H κα Ζαρόκωστα επισκέφθηκε το Σίδνεϊ πρόσφατα για να δει τον αδελφό της, αλλά και για μια συμφωνία με την APRA για τα συγγραφικά δικαιώματα των θεατρικών συγγραφέων. Στη συνομιλία μας είπε πολλά και σημαντικά για τη ζωή της, για το θέατρο και για τον ηθοποιό και όταν έπρεπε να φύγει, ειλικρινά λυπήθηκα που δεν είχε περισσότερη ώρα στη διάθεσή της, αλλά την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που διέθεσε για τη συνέντευξη.
Διαβάστε, λοιπόν, μερικά από αυτά που μάς είπε η διακεκριμένη καλλιτέχνιδα, η οποία κάποτε έζησε κοντά μας στο Σίδνεϊ και δεν το ξεχνά.
”Η τελευταία μου επίσκεψη στην Αυστραλία ήταν πριν εννέα χρόνια και δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσουν οι διαφορές που βλέπω, ιδιαίτερα στην συμπεριφορά των νέων.
Στην Αυστραλία, πάντως, έζησα τα έντεκα καλύτερα χρόνια τής ζωής μου και γι’ αυτό η κουλτούρα μου βασικά είναι αγγλοσαξονική. Οταν ήρθαμε στο Σίδνεϊ ήμουν περίπου 15 χρονών και όπως καταλαβαίνετε, αυτή ήταν η πιο δύσκολη περίοδος τής ζωής μου. Επέζησα το δράμα τής μετανάστευσης γιατί πρόκειται για μεγάλο δράμα, εξάλλου πριν έρθουμε στην Αυστραλία είχαμε πάει στην Αίγυπτο για ένα μεγάλο διάστημα επειδή ο πατέρας μου είχε κληθεί να εργαστεί εκεί.
Εδώ, πάντως, βρήκαμε μια υπέροχη συντροφιά Ελλήνων από την Αίγυπτο, οι αδελφοί Μαντουρίδη, ο Σταύρου, κάποιοι άλλοι, οι οποίοι είχαν μια ανάπτυξη στη διανόηση και τον πολιτισμό πολύ μεγάλη. Εδώ στο Σίδνεϊ έγινα σκεπτόμενο ον και άρχισα να επιβάλω στον εαυτό μου διάφορα πράγματα. Ετσι ασπάστηκα τον αγγλοσαξονικό τρόπο ζωής, δηλαδή να είμαι συνεπής, να μη ρίχνω στους άλλους τις ευθύνες, κλπ., όμως δεν θα μπορούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή μακριά από την Ελλάδα”, μάς λέει σαν εισαγωγή η κα Ζαρόκωστα.
Πώς βρήκατε το Θέατρο στην Αυστραλία;
”Δυστυχώς, αυτή η χώρα είναι τρόπος νεκρός για τον καλλιτέχνη και γι’ αυτό χάνει τόσο ταλέντο στο εξωτερικό, που θα έπρεπε να το κρατήσει εδώ”.
Εσείς πότε ασχοληθήκατε με το Θέατρο;
”Με το… ψώνιο μου, για να το πω έτσι χαριτολογώντας, ασχολήθηκα επαγγελματικά στην Αυστραλία, αλλά άρχισε από την Ελλάδα. Φοιτούσα σε ένα καλό σχολείο όπου ο διευθυντής του ήταν θεατρόφιλος και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τη δική μου ηλικία βγήκαν κάπου 15 γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Γκιωνάκης, η Γιωργούλη και άλλοι. Ενώ, όμως, εγώ είχα τη λαχτάρα τού Θεάτρου, οι δικοί μου ούτε που να τ’ ακούσουν ήθελαν και μόνο όταν ήρθαμε στην Αυστραλία, κρυφά με την συγκατάθεση τής μητέρας μου πήγα με αγωνία σε μια σχολή Θεάτρου. Εκεί με βοήθησε η πείρα που είχα αποκτήσει στην Ελλάδα στο σχολείο, αλλά και η εκφορά τού λόγου μου που πάντα ήταν πολύ καθαρή”.
Πότε αρχίσατε την επαγγελματική σταδιοδρομία σας στο Θέατρο;
”Υστερα από τρεις μήνες στη σχολή, μια πολύ καλή αγγλίδα σκηνοθέτης χρειάστηκε δύο κοπελίτσες δεκατεσσάρων χρονών για ένα έργο που είχε κάνει θραύση. Την εποχή εκείνη εγώ ήμουν μεν 18 χρονών, αλλά πολύ αδύνατη και υπέφερα από μια ίωση με πυρετό 38 βαθμούς, όμως η σχολή μου επέβαλε να υποβάλω υποψηφιότητα για το ρόλο. Δεν μπορούσα να το πω στον πατέρα μου και τελικά, αφού συνεννοήθηκα με την μητέρα μου πήγα άβαφη, κατακίτρινη από τον πυρετό και είδα να περιμένουν καμιά εξηνταριά κοριτσόπουλα υποψήφιες για το ρόλο. Για να μην πολυλογούμε, όταν με είδε η σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε με το… χάλι μου, με ρώτησε αν μπορούσα να μιλήσω με σκωτσέζικη προφορά όταν εγώ δεν ήξερα καλά καλά την αγγλική προφορά και μού έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρόλα αυτά έπαιξα πολύ καλά και απέσπασα σπουδαίες κριτικές”.
