις μέχρι $250,000 ανά λογαριασμό, ανά πιστωτικό ίδρυμα. Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος έχει $300,000 σε ένα λογαριασμό σε τράπεζα της Αυστραλίας, αν η τράπεζα χρεοκοπήσει, η κυβέρνηση θα του δώσει $250,000 και θα χάσει τις $50,000. Αν τα ίδια χρήματα τα είχε τοποθετήσει σε δύο διαφορετικές τράπεζες για παράδειγμα $240,000 (για να καλυφθεί και ο τόκος που θα εισπράξει) και $60,000, τότε δεν θα χάσει τίποτα. Επομένως όσοι έχουν περισσότερα από $250,000 σε τραπεζικούς λογαριασμούς, καλά θα κάνουν να τα μοιράσουν σε διαφορετικές τράπεζες ή σε διαφορετικά ονόματα. Μπορεί να μην χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί η εγγύηση του κράτους για να πάρει κανείς πίσω τα χρήματά του από την τράπεζα, όμως καλό θα είναι να να γνωρίζει κανείς πως μπορεί να προφυλαχθεί αν συμβεί κάτι τελείως απρόοπτο. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας, τελικά αποφάσισε να εγκαταλείψει το στόχο του πλεονάσματος στον προϋπολογισμό και να προσφέρει πακέτα βοηθείας σε ανέργους, συνταξιούχους, και σε επιχειρήσεις που απασχολούν μαθητευόμενους τεχνίτες.
Ο πρωθυπουργός κάνει έκκληση στις επιχειρήσεις να μην απολύσουν προσωπικό, αλλά όταν μιά επιχείρηση αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, θα πρέπει να αναμένονται απολύσεις προσωπικού. Ίσως και τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση να έχουν καθυστερήσει ή να μην είναι όσο αποτελεσματικά νομίζει ο πρωθυπουργός, ο οποίος αφού για χρόνια έκανε σκληρή κριτική στον πρώην πρωθυπουργό κ. Kevin Rudd για τα μέτρα που είχε πάρει κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, δεν θέλει με κανένα τρόπο να αρχίζει να μοιράζει χρήματα στους πολίτες για να σώσει την οικονομία. Η επέκταση της φορολογικής απαλλαγής για μηχανήματα και εξοπλισμό αξίας μέχρι $30,000 και στις μεγάλες εταιρείες, είναι αμφίβολο αν θα ωφελήσει την εγχώρια οικονομία αφού σχεδόν όλα εισάγονται από την Ασία και οι μόνοι που θα ωφεληθούν θα είναι οι εισαγωγείς, οι οποίοι δεν είναι πολλοί και τα καταστήματα λιανικής που τα πουλάνε, τα οποία και αυτά ανήκουν σε τρεις αλυσίδες καταστημάτων που έχουν τη μερίδα του λέοντος στην αγορά. Η αναστάτωση που έχει φέρει η πτώση των χρηματιστηρίων σε παγκόσμιο επίπεδο, χρειάζεται αποφασιστικά μέτρα από τις κυβερνήσεις. Τα ημίμετρα, απλώς θα αποτρέψουν την ύφεση για λίγο, μέχρι η χιονοστιβάδα να γίνει ασταμάτητη.
First Published Kosmos Newspaper | 130320
Φωτογραφία από Pexels από το Pixabay