«Έλληνες στην Αυστραλία» και το μυαλό πάει σε μια σειρά από εικόνες: η αγρότισσα μητέρα ντυμένη στα μαύρα που φιλά μια εικόνα σε μια μικρή εκκλησία κρυμμένη σε κάποιο προάστειο, δύο άντρες που διαφωνούν για τα πολιτικά ενώ παίζουν μια παρτίδα τάβλι σε ένα κλαμπ κάπου στο Πόρτ Κέμπλα ή στο Μιλντούρα, μια ομάδα εργατών σε βιομηχανία αυτοκινήτων από το ίδιο νησί του Αιγαίου, ή οι φωνές δεκαπέντε χιλιάδων παθιασμένων οπαδών σε αγώνα ποδοσφαίρου στο Ολύμπικ Πάρκ, ένα Σάββατο απόγευμα. Οι Έλληνες μια φυλή πλούσια σε αντιθέσεις και συγκρούσεις, απαρτίζεται από άτομα με φανατικά πιστεύω που δεν διστάζουν να συσπειρωθούν όταν υπάρχει ανάγκη. Ο τοπικισμός είναι έντονος… Παρόλα αυτά -αναμφισβήτητα- έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν σε σημείο τέτοιο που να αισθάνονται την Αυστραλία «σαν το σπίτι τους».
Οι Έλληνες μετανάστες αριθμούν πάνω από 130,000 και αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα στην Αυστραλία. Τα τελευταία χρόνια έρχονται στην Αυστραλία έξι με οκτώ χιλιάδες μετανάστες ετησίως. Στη Βικτώρια ζουν 35,000 Έλληνες μετανάστες, στη ΝΝΟ 30,000 με 35,000, στη Νότιο Αυστραλία πάνω από 10,000 και στις άλλες Πολιτείες και στην Τασμανία περίπου 2.000-3.000.
Κυρίως ζουν στις μεγάλες πόλεις της ΝΝΟ, Βικτώριας και Νότιας Αυστραλίας και έχουν δημιουργήσει κοινότητες που ακμάζουν. Οι πρώτοι μετανάστες ήταν νησιώτες: από την Ιθάκη το νησί του Οδυσσέα, τη Λέρο, την Κρήτη που φημίζεται για τους ναυτικούς της, τους πυγμάχους της και τους θερμόαιμους άνδρες της, από τα Δωδεκάνησα, τη Λήμνο και τα Κύθηρα, το νησί της αγάπης. Μεταπολεμικά οι μετανάστες έφταναν κυρίως από την Κεντρική Ελλάδα, από φτωχές περιοχές καταστραμμένες από τον πόλεμο και την πίκρα του εμφύλιου διχασμού. Ο μέσος Έλληνας μετανάστης είναι φτωχός και ανειδίκευτος εργάτης. Ακόμα και να γνώριζε μια τέχνη στην Ελλάδα, συνήθως έπεφτε στην κατηγορία του ‘ανειδίκευτου’ γιατί δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Χωρίς τη δυνατότητα ανάγνωσης, η γνώση της γλώσσας παραμένει πρόχειρη και μερική. Υπάρχει μεγάλη μερίδα αναλφάβητων καθώς δεν απαιτείται γνώση της αγγλικής για την είσοδο στην χώρα. Απαιτείται μόνο καθαρό ποινικό μητρώο και οι συνηθισμένες ερωτήσεις στην αστυνομία είναι για τον χαρακτήρα του αιτούμενου και τα πολιτικά του φρονήματα. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Κομμουνιστές… Άτομα γνωστά για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις εξαιρούνται αλλά άλλοι με μικρότερη πολιτική δραστηριότητα καταφέρνουν να φύγουν απλά και μόνο γιατί η ελληνική αστυνομία θέλει να τους ξεφορτωθεί. Γίνονται αιματηρές οικονομίες προκειμένου να καταφέρει μια οικογένεια να μεταναστεύσει αλλά οι ναυτιλιακές εταιρείες παρατείνουν την πίστωση που χρηματοδοτείται από αυστραλιανές εταιρείες με το κοινό επιτόκιο του 10%. Με αυτό τον τρόπο οι Έλληνες μετανάστες ξεχρεώνουν «τα δανεικά της μετανάστευσης» μέσα σε δύο με τρία χρόνια από την άφιξή τους στη χώρα. Η ελληνική παροικία έχει διάφορους φιλανθρωπικούς οργανισμούς αλλά δεν είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά όλους τους μετανάστες. Aυτό αντισταθμίζεται από την ικανότητα του Έλληνα να αποταμιεύει και να εργάζεται σκληρά. Ανέκαθεν έπρεπε να επιβιώνει χωρίς τη βοήθεια αυτών των κοινωνικών οργανισμών, που σε άλλες ‘τυχερές’ χώρες η υποστήριξη τους θεωρείται δεδομένη. Το οικογενειακό περιβάλλον και οι φίλοι, βοηθούν στα δύσκολα.