Αν δεν κάνω λάθος ασχοληθήκατε και με το ραδιόφωνο;
”Βεβαίως, αρκεί να σας πω ότι τροφοδοτούσαμε με ραδιοφωνικά θεατρικά έργα την Νότια Αφρική και την Αγγλία ακόμη. Πήγα σε μια σχολή για να διδαχτω σκηνοθεσία και συγγραφή για το ραδιόφωνο, επειδή πάντα μού άρεσε να γράφω. Αυτά όλα μού στάθηκαν χρήσιμα όταν πήγα στην Ελλάδα σε μια ηλικία που δεν ήμουν καχεκτική και αδύνατη γι’ αυτό έγινα περιζήτητη, αλλά εγώ είχα το νού μου στο Λονδίνο που ήταν η Μέκκα του Θεάτρου και είχα αποκτήσει κάποια φήμη”.
Ασχοληθήκατε με το παροικιακό θέατρο;
”Πολύ λίγο, ανεβάσαμε μερικά έργα στην αρχή, αλλά μετά δεν είχα τον καιρό για περισσότερα”.
Πάντως, στην Ελλάδα διακριθήκατε τελικά.
”Στην Ελλάδα έγινα ανάρπαστη στη ραδιοφωνία επειδή δεν υπήρχαν τότε πολλοί άνθρωποι που γνώριζαν να κάνουν διασκευή ραδιοφώνου και το 1958 δεν είχαν καν μηχανήματα που παράγουν τους διάφορους ήχους, γενικά υστερούσαν. Δούλεψα πολύ και σκληρά στο ραδιόφωνο γράφοντας και σκηνοθετώντας έργα”.
Εμείς, όμως, σάς γνωρίζουμε από τις ταινίες σας.
”Να σάς πω. Επειδή ήμουν εμφανίσημη, έπαιζα τον ρόλο τής ωραίας κυρίας, αλλά έφτασα στο σημείο που με λαχτάρα ήθελα έναν ρόλο διαφορετικό. Καλώς ή κακώς, πάντως, εγώ επέλεγα τις ταινίες μου και τελικά μου βγήκε σε καλό επειδή ήταν ταινίες ποιότητας συνήθως με τον Φίνο. Να σάς πω ακόμη ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος τώρα είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα και περνά μια περίοδο αναγέννησης, αφού αυτές οι ταινίες έχουν την μεγαλύτερη ακροαματικότητα στην τηλεόραση”.
Ομως θα πρέπει να υπάρχει παρακμή στην ελληνική τηλεόραση.
”Εγώ δεν θα το έλεγα παρακμή, αλλά εκφυλισμό. Οπως υπάρχει σε όλο τον κόσμο και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη καλού υλικού. Εγώ έχω συρτάρια γεμάτα με γραπτά μου, αλλά ενώ τα θεωρούν ενδιαφέροντα δεν τα χρησιμοποιούν επειδή δεν είναι ”πικάντικα”, τούς λείπει η σεξουαλικότητα. Και όχι μόνο η σεξουαλικότητα, αλλά η διαστροφή με απόδειξη τα κρούσματα παιδεραστίας. Μεγάλη πέραση στην τηλεόραση έχει και το χυδαίο κουτσομπολιό, ποιός πήγε με ποιά κ.ο.κ. Εγώ, πάντως, αρνούμαι κατηγορηματικά να συμμετάσχω σε τέτοιες συζητήσεις όταν καλούμαι λόγω ηλικίας και επειδή έχω κάτι να πω τελοσπάντων”.
Εχετε γράψει ή μεταφράσει περισσότερα από 200 σενάρια. Πού βρήκατε τον χρόνο;
”Ελα ντε. Οταν γέννησα το γιο μου δεν μπορούσα να παίξω στο θέατρο επειδή ήταν λιγάκι φιλάσθενο το παιδί και έπρεπε να κάνω κάτι, γι’ αυτό ασχολήθηκα πιο εντατικά με το γράψιμο”.
Ποιό θεωρείτε καλύτερο σενάριό σας;
”Αναμφισβήτητα το ”Δύο κοπέλες μόνες” που έγραψα για μια συνάδελφο, την Τασώ Καββαδία. Πρόκειται για την ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που είχε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική ιστορία”.
