Η αείμνηστη Τζοάν Μεσσάρη είχε ισχυρές γνώμες σε ζητήματα ελληνικής κουλτούρας. Ειδικευόταν σε άρθρα που αφορούσαν την νεολαία και δεν δίσταζε να κριτικάρει ελληνικές παραδόσεις και συνήθειες που δημιουργούσαν προβλήματα στην ένταξη των νέων στην αυστραλιανή κοινωνία. Στο βιβλίο του Τζόσεφ Βόντρα «Η ιστορία των Ελλήνων στην Αυστραλία» αναφέρεται η άποψή της επί του συγκεκριμένου θέματος και έχει μεγάλο ενδιαφέρον:
«Οι γονείς τους ήρθαν εδώ πριν είκοσι χρόνια ή και περισσότερο και δεν άλλαξαν τις συνήθειές τους από την ώρα που έφτασαν. Πιστεύουν ότι ο αυστραλο-ελληνικός τρόπος ζωής θα πρέπει να είναι όπως ήταν πριν είκοσι ή περισσότερα χρόνια. Ψυχολογικά δεν θέλουν να καταλάβουν ότι συνέβηκε αλλαγή στην Ελλάδα, ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο γι΄αυτούς, γιατί κάποτε πρέπει να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην Αυστραλία. Είναι ένα ζήτημα εξασφάλισης τόσο στον οικονομικό όσο και στον συναισθηματικό τομέα. Κατόπιν όμως, πηγαίνουν ταξίδι στην Ελλάδα και παθαίνουν σοκ όταν αντιλαμβάνονται το πως άλλαξαν τα πράγματα. Στο μεταξύ, τα παιδιά τους είναι αυτά που υποφέρουν…».
Η πρώτη γενιά –ακόμα και σήμερα- δεν υπάρχει περίπτωση να παραδεχτεί ότι τα παιδιά τους υπέφεραν. Ίσα-ίσα ισχυρίζονται με πείσμα ότι δούλεψαν σκληρά για να τους προσφέρουν μια άνετη ζωή. Χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους ότι απουσίαζαν από την παιδική τους ηλικία λόγω φόρτου εργασίας, ότι ήταν αυστηροί σε σημείο υπερβολικό και σκληρό θα έλεγα, ότι τους ασκούσαν ψυχολογική πίεση για να υλοποιήσουν τα «δικά τους όνειρα»…
Ο καλλιτέχνης Γιώργος Ραφτόπουλος σε πρόφατο συνέδριο έδωσε ομιλία με θέμα: planting the seeds. Μίλησε ανοικτά για αυτά ακριβώς τα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα παιδιά της δεύτερης γενιάς μιλώντας για τις δικές του προσωπικές εμπειρίες.
Μεγάλωσα σε ένα χωριό, τεσσεράμιση ώρες από το Σίδνεϊ. Είμασταν η μοναδική ελληνική οικογένεια, είμασταν τα ‘wogs‘ του χωριού. Για να επιβιώσω έπρεπε να αποδείξω ότι ήμουν δυνατός. Και αυτό έγινε από την πρώτη κιόλας μέρα που πάτησα το πόδι μου στο σχολείο. Τα παιδιά με ρώτησαν αν ήξερα να παίζω ράγκμπι. Δεν τόλμησα να πω ‘όχι’. Είπα ένα ‘και βέβαια ξέρω’ και την επόμενη στιγμή είδα ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά να έρχεται καταπάνω μου. Φοβήθηκα, αλλά έπρεπε να αρπάξω την ευκαιρία να αποδείξω ότι δεν ήμουν διαφορετικός. Και το έκανα. Τον έριξα κάτω και κέρδισα την εκτίμησή τους. Σιγά-σιγά βρήκα έναν τρόπο να αντιμετωπίζω το φόβο μου, την διαφορετικότητά μου. Έμαθα να χειρίζομαι τις καταστάσεις με χιούμορ και αυτό με βοήθησε να πάω παρακάτω…
Όταν τέλειωσα το Λύκειο, αποφασίσαμε να πάμε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Το είδα σαν ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τις ρίζες μου… Είχα την ανάγκη να το κάνω. Το ταξίδι αυτό ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα καριέρα μου. Ήξερα πολύ καλά τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Το πρόβλημα ήταν πως να το ανακοινώσω στον πατέρα μου, ο οποίος έχει παρουσιαστικό που σε κάνει να τρέμεις. Μεγάλο ελληνικό μουστάκι, μαλλί σαν τον Ντον Κίνγκ. Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα «Θα επιστρέψω στην Αυστραλία, θέλω να πάρω πτυχίο».