Στην Ελλάδα συναντά κανείς τον άνδρα που τα κατάφερε στην Αμερική και έχει επιστρέψει στην γενέτειρα για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους. Είναι πλούσιος με τα ντόπια κριτήρια. Ο ελληνοαυστραλός μετανάστης όμως, έχει μια ιδιαιτερότητα. Ακόμα και αυτοί που επέστρεψαν την περίοδο μεταξύ των πολέμων, καθώς είχαν τη βεβαιότητα ότι κάποια μέρα θα γυρνούσαν στην πατρίδα, αισθάνονται μια δύναμη να τους τραβά και πάλι προς την Αυτραλία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξεχάσανε την πατρίδα. Υπάρχει ένας πολύ γνωστός Έλληνας εισαγωγέας ταινιών στην Μελβούρνη που έχει φτιάξει ένα εντυπωσιακό μνημείο στην πατρίδα του… και δεν είναι ο μόνος.
Νέοι άνδρες ταξιδεύουν στην Ελλάδα για να βρουν νύφη. Δεν υπάρχει οικογένεια να μη στέλνει λεφτά στην πατρίδα. Εάν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει κάτι τέτοιο, τότε η μέρα εφαρμογής αυτού του νόμου θα ήταν ημέρα πένθους για την Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και σε άσχημες οικονομικές περιόδους για τους ελληνοαυστραλούς, τότε που η ανεργία ήταν μεγάλη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην στείλουν λεφτά στην πατρίδα. Αυτό συνέβαινε ίσως γιατί η κατάσταση στην Ελλάδα, παρόλο που είχε βελτιωθεί μετά τον πόλεμο, ήταν ακόμα πολύ δύσκολη.
Zητείται ένας Αριστοτέλης Ωνάσης;
Πάνω από 10,000 έλληνες εργάζονται στην αυστραλιανή βιομηχανία αυτοκινήτων. Χιλιάδες εργάζονται στο South Coast της ΝΝΟ σε εργοστάσια χαλυβουργείας και πάρα πολλοί στις οικοδομές. Οι αγροτικές εργασίες δεν τους αρέσουν ιδιαίτερα… μερικές εκατοντάδες εργάζονται κατά μήκος του ποταμού Murray και για το σύστημα άρδευσης στο Μιλντούρα. Λένε ότι όλοι οι Έλληνες θέλουν να είναι ανεξάρτητοι γι’αυτό και επιδιώκουν να ανοίξουν κάποιο μαγαζί: οπωροπωλείο, μίλκ μπαρ, ή φις καφέ αλλά κάτι τέτοιο χρειάζεται κεφάλαιο που δεν μαζεύεται σε μια μέρα. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι ο Αλέξης ή ο Νίκος που είναι ιδιοκτήτες μαγαζιών είναι συνήθως παλιότεροι μετανάστες. Εάν όχι, τότε ανήκουν στο πρόσφατο μεταναστευτικό κύμα από την Αίγυπτο και έχουν ένα κάπως πιο κοσμοπολίτικο αέρα.
