Συζητούσα με ένα νεοφερμένο Έλληνα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην Αυστραλία. Οι δυσκολίες πολύ μεγάλες, η οργανωμένη βοήθεια από την παροικία σχεδόν ανύπαρκτη. Πολλά λόγια, ελάχιστα έργα και πάντα η αίσθηση ότι κάποιος σου κάνει χάρη, ότι είσαι βάρος. Πολίτης δεύτερης κατηγορίας, μα τι λέω, ούτε καν πολίτης και αν κάνεις πως πας να πεις μια λέξη παραπάνω θα δεις στα βλέμματα ή θα ακούσεις για τους τεμπέληδες τους Έλληνες που ήρθαν εδώ και θέλουν και… περιποίηση. “Έ όχι και καλές δουλειές”, αξιοπρεπείς δηλαδή, “για τους νεοφερμένους”, λέει ο “καλόκαρδος παππούς” και συμπληρώνει “εμείς όταν ήρθαμε περάσαμε τα πάνδεινα, ποιος μας βοήθησε;”. Τι θα μπορούσε να κάνει η παροικία για αυτές τις περιπτώσεις, θα μου πεις; Μα, μόνο μια επιδότηση για τα δίδακτρα του σχολείου ή για την απόκτηση της κάρτας Μεντικέαρ για ένα χρόνο θα ήταν τρομερή ανακούφιση για τους κατόχους εκπαιδευτικής βίζας.
Βέβαια είναι κρίμα να ξοδεύουμε λεφτά για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα μας τα δώσουν πίσω και κανείς δεν θα μας συγχαρεί για την δραστηριότητα μας. Δηλαδή να πληρώσεις τα δίδακτρα για το σχολείο του παιδιού του τεμπέλη του Έλληνα και να καλέσεις τους επίσημους να σε θαυμάσουν γίνεται; Δεν γίνεται! Άσε που σε μια τέτοια εκδήλωση δεν μπορείς να βάλεις και τα καλά σου κοσμήματα. Πως να εμφανιστείς στολισμένος όταν ο ευεργετούμενος δυσκολεύεται να βρει τα διακόσια δολάρια που χρειάζεται για το νοίκι κάθε εβδομάδα. Ναι, διακόσια, όσα κάνει κολόνια που αγόρασες και δεν την φοράς γιατί δεν ταιριάζει με την μυρωδιά του δέρματος σου. Πριν με κατηγορήσετε για νεοπουριτανισμό, να πω ότι δεν έχω τίποτα με τις κολόνιες, δεν φθονώ τον πλούτο, ούτε ζω σαν καλβινιστής πάστορας την εποχή της Αντιμεταρρύθμισης. Πως να φορέσεις όμως τα καλά σου ρούχα όταν ο ευεργετούμενος μοιάζει, τηρουμένων των αναλογιών, με τον πατέρα σου την ημέρα κατέβηκε από το Πατρίς με την βαλίτσα στο χέρι; Έκανες τόσο κόπο να ξεχάσεις ότι χθες σε φώναζαν γουόγκ, να ξεχάσεις ότι σε φιλοξένησε ο αδελφός που έφτασε πρώτος, ότι κοιμόσουν μέχρι να βρεις το δρόμο σου, για μήνες ή και χρόνια σε ένα δωμάτιο μαζί με τα παιδιά του. Έρχεται τώρα αυτός ο τεμπέλης να σου το θυμίσει και δεν έχει καν το τακτ να σε παρακαλέσει, να σου δείξει πως το βλέπει καθαρά, εσύ είσαι ο νοικοκύρης αυτού του τόπου κι αυτός ο υποχρεωμένος. (Μέσα σε όλα τα άλλα, ο αντιπαθής αυτός πατριώτης έχει πολλές φορές το θράσος να έχει σπουδάσει και να μιλάει και πολύ καλά αγγλικά. Σα δε ντρέπεται!)
Τι άλλο θέλεις; Θα σου το πω κι αυτό. Θέλεις εγώ να κάνω πως δεν βλέπω τι συμβαίνει. Θέλεις να γράφω πως είσαι φιλέλληνας, πατριώτης, επιτυχημένος επιχειρηματίας, επιτυχημένος οικογενειάρχης, φιλάνθρωπος ή ανθρωπιστής. Θέλεις να μην σου κάνω δύσκολες ερωτήσεις, να μην σου δείχνω που υπάρχει ανάγκη. Να βάζω όμορφες φωτογραφίες στην εφημερίδα και να επαινώ τις ψευτοδικαιολογίες που χρησιμοποιείς για να κρύψεις τη νύστα, την αναλγησία, την εμπάθεια, την εύπορη κακομοιριά σου.
Όχι, δεν είναι ο φίλος και ο κάθε φίλος άμοιρος ευθυνών. Δεν ξεκινάς για την Αυστραλία αν δεν είσαι σίγουρος πως θα βρεις μια δουλειά, πως κάποιος θα σε στηρίξει. (Ναι, να τα πούμε κι αυτά λες και δεν είμαστε συνάνθρωποι αλλά υπάλληλοι του γραφείου μετανάστευσης). Λες κι όταν δεις κάποιον μες στα αίματα δεν καλείς το ασθενοφόρο αλλά του παίρνεις το ιστορικό κι αν ανακαλύψεις ότι είναι σε αυτή την κατάσταση με δική του ευθύνη τον αφήνεις να πεθάνει. Αλλά και συ έτσι δεν ήρθες πριν από πολλά χρόνια; Δεν έκανες το μεγάλο, το ασύλληπτο για την εποχή ταξίδι, μια εποχή χωρίς αεροπλάνο, σκάιπ, τηλέφωνο, αυτόματες διατραπεζικές συναλλαγές; Κι όλα τα θαυμαστά που έφτιαξες εδώ, γιατί τα έφτιαξες άραγε; Για να βοηθήσεις αυτόν που έχει ανάγκη σε μια ώρα δύσκολη, (τον ηλικιωμένο, τον άρρωστο, τον… νεοφερμένο), ή για να διακοσμήσεις την θαυμαστή πόλη του Σίδνεϊ;
Γιατί επιμένεις, ρώτησα τον φίλο; Αφού δεν σου αρέσει η χώρα, αφού απογοητεύτηκες από την “ελληνική υποδοχή”, αφού τέλοσπάντων η ζωή σου εδώ δεν είναι καλύτερη από τη ζωή που άφησες πίσω σου; Η δική μου ζωή, μου απαντά. Αν δεις το σχολείο του μικρού θα καταλάβεις… Εγώ δεν έμαθα πολλά γράμματα… Έχουν καλά σχολεία, Γιάννη, μου λέει… Θα κάνω ότι μπορώ για να μείνω. Όταν θα πάει ο γιός σου σχολείο θα με καταλάβεις…