Γιώργο, γεια σου.
Έγινε πλέον καθήκον το να σου γράψω κάθε βδομάδα και σκέφτομαι το ξεκίνημα. Σου έγραψα να σε συγχαρώ για την έκδοση της Τετάρτης και… ακόμα το κουβεντιάζουμε! Πόσα έχουμε πει μέχρι τώρα! Έχουμε μνημονέψει την παροικία σαν να γράφουμε την καθημερινότητά της, την καθημερινότητα του χθες.
Φαίνεται πως αρέσει αυτό το ταξίδεμα στο χθες, το έχω συναντήσει κι εγώ και… λοιπόν πάμε, συνεχίζουμε κι ας μην έχουμε παρέα. Δεν καταδέχεται κανένας να μας κάνει παρέα, να μας πεί τις δικές του εμπειρίες. Δεν πειράζει αφού αρέσει, είναι τόσο ευχάριστο να μιλάω μαζί σου. Και ξέρεις, δεν ξαναζούμε μόνο εμείς το χθες, τη νιότη μας, μαζί μας τη ζούνε κι άλλοι, αυτοί που περπάτησαν στον ίδιο δρόμο με μας. Και είναι ωραίο να μοιράζεσαι σκέψεις και μνήμες με ανθρώπους που έζησες στην ίδια εποχή, στον ίδιο τόπο. Ιδιαίτερα στην ίδια εποχή. Γιατί αλλάζουν τόσο οι εποχές όπως εξ άλλου αλλάζουμε κι εμείς. Κι οι εποχές! Στους καιρούς μας έχουμε ζήσει τόσες αλλαγές και ανακατατάξεις. Και εκεί έρχονται οι μνήμες και μας δένουν. Στο είπα που περπάτησα στο άλλοτε ελληνικό τετράγωνο, στο Ελίζαμπεθ στρήτ και… δεν ήταν ο ίδιος τόπος!
Ούτε μαγαζιά, όπως μια φορά κι έναν καιρό, ούτε άνθρωποι στο δρόμο. Κάτι μεγάλα, άχαρα κτήρια που δημιουργούν ρεύματα αέρα κι οι άνθρωποι περνάνε βιαστικοί και κουμπωμένοι! Και θυμήθηκα εκείνους τους καιρούς που είμαστε σαν γειτονιά. Το ΒΗΜΑ, το σπίτι του μετανάστη, το ταξιδιωτικό του Μάλλου, Ιωανίδης, Ηλιάδου, ο Σαλαπάτας, η Μινέρβα του Βαγγέλη και της Μέλπως και οι παρέες εκεί μέσα, Πασχαλίδης, Σταύρου και οι συν αυτοίς, πιο πέρα ο Παρθενώνας, το μιλκ μπαρ και φαγάδικο του Μιχάλη και του Γιάννη, η Νέα Ελλάς απάνω και τόσοι άλλοι, μια ολόκληρη γειτονιά, ελληνική γειτονιά. Και ο γραφικός τύπος, ο κοσμοπολίτης μπαρμπα Φακής ο ενενηντάχρονος με τον καφέ του με πολλή ζάχαρη. Να ήταν άραγε πιο καλά εκείνα τα χρόνια; Εγώ λέω ναι. Γιατί είμαστε πιο κοντά, πιο κοντά και στην Ελλάδα αλλα περισσότερο γιατί είμαστε νέοι. Κι ακόμα γιατί εκείνη η απλή ζωή μας ήταν πιο γνήσια, πιο αληθινή. Ήταν σαν όλα τα χρειαζούμενα, ψυγεία, πλυντήρια, ηλεκτρικά εξαρτήματα της κουζίνας ήταν πιό ανθεκτίκά, πιο γερά, πιο στέρεα από ότι είναι σήμερα. Κι εμείς με το μαλλί πλούσιο και καλοχτενισμένο κι οι γυναίκες ντυμένες ωραία με θηλυκότητα. Και σήμερα δεν λέω, να εκείνη η πνοή του φθινοπώρου, στη φύση και στη ζωή και εκείνο το ετών από γεννήσεως;
Έλα, μωρέ, καλά είμαστε. Θα σου γράψω και το ποιηματάκι, μη γκρινιάζεις. Τι θα έλεγες να γράψω και κάτι ερωτικό; Να μη μου λες πως είναι όλα σκέψη και περίσκεψη.
