Κάθομαι με το φίλο Γ.Χ. σε ένα λιβανέζικο ζαχαροπλαστείο που πριν από τρία χρόνια το μπομπάρδισαν οι μπάικις. Απ´ έξω, απ´ τη βιτρίνα, αν κοιτάξουν οι περαστικοί, η σκηνή μοιάζει σαν τους αποχαιρετισμούς στα ποιήματα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Για μεγαλύτερη ακρίβεια, αντικατέστησε την επαρχιακή κωμόπολη με ένα από τα δυτικά προάστια του Σίδνεϊ. Η καλοκαιρινή συννεφιά όμοια μέχρι κεραίας με τη φθινοπωρινή. Πλούτη και μοναξιά, φλάτια και κτήρια που αλλάζουν χέρια, ασύλληπτες περιουσίες που χρειάστηκαν μια ζωή για να γίνουν και πέρασαν σε μια στιγμή, με μια υπογραφή, στην κατοχή των Ελλήνων της Διασποράς.
Έστρεψα τη συζήτηση γύρω από τις καθημερινές μας δραστηριότητες, αλλ᾽ ὁ φίλος μου, ὅστις διέπρεπε διὰ τὴν πρὸς τὰ περιφρονούμενα πράγματα στοργήν του, άρχισε να μου λέει την ιστορία του απέναντι άχαρου κτίσματος.
Ο απόλυτος ατομικισμός, η προτεσταντική ηθική του βουκόλου μετανάστη που μπάρκαρε δίχως να γνωρίζει που πάει, η εμμονή και η προσήλωση στην δημιουργία πλούτου. Δίχως κυρά και δίχως απογόνους, μονήρης, οικονόμος και καχύποπτος, ετοίμαζε και πρόβαρε σε πλήρη μυστικότητα, επί το ήμισυ του αιώνος, την τελική του χειρονομία.
Στη συνέχεια το κέντρο βάρους της συζήτησης μετατοπίζεται από τις προσδοκίες του μεσοπολέμου στα μπάρκα του 50. Μια βραδιά στα μπουζούκια. Δυο νοματαίοι στο ίδιο τραπέζι. Ο ένας πολέμησε με τους Εγγλέζους, ο άλλος με τους κομμουνιστές. Εύποροι και αποσυνάγωγοι και οι δυο. Δεν βλέπεις σε ποιο κόσμο πατά το ένα τους ποδάρι. Ο λιπόσαρκος με τις σπασμένες φλέβες στα μάτια αγαπάει το ακριβό ουίσκι, τους εκλεπτισμένους τρόπους αυτοκαταστροφής και τα αποφθεύγματα: “Τον ίδιο χαβά έχουμε ρε με τους νοικοκύρηδες, εγώ είπα να κόψω δρόμο”.
Ξεστρατίζουμε σουλατσάροντας στις παλιές κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Νέος, με περιποιημένο μουστάκι, κουστούμι της εποχής. Χωρίς ξεκάθαρη κοινωνική θέση. Ελληνικά μόνο στο σπίτι. Ψυθιριστά, να μην ακούσουν οι γείτονες. Στον τοίχο ξεθωριάζουν οι πέντε αδερφάδες μετά των συζύγων τους. Ένα δωμάτιο στο Μπαλμέιν, εκεί που τώρα οι τιμές στα φλάτια της εργατικής τάξης είναι απλησίαστες. Και μπύρες στα χοτέλια με τους Ιρλανδέζους.
Ο Πίτας, σε έναν άλλο χρόνο, τραβάει την μικρανηψιά απ´ το μαλλί. Πουτάνα μας ξεφτίλησες. Ποιο κει, κομμένος από μια κιτρινισμένη εφημερίδα ο Γουίτλαμ παρατηρεί ατάραχος. Ο γιός τον επισκέπτεται κάθε δεύτερη Κυριακή. Ψηφίζει Λίμπεραλ. Ούτε ο Καραγάτσης, ούτε άλλος κανείς αντιλήφθηκε τίποτα. Ίσως μια τόση δα υποψία σε τρία ή τέσσερα ρεμπέτικα της προσφυγιάς…
Αν υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο αυτό, ένα ακόμη ταξίδι στους Αντίποδες οφείλει να το κάνει η βασίλισσα μας, η Ελισαβιώ. Κι αφού φτάσει κι αναπαυτεί στο Yarralumla που στη γλώσσα των Ngunnawal θα πει ΗΧΩ, ας πάει στου Ρούκγουντ το κοιμητήριο να γονατίσει μπροστά στους τάφους των Ελλήνων μεταναστών και να τους απαγγείλει μια ωδή του Κάλβου.
Αυτά μου λέει ο φίλος μου, ο ορκισμένος αγνωστικιστή την ώρα που σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου έξω από την ελληνική εκκλησία στο Νιουτάουν. Από το κατεβασμένο παράθυρο τον είδα να ανάβει ένα κεράκι για τους ασθενείς, τους οδοιπόρους, τους φυλακισμένους και τους φυγόδικους. Τον άκουσα να ψιθυρίζει. Φύλαγε Ιησού Χριστέ το αγρίμι, προστάτευε το αγριμάκι του.
Φεύγοντας, κοντοστάθηκε πάνω απ´ το μανουάλι κι άναψε το τσιγάρο του.
Λεζάντα:
Hare in trap, (1946) by Sidney Nolan
First published: Kosmos Newspaper | 16/12/2014