Γιώργο, γεια σου.
Η κουβέντα σου μου έγινε αγαπημένη συντροφιά, συνταξιδιώτης στις μνήμες του χτες, παρεούλα στην ώρα της μοναξιάς, αποκούμπι κι εξομολογητής στο απόβραδο.
Να, με την αναφορά στις συννεφιές και τις ανημποριές, μου έφερε ζωντανή την αγάπη, την αφοσίωση της γιαγιάς. Εκείνης της γλυκιάς μορφής που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στην παιδική ζωή μου. Της γιαγιάς και του παππού, ιερές μορφές στο εικονοστάσι της μνήμης.
Ξέρεις είχα την καλοτυχιά, όχι, την ευλογία να ζήσω με τους γονείς των γονιών μου, από τη μία πλευρά. Μεγάλωσα με δύο μητέρες, για να μην αναφέρω και κάτι θείες και εξαδέλφες των γονιών μου και γείτονες και φίλους και… παρατρεχάμενες, όπως λέει και η Αυγουστίνου. Το σπίτι ήταν ανοιχτό και καλοσυνάτο.
Ο παππούς, ο παππούλης όπως ήταν για μας και νόνα η γιαγιά. Ο παππούλης μια άγια μορφή, απλός, άκακος, αφοσιωμένος στην προσφορά. Απο εκείνους τους αγνούς ανθρώπους που δεν ρώτησαν, δεν έψαξαν, δεν ανησύχησαν. Αυτούς που δέχτηκαν τη ζωή που τους δόθηκε και έζησαν τόσο κοντά στο Θεό, με την καθαρή, την αμόλυντη σκέψη τους.
Η γιαγιά ήταν ο τιμονιέρης, ο καλός καπετάνιος, με τη μεγάλη καρδιά και την έγνοια για το πλήρωμα. Στην προτεραιότητα εμείς τα παιδιά κι εγω που ήμουν το αγόρι και είχα το όνομα του συντρόφου της, ήμουνα το “καλό της το παιδί”. Πόση στοργή και πόση φροντίδα! Της ζητούσαμε να βουτήξουμε το ψωμί στον καφέ της.Μια εγώ και μία ή αδελφή μου, να στον καφέ που έμενε. Δεν το αρνιότανε όμως ποτέ. Και της ζητούσα να με πάρει αγκαλιά, που, καθώς μεγάλωνα δεν μπορούσε η καημένη. Μπορείς της έλεγα, γιατί δεν καταλάβαινα γιατί να μή μπορεί αφού εγώ μπορούσα να χωρέσω στην αγκαλιά της. Κι ήτανε τόση σιγουριά και γαλήνη στην αγκαλιά της.Την αγαπημένη μορφή, τον φύλακα άγγελο των παιδικών των χρόνων! Η γιαγιά ήταν πάντα με το μέρος αυτού που “εκλαιγε”. Δεν ρωτούσε γιατί, τι έκανες και σε μαλώσανε; Όταν μεγαλώσαμε, με τη μεγάλη μου αδελφή, τη λέγαμε “της υπερασπίσεως”, αυτός ήταν ο τίτλος της.
Αυτή είναι πάντα η γιαγιά και στο χτες και στο σήμερα και στο πάντα. Εκείνο το “του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές παιδί μου” είναι αξίωμα, ουσία ζωής.
Και είδα και τη μάνα μου, εδώ με τα παιδιά της αδελφής μου. Για όλα αγάπη και φροντίδα και καμάρι, αλλά κι Φώντας της, που τον έζησε μωρό, φίλος και κορώνα της.
Βλέπω και τις εδώ γιαγιάδες που ήρθαν να βοηθήσουν, όχι να τις γεροκομήσουν τα παιδιά, να φροντίσουν τα εγγόνια.
Σεβαστές κι αγαπημένες υπάρξεις! Ποιος δεν έχει ωραίες αναμνήσεις από τη γιαγιά και τον παππού; Εμείς τους αφήσαμε κάποια μέρα κι ίσως δεν υπολογίσαμε τον δικό τους πόνο, ερχόταν πρώτα η μάνα. Εγώ την έζησα παιδί και η μνήμη της μου ομορφαίνει τις θύμησες της παιδικής ζωής. Έτσι τη ένιωσα πάλι κοντά μου καθώς την περασμένη βδομάδα ανασκαλίσαμε ανημποριές και γηρατειά.