Μ α ζ ί σ ο υ
Μαζί σου ανθίζουν αμυγδαλιές/και τον φοβάμαι το χιονιά
πού ΄ρχεται απρόσμενος.
Κι ωστόσο το ταξίδι/στον κάμπο, τον πλατύκαμπο της αγάπης
χαρούμενο κι ηλιόχαρο και πάμε./Κι όπου μας πάει, όσο μας πάει
και πάμε κι όπου μας βγάλει./Μαζί σου ανθίζουν αμυγδαλιές
κι η ελπίδα τραγουδάει.
Τό ταξίδι είναι όμορφο,/φτάνει που είναι
μαζί σου, μαζί σου, μαζί σου.
Γρηγόρης
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα καλέ φίλε με τις όμορφες αναμνήσεις και τα ποιήματά σου.
Οπως το σημερινό, που πολύ το χάρηκα επειδή ό,τι θυμάται ο καθένας χαίρεται και ποιός δεν θυμάται τις “περασμένες του αγάπες”, όπως λέει ο τραγουδιστής και πώς να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς αγάπη; Καμαρώνω τα ζευγάρια κάποιας ηλικίας όταν περπατούν ακόμη πιασμένοι χεράκι – χεράκι, ή με το πιο παραδοσιακό “αγκαζέ”! Ομως όταν βλέπω κάποιον ηλικιωμένο να περπατά με νεαρή ύπαρξη δεν ξέρω αν πρέπει να λυπηθώ αυτόν ή την νεαρή πρόσφυγα που θυσιάστηκε για να βοηθήσει την πάμφτωχη οικογένειά της σε τόπους μακρινούς. Αλλά δεν βαρυέσαι Γρηγόρη, ας χαρούν και οι ηλικιωμένοι, έστω με την ψευδαίσθηση πως τους αγάπησε η… απόγνωση.
Οι εποχές αλλάζουν αγαπητέ Γρηγόρη, αλλάζουν οι συνθήκες ζωής, αλλάζουμε κι’ εμείς, αλλά κάτι μάς μένει απ’ όλες αυτές τις αλλαγές και είναι οι θύμησες οι καλές και οι κακές. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν καλύτερα εκείνα τα χρόνια, ή αν μάς φαίνονται καλύτερα επειδή τότε είμασταν νέοι, υγιείς, ωραίοι και με οράματα.
Πάντως, μέχρι τώρα καλά τα πάμε φίλε μου με αυτή τη στήλη που είναι πολύ δημοφιλής, αφού ακόμη και την περασμένη Κυριακή στην παρουσίαση τού ντοκιμαντέρ τού φίλου μας, Γιώργου Μεσσάρη, “Λουλούδια τού Πελάγους” άκουσα πολλά εγκώμια για τη σελίδα αυτή από συμπάροικους, αλλά και για τον “Κόσμο των Ηλικιωμένων” γενικότερα.
Εκείνο που θα ήθελα από τους φίλους αναγνώστες μας είναι να μάς στείλουν φωτογραφίες τής εποχής εκείνης, από τα γλέντια τους, τις εκδρομές τους, τους γάμους και βαπτίσεις με την εγγύησή μου πως θα τους τις επιστρέψω αμέσως. Ν’ αρχίσουμε ένα φωτογραφικό αρχείο μιας ιστορικής εποχής όταν σαν New Australians, που ήταν προτιμότερο από άλλους ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, βάλαμε τα θεμέλια για τη σύγχρονη παροικία με τα μεγάλα έργα της που θα παραλάβουν η τρίτη και τέταρτη γενιά μας με την ελπίδα πως θα τα συντηρήσουν και θ’ αυξήσουν.
Στην Ελίζαμπεθ Στριτ άρχιζε το “ελληνικό τετράγωνο”, όπως το λέγαμε, με σύνορα τη Liverpool Street, την Castlereagh Street και την Park Street όπου επίσης υπήρχαν ελληνικές επιχειρήσεις.
