Γιώργο, γεια σου.
Θυμάσαι εκείνο το Σύδνεϋ πού ζήσαμε νέοι, εκείνο το “ελληνικό τετράγωνο”, στο κέντρο της πόλης, που γνωρίσαμε στα παλιά, τα πρώτα μας χρόνια; Ε, δεν υπάρχει πια! Την περασμένη βδομάδα έζησα μια εμπειρία απρόσμενη. Είχα πάει στο Προξενείο μας και φεύγοντας περπάτησα από το Μπάθερστ στρήτ, στο Ελίζαμπεθ, γύρισα στο Λίβερπουλ στρήτ να πάρω το λεωφορείο από τη γωνία του Μάρκ Φόις. Έτσι για να δω… τα παλιά λημέρια. Είχα χρόνια να περάσω από εκεί και δούλεψα για χρόνια πολλά, τα πιο πολλά χρόνια στην πόλη. Γιώργο μου, δεν υπάρχει τίποτα, “ού πάγαν λαλέουσαν..” Ποιός το είπε για τους Δελφούς. Τίποτα, μα τίποτα! Μόνο η είσοδος της Ελληνικής Λέσχης, σκοτεινή και σκονισμένη. Πήγα κοντά και κοίταξα τους ενοικούντας εν αυτή. Μόνο τέταρτος και πέμπτος όροφος, η Λέσχη. Ένιωσα χαμένος, δεν μπορεί, δεν είναι η ίδια πόλη, είπα. Και θυμήθηκα… Όλη εκείνη η περιοχή ήταν …φορτωμένη ελληνικά μαγαζιά, ήταν το στέκι κι ο τόπος συνάντησης των νεοφερμένων κάπου περισσότερο από μισόν αιώνα πριν. Τα πρωινά του Σαββάτου κατέβαιναν όλοι να δουν ένα γνωστο, ν΄ακούσουν Ελληνικά! Αυτά στα πρώτα χρόνια, τα αλιά. Κι αργότερα, να αγοράσουν κανένα δίσκο στο Οντιον, να αγοράσουν εικόνες και λιβάνια, κανένα μπρίκι του καφέ, να πάρουν τα νυφικά και καμιά εφημερίδα ελληνική, της περασμένης εβδομάδας.
Κι όταν σιγά-σιγά κατασταλάξαμε στη ρουτίνα της κάθε μέρας εκεί βρήσκαμε την κοινωνικότητα, τις όποιες επαφές και εκδηλώσεις. Ο τρίτος όροφος της Λέσχης φιλοξένησε τόσες εκδηλώσεις και γιορτές. Ακόμα και αποκριάτικους χορούς μεταμφιεσμένων. Κάπου έχω φωτογραφίες που παραβρέθηκα κι εγώ. Εκείνο το ελληνικό τετράγωνο, που ήταν περισσότερο από τετράγωνο είχε πάντα ελληνική παρουσία. Θυμάμαι κάποτε περπατούσα με έναν Σουηδό και χαιρέτησα τέσσερις γνωστούς στο δρόμο. Στάθηκε απορημένος και μου είπε. “Τους ξέρεις όλους σ΄αυτή την πόλη;” Τον καημένο τον Μπώ. Μας έλεγε πως ζούμε σαν η κάθε μέρα μας να είναι η τελευταία. Και κάποιος από την παρέα είπε πως αυτός ζει σαν να μην έχει γεννηθεί ακόμα. Είχαμε ζωντάνια, ζούσαμε ελληνικά, είμασταν νέοι. Δεν είχαμε λεφτά, δεν είχαμε ούτε αυτοκίνητο, αλλά είχαμε την αισιοδοξία της ηλικίας μας και την ελπίδα. Και μέσα από την πρόσπάθεια – αγώνας δεν μ’ αρέσει – την προσπάθεια και την φροντίδα, την επιμονή κι υπομονή, ζήσαμε και χαρές, που δεν πρέπει να ξεχνάμε, να υποτιμούμε και να παραβλέπουμε. Ζήσαμε κι