Κι έχω κι ένα ποίημα, αποχαιρετιστήριο, όταν έφυγε στα ενενήντα της, μετρώντας τα χρόνια με τα χελιδόνια, να ξαναπάμε σαν άνοιξη και σαν Λαμπρή. Της είχα πει, στο πρώτο μου ταξίδι, με πλοίο και από τον Παναμά, “όταν θα δεις τα πρώτα χελιδόνια, να περιμένεις έρχομαι”, (έφυγα από δω Γενάρη και έφτασα Μάρτη.)
Γιώργο, μου θα στο γράψω επειδή μου ζητάς και ποιήματα, δεν ξέρω αν μπορεί να μπει στο χώρο που διαθέτει η εφημερίδα. Θα στο γράψω για να το ξαναζήσω, έτσι σαν κερί στη μνήμη της, σαν χαιρετισμό σε όλες τις γιαγιάδες.
Τα χελιδόνια δεν θα ξαναρθούν
Χρόνια περίμενες το γυρισμό μας/την τελευταία χαρά της απλής ζωής σου.
Συχώρα μας τώρα που φεύγεις/δεν την μπορέσαμε τούτη τη χαρά/να στη δώσουμε.
Συχώρα μας/που δεν σταθήκαμε γύρω σου/όταν αφέθηκες στο μεγάλο ύπνο,
σαν πλατάνια την δροσιά να ρίξουμε/στα κουρασμένα μάτια.
Και να σε κατευοδώσουμε/με την παρηγοριά πως
“ναι, θα έρθουμε γρήγορα,/τα κόπια του παππού θα τα τιμήσουμε”
Συχώρα μας ακόμα/τα ψέματα που σου είπαμε.
Πως, “ναι θα το κλαδέψουμε τ΄αμπέλι,/τις λεμονίτσες τις μικρές θα τις μπολιάσουμε
και το τραπέζι θα στρωθεί/κάτω απ΄τη λεύκα σαν παλιά.”
Συχώρα μας, ήταν τα παραμύθια/για να κρατάνε την ελπίδα να σε ζεσταίνει.
Ήταν η ίδια η αγάπη μας/που δεν μπορούσε να σου στερήσει την παρηγοριά.
Πως να στην πούμε την αλήθεια/πως να μας πιστέψεις
πως είναι τόσο τραγική η ζωή/τόσο πλατύς ο κόσμος.
Πως πάθαμε και μάθαμε τόσα πολλά/που δεν μπορούνε πια τα όνειρά μας
να κοιμηθούν κάτω από τη λεύκα μας.
Πώς να στα πούμε όλ΄αυτά/πώς να στο εξηγήσουμε
πως ζούμε μια άλλη ζωή/μ΄άλλες αξίες κι απαιτήσεις.
Πως άσχετα από τα λεφτά/είναι η γνώση και η γνωριμιά η αμοιβή μας.
Χιλιάκριβη, μυριόχαρη σοδειά απ΄τη ζωή.
Εσύ επότιζες το γιασεμί/για να το βρούμε με την αγάπη που το αφήσαμε.
Και μέτραγες τα χρόνια με τα χελιδόνια…
Δεν φτάνει πια, γιαγιά το γιασεμί,/συγχώρα μας, δεν φτάνει.
Κι ούτε τα χελιδόνια θα γυρίσουν πια.
Γρηγόρης
AΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη, που με κάνεις να θυμάμαι αυτά που χαίρουμαι, όπως τη γιαγιά Ειρήνη, επειδή δεν είχα την καλή τύχη να γνωρίσω τους παππούδες μου που πέθαναν νέοι και τη γιαγιά μου στη Σύμη. Στην Αλεξάνδρεια είχα την μάνα τού πατέρα μου που με αγαπούσε ιδιαίτερα επειδή είχα το όνομα τού παππού μου και όπως μού έλεγαν, όταν γεννήθηκα γύριζε τις γειτονιές για να ενημερώσει συγγενείς και φίλους πως “αναστήθηκε ο Γιώργης μου”! Αλλά κι’ εμένα όταν μικρός πριν αρχίσω να γκομενίζω, πού με έχανες και πού με έβρισκες στο σπίτι τής γιαγιάς και των θειάδων μου, που κι’ αυτές με υπεραγαπούσαν επειδή είχα το όνομα τού πατέρα τους που έχασαν πολύ νωρίς.