Οσον αφορά στους ανθρώπους που άφησαν το στίγμα τους στην Ελίζαμπεθ Στριτ, εγώ “πήγαινα πολύ” τον μπάρμπα Φακή, όπως θά ‘λεγε ο Χριστόδουλος, γιατί σαν νεαρό τότε με συμβούλευε με την πείρα μιας κοσμοπολίτικης ζωής με ατέλειωτες εμπειρίες. Ημουν διευθυντής τότε στο ΒΗΜΑ όπου αρθρογραφούσε ο Φακής σε προχωρημένη ηλικία και μια μέρα τον ρώτησα αν ήταν μετανιωμένος που δεν είχε αποταμιεύσει χρήματα για τα γεράματά του:
“Οταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών ο πατέρας μου είχε μεγάλο φαρμακείο στην Πάτρα, αλλά ένα βράδι δεν κοιμήθηκα επειδή έπρεπε να πάρω απόφαση τί θέλω από τη ζωή, χρήματα ή αναμνήσεις; Διάλεξα τις αναμνήσεις”, μού απάντησε και πραγματικά είχε αναμνήσεις για… δέκα δικές μου ζωές, όμως εγώ συνέχισα τις ερωτήσεις μου:
“Αν εγώ μπάρμπα Φακή είχα τη δύναμη να σε στείλω πίσω στο παρελθόν με τη σημερινή πείρα σου, θα άλλαζες την απόφασή σου;”
“Οχι, βέβαια, οι αναμνήσεις μου δεν αγοράζονται με κανένα ποσό΄”, μού είχε πει και ύστερα από 40 χρόνια συμφωνώ μαζί του. Οι αναμνήσεις είναι ένας θησαυρός και όσο πιο πολλές έχεις, τόσο πιο πλούσιος είσαι, ακόμη και όταν έχεις αποκτήσει περιουσία.
Ο Σαλαπάτας ήταν το στέκι των εφημεριδοφάγων μεταναστών τής γενιάς τού ’50, ’60 και ’70 που διψούσαν να διαβάσουν ειδήσεις από την πατρίδα, μα προπαντός τις αθλητικές για την αγαπημένη τους ομάδα και κάθε Τρίτη που έφταναν αεροπορικώς οι αθηναϊκές εφημερίδες περίμενε μεγάλη ουρά συμπαροίκων για να τις αγοράσει. Ο Δημήτρης Σαλαπάτας ήταν και το… πρακτορείο ειδήσεων για τις παροικιακές εφημερίδες που αγόραζαν όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες και σαν μοδίστρες έκοβαν τα κείμενά τους που κολλούσαν στις δικές τους σελίδες.
Ενας άλλος γνωστός στην Ελίζαμπεθ Στριτ που αναφέρεις ήταν ο δημοφιλής τσιριγώτης κύριος “είναι όλα κανονισμένα”, Μάλλος, που έγραψε τη δική του ιστορία, όχι μόνο σαν ταξιδιωτικός πράκτορας, αλλά και σαν παράγοντας στον “Πανελλήνιο” και στην Ελληνική Λέσχη.
Κοντά στα φαγάδικα τής Ελίζαμπεθ Στριτ υπήρχε και ένα ελληνικό ζαχαροπλαστείο αν θυμάμαι καλά με μπακλαβάδες, καταϊφια και κουλουράκια στη βιτρίνα του, αλλά το “Μινέρβα” και το “Νέα Ελλάς”, ήταν μαγνήτης για το μεσημεριανό μας φαγητό με ελληνική γεύση, μα το πιο σημαντικό, αν δεν κάνω λάθος είναι πως στο ΒΗΜΑ πρωτογνωριστήκαμε και είχαμε αρχίσει μια παρόμοια στήλη όπως τη σημερινή, αλλά δεν κράτησε πολύ επειδή αποχώρησα από αυτή την εφημερίδα.
First Published Kosmos Newspaper 20-05-2015 / photo source: pixabay