κείνο το ελληνικό τετράγωνο είναι δεμένο με τη ζωή μας. Εκεί γνωριστήκαμε κι εμείς, Γιώργο, κι είναι από τις χαρές της ζωής η γνωριμία και η φιλική σχέση με ανθρώπους που μοιράσαμε χαρές και λύπης. Γιατί με τη δική σου σχέση έχω πάντοτε κοντά και το Δημήτρη που μας έφυγε νωρίς. Και δεν είναι μόνο ο φίλος που έφυγε, έφυγε και η ζωή κι αυτός ο τόπος που τον ζήσαμε νέοι, δεν υπάρχει πια. Εκεί που συναντούσες τόσες φιλικές μορφές βλέπεις μεγάλα χτίρια, ρεύματα αέρας ανάμεσά τους, χτίρια πελώρια και άχαρα, άσχημα, χωρίς στολίδι και χωρίς μια -έστω πρόσωψη μονάχα- φιλική. Είναι σαν κάτι ανθρώπους, κουμπωμένους, ντυμένους τον εγωισμό τους που σε κοιτάνε “αφ΄υψηλού”! Αλλά είναι μόνο τα χτίρια; Κι αυτά νομίζω εκφράζουν το πνεύμα των καιρών μας. Υλικό κέρδος, πρακτικότητα κι αφαίρεση κάθε ομρφιάς και ηθικής αξίας.
‘Ελα, γειά σου, να στα πω και… ποιητικά!
ΑΦΑΙΡΕΣΗ
Το χτες γεμάτο με στολίδια και τραβάμε/γραμμές και πινελιές, τα σβήνουμε όλα.
Άδεια τα σπίτια μας, γραμμές ευθείες/στα απορρίματα αξίες και φωτογραφίες.
Και πένθη και νηστείες και στεφάνια/βαραίνουν τη ζωή μας κι είναι μία.
Πού να τους θυμηθείς τόσους προγόνους/πού να τους καις λιβάνια και καντήλια.
Και τα στολίδια βγάλαμε απ΄ τη γλώσσα/απλή κι ασήμαντη τη θέλουμε κι εκείνη.
Κι η βέρα ακόμα και χαλκάς και βάρος/στο ένστικτο εμπόδιο και φρένο.
Αφαίρεση, το ένστικτο, το τώρα/εκείνο μοναχά ας βασιλεύει.
Εκείνο κι αφέντης το συμφέρον.
———
Πού πάμε όλοι χέρι-χέρι/στην απλωσιά του κόσμου, σε ποιο μέλλον;
Γρηγόρης
AΠΑΝΤΗΣΗ
Γειά σου κι’ εσένα Γρηγόρη,
Ασε το μέλλον Γρηγόρη, είναι το ίδιο για όλους πλούσιους και φτωχούς, αλλά δεν εννοούμε να συνειδητοποιήσουμε πως τρέχουμε και δεν θα φτάσουμε ποτέ εκεί που θα θέλαμε όσα χρόνια και αν ζήσουμε. Εγώ πέρασα πολύ “καλά” την περασμένη Κυριακή με όμορφη παρεούλα, με κουβεντούλα και πολύ γέλιο, επειδή αυτό θέλω από τη ζωή, τις πολυτέλειες αφήνω γι’ αυτούς που τις θέλουν και καλά κάνουν αφού τους ικανοποιούν. Μπορείς να ζήσεις καλά σήμερα; Είσαι ο καλύτερος! Το “καλά”, βέβαια, είναι σχετικό γιατί άλλο το “καλό” για μένα και άλλο το “καλό” για τον υπόλοιπο κόσμο. Ενας γνωστός μου έλεγε κάποτε πως πάντα τού έλειπαν εκατο χιλιάδες δολάρια όσα χρήματα και αν είχε αποταμιεύσει επειδή αυτό ήταν το “καλό” γι’ αυτόν και ένας άλλος έλεγε “καλή ζωή, κακή διαθήκη” που έχει τη λογική της επειδή πρέπει να φροντίζουμε και την επιβίωσή μας.