Η γιαγιά μου είχε μεγάλη και ζεστή αγκαλιά για τα 11 εγγόνια της επειδή ήταν ευτραφής, αλλά ήταν και σχεδόν τυφλή γι’ αυτό σαν παιδί είχα αναλάβει το καθήκον να την παίρνω από το χέρι στον Αγιο Σάββα κάθε Κυριακή και καθόμουν μέχρι να τελειώσει η εκκλησία για να την πάμε στο σπίτι μας για κυριακάτικο γεύμα με την οικογένεια.
Ομως όταν είσαι παιδί και ακούς τη Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή μερικά χρόνια όπως εγώ, την έμαθα απέξω όπως και το τελετουργικό. Ηξερα πότε θα βγεί ο ιερέας στην Ωραία Πύλη, πότε θα διαβάσει ο διάκος το Ευαγγέλιο, πότε θα κάνει κήρυγμα ο Πατριάρχης Χριστόφορος και όταν στην Κρήτη μερικά χρόνια αργότερα μπήκαμε σ’ ένα ερημοκλήσι με κρητικούς φίλους, τους αιφνιδίασα αρχίζοντας να ψάλω τη Θεία Λειτουργία.
Η γιαγιά μου έδειχνε περισσότερη αγάπη στα εγγόνια από ό,τι στις εγγονές επειδή αυτές ήταν “γλωσσούδες”, όπως μάς έλεγε και όταν σμίγαμε τα ξαδέρφια στο σπίτι της, η γιαγιά ήταν στην καλή χαρά. Αν έλειπαν οι κόρες της και θειές μας, για να μάς καλοπιάσει έψηνε χαλβά, αλλά επειδή ήταν τυφλή ακούγαμε από την κουζίνα να σπάνε πιάτα και φλυτζάνια και κρυφογελούσαμε επειδή “τά ‘σπασε πάλι η γιαγιά”, όμως ο χαλβάς ήταν γλυκός και η κανέλλα τού έδινε όμορφο άρωμα.
Από τη γιαγιά μου έμαθα τη ζωή στη Σύμη και την ιστορία τής οικογένειάς μου πριν μεταναστεύσει στη “φτωχομάνα” Αίγυπτο και αν η Αίγυπτος ήταν φτωχειά μπορεί κανείς να φανταστεί την κατάσταση στην Ελλάδα στο τέλος τού 19ου και τις αρχές τού 20ού αιώνα. Ομως στην Αλεξάνδρεια, τουλάχιστον, υπήρχαν προοπτικές για προκοπή επειδή οι Ευρωπαίοι ήταν κράτος εν κράτει. Μέχρι δικά τους δικαστήρια, τα λεγόμενα Μεικτά, είχαν για να μη δικάζονται από Αιγυπτιους δικαστές…
Οπως σού είπα δεν είχα την τύχη να γνωρίσω παππού και τώρα με τα εγγόνια μου παίζω το ρόλο τού παππού και τής γιαγιάς, τους μαγειρεύω φαγητά που θέλουν, τους λέω παλιές ιστορίες για τους πατέρες τους, τους συμβουλεύω όταν μου το ζητήσουν και τους μεταφέρω ιστορίες τής δικής μου γιαγιάς για να υπάρχει η συνέχεια.
Ομως ο ρόλος τής γιαγιάς ήταν ανέκαθεν ιερός σαν άγγελος φύλακας τής οικογένειας και αν δεν υπήρχε η γιαγιά θα έπρεπε να την εφεύρουμε σαν απαραίτητο κρίκο στην οικογένεια. Οταν η γυναίκα μου τιμωρούσε τους γιούς μου έτρεχαν στο γειτονικό σπίτι τής γιαγιάς για να τους παρηγορήσει μέσα στην αγκαλιά και ανάμεσα στα φιλιά της: “Τί σάς έκανε πάλι η κακούργα μάνα σας;” ρωτούσε χαριτολογώντας και αυτοί απαντούσαν κλαίγοντας “το έκανε για να γίνουμε καλοί άνθρωποι!”
“Μάνα” και “Γιαγιά”, οι πιο γλυκές λέξεις και οι πιο αξέχαστες μορφές στη ζωή μας…
First published: kosmos newspaper 08/10/2014 / photo source: Φωτογραφία από james wesley από το Pixabay