Ποιόν θεωρείτε σαν πιο επιτυχημένο ρόλο που σάς έδωσε μεγάλη χαρά;
”Πιστεύω πως για μένα ο καλύτερος ρόλος ήταν η Αντιγόνη τού Ανουίγ που ανεβάστηκε στο Σίδνεϊ στα Αγγλικά φυσικά και πήρα σπουδαίες κριτικές σε μια εποχή που μεσουρανούσαν μεγάλοι άγγλοι ηθοποιοί όπως τον Λόρενς Ολιβιέ. Αυτή ήταν η ωραιότερη γεύση τής ζωής μου στο Θέατρο, αλλά μού άρεσε και ο ρόλος μου στον ”Καπετάν Μιχάλη”, μια γριά γυναίκα ενός χασάπη, κάτι τέτοιο”.
Προτιμάτε αυτούς τους ρόλους;
”Τους προτιμώ επειδή βρίσκω μονότονους τούς ρόλους τής όμορφης κυρίας”.
Πώς βλέπετε το μέλλον;
”Το Θέατρο ανθεί στην Ελλάδα, επειδή ο Ελληνας με όλα του τα ελαττώματα γνωρίζει πως όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αυτό που θέλει θα το βρει μέσα στο θέατρο. Γι’ αυτό και στα χρόνια τής Κατοχής ανθούσε το θέατρο με τη Σοφία Βέμπο. Να σκεφτείτε ότι στην Αθήνα και τα περίχωρα υπάρχουν 180 θέατρα”.
Οι ηθοποιοί ικανοποιούνται, όμως;
”Οι ηθοποιοί ως επί το πλείστο δεν ικανοποιούνται επειδή υπάρχουν τόσοι πολλοί για μια μικρή χώρα. Ολοι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί”.
Πώς μπορεί να πάει μπροστά το παροικιακό θέατρο, που τώρα περνά δύσκολη περίοδο;
”Δίνοντας στον θεατή αυτό που θέλει. Μην προσπαθείτε να τού επιβάλετε αυτά που προτιμάτε εσείς. Προσέχετε, όμως, το χυδαίο, γιατί αυτό κατέστρεψε την ελληνική πρόζα και την επιθεώρηση. Για ένα διάστημα είχε πέραση το χυδαίο, αλλά στο τέλος ο κόσμος που έπαιρνε τα παιδιά του στο θέατρο δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τα χυδαία. Ο πρώην σύζυγός μου, σκηνοθέτης Παγουλάτος έλεγε ”οι ηθοποιοί πεθαίνουν με γεμάτα θέατρα”, επειδή οι ηθοποιοί δεν καταλαβαίνουν ότι αδειάζουν τα θέατρα γιατί ο κόσμος φεύγει σιγά σιγά. Ετσι πεθαίνουν και τα έργα, έτσι πεθαίνουν οι θεατές και φεύγουν, δηλαδή νομίζετε ότι επειδή γελάνε τώρα, αυτό θα κρατήσει; Είναι προτιμότερο, λοιπόν, ένα ωραίο έργο, έστω πικάντικο, αλλά χωρίς χυδαιότητα, η οποία ποτέ δεν βοήθησε ούτε το Θέατρο, ούτε την τηλεόραση, ούτε τίποτε”.
Τέλος κυρία Ζαρόκωστα πώς βλέπετε την ηθοποιία;
”Είναι ένα επάγγελμα χαράς, αλλά για να πετύχεις πρέπει να έχεις εκτός από το απαραίτητο ταλέντο και την βοήθεια των γονιών, επειδή είναι επάγγελμα που χρειάζεται υποστήριξη. Εξάλλου, επειδή είμαστε αιχμάλωτοι τής ύπαρξής μας, ο ηθοποιός σε βοηθεί να απελευθερωθείς από αυτά τα όρια μέσα στο θέατρο και να γίνεις άλλος άνθρωπος, όπως συμβαίνει και στον ίδιο με τον ρόλο του. Οταν, λοιπόν, μεταφέρεσαι και γίνεσαι ένα άλλο άτομο είναι η καλύτερη ψυχολογική στήριξη. Οπως και η μεταμφίεση στο καρναβάλι είναι λύτρωση για τον άνθρωπο. Θυμάμαι ένα ποιηματάκι που έμαθα μικρή: ”Η Μελπομένη είμαι εγώ, την θείαν τραγωδία εδίδαξα εις τούς θεούς δια παρηγορίαν”. Που σημαίνει ότι το Θέατρο και τους θεούς ακόμη παρηγορεί, γι’ αυτό οι ηθοποιοί δεν εργάζονται, αλλά ”παίζουν” επειδή είναι λύτρωση”.