Γιώργο, γεια σου,
Το σκέφτηκες ότι παλιώσαμε κι εμείς σε τούτη τη γωνία, έτσι όπως μιλάμε συνέχεια για τα παλιά; Ωραία η αναδρομή και χρήσιμες οι μνήμες, αλλά κατάλαβες ότι η παροικία δεν είναι πια μια μικρή κοινωνική μειονότητα μέσα στην πολυπολιτισμική σημερινή Αυστραλία; Είμαστε πλέον μια κοινωνία με πολλές εστίες και πολλά κέντρα. Κοινωνικούς κύκλους θα τους έλεγα, αν λάβουμε υπόψη τη σύνδεση και εκείνο το αίσθημα υπαγωγής.
Στα παλιά τα χρόνια εδώ το είχαν για τους Κυθήριους, που εδώ τους έμαθα Τσιριγώτες, αν παντρευόταν κάποιος ή κάποια Έλληνα αλλά από κάποιο άλλο μέρος έλεγαν επήρε ξένο ή ξένη. Τώρα οι μικτοί γάμοι και με άλλες φυλές έγιναν δεκτοί (ή ανεκτοί), αλλά πρόβλημα γίνεται ο συγχρωτισμός, η επαφή, οι αντιλήψεις. Δικοί μας είναι οι ντόπιοι, οι ομόδοξοι, οι συμπορευόμενοι, οι ομοϊδεάτες. Κάποιος, ο οποιοσδήποτε, άμα είναι από τη δική μας παράταξη είναι, αναμφισβήτητα καλός. Βάλε και κείνο το δικό μας είναι το σωστό και το καλύτερο κι άντε να κάνεις διάλογο. Γι΄αυτό σου λέω δεν εχουμε αφήσει πολλά από το χτες, λιγοστεύουνε όπως περνούν τα χρόνια και αραιώνουμε.
Το ξέρεις εκεινο το παλιό τραγούδι που λέει…. «απουσίες στα μητρώα σημειώνουμε, ένας, ένας το διαλάμε και ταραιώνουμε».
Εφυγαν δύο ακόμα γνωστοί από την παλιά φρουρά, ο Γρηγόρης Αθανασίου, γνωστός κι αγαπητός στην παροικία και η Αμαλία Κουμπή, μια ευγενική και αξιολάτρευτη κυρία, που την θυμάμαι όμορφη και ευπροσήγορη όταν ήρθε νέα.
Η παροικία ήταν μικρή και όλοι κάπως γνωστοί, ο ένας με τον άλλον. Όταν ήρθε η Αμαλία ξεχώριζε, καθώς και η Μαρία Μπουτσικάκη, ήταν και οι δύο νέες και όμορφες και ήταν ευδιάκριτες γιατί έρχονταν από άλλο περιβάλλον. Είχαν κάποια μόρφωση, δεν ήταν ούτε από χωριό, δεν ήταν της αράδας. Περισσότερο όμως ξεχώριζαν γιατί οι άνδρες τους ήταν παράγοντες στην παροικία. Ο Μπουτσικάκης με το εστιατόριο στην Παρκ Στρητ και ο Γιώργος ο Κουμπής με το George΄s στο Ντάμπλ Μπέυ.
Η εποχή μας, Γιώργο μου, κλείνει ας το δεχτούμε κι ας… τι λέω, για μένα μιλάω, εσυ έχεις δρόμο ακόμα, Εγώ λέω… και πολύ μου και καλό μου. Θα το γράψω και το ποίημα, μη γκρινιάζεις.
ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Μην την κοιτάς με λύπη την πορεία σου,/Τα χρόνια πού ΄φυγαν, τη δύση που πηγαίνεις.
Την έζησες, τη χάρηκες, την έγραψες./Με ιριδισμούς, με συννεφιές,
Με προσφορές κι απολαβές,/Με μπόρες και μ΄ηλιοχαρές
Και με χαμούς/και φτερουγίσματα./Την εμπειρία σκέψου, τη μεγάλη σου σοδειά!
Αυτή είναι η αμοιβή σου, συλλογήσου το./Τα υλικά και τα τρανά δεν λογαριάζονται.
Όχι, μην την κοιτάς με λύπη την πορεία σου./Κι αν είν΄να κλάψεις, μη σταθείς
Στη νιότη, στην ακμή, στις περιπέτειες./Τα όνειρα να κλάψεις που δεν έρχονται,
Τα όνειρα, τους πόθους που σ΄αρνήθηκαν.
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη,
Φίλε μου, και να μην το σκέφτηκα πως παλιώσαμε, μού το θυμίζει το κορμί κάθε φορά που το μυαλό νομίζει πως μπορώ να κάνω τα εύκολα στα νιάτα μου. Οπως λένε, το γήρας δεν έρχεται μόνο του, όμως εμείς τουλάχιστον δεν πρέπει να παραπονούμεθα, αφού σε οχτώ χρονάκια θα πανηγυρίσουμε τα 100 χρόνια σου και θα λάβεις τα συγχαρητήρια από την βασίλισσα, ζωή νά’ χετε και οι δυο σας.
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, ο δικός μας κύκλος των μεταναστών τής πρώτης γενιάς κλείνει και ήδη έχει αρχίσει ο κύκλος τής δεύτερης και τρίτης γενιάς με θεαματικές επιτυχίες τους. Ομως και σ’ αυτές τις επιτυχίες τους έχουμε βάλει το χεράκι μας με την ηθική και οικονομική στήριξη που τους προσφέραμε για ν’ αποκτήσουν τις γνώσεις και την πείρα. Τώρα αυτοί θα φροντίσουν για τη συνέχεια τής ελληνικής παρουσίας σ’ αυτή τη φιλόξενη χώρα, κτίζοντας πάνω στο σπουδαίο οικοδόμημα που έκτισαν οι μετανάστες παππούδες, οι γιαγιάδες και οι αυστραλογενημμένοι γονείς τους.