Αρκετά φιλοσόφησα όμως και επιστρέφω στο ελληνικό τετράγωνο με τα ελληνικά εστατόρια, το “Νέα Ελλάς” του Μπουτσικάκη, το “Μινέρβα” τού Βαγγέλη και τής Μέλπως Παπαδοπούλου που ήταν στέκι, το πρακτορείο ελληνικού τύπου Σαλαπάτας που πουλούσε χιλιάδες εφημερίδες από την Ελλάδα κάθε βδομάδα, νομίζω τις περισσότερες αθλητικές. Καλύτεροι πελάτες τού Δημήτρη Σαλαπάτα ήταν, πάντως, οι παροικιακές εφημερίδες που αγόραζαν ολες τις αθηναϊκές και τις… πετσόκοβαν για να γεμίσουν φθηνά τις δικές τους σελίδες, αλλά μήπως και τώρα τί κάνουμε; Μόνο που τις αντιγράφουμε δωρεάν από το διαδίκτυο! Γι’ αυτό εμείς στον “Κόσμο” προσπαθούμε τώρα να γεμίζουμε τις σελίδες με παροικιακό ρεπορτάζ και εκλεκτούς συμπάροικους συνεργάτες όπως εσένα και δέκα άλλους για να υπάρχει ζωντανή πολυφωνία αντί για… παπαγαλία. Στο ελληνικό τετράγωνο υπήρχε και το μπακάλικο των αδελφών Μπαβέα που ίσως ήταν το πρώτο τού Σίδνεϊ και αν δεν έχεις ακούσει τον αξέχαστο Πέτρο Πρίντεζη να μιμείται τα δύο αδέλφια Μπαβέα, έχασες γέλιο μέχρι δακρύων που λένε. Αλήθεια, τί μεγάλη μορφή στο παροικιακό θέατρο ο Πρίντεζης που προκαλούσε το γέλιο μόλις εμφανιζόταν στο παλκοσένικο πριν ακόμη αρθρώσει μια λέξη, πραγματικά αξέχαστος ο Πέτρος.
Και το Μαρκ Φόις τί σου λέει; Εμένα μου θυμίζει τις καλύτερες πάστες που μπορούσες ν’ αγοράσεις τότε στο Σίδνεϊ και φυσικά ήμουν καλός πελάτης. Ομως μου θυμίζει και το ειδύλλιο δύο συμπαροίκων που πολύ αγαπώ, που γνώριστηκαν στο Μάρκ Φόις όπου εργαζόταν η κοπέλα και παντρεύτηκαν. Η Λέσχη ήταν όπως την περιγράφεις, αλλά και πηγαδάκι για τους ποδοσφαιρόφιλους που συγκεντρώνονταν εκεί μετά από κάθε αγώνα τού Πανελληνίου για να πανηγυρίσουν τη νίκη ή να κλάψουν για την ήττα τής αγαπημένης τους ομάδας. Ασφαλώς, η Λέσχη δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι επειδή σημειώθηκαν σημεία και τέρατα στο παρελθόν όταν έχασε μια λαμπρή ευκαιρία και εκατομμύρια δολάρια επειδή κάποιοι ανόητοι σαμποτάρισαν την αγορά τού διπλανού κτηρίου που είχε προετοιμάσει ο τότε πρόεδρος Σταύρος Βλάχος σε συνεργασία με τον τότε πρέμιερ Νέβιλ Ραν, που ήθελε να το κάνει δώρο στον Ελληνισμό.
Σαν Ελληνες, καλέ μου φίλε, πετύχαμε πολλά σ’ αυτή τη χώρα και θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι, όμως σαν παροικία μάς έβγαλαν ασπροπρόσωπους μόνο η Αρχιεπισκοπή, η Κοινότητα, η ΑΧΕΠΑ, η Λέσχη στις καλές της μέρες και ίσως μια δυο οργανώσεις που τώρα έχουν περάσει στην παρακμή.
Αυτά για σήμερα, πριν με κυριεύσει κατάθλιψη για τα ασυγχώρητα λάθη μας σαν οργανωμένη παροικία…