Η Αυστραλία δεν έχει ακόμα έναν ‘Αριστοτέλη Ωνάση’ παρόλο που υπάρχουν ελληνοαυστραλοί αρκετά ευκατάστατοι. Ένα παράδειγμα είναι ο Κεφαλονίτης Στάθης Κρούσσος, που είναι αδιαμφισβήτητα ο Banana King της Μελβούρνης. Ξεκίνησε από το μηδέν και έφτιαξε μεγάλη περιουσία τη δεκαετία του ’40. Ο Άγγελος Λεκατσάς από την Ιθάκη, 80άρης σήμερα και κάποτε πρόεδρος της Κοινότητας της Μελβούρνης, ο οποίος παραιτήθηκε για λόγους που θα συζητήσουμε παρακάτω. Έχει δημιουργήσει μεγάλη περιουσία και αυτός. Είναι ιδιοκτήτης κτηματομεσητικού γραφείου και δύο καφέ. Ο Θήο Μαρμαράς, νέος πρόεδρος του Australian Soccer Federation, έχει κερδοφόρα επιχείρηση εισαγωγής και εξαγωγής ψαριών. Στο Σίδνεϊ θα συναντήσουμε τον Γιώργο Γεωργάτο και τον Χάρι Πόρτερ, πρώην δικηγόρο, ιδιοκτήτη ακινήτων, ευεργέτη και δεξί χέρι του Αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ. Ο κ. Καλλίνικος, είναι μεγαλοέμπορος, ιδιοκτήτης μεγάλου εφημεριδοπωλείου και άλλων επιχειρήσεων στην καρδιά της πόλης. Ήρθε στην Αυστραλία από την Μικρά Ασία, μετά τον πόλεμο με την Τουρκία. Υπάρχουν επίσης Έλληνες αρχιτέκτονες, γιατροί, και άλλοι επαγγελματίες αλλά ο αριθμός τους δεν είναι πολύ μεγάλος. Οι περισσότεροι Έλληνες προσπαθούν να προσφέρουν στα παιδιά τους ή τουλάχιστον στους γιούς τους μια καλή εκπαίδευση, αλλά λόγω έλλειψης μέσων και πολυμελών οικογενειών η προσπάθεια αυτή πολλές φορές δεν φέρνει αποτελέσματα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία –όπως και η Καθολική Εκκλησία- δεν συμφωνεί με την αντισύλληψη αλλά αυτό δεν είναι τόσο καυτό θέμα. Οι Έλληνες, ναι μεν επιθυμούν μεγάλες οικογένειες αλλά με το πέρασμα του χρόνου οι οικογένειες ολοένα και μικραίνουν. Αυτό βέβαια οφείλεται και στο γεγονός ότι έχει αλλάξει η θέση και ο ρόλος της γυναίκας.
Ο Έλληνας πλέον δεν χρειάζεται να ταξιδέψει στην Ελλάδα να βρει νύφη. Τα καράβια από τον Πειραιά κουβαλούν νύφες με προξενιά. Το προξενιό –ίσως- δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να παντρευτεί κανείς όμως τα κορίτσια επιλέγονται με μεγάλη προσοχή από μητέρες, θείες και ξαδέλφια στην Ελλάδα, πολλές φορές και με την βοήθεια ιερέα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων και την αποφυγή διάλυσης του αρραβώνα την τελευταία στιγμή. Η γυναίκα είναι ακόμα συντηρητική όμως θα ήταν λάθος να πιστεύει κανείς ότι η σύγχρονη ελληνίδα κοπέλα είναι προληπτική και υπερπροστατευτική. Δεν χρειάζεται πλέον να περιμένει τη μεγαλύτερη αδελφή της να παντρευτεί. Ο αδελφός της δεν καιροφυλακτεί με κανά μαχαίρι για να προστατέψει την αγνότητά της χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αγνότητα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Η κοινωνία είναι λιγότερο πιεστική αλλά παραμένει ανδροκρατούμενη.
Η μητέρα και η πεθερά έχουν κυρίαρχο ρόλο που περιορίζεται όμως στον στενό οικογενειακό κύκλο. Έχει αλλάξει και η θέση του παππού και της γιαγιάς. Η νέα γενιά απομακρύνεται από τα ήθη και τα έθιμα. Το Πάσχα οι εκκλησίες γεμίζουν με ηλικιωμένους κυρίως γιατί η λειτουργία γίνεται στη γλώσσα τους και αυτός είναι ο κύριος δεσμός τους με το παρελθόν. Οι νέοι κρατούν μόνο τα έθιμα που θέλουν. Κυρίως ότι έχει να κάνει με έθιμα κοινωνικών εκδηλώσεων και φιλοξενίας. Προτιμούν το ροκ εντ ρολ αλλά όταν βρεθούν στην πίστα με ένα μαντήλι θα φέρουν δυό στροφές. Όσον αφορά τους γάμους, τα αγόρια προτιμούν κορίτσια με προίκα κάτι βέβαια που τις περισσότερες φορές είναι όνειρο απατηλό. Μάλιστα πολλοί πιστεύουν ότι οι μικτοί γάμοι ανάμεσα σε Έλληνες και Αυστραλέζες είναι πιο πετυχημένοι από ότι οι γάμοι μεταξύ Αυστραλών και Ελληνίδων γιατί οι Ελληνίδες αναζητούν την προστασία που τους παρέχει ο Έλληνας.