Το εξακρίβωσα στο πρόσφατο ταξίδι μου στην Ελλάδα, πόσο εύκολα προσαρμόστηκαν στο περιβάλλον τα εγγόνια μου, την υπερηφάνεια τους που δεν έκρυβαν για την καταγωγή τους και με πόσο ενθουσιασμό επισκέπτονταν έστω με ταλαιπωρία τα αρχαία και πιο σύγχρονα μεγάλα έργα των Ελλήνων προγόνων τους.
Ευτυχώς, οι γενιές τού μέλλοντος δεν έχουν υιοθετήσει τον τοπικισμό μας, προφανώς επειδή δεν τον έχουν ανάγκη όπως εμείς, που μερικές φορές το παρακάναμε.
Οταν η Κοινότητα Αδελαϊδος αποσκίρτησε από την Αρχιεπισκοπή, ο Ελληνισμός διχάστηκε κάθετα και αιτία ήταν περισσότερο ο τοπικισμός πριν γίνει πολιτικό πρόβλημα. Οι Καστελλορίζιοι θεωρούσαν δική τους εκκλησία τον «κοινοτικό» Ταξιάρχη και υποστήριξαν την εκκλησιαστική ανωμαλία για να προστατέψουν την εκκλησία τους. Ετσι νόμιζαν τουλάχιστον και μια μέρα, μια ηλικιωμένη και πασίγνωστη Καστελλορίζια μού λέει «στην εκκλησία μας παντρεύονται δικοί μας και ξένοι» (επειδή αμφισβητείτο η νομιμότητα των γάμων στον Ταξιάρχη).
Για να την πειράξω τής λέω χαριτολογώντας «παντρεύονται και Αυστραλοί τώρα στον Ταξιάρχη;» για να πάρω την απάντηση «όχι μωρέ οι άλλοι Ελληνες».
Μήπως δεν λέγαμε «παπούτσι από τον τόπο σου κι’ ας είναι μπαλωμένο;»
Τα παιδιά μας έχουν ξεπεράσει αυτή την νοοτροπία και το 50% παντρεύονται κάθε εθνικότητας συντρόφους που ερωτεύονται.
Πιστεύω και συμφωνούν πολλοί αναγνώστες μας, ότι αυτή η στήλη καταγράφει έστω σε συντομία μια εποχή που τελειώνει, αλλά δεν πρέπει να σβήσει. Αλίμονο αν ξεχαστεί η ιστορία των πρώτων Ελλήνων στους Αντίποδες.
Ο θάνατος του Γρηγόρη Αθανασίου, ήταν ένα θλιβερό γεγονός για όσους τον γνωρίσαμε, όπως συγκλονιστική ήταν η είδηση πως πέθανε ο Νικόλας Βαλής, ένας νέος και σπουδαίος άνθρωπος. Δεν γνώριζα την Αμαλία Κουμπή, αν και ίσως την είχα γνωρίσει σε ένα από τα φημισμένα κοκτέιλ πάρτι τού Πίτερ Αρώνη.
Την Μαρία Μπουτσικάκη είχα γνωρίσει γιατί έτρωγα τακτικά στο εστιατόριό τους επί τής Elizabeth Street, μια εξωστρεφής εντυπωσιακή αρχοντογυναίκα.
Και θα τελειώσω με ένα θερμό «ευχαριστώ» για το ποίημά σου, που πάλι με συγκίνησε…
First published: Kosmos newspaper | Photo: andreas N από το Pixabay & Yiannis Dramitinos
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στις 8 Νοεμβρίου 2017, η εφημερίδα Ο Κόσμος (σελίδα 5) έγραφε για τον Γρηγόρη Αθανασίου: Πλήρης ημερών, αλλά και με αστείρευτη όρεξη ακόμη για ζωή, για συζητήσεις και για δράση, εγκατέλειψε χθες τα εγκόσμια ο πασίγνωστος επί δεκαετίες συμπάροικος Γρηγόρης Αθανασίου. Τόσο η πολύχρονη υπηρεσία του σε διευθυντική θέση τραπεζικού υποκαταστήματος στο Νιούταουν, όσο και η ραδιοφωνική παρουσία του για αρκετά χρόνια, προπάντων όμως η φιλοβασιλική δραστηριότητά του τον είχαν κάνει γνωστό στην ομογένεια του Σύδνεϋ. Τα παλιά χρόνια τον βλέπαμε συχνά σε βραδινές διασκεδάσεις, με την πρώτη του σύζυγο, δημοφιλή τραγουδίστρια, ενώ αργότερα να δραστηριοποιείται έντονα ως Βασιλόφρων. Προβαίνοντας και σε αντιπαραθέσεις με εκπομπές και επιστολές στον παροικιακό Τύπο, με όσους εξ’ ημών είχαμε διαφορετικές απόψεις. Ωστόσο ουδέποτε έπαψε να εμπνέει συμπάθεια, ιδιαίτερα όταν για πολλά χρόνια τελευταία κυκλοφορούσε με μηχανοκίνητο αμαξάκι. Θα λείψει σε πολλούς η παρέα που πρόσφερε. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει. Με τις ευχές μας για την εξ’ Ύψους παρηγορία στους οικείους του που θλίβονται από τον θάνατό του.
Στον “Κόσμο” της 12ης Ιουνίου 2020, στη σελίδα 4, ο Γιάννης Δραμιτινός μοιράστηκε με τους αναγνώστες μία φωτογραφία του Γρηγόρη Αθανασίου που τράβηξε ο ίδιος στις 12 Μαρτίου 2012.