Γιώργο, γεια σου,
Μίλησες για το χτες, για επαγγέλματα του χτες κι ένας ολόκληρος κόσμος ξανάζησε στη σκέψη μου. Δεν ήταν μόνο οι γιορτές κι οι εκδηλώσεις εκείνου του καιρού, ήταν τα στολίδια της τότε ζωής μας. Ήταν τα συναισθήματα, το ότι είχαμε να αγοράσουμε ορισμένα πράγματα, το ότι είμασταν σε θέση να ζούμε σαν πολίτες ολοκληρωμένοι, νιώθαμε ότι μπορούμε να αποχτήσουμε, να ξοδέψουμε. Κάτι που μέχρι τότε δεν είχαμε ζήσει. Ήρθαμε παιδιά, το χαρτζιλίκι περιορισμένο… κι αν υπήρχε!
Και βρεθήκαμε με λεφτά, δικά μας λεφτά, με την ικανότητα να μπορούμε να αγοράσουμε και να αποταμιεύσουμε. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό για να κατανοήσουμε και κείνη την άνθιση της κοινωνικότητας. Γιατί ήταν άνθιση, γιορταστική και ελπιδοφόρα κατάσταση. Μόνο μη μου λες ήτανε σέξι τα χτενίσματα των γυναικών, εκείνες οι περικεφαλαίες που λες, εκείνα τα κεφάλια που ήτανε σαν λάχανα. Κι εκείνα τα υφάσματα τα γυαλιστερά, σαν άμφια ιερέων. Νομίζω ήταν η πιο αντιαισθητική μόδα, χειρότερη κι από τη σημερινή με τα αχτένιστα μαλλιά που θυμίζουν Γενοβέφα. Όμως ήταν μόδα και ήταν σεβαστή, όπως η κάθε μόδα.
Το θέμα μας είναι η εποχή και παρόλο που πρώτη ερχόταν η αποταμίευση, ζούσαμε με την ενατένιση σ΄ ένα καλύτερο αύριο. Κι ήταν τα νιάτα μας, ή ελπίδα, το χτίσιμο της φωλιάς!
Ψάχνοντας να καθαρίσω παλιά χαρτιά, βρήκα κάτι κάρτες και προσκλητήρια για γάμους και βαφτίσια… Πόσα χρόνια και που να είναι σήμερα πολλοί από τους ανθρώπους του χτες. Έρχεται η ζωη καθώς κυλάει μας παίρνει σ’ άλλους κύκλους, σ΄ άλλες γειτονιές, σ΄άλλες δουλειες, σ΄ άλλους κόσμους. Βλέπουμε καμιά φορά ανθρώπους από το χτές και είναι τόση η χαρά σαν να βλέπουμε πατριώτη. Βέβαια είναι κι άλλοι, ίσως οι πιο πολλοί, που δημιουργήσαμε φιλίες πολύτιμες και δεσμούς πιο στενούς κι από συγγενικούς. Μιλάω για τους ανθρώπους που γνωρίσαμε και ζήσαμε μαζί, πόσοι αλήθεια, πόσοι! Αν σου πω πως βρήκα στα παλιά χαρτιά προσκλητήρια που δεν μπορώ να θυμηθώ ποιοι είναι, ποιοι ήταν. Ζήσαμε, Γιώργο μου, ζήσαμε. Και γνωρίσαμε κι επάθαμε και μάθαμε και δώσαμε και πήραμε. Αυτή είναι η αξία της ζωής, η εμπειρία, η σοδιά μας από τη ζωή.
Αυτά και κλείνω, με… λίγους στίχους.
Βρήκα χαρές και κλάματα σε κήπους που ευωδιάζαν,
ονείρατα που έσβησαν, χίμαιρες που διαβήκαν.
Και γλάρους που ξεμάκριναν σ΄ ορίζοντες και μοιάζαν
σκιρτήματα, πρώτοι παλμοί που ούτε ίχνος δεν αφήσαν.
Βρήκα στο διάβα της ζωής τον πόνο και το άγχος
τη ζήλεια, τον εγωισμό… τ’ ανθρώπινα τα πάθη.
Τα δέχτηκα, τ’ ανέχτηκα, τα άντεξα σαν βράχος
και βγήκα πέρα δυνατός, με όσα έχω μάθει!
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα καλέ φίλε και πρώτα απόλα να σε συγχαρώ για το ποίημά σου. Κάποτε είπα στον Αρχιεπίσκοπο κ. Στυλιανό πως η ποίηση με τρομάζει και μού έδωσε συνέντευξη με θέμα την ποίηση, ίσως την καλύτερη τής καρριέρας μου και από το μάθημα αυτό άρχισα να την διαβάζω και να την αγαπώ. Οπως αγαπώ και την Αυστραλία που από την πρώτη στιγμή μ’ αγκάλιασε σαν δικό της παιδί. Δεν με έκανε πλούσιο, αλλά μού έδωσε τις ευκαιρίες και με φρόντισε όποτε χρειάστηκα βοήθεια. Τί ελπίδα είχα εγώ να κτίσω καινούργιο σπίτι στην Αίγυπτο, όπως έκανα στο Αντελάιντ ύστερα από λίγα χρόνια και μόνο αυτό; Τότε ζούσαμε την χρυσή εποχή με μικρούς μισθούς και μεγάλη φθήνεια. Θυμάσαι πόσο αγοράζαμε ολόκληρο αρνί, αστακούς, ψάρια, μπακαλική και βενζίνη;
Οι μισθοί αυξάνονταν μερικά σελίνια κάθε τρείς μήνες ανάλογα με τον τιμάριθμο και η μάνα εισέπρατε δύο λίρες κάθε μήνα για το κάθε παιδί της, αλλά δεν ακούγαμε πολιτικούς και επιχειρηματίες να οδύρονται πως “δεν υπάρχουν λεφτά” και μάλιστα με Λίμπεραλ πρωθυπουργό.