Με κοίταξε σαν χαμένος… «Είσαι τρελός; Θα σου δώσω τα πάντα. Εχω τη δύναμη να σου δώσω τα πάντα…». Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες για την απογοήτευση που του έδωσα τότε…
Παρόμοια και η ιστορία του Πέτρου Μάνεση του οποίου η οικογένεια είχε μαγαζί στο Armidale. Η οικογένεια επαναπατρίστηκε για μερικά χρόνια όταν ο μικρότερος γιος παρουσίασε άσθμα σε σοβαρή μορφή. Ο Πέτρος αντιμετώπισε δυσκολίες προσαρμογής, γλώσσας, και κουλτούρας. Πάνω που άρχισε να συνηθίζει, επέστρεψαν και πάλι στην Αυστραλία τέσσερα χρόνια αργότερα. Στο διάστημα αυτό είχε ήδη ξεχάσει τα αγγλικά και μέχρι να ξανασυνηθίσει δεχόταν καθημερινό μπούλινγκ για την γλώσσα και τη προφορά του. Όπως ο ίδιος εξομολογείται «Το να ήσουν wog εκείνη την εποχή ήταν ό,τι χειρότερο. Δεν μπορούσα φυσικά να μιλήσω στον πατέρα μου για τα προβήματα που αντιμετώπιζα γιατί ήταν πολύ αυστηρός». Ο Πέτρος βρήκε τρόπο να επιβιώσει και να δίνει τις δικές του μάχες από πολύ μικρή ηλικία…
Δεν μου έκαναν εντύπωση οι παραπάνω ιστορίες γιατί τις βίωσα προσωπικά και η ίδια. Στην Ελλάδα είμασταν τα καγκουρό, στην Αυστραλία τα wogs… Δεν θα ξεχάσω το ταξίδι που κάναμε το 1981. Ζούσαμε για τρία χρόνια στην Ελλάδα και επιστρέψαμε στην Αυστραλία. Το αστείο είναι ότι εγώ δεχόμουν μπούλινγκ από τα παιδιά μιας ελληνικής, φιλικής οικογένειας και κάτι άλλα ελληνάκια στο JJ Cahill τα είχανε βάλει με τον αδελφό μου. Εγώ σταμάτησα απλά να πηγαίνω στο σχολείο ώσπου τελικά άλλαξα σχολείο και πήγα σε Καθολικό Κολλέγιο (όχι ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα) ενώ ο αδελφός μου, έριχνε και έτρωγε ξύλο σε καθημερινή βάση. Στο χρόνο απάνω φύγαμε και γλιτώσαμε…
Οι ιστορίες και τα παραδείγματα είναι ατέλειωτα.
Οι Έλληνες της πρώτης γενιάς ήρθαν στην Αυστραλία -υποτίθεται- για λίγα χρόνια. Να δουλέψουν, να βάλουν μερικά χρήματα στην άκρη και να επιστρέψουν στην πατρίδα. Η νοσταλγία τούς κράτησε δεμένους σφιχτά στο παρελθόν και ο φόβος μήπως τα παιδιά τους υιοθετήσουν ‘αυστραλέζικες συνήθειες’ τους οδηγούσε σε ακραίες συμπεριφορές. Πολλά παιδιά αποποιήθηκαν την ελληνική καταγωγή τους ενώ άλλα δεν βρήκαν τη δύναμη να αντιδράσουν και συνέχισαν να ζουν σε ένα περιορισμένο, ελληνικό περιβάλλον.
Η Μαίρη Κωστακίδη δημοσιογράφος και πρώην εκφωνήτρια ειδήσεων του καναλιού της SBS, στην εκπομπή “Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού” αναφέρεται στα παραπάνω θέματα και στον τρόπο που η ίδια αντιμετώπισε το θέμα της αφομοίωσης και σε ποιό βαθμό.
“Κράτησα αυτά που ήθελα από την ελληνική παράδοση και υιοθέτησα αυτά που ήθελα από την αυστραλιανή.
Για παράδειγμα… Για μας τους Έλληνες μια βόλτα στη θάλασσα σήμαινε ολόκληρη ιεροτελεστία. Δεν ήταν απλά μπαίνουμε στο αυτοκίνητο ή στο λεωφορείο και πάμε στη θάλασσσα… Φτιάχναμε κεφτεδάκια, παίρναμε καρπούζι, ντομάτες, αγγούρια από τον κήπο… Μόλις φτάναμε, στρώναμε να φάμε. Βλέπαμε τους αυστραλούς που μπαίνανε και βγαίνανε στο νερό και ζηλεύαμε…
“Όχι ακόμα πρέπει να χωνέψετε”, μας έλεγαν οι δικοί μας.
Μόλις επιτέλους χωνεύαμε το φαγητό, σε δέκα λεπτά μέσα μας έλεγαν … “βγείτε τώρα μην σας κάψει ο ήλιος”.