Αφήναμε ανοιχτά παράθυρα και πόρτες τα ζεστά βράδια επειδή δεν φοβόμαστε για διαρρήκτες, αφήναμε τα χρήματα για το γάλα έξω από την πόρτα και το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο. Αλλά τότε δεν είχαμε εμπόριο ναρκωτικών, συμμορίες κακοποιών και αδίσταχτους φονιάδες. Εγκλήματα γίνονταν πολύ σπάνια και οι παρανομίες ήταν περιορισμένες στα παράνομα στοιχήματα στις ιπποδρομίες, στους οίκους ανοχής κλπ. που δεν αφορούσαν στην μεγάλη πλειοψηφία που ήταν οι νομοταγείς πολίτες.
Θυμάμαι τούς “μπότζηδες” και τις “ουίτζιδες”, νεαρούς και νεαρές με ειδική αμφίεση που ενοχλούσαν τους περαστικούς σ’ ένα κεντρικό δρόμο του Αντελάιντ. Οπότε η Αστυνομία οργάνωσε μια ομάδα μεγαλόσωμων ντετέκτιβ που τους έσπασε τον τσαμπουκά και τους διέλυσε. Την μόνη βία που έβλεπαν οι θαμώνες στις μπιραρίες όταν έκλειναν στις έξι το απόγευμα, ήταν οι αγώνες πυγμαχίας ανάμεσα σε μεθυσμένους χωρίς νεκρούς και βαριά τραυματισμένους.
Πώς και γιατί στράβωσε η Αυστραλία; Πρόοδος σου λέει ο ένας, παγκοσμιοποίηση λέει ο άλλος, ο καθένας λέει ό,τι τού γουστάρει, εγώ πιστεύω ότι ρίζα τού κακού είναι η απληστία και ο καταναλωτισμός που μάς αναγκάζει να δουλεύουμε περισσότερο για ν’ αγοράζουμε μεγαλύτερα σπίτια, πολυτελέστερα αυτοκίνητα και ακριβά πρϊόντα που τις πιο πολλές φορές καταλήγουν στα σκουπίδια.
Α, Γρηγόρη, θα διαφωνήσω με την άποψή σου για την σέξι μόδα τού χτες που θάμπωνε τους νεαρούς μετανάστες, ενώ σήμερα τί βλέπεις; Ξυπόλητες με βρώμικα πόδια, χαλκάδες στη μύτη, στα χείλη και στον ομφαλό, ξυρισμένο κεφάλι γουλί και ξέκολες με το μπαρδόν! Σιγά τη μόδα πια…
Κάναμε οικονομίες τότε για να ξοφλήσουμε όσο πιο γρήγορα το σπίτι και ν’ αγοράσουμε ακόμη ένα, αλλά μάς περίσσευαν και μερικές λίρες για να ιδρύσουμε ένα σύλλογο, να κτίσουμε μια εκκλησία και ένα σχολείο. Δουλεύαμε σκληρά και δύο δουλειές, καθαρίσαμε κτίρια δεύτερη εργασία μετά το κανονικό οκτάωρο, αλλά βλέπαμε να πιάνει τόπο ο κόπος μας. Φτιάξαμε μικρές και μεγάλες περιουσίες, σπουδάσαμε παιδιά και τα βοηθήσαμε να σταδιοδρομήσουμε, αποκτήσαμε μια κάποια θέση στην κοινωνία, αλλά μάς κυρίευσε η μανία για αναγνώριση και τότε χάλασε η σούπα σαν ομογένεια.
Οπως κι’ εσύ Γρηγόρη, γνώρισα πολλούς ανθρώπους, έκανα φίλους, αλλά τους λίγους και καλούς θυμάμαι με πολλή αγάπη έστω και αν δεν είναι πια μαζί μου. Οι γάμοι και τα βαφτίσια ήταν ακόμη μια ευκαιρία για να συναντηθούν και να πανηγυρίσουν μαζί συγγενείς και φίλοι σ’ ένα τόπο που ακόμη τον θεωρούσαμε ξένο. Στο καράβι οι νεαροί συνταξιδιώτες μου έλεγαν πως έρχονταν να δουλέψουν πέντε χρόνια και να επιστρέψουν στην πατρίδα, αλλά πού νά’ ξεραν πως θα έβγαζαν ρίζες εδώ και θα έκαναν πατρίδα τους αυτή την καλή χώρα. Δυστυχώς, ακόμη και αυτοί που μπόρεσαν να φύγουν τώρα επιστρέφουν αυτοί ή τα παιδιά τους, επειδή η Αυστραλία εξακολουθεί να είναι καταφύγιο για τους κατατρεγμένους τής γης, μια όαση σε έναν κόσμο ταραγμένο. Και άς κάνουμε τους δύσκολους πως τάχα δεν μάς αρέσει!
First published | Kosmos Newspaper 291014 / photo: source pixabay