Κι εγώ έβλεπα τους Αυστραλούς να χαίρονται, να τσαλαβουτάνε στο νερό, στο χέρι ένα pie με sauce και ήθελα να ζήσω τέτοιες ξέγνοιαστες στιγμές…
Τις αποφάσεις μου τις πήρα όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο. “Πάτησα πόδι” γιατί είδα ότι υπήρχε ένας διαφορετικός κόσμος από αυτόν στον οποίο ζούσα… ένας κόσμος που ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να τον γευτώ. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα ήταν ελληνικά: η οικογένεια, οι γείτονες, η εκκλησία, το ελληνικό σχολείο. Ένα περιβάλλον αυστηρά ελληνικό όπου κυριαρχούσαν τα ελληνικά γλέντια, το γέλιο, ο χορός, το φαγητό, το ψωμί που έψηνε ο πατέρας μου στην αυλή… Επειδή πήγαινα στο σχολείο στο Marrickville West που ήταν πολυπολιτισμικό, δεν αισθάνθηκα διαφορετική αλλά ούτε έγινα ποτέ στόχος για μπούλιγκ όπως άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Όταν ήμουν 12 χρονών άρχισα να παίρνω μερικές αποφάσεις για το τι θέλω να κρατήσω από την ελληνική παράδοση. Για παράδειγμα στο Κατηχητικό μας χώρισαν σε τάξεις με αγόρια και κορίτσια. Στα διαλείμματα φυσικά παίζαμε όλα τα παιδιά μαζί. Τα αγόρια κάποια στιγμή είπαν ότι ο δάσκαλος του κατηχητικού τούς είπε να μην πηγαίνουν σε πάρτυ με κορίτσια γιατί οι γυναίκες είναι ο διάολος. Αυτό ήταν κάτι που όντως ειπώθηκε και ταυτόχρονα με έβαλε σε σκέψεις για την θρησκεία και τις διακρίσεις των δύο φύλων…
Στην αρχή, για να αντιμετωπίσω όλη αυτή την κατάσταση έπλαθα ιστορίες με την φαντασία μου. Μέχρι που μια πρωτοχρονιά που είμασταν μαζεμένοι στο σπίτι και γιορτάζαμε την γιορτή του πατέρα μου, ήρθε μια γειτόνισσα να με πάρει να πάμε σε ένα πάρτυ… Έφταιγα εγώ, γιατί με τις φαντασίες που έπλαθα τής είχα προτείνει να πηγαίναμε σε ένα πάρτυ με τα αγόρια της γειτονιάς. Ήρθα αντιμέτωπη με το ψέμα μου και ήταν και το τελευταίο που είπα στη ζωή μου… Σκέφτηκα λοιπόν ότι πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνω μέρος αυτής της άλλης ζωής. Ήθελα περισσότερη ελευθερία, περισσότερες επιλογές. Έτσι έκανα την επανάστασή μου και είπα στους γονείς μου “πρέπει να με εμπιστευθείτε”.
Άλλα παιδιά δεν βρήκαν το θάρρος να το κάνουν και συνέχισαν να ζουν σε ένα προστατευμένο, ελληνικό περιβάλλον, μέσα στο πλαίσιο με τις παραμέτρους που είχαν θέσει οι γονείς τους.
Δυστυχώς αυτό που δεν κατάλαβαν οι γονείς μας είναι ότι στην Ελλάδα τα πράγματα άλλαζαν με γρήγορους ρυθμούς και αυτοί είχαν μείνει πίσω. Το διαπίστωσα η ίδια όταν πήγα σε ηλικία 18 χρονών και είδα ότι τα ξαδέλφια μου ζούσαν διαφορετικά από ότι εμείς εδώ στην Αυστραλία.
Οι περισσότεροι γονείς ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν δικηγόροι ή γιατροί. Εγώ προσωπικά, όσο άκουγα τί ήθελαν οι γονείς μου τόσο πιο σίγουρη ήμουν ότι σίγουρα δεν θα ακολουθούσα την επαγγελματική καριέρα που προσπαθούσαν να μου χαράξουν.
Δεν ξέρω αν η πρώτη γενιά έχει ανοιχτά τα αυτιά της να ακούσει και διάθεση να καταλάβει το φαινόμενο της εποχής. Τα χρόνια πέρασαν… Ούτε στην Ελλάδα τελικά γύρισαν, ούτε αφομοιώθηκαν. Συνεχίζουν να ζουν σε έναν μικρόκοσμο προσπαθώντας να κρατηθούν από ένα παρελθόν που σιγά-σιγά σβήνει… Τα παιδιά τους απομακρύνονται και οι ίδιοι μένουν με μια πικρία γιατί ίσως να μην πέρασε το δικό τους. Ή αν πέρασε, δεν κράτησε αρκετά.
Ένας γνωστός τις προάλλες μου εξομολογήθηκε… Έγινα δικηγόρος γιατί το ήθελε ο πατέρας μου. Έχασα έξι χρόνια από τη ζωή μου, του έκανα το χατήρι αλλά τελικά ακολούθησα το επάγγελμα που ήθελα: διατροφή και υγιεινή. Μακάρι να είχα ξεκινήσει νωρίτερα… Έξι χρόνια στράφι…
Η ελληνικότητα του καθενός δεν καθορίζεται από κλειστούς ελληνικούς κύκλους και προκαθορισμένους παραμέτρους. Στο ερώτημα που τέθηκε στη Μαίρη Κωστακίδη για το πότε και πως διεκδίκησε την ελληνικότητά της απάντησε:
Δεν βλέπω τον εαυτό μου αποκλειστικά ως Ελληνίδα ή αποκλειστικά ως Αυστραλέζα. Κάθε άνθρωπος είναι μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που δεν προσδιορίζεται μόνο από την εθνικότητά της.